~4

Πολλές μου ζητάτε Άλεξ. Βρε χαζουλίνια, αν δεν εμφανιστεί ο Άλεξ, πως περιμένετε να συνεχίσει αυτό το βιβλίο; Θα σας μαλώσω.

~~~

Για άλλη μια φορά καταλαβαίνω το "Δεν θα ξαναπιώ ποτέ" όταν ξυπνάς το πρωί μετά από ξενύχτι και πολύ ποτέ.

Και για άλλη μια φορά επιβεβαιώνομαι.

Ανοίγω τα μάτια μου με τα χίλια ζόρια και προσπαθώ να ξεμπερδέψω τα πόδια μου από το πάπλωμα και την κουβέρτα.

Επίσης, η χαρά όταν συνειδητοποιείς ότι βρίσκεσαι στο σπίτι σου μετά από κλαμπ είναι επίσης τεράστια.

Απλώνομαι σε όλο το κρεβάτι. Θα μπορούσα κάλλιστα με τις ορέξεις για σεξ που είχα εχθές το βράδυ, να κοιμηθώ σε κανενός άκυρου το σπίτι, αν είχε σπίτι, και να ξυπνήσω δεμένη με αλυσίδες.

Τώρα που το σκέφτομαι ίσως και να ήθελα.

Ναι, όταν πίνω σκέφτομαι αρκετές βλακείες.

Σηκώνομαι όρθια και προσπαθώ να ισορροπήσω στα πόδια μου. Όλα γυρίζουν. Η αναλαμπή να κάθομαι μόνη μου και να πίνω το ένα σφηνάκι μετά το άλλο μου τρυπάει το κεφάλι και βρίζω μέσα από τα δόντια μου.

Βγαίνω από το δωμάτιο και συνειδητοποιώ ότι είναι ακόμη μέρα. Ευτυχώς. Νόμιζα ότι θα ξυπνούσα βράδυ μετά από τόσο ύπνο.

<<5:30, δεν τα πήγες άσχημα αυτή την φορά>> φωνάζει η Νάιλα από την κουζίνα και κλείνω τα αφτιά μου.

<<Γιατί τσιρίζεις χριστιανή μου;>> την επιπλήττω και κάθομαι με το ζόρι σε μια καρέκλα.

Είπα ότι δεν θα ξαναπιώ ποτέ; Το είπα; Το ξαναλέω.

<<Α καλά...>> μουρμουρίζει και κρυφογελάει. <<Μου θυμίζεις την μάνα μου όταν "βγαίνει" με τις φίλες της για ένα χαλαρό ποτό>> κλείνει με δύναμη το ντουλάπι και την αγριοκοιτάζω.

<<Ηλίθια>> μουγκρίζω και στηρίζω το κεφάλι μου στα χέρια μου.

Τι άλλο έκανα εχθές πέρα από το να πίνω, να πίνω και να πίνω;

<<Πάρε>> αφήνει μπροστά μου δύο depon και ένα ποτήρι νερό. Το αδειάζω σε δευτερόλεπτα αφού ο λαιμός μου ήταν τόσο ξερός λες και κάπνισα ένα πακέτο τσιγάρα. Μου ξαναγεμίζει το ποτήρι και της χαμογελάω. <<Ναι, μην το πεις. Ευτυχώς που έχεις εμένα>> λέει και κάθεται απέναντί μου.

<<Τέτοιον πονοκέφαλο πρώτη φορά...>> λέω με τα χίλια ζόρια και κατεβάζω εύκολα τα χάπια με το νερό. <<Γιατί με άφησες να πιώ τόσο;>>

Με αγριοκοιτάζει πάνω από το κινητό της. <<Κάνεις πλάκα; Σου είχα πει να φύγουμε και ήσουν έτοιμη να βάλεις τα κλάματα. Το ξέχασες;>> ρωτάει και γνέφω.

Σκατά. Ρεζίλι των σκυλιών, σαν να λέμε.

<<Το καλό είναι ότι δεν κατέληξα σε κανενός άλλου το σπίτι>> λέω και τεντώνομαι. 

Με κοιτάζει με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη.

<<Τι; Τι άλλο έκανα, Νάιλα; Πες μου. Θα το αντέξω>>

Κουνάει το κεφάλι της και γυρνάει στο κινητό της.

<<Όχι, δεν έκανες κάτι>>

<<Λέγε!!>>

Αφήνει το κινητό στο τραπέζι με δύναμη. <<Απλά φασωνόσουν στις τουαλέτες με κάποιον. Αυτό είναι όλο>>

Κάτσε. Τι;

Εγώ γιατί δεν θυμάμαι κάτι τόσο γαργαλιστικά απολαυστικό;

Αν κρίνω από το ύφος της, μάλλον αυτός ήταν... καλός;

<<Γιατί με κοιτάς έτσι; Πως ήταν αυτός;>> ρωτάω και γελάει με την τρομοκρατημένη μου φάτσα. <<Ήταν κανένας χεβιμεταλάς; Μην με τρελαίνεις τώρα...>>

Α.

ΚΑΛΕ.

Το θυμήθηκα.

Η λέξη κλειδί ήταν ο χεβιμεταλάς.

Πωπω, σωστά. Και εχθές πριν τον φιλήσω αυτό σκεφτόμουν. Αχ μπράβο μου.

Αλλά κάτσε... ήταν όντως; ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ.

<<Όχι πουλάκι μου. Ηρέμησε. Δεν φαινόταν παράξενος>> λέει και απλώνει τα πόδια της στην καρέκλα δίπλα της. <<Τουλάχιστον από το πίσω μέρος που τον είδα>> μου κλείνει το μάτι και συνοφρυώνομαι.

Σιγά σιγά αρχίζω και θυμάμαι κάποια πράγματα. 

Πήγαινα στην τουαλέτα. Και προσπαθούσα να συνέλθω γιατί είχα πιεί τον κώλο μου. Και μετά... με πήρε εκείνος από πίσω...;

ΕΜ ΕΝΝΟΩ ΟΤΙ ΜΕ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ.

ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ ΤΙ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΠΡΩΙ ΠΡΩΙ.

<<Γιατί κοκκίνησες καλέ;>>

<<Ήρθες στην τουαλέτα και μας βρήκες;>> ρωτάω και γνέφει. Γουρλώνω τα μάτια μου. Έχει γούστο να...

<<Όχι, όχι. Απλά φιλιόσασταν. Δεν είδα κάτι που δεν έπρεπε να δω>> μου κλείνει ξανά το μάτι και εκνευρίζομαι.

Θυμάμαι ότι φιλούσε ωραία πάντως.

<<Και; Μόνο αυτό; Δεν ξέρουμε κανένα όνομα ή τηλέφωνο;>> την ρωτάω και ανασηκώνει τους ώμους της.

<<Μη ρωτάς εμένα. Εσύ είχες την γλώσσα σου μέσα στο στόμα του>> 

Κοιτάζω τα χέρια μου μήπως έχω σημειωμένο κανέναν αριθμό ή κανένα όνομα. Τζίφος. Ψάχνω στο σουτιέν μου μήπως βρω καμία χαρτοπετσέτα, αλλά μόνο το κραγιόν είναι στην θέση του. Το φόρεμά μου δεν είχε και καμία τσέπη...

Σκατά!

Μάλλον δεν πρόκειται να τον μάθω ποτέ.





ΑΛΕΞ ΠΟΒ
(ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΣΟΚΚΚΚ)


3 μέρες πριν...

Μπαίνω μέσα στο σπίτι και κλείνω βιαστικά την πόρτα πίσω μου. Πετάω τον σάκο στο πάτωμα και πέφτω με φόρα στον καναπέ.

Χριστέ μου. 6 ώρες προπόνηση δεν τις λες και λίγες. Έχω πεθάνει.

Βγάζω το κινητό μου από την τσέπη της φόρμας και κοιτάζω την κλήση.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα. <<Παρακαλώ;>>

<<Παιδί μου; Σε πήρα τόσα τηλέφωνα, που είσαι;>> ακούγεται η φωνή του πατέρα μου και δεν ξαφνιάζομαι.

Από τότε που φύγαμε από την πόλη με την ομάδα για να πάμε στο τουρνουά, δεν έχει σταματήσει να παίρνει κάθε μια ώρα τηλέφωνο.

<<Μπαμπά έχω και προπονήσεις ξέρεις... Δεν είμαι όλη την ώρα πάνω από το τηλέφωνο>> μουρμουρίζω εκνευρισμένος και πηγαίνω στην κουζίνα.

Ναι, έχω νεύρα μαζί του. Γενικά οι σχέσεις μας δεν είναι και οι καλύτερες τα τελευταία χρόνια. Ιδίως μετά την φάση με την Κρίστι και την ψεύτικη εγκυμοσύνη. Ήξερε καλύτερα από τον καθένα ότι ήταν ψεύτικα όλα αυτά.

Τέλος πάντων, έχω το κάθε δικαίωμα να μην θέλω ούτε να τον βλέπω μπροστά μου. Αλλά εκείνος προσπαθεί ακόμη και τώρα.

<<Συγγνώμη παιδί μου. Το ξέρω. Ήθελα... Θέλαμε να μάθουμε πως είσαι>> 

Ξεφυσάω και αφήνω ένα μπουκάλι με νερό πάνω στον πάγκο λίγο πιο δυνατά από όσο θα έπρεπε.

<<Καλά είμαι μπαμπά. Όπως πάντα>> απαντάω και κοιτάζω έξω από το παράθυρο.

Τώρα που το σκέφτομαι δεν θα ήταν και το πιο σωστό εκ μέρους μου να του μιλάω με αυτόν τον τρόπο. Με τα λεφτά του ζω.

Δηλαδή... με τα λεφτά του ζούσα. Με τα λεφτά του μπήκα στην ακαδημία, με τα λεφτά του έμεινα σε εκείνη την ελεεινή σχολή 4 γαμημένα χρόνια μέχρι να μπω επιτέλους σε μια μικρή ομάδα πριν 6 μήνες και να βγάζω τα δικά μου λεφτά.

Όλα όμως οφείλονται σε εκείνον. 

<<Χαίρομαι παιδί μου. Με κάνεις υπερήφανο>> λέει και ρολάρω τα μάτια μου.

Ω ναι. Φυσικά και τον κάνω υπερήφανο τώρα. Τώρα που μπήκα στην ομάδα και βγάζω λεφτά, τώρα θυμήθηκε ότι είναι υπερήφανος για μένα.

<<Σε αφήνω. Θέλω να μπω για ένα ντουζ και μετά θα κοιμηθώ. Είμαι πτώμα>> λέω και βγάζω την ζακέτα μου.

<<Ναι παιδί μου. Ναι. Ό,τι χρειαστείς πάρε με τηλέφωνο. Ό,τι ώρα>>

Αγκχ. Γιατί προσπαθεί τόσο πολύ; Κάνει τις μαλακίες και μετά θέλει να τις κουκουλώσει;

<<Εντάξει. Γειά>> απαντάω και του το κλείνω. Πετάω το κινητό με δύναμη και ευτυχώς προσγειώνεται στον καναπέ γιατί αν έπεφτε κάτω σίγουρα θα είχε διαλυθεί.

Με εκνευρίζει. Θέλει να γίνουμε όπως ήμασταν πριν. Ένα συγγνώμη δεν γύρισε να πει όμως.

Αλλά γιατί να πει;

Τον ένοιαξε καθόλου μήπως; Μόνο τον εαυτό του σκέφτηκε. Πάντα μόνο τον εαυτό του σκεφτόταν αυτός ο άνθρωπος.

Πετάω την ζακέτα στην καρέκλα και μπαίνω στο μπάνιο.

Ήταν ανάγκη να θυμηθώ όλες αυτές τις μαλακίες τώρα; 3 χρόνια έχουν περάσει. Όλα έχουν αλλάξει, σωστά;

~~~

Στο επόμενο θα συνεχιστεί ποβ Άλεξ♥

Ριρι ιζ μπακ κολλητές ;)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top