~20


Έχω να γράψω έναν αιώνα εδώ ε; Χμ μάλλον το Vampire Diaries που ξεκίνησα ξανά και μέσα σε 3 μέρες έφτασα στην δεύτερη σεζόν, δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή ουφ.


~~~

ΑΛΕΞ ΠΟΒ
(ουωπ δεν το περιμενατε χμμ;;)

<<Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί έχεις τέτοια μούτρα;>> ο Κόλτον με παίρνει από πίσω από την στιγμή που βγήκα από το σπίτι. <<Άλεξ, είναι σημαντική μέρα σήμερα. Οι Γουόριορς δεν αστειεύονται. Πρέπει να τους δείξεις ότι είσαι ο καλύτερος εκεί μέσα>> 

Κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου την αντίπαλη ομάδα που ήδη έχει μαζευτεί στο διπλανό αποδυτήριο. <<Αυτοί είναι φλώροι>> γυρνάω το κεφάλι μου, αλλά κλασικά ο Κόλτον έχει σταματήσει 10 μέτρα πιο πίσω και μιλάει με έναν τυπά από την ομάδα.

<<Τι λέει μπρο... ναι, αμέ. Εννοείται πως θα βγούμε... ωραίο κωλαράκι, κάνεις καθίσματα...; Θα ήθελα να σου κάτσ- εμ εννοώ να μου μάθεις να κάθομαι σωστά χεχ...>>

Μουγκρίζω και ανοίγω την πόρτα των δικών μας αποδυτηρίων με μια κλοτσιά ικανή να την ρίξει κάτω. Η καθαρίστρια πετάγεται μέχρι πάνω από την τρομάρα της και με αγριοκοιτάζει.

Δεν μας χέζεις και εσύ μωρή γρέντζο;

Αφήνω τον σάκο να πέσει με δύναμη στον πάγκο και αρχίζω να γδύνομαι.

<<Ουωχ>> πετάγεται ο Κόλτον την στιγμή που βγάζω την μπλούζα μου. <<Θες να με κολάσεις άτιμο αρσενικό;>> μου κλείνει το μάτι και γυρνάω απαξιωτικά την πλάτη μου.

<<Δεν μας γαμάς και εσύ;>>

<<Πολύ ευχαρίστως>> σχολιάζει και κάθεται στον πάγκο ακριβώς δίπλα από τον σάκο. <<Άντε κόψε. Λέγε. Γιατί είσαι λες και βούλιαξαν τα καράβια σου;>>

Ανοίγω το σκατοντούλαπο και αφού κάνω μια μπάλα την μπλούζα μου την πετάω εκεί μέσα. <<Μπορείς να με παρατήσεις ήσυχο; Μου έχει πρήξει τα->>

<<Εσύ μπορείς να καταλάβεις ρε ηλίθιε, ότι αν μπεις στον αγώνα με τέτοια ψυχολογία, θα σε γαμήσουν;>> σταυρώνει τα χέρια του και με κοιτάζει εκνευρισμένος.

<<Χέστηκα>> βγάζω την φόρμα μου και την πετάω και αυτή στο ντουλάπι.

<<Ρε βλάκα, ρε ηλίθιε, ρε τέρας όρθιο...>> τον αγριοκοιτάζω <<ρε Αλεξούκο μου, καταλαβαίνεις πόσο σημαντικός είναι ο σημερινός αγώνας; Παίζουν μεταγραφές, το καταλαβαίνεις ή να στο συλλαβίσω; ΜΕ ΤΑ ΓΡΑ ΦΕΣ. Μπορεί στο τέλος του αγώνα να βρεθείς να παίζεις στους Μπακς ή δεν ξέρω και εγώ που αλλού>> 

Τον αγνοώ επιδεικτικά. Χέστηκα και για τον αγώνα και για την ομάδα και για τους Μπακς.

Μου κλείνει με δύναμη το ντουλάπι πριν προλάβω να πάρω την στολή μου. <<Μίλα ρε μαλάκα. Τι έγινε; Είσαι ακόμη τσαντισμένος από το-;>>

<<Βούλωσέ το!>> Με μεγάλες δρασκελιές διασχίζει τα αποδυτήρια και κλείνει την πόρτα. <<Δεν θέλω να μιλήσω για αυτήν>>

Κάθομαι στον πάγκο με το μποξεράκι και λύνω τα παπούτσια μου.

Γαμώ το κεφάλι μου. Εγώ φταίω. Εγώ ο μαλάκας που έκατσα και της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της. Δεν φταίει αυτή, εγώ φταίω. 

<<Δεν μιλήσατε καθόλου μετά το... ξέρεις... τσικι τσικι μπομ>> ρολάρω τα μάτια μου και πετάω εκνευρισμένος τα παπούτσια κάτω.

Μαλάκα. Πάρτα μαλάκα. Με τους ηλίθιους συναισθηματισμούς σου.

<<Όχι>> μουρμουρίζω.

<<Πέρασαν δύο μέρες>>

<<Το ξέρω>> ανοίγω ξανά το ντουλάπι και βγάζω τα ρούχα.

<<Δεν σκοπεύεις να την πάρεις τηλέφωνο;>>

Γυρνάω απότομα. <<Εγώ; Εγώ θα την πάρω τηλέφωνο;>>

<<Εμ ποιος εγώ;>>

Ανασηκώνω τους ώμους μου. <<Εσύ κάνε ό,τι θες. Για εμένα τέλειωσε η Άνα>> ντύνομαι γρήγορα <<Και πολύ ασχολήθηκα με το ανώριμο>> ακούω ένα πνιχτό γέλιο από τον Κόλτον.

<<Καλό το αστείο σου!>> τον κοιτάζω σοβαρός και σηκώνει τα φρύδια του. <<Λιώνεις για την πάρτη της>>

<<Σκάσε!>>

<<Λιώνεις σαν παγωτό στους 40 βαθμούς Κελσίου για την αγαπημένη μας Φαμπιάνα...>> συνεχίζει και του πετάω το παπούτσι μου εκνευρισμένος πετυχαίνοντας τον στο μέτωπο. <<Άουτς μαλάκα>>

<<Δεν θέλω να ξανακούσω το όνομά της. Τίποτα που να την αφορά>> φοράω τις αθλητικές μου κάλτσες και βάζω τα παπούτσια. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνουν σιγά σιγά μέσα οι υπόλοιποι από την ομάδα για να αλλάξουν.

Ο Κόλτ έρχεται και κάθεται δίπλα μου. <<Δεν σε πήρε ούτε ένα τηλέφωνο;>>

Κοιτάζω ευθεία στο ντουλάπι μου και προσπαθώ με δύναμη να εμποδίσω την επιθυμία μου να του αφήσω ένα βαθούλωμα. 

Γιατί να με πάρει τηλέφωνο; Στην τελική το σεξ δεν σήμαινε κάτι. Δεν σήμαινε τίποτα απολύτως.

Από τα μεγάφωνα ακούγεται ο προπονητής μας. Πρέπει να πάμε στο παρκέ.

Σηκώνομαι όρθιος. <<Θέλω να τελειώσει αυτός ο γαμωαγώνας, να μαζέψω τα πράγματά μου και να φύγω από αυτή την πόλη>> μουρμουρίζω και ο Κόλτον κάθεται σταυροπόδι.

<<Ξέρεις ότι δεν το εννοούσε αυτό που είπε>> στηρίζει το κεφάλι του στο χέρι του. <<Αχ, έναν τέτοιον έρωτα θέλω και εγώ. Τι ζητάω μωρέ, τι ζητάω;>>

Τον πλησιάζω απειλητικά. <<Στο λέω για τελευταία φορά. Η Άνα τέλειωσε. Καπίτο. Φινίτο. Τέλος. Ούτε έρωτας, ούτε μαλακίες>> κοιτάζομαι στον καθρέφτη. <<Ένα πήδημα ήταν>>

<<Μη λες μαλακίες>> έρχεται δίπλα μου. <<Όντως την πίστεψες ρε Άλεξ;>>

<<Δεν. Με. Νοιάζει. Κατάλαβέ το>> ο Τζόρνταν με φωνάζει και του κάνω ένα κοφτό νόημα. <<Δεν με θέλει. Ποτέ της δεν με ήθελε. Το είπε και μόνη της. Δεν με αγάπησε Κόλτον. Όλα ήταν ψέματα. Και εγώ για άλλη μια φορά ο μαλάκας της υπόθεσης, που αντί να πηδήξω όποια βρω μπροστά μου και να συνεχίσω την γαμημένη μου ζωή, καθόμουν και κλαιγόμουν για αυτήν>>

<<Άλεξ, σε παρακαλώ. Αν αφήσετε και οι δύο τους εγωισμούς σας στην άκρη θα->>

<<Δεν θέλω να ξανακούσω λέξη για αυτήν>> τον διακόπτω πριν ολοκληρώσει την βλακεία που θέλει να πει. Βγαίνω από τα αποδυτήρια αλλά τον ακούω να έρχεται από πίσω μου. <<Με το που τελειώσει ο αγώνας, πάμε σε κλαμπ σε μπαρ οπουδήποτε. Θα γαμήσω όποια βρω μπροστά μου>> του χαμογελάω ψεύτικα και κουνάει το κεφάλι του. <<Για να καταλάβει τι έχασε>>

<<Είσαι εντελώς βλάκας>> φωνάζει την στιγμή που μπαίνω στο παρκέ μαζί με τους υπόλοιπους. <<Σε αγαπάει ηλίθιε!>>

Του κάνω κωλοδάχτυλο και τρέχω για να πάρω μια μπάλα για προθέρμανση.

Ποτέ της δεν με αγάπησε. Η...η... γαμώτο ούτε να την βρίσω δεν μπορώ.

Αλλά τέλος. 

Πετάω την μπάλα από τα 6.75 μέτρα και μπαίνει περνάει από το δίκτυ χωρίς καν να ακουμπήσει στο καλάθι.

Θα το μετανιώσει. Με πλήγωσε μια; Θα την πληγώσω εκατό.



ΦΑΜΠΙΑΝΑΣ ΠΟΒ

<<Έχεις φάει 3 κιλά παγωτό ρε παιδί μου, θα γίνεις 100 κιλά!>> μου τραβάει την συσκευασία με το οικογενειακό παγωτό σοκολάτα-καραμέλα-φιστίκι αλλά την απειλώ με την τεράστια κουτάλα.

<<Αν το πάρεις από τα χέρια μου θα σε βρουν θαμμένη στο χαντάκι στην γωνία>> μουρμουρίζω με βραχνή φωνή. Γαμώτο, αυτό μου έλειπε τώρα. Εκτός από γουρούνα, να αρρωστήσω κιόλας. Μια άρρωστη γουρούνα.

Κάθεται πίσω στον καναπέ εκνευρισμένη. <<Όλες οι γκόμενες είστε ίδιες>> σηκώνω το φρύδι μου. <<Θέλετε να ξεπεράσετε κάποιον, και τι κάνετε; Τρώτε κιλά με παγωτό, κλαίτε σαν τα καθυστερημένα και κάθεστε μέσα στο κουκούλι σας>> κουνάει απεγνωσμένη το κεφάλι της και πίνει μια γουλιά από τον καφέ.

Κοιτάζομαι.

Σκατά. Δεν θα μπορούσε να με περιγράψει καλύτερα. Από προχθές είμαι έτσι. Και χειρότερα. 

Από το πάρτι έφυγα τρέχοντας. Με κατεβασμένο κεφάλι και κλαμένα μάτια. Η Νάιλα προφανώς και κατάλαβε αμέσως τι έγινε για αυτό και με έφερε σπίτι κατευθείαν.

Ρουφάω την μύτη μου.

Είμαι σκατά. Είμαι επίσημα πιο σκατά και από... σκατά.

<<Νάιλα>> μουρμουρίζω και με κοιτάζει <<Είμαι ηλίθια;>>

Ξεφυσάει και γέρνει περισσότερο προς το μέρος μου. <<Ναι>> απαντάει κοφτά και μου φεύγει ένας λυγμός.

<<Είσαι η κολλητή μου>> παραπονιέμαι <<περίμενα να με υποστηρίξεις λίγο περισσότερο>>

Μου χαϊδεύει απαλά το πόδι. <<Έχεις δίκιο, συγγνώμη>> χαμογελάει <<αλλά είσαι εντελώς ηλίθια>>

Της πετάω το κουτί με τα χαρτομάντιλα. <<Ξέρεις καλύτερα και από τον καθένα ότι αυτή η ιστορία δεν θα οδηγούσε πουθενά παρά μόνο θα με πλήγωνε ξανά και ξανά. Τι να έκανα;>>

<<Να του έλεγες την αλήθεια, Φαμπιάνα>> σηκώνεται όρθια και μαζεύει το κουτί που έπεσε κάτω. <<Νομίζεις πως πίστεψε ότι δεν τον αγαπάς;>>

<<Τι; Όχι;>>

Ρολάρει τα μάτια της. <<Είσαι πραγματικά ηλίθια!>>

Βουτάω το κουτάλι μου μέσα στο παγωτό.

Το μετάνιωσα. Εκείνη κιόλας την στιγμή.

Προφανώς και τον αγαπάω. Πως μπορώ μετά από όλα αυτά να μην τον αγαπάω όσο περισσότερο γίνεται;

Απλά... είναι το ένστικτο επιβίωσης. Πως θα επιβιώσω αν τον αφήσω να μπει ξανά στην ζωή μου;

Γαμώτο. Κανονικά θα έπρεπε να αισθάνομαι καλά, που τον αντιμετώπισα και το έληξα οριστικά.

Εγώ γιατί συνεχίζω να κλαίω;

<<Δεν με πήρε καν τηλέφωνο>> μουρμουρίζω και σταυρώνει τα χέρια της.

<<Αν σε έπαιρνε θα ήταν βλάκας>> πετάει και βυθίζομαι ακόμη περισσότερο στον καναπέ τυλιγμένη σαν ντολμάς με την κουβέρτα με τον μπαξ μπανι.

<<Αν το ξεχνάς, κάναμε σεξ προχθές. Θα μπορούσε να πάρει τηλέφωνο να... δεν ξέρω... ίσως να ενδιαφερθεί αν είμαι καλά μετά από αυτό;>>

<<Φαμπιάνα, μπορείς να καταλάβεις την μαλακία που έκανες;>> φαίνεται αρκετά εκνευρισμένη και είμαι σίγουρη ότι είναι έτοιμη να μου πετάξει κανένα παπούτσι στο κεφάλι. <<Τον πήδηξες και καπάκι τον ακύρωσες. Είναι τραγικό>>

<<Δεν. Μπορούσα. Να. Κάνω. Αλλιώς>> της φωνάζω και αφήνω το παγωτό στο τραπέζι. <<Υπάρχει έστω και ένας άνθρωπος που καταλαβαίνει εμένα;>> σηκώνομαι όρθια και διορθώνω τις πιτζάμες με τον μίκυ μάους. <<Με πλήγωσε με τον χειρότερο τρόπο που θα μπορούσε. Με έκανε να νιώσω σκουπίδι και τώρα ΤΩΡΑ που έχω αρχίσει να κάνω βήματα μπροστά για να βρω ξανά τον εαυτό μου, εμφανίζεται από το πουθενά και προσπαθεί να με τραβήξει πίσω στα σκατά που ήμουν, Νάιλα>> σκουπίζω τα μάτια μου. <<Όσο και αν τον αγαπάω, όσο και αν είμαι ερωτευμένη μαζί του, δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να αφεθεί ξανά και να->>

<<Ναι, αλλά τον πήδηξες!>> πετάει και αμέσως νιώθω τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν.

<<Ναι, αλλά σου λέω πως->>

<<Ναι, αλλά τον πήδηξες!>> επαναλαμβάνει με ένα ηλίθιο χαμόγελο στα μούτρα της.

<<Δεν είναι αυτό το θέμα μας...>>

<<Τον πήδηξες>>

<<Κόλλησε η βελόνα...>>

Σηκώνει το φρύδι της.

Δεν μπορώ καν να δικαιολογηθώ. Είμαι απαράδεκτη.

Αλλά γαμώτο... μου έλειψε. Και εννοείται πως τον ήθελα. Όχι μόνο μια φορά, συνέχεια, παντού σε όλες τις επιφάνειες του μπάνιου...

<<Το ήθελα, δεν μπορώ να το αρνηθώ>> μουρμουρίζω και γελάει.

<<Για εσένα μπορεί να μην σήμαινε τίποτα, αλλά... έχεις σκεφτεί καθόλου τον Άλεξ;>> έρχεται δίπλα μου. <<Έχεις σκεφτεί ότι εκείνος το ήθελε περισσότερο από εσένα;>>

Την κοιτάζω στα μάτια.

Γαμώ γαμώ γαμώ γαμώ.

Προσπαθώ να διορθώσω την κατάσταση και πάντα τα κάνω όλα σαν τα μούτρα μου.

Τον πλήγωσα. Χριστέ μου... τώρα συνειδητοποιώ πόσο τον πλήγωσα.

Τελικά είμαι όντως ηλίθια χμ;

<<Θες να πεις πως...;>>

Μου διορθώνει με τα δάχτυλά της τα μπερδεμένα μου μαλλιά. <<Μην τον αφήσεις, Φαμπιάνα. Θα είναι το μεγαλύτερο λάθος που θα κάνεις στην ζωή σου>>

<<Και τι να κάνω; Αν... αν πάω να τον βρω θα με απορρίψει>>

<<Είσαι σοβαρή; Τι σου λέω τόση ώρα; Ο τύπος σε γουστάρει, πως το λένε; Αν ήθελε να σε απορρίψει, θα σε απέρριπτε και προχθές, αλλά αντί αυτού...>> σηκώνει τα φρύδια της <<σε παλούκωσε για τα καλά>>

<<Σκάσε!!!>> κάθομαι ξανά στον καναπέ.

<<Να φανταστώ.... καλός;>> κάθεται δίπλα μου και τα μάτια της γυαλίζουν.

<<Νάιλα!>>

<<Πωπω... πολύ καλός!>>

Τα μάγουλά μου παίρνουν φωτιά και μόνο στην σκέψη του τι έγινε στο πάρτι... Τον χρειαζόμουν.

Και γαμώτο... τα φιλιά του... αγχκ, κατέβασα διακόσια σφηνάκια και ακόμη δεν μπορώ να ξεχάσω τα φιλιά του, και τον τρόπο που με άγγιζε και την στιγμή που μπήκε-

<<Είσαι ανυπόφορη!>>

Πιάνει το πρόσωπό μου στα χέρια της. <<Καλέ εσένα χαμογελάνε και τα μουστάκια σου>> γαμώτο <<Φίλη, σου χρειαζόταν λίγο σεξάκι για να στανιάρεις>>

Την κοιτάζω χαμογελαστή. <<Και εσένα σου χρειάζεται πάντως>>

Ανακάθεται στον καναπέ. <<Μπα. Εγώ καλά είμαι>>

<<Βασικά είσαι καλά, επειδή σε τακτοποίησε προχθές ο Τζέικομπ>> πετάω και καλά αδιάφορα και αμέσως κοκκαλώνει.

<<Τι είπες;>>

<<Λέω, είσαι καλά επειδή σε τακ->>

<<Το άκουσα αυτό!>> κάθεται απέναντί μου στο τραπέζι. <<Που το έμαθες εσύ;>>

<<Σας είδα χαζή! Θέλαμε να... να μιλήσουμε με τον Άλεξ>> ταχυκαρδία και μόνο που λέω το όνομά του <<και ανοίξαμε μια πόρτα και τσουπ... busted>>

<<Χριστέ μου!>> κρύβει το κεφάλι της στα χέρια της και την κοιτάζω παραξενεμένη. <<Αυτό δεν έπρεπε να το δει κανείς. Κα νέ νας>>

<<Γιατί κάνεις έτσι; Σιγά το πράγμα>>

<<Καθόλου "σιγά το πράγμα" Φαμπιάνα. Ο Τζέικομπ είναι ερωτευμένος μαζί μου. Εγώ δεν θέλω σχέση. Σε καμία περίπτωση, πόσο μάλλον με τον Τζέι>>

<<Άρα;>> ρωτάω ειρωνικά <<μήπως τελικά κάναμε ακριβώς το ίδιο πράγμα;>> σηκώνει το κεφάλι της και με κοιτάζει. <<Και μήπως, λέω μήπως, το τόσο κύριγμα που άκουσα από εσένα, ήρθε η ώρα να στο ρίξω εγώ;>>

Μουγκρίζει. <<Μαλακία έκανα ε;>>

<<Δεν φαντάζεσαι>> κάθομαι ικανοποιημένη στον καναπέ. <<Τουλάχιστον... Νάιλα. Ο Τζέικομπ είναι φίλος μας. Ξέρεις πόσο αγαπάω εσένα, αλλά και ο Τζέικομπ... τον νοιάζομαι. Και αν όντως έχει κάποια συναισθήματα για σένα, μετά το προχθεσινό σίγουρα θα έχουν αλλάξει τα πράγματα>>

Μουγκρίζει ακόμη πιο δυνατά. <<Που να κάναμε και σεξ δηλαδή...>>

Κεραμίδα. <<Δεν κάνατε σεξ;>>

<<Τσουκ. Βασικά... έτοιμοι ήμασταν, ξέρεις...>> ξινίζω τα μούτρα μου <<αλλά μπήκαν στο δωμάτιο η Ντανιέλα με τον Τζέισον, εντελώς ντίρλα και οι δύο και μας διέκοψαν. Ευτυχώς>>

Πως μπλέξαμε έτσι και οι δύο;

<<Δεν θέλω να τον πληγώσεις>> μουρμουρίζω και με κοιτάζει σαν κουτάβι. <<Είναι ευαίσθητος. Το κρύβει, αλλά είναι πολύ ευαίσθητος>> της πιάνω το χέρι συμπονετικά, κάτι που εκείνη πριν δεν έκανε ΑΛΛΑ ΤΕΛΟΣΠΑΝΤΩΝ <<ό,τι αποφασίσεις, πρόσεχε πως θα του το πεις.

Γνέφει και την τραβάω για αγκαλιά. <<Και επίσης, έκανες που έκανες την μαλακία, δεν του έκατσες κιόλας να μάθουμε και πως είναι στο κρεβάτι>>

Μου τραβάει τα μαλλιά και γελάω.

Χτυπάει το κουδούνι και απομακρύνομαι διστακτικά από την φίλη μου.

<<Η Ντανιέλα είναι, εγώ της είπα να έρθει>> σηκώνεται όρθια και εγώ μένω ακίνητη.

Αν... αν είναι ο Άλεξ; Και αν... θέλει να μιλήσουμε;

<<Ηρέμησε παιδί μου. Πάρε ανάσες>> μουρμουρίζει και ανοίγει την πόρτα. Ταυτόχρονα σκεπάζομαι μέχρι πάνω με την κουβέρτα. <<Εμ γειά>>

<<Γειά>> κάτσε, αυτή δεν είναι σίγουρα η φωνή της Ντανιέλα. <<Είναι εδώ η Φαμπιάνα;>>

Κατεβάζω την κουβέρτα.

<<Κόλτον;>>


~~~

Ο Άλεξ παίζει μπάσκετ και η τύχη του δουλεύει ακα η Κολτονίτσα.

Επίσης, ορίστε φωτογραφίες του Κόλτον γιατί με σκάσατε.

Εδώ παίζει με το σκυλάκι του, τον Φλούφλη. Το όνομα το έδωσε ο Άλεξ, και κανείς μας δεν έχει καταλάβει ακόμη το γιατί.

Εδώ προσπαθούσε να ανοίξει μια μπανάνα, αλλά μάλλον είναι περισσότερο φλούφλης και από τον σκύλο γιατί ο βλάκας τελικά πήρε μαχαίρι και την έκοψε.

Σε αυτήν κάνει μουτσουνάκια (σαν την Ρία και αυτός χοχο) επειδή παρακαλούσε τον Άλεξ να πάνε σε γκέι κλαμπ, αλλά ο χέστης φοβόταν. Ουφ.


Ελπίζω να σας άρεσε (το κεφάλαιο, όχι ο Κόλτον)

Τα λέμεεεε♥

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top