~28
Καλοκαίρι στην Αθήνα=κάψα.
Οκευ Ρία μου. Σκέψου τις διακοπές, τα μοχίτο και τα μαναράκια που θα παίρνεις μάτι στην παραλία.
Ουφ, κάπως καλύτερα...
Άσχετο αλλά το Beggin από πάνω το έχω ήχο κλήσης γιατί ΓΑΜΑΕΙ. Ακούστε το♥
~~~
Κοιτάζω για άλλη μια φορά το ρολόι μου. Το ηλίθια εκνευριστικό παύλα αφόρητα βαρετό μάθημα, το οποίο, ναι, παίρνει και παρουσίες, πηγαίνει κυριολεκτικά σέρνοντας.
Σκύβω προς το μέρος της Νάιλα που κοιτάζει κάτι στο κινητό της. <<Πρέπει να φύγω>> της ψιθυρίζω.
Αυτό είναι το μοναδικό μάθημα που δεν γίνεται σε αμφιθέατρο αλλά σε μικρή τάξη που χωράει ίσα με 25 παιδιά. Οπότε η μόνη λύση για να φύγω χωρίς να το καταλάβουν όλοι είναι... βασικά, όχι. Δεν υπάρχει λύση να φύγω χωρίς να το καταλάβουν όλοι.
Κλείνει το κινητό της η φίλη μου και στηρίζει το πηγούνι της στο χέρι της. <<Να πας που;>>
<<Είσαι ηλίθια; Στον Άλεξ. Τελειώνει στις 3 και του είπα ότι περάσω από το γυμναστήριο>> απαντάω ψιθυριστά παρόλα αυτά κάτι βλαμμένα από την πρώτη σειρά γυρνούν για να μου κάνουν νόημα να σταματήσω.
<<Α και νόμιζα ότι θα πήγαινες να βρεις τον Αλεξάντερ>> σχολιάζει και η Ντανιέλα από την άλλη πλευρά πνίγει ένα γελάκι. <<Απλά σήκω και φύγε ξέρω γω. Δεν θα σου πει κανείς τίποτα>>
Ρολάρω τα μάτια μου. <<Αν ήταν τόσο εύκολο νομίζεις πως δεν θα το έκανα;>> ρωτάω ειρωνικά και την στιγμή που η καθηγήτρια γυρνάει προς το μέρος μας, απομακρύνομαι από την φίλη μου και αρχίζω δήθεν να σημειώνω στο τετράδιό μου. <<Την τσάντα μου που θα την βάλω; Αν με δουν με την τσάντα θα το καταλάβουν>>
<<Ε μη την παίρνεις>>
<<Είσαι σοβαρή;>>
<<Ναι, παιδί μου>> σκύβει εκείνη προς το μέρος μου. <<Λες και δεν το έχουμε ξανακάνει. Απλά σήκω και καλά ότι θέλεις να πας τουαλέτα και μη σκας. Την τσάντα θα στην φέρω εγώ μετά το μάθημα στο σπίτι>>
Κοιτάζω έναν γυαλαμπούκα από το μπροστινό θρανίο να με κοιτάζει έντονα. <<Αλήθεια;>>
<<Για το πήδημα της φίλης μου, γίνομαι χαλί να με πατήσει>> τινάζει το μαλλί της και γελάω.
<<Είσαι τέλεια>> της σκάω ένα φιλί και χαμογελάει. Αρπάζω με αργές κινήσεις την τσάντα μου και βγάζω από μέσα το πορτοφόλι, τα κλειδιά και...
Σκατά.
Γιατί αυτό το χαρτάκι είναι ακόμη εδώ μέσα, μπορεί να μου εξηγήσει κάποιος;
Κανονικά έπρεπε να είναι πεταμένο σε έναν κάδο πολύ μακριά από εδώ. Και γαμώτο, ναι. Θα το πετάξω. Δεν πρόκειται να το κρατήσω για κανέναν λόγο.
Το παίρνω διστακτικά και αφού το κάνω ένα μπαλάκι το πετάω μέσα στην τσέπη του μπουφάν μου χωρίς να με καταλάβουν τα κορίτσια.
Το παίρνω για να το πετάξω μετά. Τελεία.
Στον πρώτο κάδο που θα βρω μπροστά μου θα το πετάξω. Ναι, αμέ. Θα το πετάξω.
Αφήνω ξανά με δύναμη την τσάντα στο πάτωμα και σηκώνομαι όρθια. Διασχίζω την αίθουσα, στέλνω ένα φιλί στην Ντανιέλα η οποία ως απάντηση μου κλείνει το μάτι και βγαίνω αθόρυβα παρόλο που ξέρω ότι όλοι με είδαν.
Δεν προλαβαίνει να κλείσει εντελώς η πόρτα πίσω μου, και τρέχω σαν την παλαβή.
Να ένας κάδος. Κι άλλος. Κι άλλος. Κι άλλος. Τι σκατά, όλη η σχολή γεμάτη κάδους είναι;
Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
Θα το πετάξω στον δρόμο.
~~~
Φτάνω έξω από το γυμναστήριο στις 3 παρά 2 λεπτά, εξουθενωμένη, σκυλοιδρωμένη, πονεμένη, διότι τώρα βρήκε το παπούτσι να με χτυπήσει και το μόνο που σκέφτομαι, ενώ κανονικά ξέρω ότι δεν θα έπρεπε, είναι το μπαλάκι στην τσέπη μου που ακόμη, ω ναι καλά μαντέψατε, ακόμη είναι εκεί μέσα.
Παρόλο που πέρασα μπροστά από 23 τεράστιους κάδους στον δρόμο και 4 σκουπιδιάρικα που άδειαζαν αυτούς τους κάδους.
Ναι, μάλλον δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να το πετάξω.
Το βγάζω από την τσέπη μου και το ανοίγω με προσεκτικές κινήσεις.
Ένας αριθμός. Τίποτα το σπουδαίο. Ένας μεγάλος αριθμός και ένα όνομα γράφει το χαρτάκι.
<<Όσο μικρό είσαι, τόσο μεγάλη ζημιά θα μου κάνεις>> μουρμουρίζω όσο το κοιτάζω.
Μου ζήτησε να βγούμε για ποτό. Σωστά;
Δεν σημαίνει κάτι αυτό. Με τον καθένα θα μπορούσα να βγω για ποτό. Ο Αλεξάντερ είναι ο καθένας.
Και στην τελική είναι φίλος μου. Αμέ. Φίλος μου. Μόνο.
Ναι, αλλά είχατε φιληθεί στο χάλογουιν πάρτι.
Γαμώτο.
Γαμώτο. Γαμώτο. Γαμώτο. Γαμ-
<<Μωρό μου τι έγινε; Γιατί βρίζεις;>> η φωνή του Άλεξ έρχεται από ακριβώς πίσω μου και τινάζομαι ολόκληρη. Το χαρτάκι από το χέρι μου γλιστράει, αλλά ευτυχώς (για μένα ή για τον Αλεξάντερ;) το ξαναπιάνω και το χώνω στην χούφτα μου.
<<Χριστέ μου, Άλεξ>> γυρνάω και προσπαθώ να κρύψω όλες μου τις σκέψεις. Αυτό μου έλειπε τώρα, να μάθει ο Άλεξ για τον Αλεξάντερ. Στον φούρνο με πατάτες θα με βάλει. <<Με τρόμαξες>>
Χαμογελάει και τυλίγει τα χέρια του γύρω από την μέση μου. <<Φοβήθηκε το μωρό μου το όμορφο;>> φιλάει πεταχτά την μύτη μου και προσπαθώ να ηρεμήσω τους παλμούς μου. <<Δεν θα το ξανακάνω, με συγχωρείς>>
Γίνεται να είναι τόσο γλυκός;
Χαμογελάω ένοχα. <<Δεν πειράζει>> φιλάω απαλά τα χείλη του και περνάω τα χέρια μου γύρω από το σβέρκο του. <<Ήθελα να έρθω πιο νωρίς, αλλά περίμενα να πάρουν παρουσίες και μετά απλά έφυγα και καλά για τουαλέτα και ήρθα εδώ>> με έχει πιάσει παραλήρημα.
Με κοιτάζει καλά καλά. <<Η τσάντα σου;>>
<<Στην σχολή. Θα μου την φέρει η Νάιλα μετά στο σπίτι>> κοιτάζω την χούφτα μου που την έχω τόσο σφιγμένη λες και είναι έτοιμη να εκραγεί.
Από την άλλη ο Άλεξ δεν έχει καταλάβει Χριστό διότι είναι πίσω από το κεφάλι του.
Απομακρύνεται. <<Τι θέλεις να κάνουμε;>> αρχίζει να περπατάει προς την μια πλευρά και απλώνει ανοιχτό το χέρι του προς το μέρος μου.
<<Ε δεν ξέρω>> μουρμουρίζω. Βρίσκω την ευκαιρία και χώνω ξανά το χαρτάκι μέσα στην τσέπη ενώ ο Άλεξ χαιρετάει κάτι παιδιά. Πιάνω το χέρι του και το σφίγγω.
Γυρνάει για λίγο προς το μέρος μου. <<Μωρό μισό να πω κάτι στα παιδιά>> αφήνει ένα φιλί στο στόμα μου και απομακρύνεται.
Γυρνάω απότομα από την άλλη και βγάζω το χαρτάκι έξω. Χωρίς καν να το καταλάβω, βγάζω το κινητό μου και σε κλάσματα δευτερολέπτου αποθηκεύω τον αριθμό στο τηλέφωνο με το όνομα Άλεξ με κεφαλαία γράμματα και το χώνω στην τσέπη μου όσο πιο γρήγορα μπορώ. Πετάω το χαρτάκι σε έναν κάδο και την στιγμή που φεύγει από τα χέρια μου νιώθω σαν να έφυγαν 2 τόνοι βάρους από πάνω μου.
Κοιτάζω ξανά τον Άλεξ που μιλάει ζωηρά με κάτι περίεργους τυπάδες από την ομάδα του και παρόλο που ψάχνω ανάμεσά τους τον Κόλτον, δεν τον βρίσκω.
Έρχεται ξανά προς το μέρος μου ο Άλεξ με ένα τεράστιο χαμόγελο στο στόμα του και με παίρνει από το χέρι. <<Τα λέμε το βράδυ παιδιά>> τους χαιρετάει όλους και έπειτα περπατάει σέρνοντας και εμένα δίπλα του.
<<Θ-θα βγείτε το βράδυ;>> ρωτάω δειλιάζοντας όσο περπατάμε παράλληλα στο πεζοδρόμιο.
<<Έτσι λέω. Τα παιδιά ήρθαν πριν κάτι μέρες στην ομάδα και ο κόουτς κυριολεκτικά μας απείλησε να τους εντάξουμε στις παρέες μας>> λέει και τυλίγει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου.
<<Και θα βγείτε όολοι μαζί;>> ρωτάω ξανά τη στιγμή που σταματάμε και περιμένουμε το φανάρι. <<Μόνο εσείς ή θα έρθει και κανένας άλλος;>>
<<Μόνο εμείς, πιστεύω. Καλά παιδιά φαίνονται. Επίσης δεν θέλω να με βάλει ο κόουτς να καθαρίσω τις τουαλέτες του γυμναστηρίου>> αστειεύεται και κάνω τεράστια προσπάθεια για να χαμογελάσω.
Το διαβολάκι μέσα μου τρίβει πονηρά τα χέρια του.
Το κύριο πρόβλημα λύθηκε. Ο Άλεξ θα βγει με τους νέους του φίλους. Άρα;
Άρα τίποτα. Εγώ θα κάτσω σπίτι και θα διαβάσω. Ή θα δω κάποια ταινία. Ή θα μιλήσω με τα κορίτσια.
Ή θα βγεις για ποτό με τον Αλεξάντερ.
<<Μωρό με ακούς;>> με τσιμπάει απαλά στο μπράτσο ο Άλεξ όσο περνάμε τον δρόμο και γνέφω. Σταματάει ακριβώς μπροστά στο Coffeegasm και παίρνω μια κοφτή ανάσα. <<Είσαι καλά; Μου φαίνεσαι λιγάκι κάπως>> πιάνει το πρόσωπό του στα χέρια μου αλλά αποφεύγω να τον κοιτάξω.
Τι σκατά έχω πάθει; Ένα ποτό είναι, για όνομα. Δεν μου πρότεινε να κάνουμε σεξ. Για ποιον λόγο αντιδρώ τόσο υπερβολικά;
Είμαι σίγουρη πως αν του το πω, δεν θα τον πειράξει καθόλου.
<<Ε βασικά...>> αρχίζω να λέω και σκουπίζω τα χέρια μου στο τζιν μου. <<Βασικά... δηλαδή... εγώ...>>
<<Κάτσε>> με σταματάει και τον κοιτάζω διστακτικά.
Το κατάλαβε. Τα κατάλαβε όλα. Θα με φάει ψητή στον φούρνο με πατάτες.
<<Σε πείραξε που είπα ότι θα βγω σήμερα με τα παιδιά;>> ρωτάει και μένω κάγκελο. <<Γιατί, μωρό μου, αν θέλεις το ακυρώνω αυτή την στιγμή. Είχες σχεδιάσει να κάνουμε κάτι οι δύο μας;>>
Ανοίγω το στόμα μου και έπειτα το κλείνω.
Τι του λέω τώρα;
<<Όχι βασικά. Καμία σχέση>> απαντάω και κοιτάζω φευγαλέα μέσα στην καφετέρια. Δεν έχει ιδιαίτερα πολύ κόσμο και από ό,τι βλέπω... δεν τον βλέπω!
<<Ε τότε τι έγινε μάτια μου;>> αφήνει ένα απαλό φιλί στα χείλη μου. <<Κάτι σκέφτεσαι από την στιγμή που ήρθες πριν>>
Καθαρίζω τον λαιμό μου.
Θα το πω. Τέλος.
<<Απλά έλεγα να βγω και εγώ σήμερα...>> γέρνει το κεφάλι του στο πλάι. <<Και δεν ήξερα αν... αν θα σε πείραζε>>
Χαμογελάει. <<Γιατί να με πειράξει;>> ανασηκώνω τους ώμους μου. <<Γαμώτο, νιώθω λες και μιλάω με μια άλλη αθώα Άνα>> μειδιάζω <<Όταν το παίζεις τόσο αθώα, θέλω να σε βάλω κάτω και...>> σταματάει και τα χέρια του κατευθύνονται στην μέση μου και ύστερα λίγο πιο κάτω ενώ τα χείλη του κολλάνε στα δικά μου. <<Γαμώτο, αν δεν ήμασταν στον δρόμο αυτή την στιγμή...>>
Απομακρύνομαι λίγο. <<Δηλαδή δεν σε πειράζει;>>
<<Όχι βέβαια. Μωρό μου, ποτέ δεν θα σου πω οτιδήποτε αν θέλεις να βγεις έξω>> λέει και αφήνω την ανάσα που κρατούσα τόση ώρα. <<Εξάλλου με τα παιδιά δεν θα βγεις;>>
Ξεροκαταπίνω.
Και αυτόματα γνέφω. Και αυτομουτζώνομαι.
<<Ε είδες; Μήπως θα πρέπει να αρχίσω να ζηλεύω τον Τζέικομπ;>> σηκώνει το φρύδι του. <<Πολύ πιτσι πιτσι είστε τελευταία>>
Μου ξεφεύγει ένα γελάκι. <<Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι>> κάνω μύτες για να τον φτάσω. <<Στο υπόσχομαι>> αφήνω ένα φιλί στην άκρη του στόματός του.
<<Πάμε τώρα σπίτι γιατί δεν ξέρω για πόση ώρα θα κρατηθώ ακόμη>> ψιθυρίζει στον αφτί μου και αμέσως με τραβάει γελώντας.
Για μια στιγμή γυρνάω το κεφάλι μου ξανά προς την καφετέρια και παρατηρώ κάποιον να μας κοιτάζει όσο ο Άλεξ περπατάει με γρήγορο βήμα.
Ελπίζω να ήταν της φαντασίας μου.
Γαμώτο.
~~~
Καυτά φιλιά από την φίλη σας που έχει περίοδο και έχει ΣΚΑΣΕΙ από την ζέστη.
Επιστρέψαμεε ολε ολε ολεεεεε.
Ναι, έχω άλλα δύο μαθήματα να δώσω, όμως βρήκα λίγο κενό και το εκμεταλλεύτηκα.
Σας φιλώ όλες και όλους♥
Ριρι♥
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top