~7

Τα παρατάω. 

Δεν ξαναπαίρνω μέρος σε γκίβαγουει. 

Μάλλον δεν θα πάρω ποτέ άιφον. Κλαψ κλαψ

*όσες ξέρετε το τραγουδάκι πάνω σας αγαπώ λίγο περισσότερο. Το έμαθα πριν λίγες μέρες από το Έρωτας με διαφορά και απλά το ακούω κάθε μέρααα*

~~~

ΑΝΑΣ ΠΟΒ ξανά 

Οκευ. Εντάξει. Με πιάσατε.

Θα σκάσω, εντάξει;

Θα σκάσω αν δεν μάθω ποιον σκατά φιλούσα την Παρασκευή.

Θέλω να πω... ναι συνήθιζα να βγαίνω έξω και να κάνω σαν σούργελο, που μεταξύ μας ούτε που θέλω να θυμάμαι όλες τις βλακείες που έκανα, αλλά τώρα που "ωρίμασα" δεν είμαι για τέτοια.

Όχι ότι δεν μπορώ να φιλάω όποιον θέλω, εννοείται.

ΑΠΛΑ ΝΑ ΞΕΡΩ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΙΣΩΣ;

Ανακατεύω με το χάρτινο καλαμάκι μου τον καφέ, γιατί είμαι και ίκο φρέντλι μην ξεχνιόμαστε, και προσπαθώ να θυμηθώ με νύχια και με δόντια τι έγινε εκείνο το βράδυ.

<<Είσαι μαζί μας εσύ ή το μυαλό σου τρέχει;>> ρωτάει ο Τζέικομπ και με σπρώχνει. Παραλίγο να πέσω από το παγκάκι αλλά τελευταία στιγμή στηρίζομαι στα πόδια μου και όλοι λύνονται στα γέλια.

<<Πολύ αστείο>> ειρωνεύομαι και τον σπρώχνω πιο δίπλα για να κάτσω καλύτερα. Η Νάιλα με κοιτάζει και κουνάει το κεφάλι της σαν να με ρωτάει αν τρέχει κάτι. Της χαμογελάω και επιστρέφει στην συζήτησή της με τον Τόνυ και τον Τάιλερ.

Βγάζω το κινητό μου από την τσέπη για να πάρω τηλέφωνο την Ντανιέλα. Σήμερα είναι το πρώτο μάθημα της σχολής. Ναι, οι βλάκες μας άνοιξαν μια εβδομάδα αργότερα λόγω των επαναληπτικών εξετάσεων του Σεπτεμβρίου που τράβηξαν μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα.

<<Η Ντανιέλα που είναι;>> πετάγεται ο Τάιλερ και η Νάιλα στριφογυρίζει τα μάτια της.

Γελάω δυνατά. <<Σκόπευα να την πάρω μόλις τηλέφωνο>> του δείχνω το κινητό μου.

<<Θα κάνουμε τίποτα για το Χάλογουιν;>> ρωτάει ο Τζέικομπ και σηκώνεται όρθιος. Τυλίγει το χέρι του γύρω από τον ώμο της Νάιλα και εκείνη τον κοιτάζει με σηκωμένο φρύδι.

Η Νάιλα σιχαίνεται το Χάλογουιν. Για αυτό κάθε, μα κάθε χρόνο όμως, της κάνουμε επίτηδες φάρσες για να την τρομάξουμε.

<<Μην οργανώνετε τίποτα. Σκοπεύω να πάω στους γονείς μου την άλλη εβδομάδα για κάποιες μέρες>> ανακοινώνει και βγάζει το χέρι του Τζέικομπ από τους ώμους της.

<<Τι; Και πότε σκόπευες να μου το πεις;>> ρωτάω και χαμογελάει.

<<Να ο ζηλιάρα γκόμενά μου παιδιά>> με δείχνει και έρχεται να κάτσει με δύναμη πάνω στα πόδια μου, χωρίς να ρίξει, κατά τύχη, το ποτήρι με τον καφέ. <<Χθες με πήρε η μάνα μου τηλέφωνο. Άκουσα τον εξάψαλμο που δεν πήγα καθόλου το καλοκαίρι για να τους δω. Και με απείλησαν ότι αν δεν πάω το συντομότερο θα μου κόψουν την επιχορήγηση>> σοβαρεύει και τα αγόρια κάνουν κάτι περίεργους ήχους.

<<Κρίμα>> λέει και καλά στεναχωρημένος ο Τζέικομπ και εκείνη του κάνει κωλοδάχτυλο. <<Οι υπόλοιποι τι θα κάνουμε για το Χάλογουιν;>> μας κοιτάζει έναν έναν ξεχωριστά.

Πετάγομαι πάνω αφήνοντας την Νάιλα στο παγκάκι δίπλα στον Τόνυ. <<Έχω μια φοβερή ιδέα>> λέω ενθουσιασμένη και ο Τζέικομπ χοροπηδάει σαν κουταβάκι. <<Τίποτα!!!! Φοβερό;>> λέω και με βρίζουν σχεδόν όλοι εκτός της Νάιλα που γελάει.

Ο Τόνυ κοιτάζει πίσω μας το κτήριο της σχολής. <<Λες να μας άφηναν να κάναμε κανένα παρτάκι εδώ πέρα;>> δείχνει το κτήριο και αμέσως κοιτάζονται με τον Τζέικομπ και τον Τάιλερ. <<Σκέφτεστε αυτό που σκέφτομαι;>> λέει σιγανά και σηκώνεται όρθιος.

<<Ξε κά θα ρα>> φωνάζει ο Τζέικομπ και κοιτάζουν μετά και οι δύο τον Τάιλερ.

<<Τι; Εγώ σκέφτομαι την Ντανιέλα>> απαντάει αλλά αμέσως τον αρπάζουν από τους ώμους και απομακρύνονται από κοντά μας.

<<Που πάτε ρε;>> φωνάζει η Νάιλα αλλά κανείς από τους τρεις δεν γυρίζει να μας κοιτάξει. <<Πάλι καμία μαλακία θα ετοιμάζουν, θα το δεις>> λέει η φίλη μου και πίνει λίγο νερό από το μπουκάλι της.

Βολεύομαι λίγο καλύτερα στο παγκάκι και ξεκουμπώνω την ζακέτα μου. Για μέσα Οκτωβρίου κάνει ακόμη υπερβολική ζέστη λες και είναι Αύγουστος. <<Όταν ενθουσιάζονται αυτοί οι τρείς στην αρχή, καταλήγουμε εμείς να κλαίμε στο τέλος, το ξέρεις!>>

Με κοιτάζει σοβαρά και γυρνάει εντελώς τον κορμό της προς το μέρος μου. <<Τι συμβαίνει;>>

<<Τι συμβαίνει;>> επαναλαμβάνω.

<<Από το Σάββατο μου φαίνεσαι κάπως. Όλα καλά;>> ρωτάει ξανά και σηκώνει το φρύδι της.

<<Εμμ>> ξεφυσάω. <<Θέλω να μάθω ποιον φίλησα>> απαντάω και κουνάει αγανακτισμένη το κεφάλι της. <<Όχι, μην πεις τίποτα. Δεν με νοιάζει. Αλλά θα σκάσω. Αλήθεια, θα σκάσω. Θα ανατιναχτώ σαν ατομική βόμβα αν δεν μάθω ποιος ήταν, σοβαρά σου μιλάω->>

<<Εντάξει, εντάξει>> με σταματάει και σηκώνει τα χέρια της. <<Το κατάλαβα, μην συνεχίζεις>>

Πίνω λίγο από τον καφέ μου. <<Τι προτείνεις να κάνω;>>

<<Θες να σου πω στ'αλήθεια;>> ρωτάει και γνέφω. <<Να το ξεχάσεις!!!! Είσαι σοβαρή πουλάκι μου; Ακόμη σκέφτεσαι έναν βλάκα που φίλησες σε ένα τυχαίο κλαμπ;>>

Κλικάρω την γλώσσα μου εκνευρισμένη. <<Και αν είναι ο άντρας της ζωής μου και δεν το ξέρω; Δεν νομίζεις ότι πρέπει να τον γνωρίσω;>>

<<Και τι; Σκοπεύεις να ξαναπάς στο κλαμπ ας πούμε;>> ρωτάει ειρωνικά και αμέσως γυρίζω το κεφάλι μου.

<<Αυτό δεν το σκέφτηκα!>> αναφωνώ και αναστενάζει.

Ναι. Είναι καλή ιδέα. Θα ξαναπάω εκεί και θα τον πετύχω.

<<Θα πάμε. Σήμερα κιόλας>> απαντώ και σηκώνομαι όρθια. Βλέπω με την άκρη του ματιού μου την Ντανιέλα να συζητάει με τον Τάιλερ και σηκώνω το χέρι για να την χαιρετήσω.

<<Χαζό είσαι; Είναι Δευτέρα. Ποιο κλαμπ είναι ανοιχτό τις Δευτέρες;>>

Χαμογελάω και την τραβάω για να σηκωθεί. <<Κανένα. Για αυτό θα πάμε μόλις τελειώσουμε το μάθημα για καφέ εκεί. Γιατί είναι 24ωρο καφέ-μπαρ>> την ταπώνω και κάνω νοητικά κόλλα πέντε με τον εαυτό μου.

<<Μα πίνουμε τώρα καφέ>>

Πετάω το πλαστικό ποτήρι στα σκουπίδια και σταυρώνω τα χέρια μου.

<<Επίσης, πως θα τον αναγνωρίσεις; Αφού δεν θυμάσαι τίποτα>> προχωράει δίπλα μου και σουφρώνω τα χείλη μου.

Αυτό δεν το είχα σκεφτεί.

Σταματάω απότομα και την κοιτάζω. <<Δεν θα τον βρω ποτέ ε;>> ρωτάω και φουσκώνει τα μάγουλά της.

Με πιάνει αγκαζέ. <<Θα τον βρούμε>> λέει και χαμογελάω. <<Κάποια στιγμή το 2029>> την χτυπάω με την τσάντα μου και τρέχει προς τα παιδιά.

Θα τον βρω. Ο κόσμος να χαλάσει.

[...]

<<Δεν πρόκειται ποτέ να τον βρω ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ>> σχεδόν φωνάζω και αρκετά άτομα από τα διπλανά τραπέζια γυρνάνε ενοχλημένοι να με κοιτάξουν.

<<Μην φωνάζεις ηλίθια!>> μου κλείνει η Ντανιέλα το στόμα με το χέρι της και χαμογελάει ψεύτικα τριγύρω. <<Ρεζίλι θέλεις να μας κάνεις;>> της γλύφω την παλάμη και τραβιέται αηδιασμένη.

<<Είμαστε εδώ 3 ώρες. 3 ΗΛΙΘΙΕΣ ΩΡΕΣ. Και δεν έχει εμφανιστεί>> κάθομαι πίσω στον φουλ άνετο και πουπουλένιο καναπέ και είμαι κυριολεκτικά έτοιμη να κλάψω από τα νεύρα.

<<Αφού δεν ξέρει πως είναι ρε μαλάκα, τι λέει;>> ρωτάει ο Τόνυ τον Τάιλερ και εκείνος ανασηκώνει τους ώμους του. Αγριοκοιτάζω και τους δύο και σταυρώνω τα χέρια μου.

<<Υποτίθεται ότι θα ερχόσασταν για να ρίξετε και εσείς κανένα βλέμμα. Μόνο εγώ μέθυσα προχθές. Εσείς μια χαρά ήσασταν. Δεν είδατε τίποτα; ΤΙΠΟΤΑ ΕΝΤΕΛΩΣ;>> ρωτάω αλλά κανείς δεν απαντάει.

Η Νάιλα με κοιτάζει κατεβάζοντας λίγο τα γυαλιά αστιγματισμού της. <<Αν σου πω ότι τον είδα εγώ, θα φύγουμε από εδώ σύντομα;>> ρωτάει και γουρλώνω τα μάτια μου.

<<ΕΚΑΝΕΣ ΤΙ ΛΕΕΙ; ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΤΟ ΕΙΠΕΣ;>>λέω ξανά αρκετά δυνατά και πιστεύω ότι θα είμαι τυχερή αν δεν με διώξουν τώρα από το μαγαζί λόγω υπερβολικής φασαρίας. 

Ξεφυσάει. <<Βασικά δεν τον είδα και πολύ καθαρά. Μην νομίζεις. Αλλά εντάξει>> βγάζει τα γυαλιά της και τα χώνει στο άνοιγμα της μπλούζας της. <<Ήταν αρκετά ωραίος, αν θυμάμαι καλά>>.

ΚΡΑΤΑΤΕ ΜΕ.

ΘΑ ΤΗΝ ΣΚΟΤΩΣΩ.

<<Θυμάσαι τίποτα πιο συγκεκριμένο;>> ρωτάω νευριασμένη και χαμογελάει πονηρά.

<<Ήταν σίγουρα ψηλός. Και είχε μπλε μάτια. Ή πράσινα; Κάτσε... ή καστανά;>> σταυρώνω τα χέρια μου και την κοιτάζω έντονα. <<Όχι εντάξει. Μπλε ήταν. Το θυμάμαι γιατί όταν ήρθα να σε πάρω για να φύγουμε με κοίταξε φουλ περίεργα λες και του χάλασα την φάση>> 

Μπλε μάτια; Ψηλός; αχ αχ αχ. 

Ξεκάθαρα είναι ο άντρας της ζωής μου και η βλαμμένη τόσες μέρες δεν μου έλεγε τίποτα. Θα την τσακίσω.

<<Αυτό;>> ρωτάω και γνέφει. <<Μόνο αυτό θυμάσαι;>> ξαναρωτάω <<Αν μου κρύβεις και τίποτα άλλο θα σε σκοτώσω κακομοίρα μου>> κοιτάζω τριγύρω όποιον περνάει.

<<Κάποιον μου θύμιζε πάντως>> φοράει ξανά τα γυαλιά της και την κοιτάζουμε όλοι περίεργα. 

<<Κάποιον γνωστό;>> ρωτάει ο Τάιλερ και ανασηκώνει τους ώμους της.

<<Όχι. Σίγουρα όχι γνωστός. Αλλά κάποιον που έχω ξαναδεί>> παίρνει ξανά το βιβλίο της και γυρίζει μια σελίδα. <<Μπορεί να είναι ιδέα μου, δεν ξέρω>>

<<Αχ με έσκασες. Σηκωθείτε, θέλω να πάω στην τουαλέτα>> λέω στην Ντανιέλα και τον Τάιλερ. <<Να κοιτάτε όσους μπαίνουν στα μάτια. Μπορεί να μας ξεφύγει>> τους λέω και ο Τζέικομπ μου πετάει ένα ξυροκάρπι στα μαλλιά.





ΑΛΕΞ ΠΟΒ

<<Τυχερός ήσουν που ο κόουτς δεν σου είπε τίποτα για το Σάββατο μαλάκα>> λέει ο Κόλτον και γελάω. <<Μη γελάς καθόλου βλάκα. Κώλος είχες γίνει. Ευτυχώς που πήγα εγώ το πρωί και του είπα ότι ήσουν λίγο αδιάθετος>>

Περνάω τον σάκο γύρω από τον ώμο μου και βγαίνω από το γυμναστήριο. <<Περίμενα να έρθει σπίτι να χτυπάει κουδούνια>> παραδέχομαι.

<<Έτοιμος ήταν. Τυχερός είσαι που με θεωρεί έμπιστο άτομο, βεβαίως βεβαίως, και δεν είπε τίποτα. Μαλάκα. Ε μαλάκα>> με σπρώχνει και περνάει από μπροστά μου.

Ευτυχώς που σήμερα τελειώσαμε νωρίς την προπόνηση γιατί δεν θα άντεχα σε καμία περίπτωση να κάτσω ξανά μέχρι τις 8 το βράδυ.

<<Πως και μας άφησε σήμερα τόσο νωρίς;>> ρωτάω τον φίλο μου μόλις βγαίνουμε έξω. Χριστέ μου, τι γαμημένη ζέστη έχει και σήμερα. Η ιδέα να βγάλω το μπλουζάκι μου και να το κάνω μπαντάνα για να μαζέψω τα ιδρωμένα μου μαλλιά πίσω, περνάει από το μυαλό μου αλλά μαζεύομαι.

Ευτυχώς το σπίτι είναι 5 λεπτά απόσταση από το γυμναστήριο που κάνουμε προπονήσεις και θα κάνω γρήγορα ντουζ. Στα αποδυτήρια του γυμναστηρίου πηγαίνουν ξεκάθαρα και μόνο για να πάρουν μάτι. 

Για αυτό και ο Κόλτον μυρίζει αυτή την στιγμή είναι φρεσκολουσμένος και μυρίζει λεβάντα από χιλιόμετρα μακριά.

Όχι ότι ο Κόλτον κάνει προπόνηση. Φυσικά και όχι. Ο κόουτς του δίνει ενα πολύ απλό πρόγραμμα για να αποκατασταθεί και καλά ο αστράγαλός του αλλά ο πούστης κάθεται και μας χαλβαδιάζει όσο κάνουμε 200 κοιλιακούς.

<<Δεν έχω ιδέα, πάμε για καφέ;>> λέει γρήγορα και δείχνει μια καφετέρια σχεδόν απέναντι από το γυμναστήριο. <<Κάτσε. Τι καφετέρια είναι αυτή;>> σταματάει για να κοιτάξει την ταμπέλα αλλά εγώ προχωράω χωρίς να του δίνω σημασία. <<Ρε μαλάκα, σταμάτα>>

<<Είμαι κουρασμένος Κόλτον. Θέλω να πάω σπίτι>>

Με πιάνει από τον αγκώνα και σταματάω. <<Ρε αυτό είναι το κλαμπ που ήρθαμε προχθές>> μου δείχνει αλλά δεν το κοιτάζω. <<Ήξερες ότι είναι και καφετέρια; Αι στο καλό!>>

<<Χέστηκα Κόλτον!>>

<<Έλα πάμε. Θα κεράσω εγώ. Μη σκας>> με τραβάει και ξεφυσάω.

Τραβάω το χέρι μου. <<Νταξ, μπορώ να περπατήσω και μόνος μου>> περνάμε τον δρόμο και φτάνουμε έξω από την καφετέρια.

Έχει δίκιο ο βλάκας. Όντως είναι το προχθεσινό κλαμπ. Ο χώρος είναι ίδιος. Απλά τα ψηλά τραπέζια είναι μαζεμένα στην μία άκρη και υπάρχουν παντού καναπέδες και καρέκλες χνουδωτές.

Μιεχ. 

<<Τι θα πάρεις;>> με ρωτάει ο Κόλτον και τον αγριοκοιτάζω. Γελάει και μπαίνει μέσα πρώτος.

<<Κανόνισε ε. Δεν θα κάτσουμε. Στο χέρι, ό,τι πάρουμε>> του λέω και μουρμουρίζει κάτι χωρίς να το ακούσω. Μπαίνω και εγώ μέσα και παραλίγο να χτυπήσω μια κοπέλα ανοίγοντας την πόρτα σχεδόν πάνω της. Μουρμουρίζω συγνώμη αλλά εκείνη με κοιτάζει σαν χαμένη.

Καλά ε. Ακόμη και ιδρωμένος γαμάω και δέρνω.

Οκευ. Από την κούραση μάλλον σκέφτομαι μαλακίες.

Κάθομαι δίπλα σε μια κολώνα και κοιτάζω τριγύρω όσο ο Κόλτον παραγγέλνει στον ταμεία. Ωχ, 10 ώρες θα κάνει ο βλάκας.

Το μαγαζί έχει κυριολεκτικά 4 παρέες. Δεν το λες και πολύ κόσμο σε σύγκριση με προχθές. Μόνο η μια παρέα κάνει όλη την φασαρία εδώ μέσα και τους κοιτάζω εξονυχιστικά.

Η μία κοπέλα με κοιτάζει από την στιγμή που μπήκα μέσα και αισθάνομαι λιγάκι άβολα. 

Κάτι μου θυμίζει αυτή.

Την ξανακοιτάζω.

Κάτσε. Κάαααατσε.

Παραλίγο να μου πέσει ο σάκος από τον ώμο. 

Είναι η φίλη της Άνας από το κλαμπ προχθές;

Γουρλώνω τα μάτια μου και κάνει ακριβώς την ίδια κίνηση.

Βγαίνω κυριολεκτικά τρέχοντας από το μαγαζί ενώ ακούω την φωνή του Κόλτον από πίσω μου.

Είναι σίγουρα αυτή; Σκατά. Σκατά. Σκατά.

Κρύβομαι κυριολεκτικά πίσω από έναν μεγαλόσωμο κύριο που μιλάει στο κινητό του και προσπαθώ να κοιτάξω μέσα από το τζάμι.

Αν είναι όντως αυτή, την γάμησα.

Γιατί αν είναι ΟΝΤΩΣ αυτή, μαζί της σίγουρα θα είναι και η Άνα.

Και ΦΑΚ αν είναι ΌΝΤΩΣ και η Άνα μαζί της...

ΣΚΑΤΑ.

Τους κοιτάζω και όντως εκείνη η ενοχλητική κοπέλα κοιτάζει προς τα έξω μάλλον για να με βρει. Την γάμησα.

Μια κοπέλα πηγαίνει προς το μέρος τους και μου κόβεται η ανάσα.

Είναι η Άνα.

<<Φίλε τι έγινε;>> ρωτάει ο Κόλτ δίπλα μου κρατώντας δύο πλαστικά ποτήρια με καφέδες. <<Από ποιον κρύβεσαι;>> λέει πιο σιγανά αυτή την φορά.

Χριστέ μου. 

Είναι... είναι κούκλα. Την μέρα είναι ακόμη πιο όμορφη.

Σκατά. Σκατά. Σκατά.

<<Πάμε να φύγουμε από εδώ>> τον τραβάω από το μανίκι και προχωράμε βιαστικά μπροστά από το μαγαζί.

<<Τι συμβαίνει ρε μπρο;>>

<<Προχώρα και θα στα πω>> ξεφυσάω και με ακολουθεί.

Φακ.

Και επισήμως την έχω γαμησει. Είναι θέμα χρόνου να πέσω πάνω της τυχαία.

Χωρίς όμως να είναι μεθυσμένη.

Σκατά.

~~~

Στην ντισκοτέκ στην παλιά ντισκοτεεεκκκκ γιουχουυυυυυ.

Εμ. Ναι. Άκυρο.

Επίσης, ελπίζω να παρατηρήσατε ότι σε αυτό το βιβλίο γράφω μεγάλα κεφάλαια ε; ΕΕΕΕΕ;;;

Σι γιου σουν ❤️

Ριρι

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top