~17

Ριρι ιζ μπακ.

Ναι καλά βλέπεις. Δεν άντεξα ούτε δύο μέρες.

Ομολογώ ότι αισθάνομαι πολύ καλύτερα αλλά ακόμη θέλω δουλίτσα. Και ένα μοχίτο. Και έναν καρακουκλαρο να μου κάνει παρέα.

Και ναι. Μου ήρθε έμπνευση και δεν άντεξα ουφ.

Γράψτε με στους Ανώνυμους Συγγραφείς. Τι να πω.


~~~

Ίσως και να ήπια λίγο παραπάνω. Λιγουλάκι. Λιγουλίσιους.

Έχω χάσει κυριολεκτικά το μέτρημα από τα πόσα σφηνάκια ήπια. Και η αλήθεια είναι πως ήπια μόνο σφηνάκια. Κάτι jagerbomb ή κάπως έτσι. Γίνεται να μεθύσεις μόνο με σφηνάκια;

Στηρίζομαι στον πάγκο της κουζίνας γελώντας δυνατά όσο παρακολουθώ τον Τόνυ να κάνει στριπτιζ βγάζοντας αργά και βασανιστικά την στολή αστροναύτη του. 

Για ένα νανοδευτερόλεπτο κόντεψα να δεχτώ την πρόσκλησή τους να παίξω και εγώ αυτή την βλακεία, αλλά ευτυχώς τα Jagerοσφηνάκια στην κουζίνα φαινόντουσαν πολύ πιο ελκυστικά από το να πετάξω την στολή της νοσοκόμας και να κυκλοφορώ τσιτσίδι.

Που βασικά τώρα που το σκέφτομαι δεν είναι κακή ιδέα. Χμμ...

Νιώθω δύο χέρια στην πλάτη μου και αντικρίζω την Νάιλα να στηρίζεται στον ώμο μου χορεύοντας στον ρυθμό ενός ξέφρενου τραγουδιού που δεν ξέρω καν. 

<<Φιλενάαδααααααα>> τσιρίζει και με τραβάει για να χορέψω. Την απομακρύνω με το ζόρι για τα πόδια μου έχουν πολτοποιηθεί με αυτά τα σκατοτάκουνα που φοράω.

Ναι. Γιατί είμαι ηλίθια και φόρεσα τακουνάρες ενώ η Νάιλα και η Ντανιέλα φόρεσαν φλατ. Γαμώ την ηλίθια σέξυ μου στολή!

Παίρνει δύο σφηνάκια στα χέρια της, τα οποία προόριζα για μένα αλλά δεν ήμουν σε θέση να της θυμώσω, και τα καταπίνει το ένα μετά το άλλο.

<<Μάλλον είχα παρεξηγήσει τα Χάλογουιν πάρτιιι!!!>> φωνάζει και συνεχίζει να χορεύει. <<Πως περνάς;>> ρωτάει έπειτα από λίγο παραδόξως σοβαρά και κάθεται απέναντί μου.

Το καλό με την Νάιλα είναι το εξής. Βασικά όχι, αυτή η κοπέλα έχει πολλά καλά, αλλά το καλύτερο είναι πως όσο και να πιεί, ακόμη και όλο τον Βόσπορο, δεν υπάρχει πιθανότητα να μεθύσει.

Και ναι, το έχω επιβεβαιώσει. Όποτε βγαίνουμε έξω, πάντα καταλήγουμε εγώ και η Ντανιέλα να πίνουμε τα άντερά μας για να πιεί και εκείνη μαζί μας μπας και καταφέρουμε να την κάνουμε να μεθύσει, αλλά στο τέλος καταλήγουμε εμείς οι δύο να βαδίζουμε και να παραμιλούμε.

Ανασηκώνω τους ώμους μου χαμογελαστή. <<Ωραία είναι>> απαντάω και παρόλο που ζαλίζομαι ελάχιστα, ξέρω ότι δεν έχω μεθύσει. Ακόμη.

Ή έχω μεθύσει και λέω βλακείες;

Οι συζητήσεις μου με την Νάιλα λειτουργούν καλύτερα και από καφέ. 

Κοιτάζει τριγύρω. Η κουζίνα είναι το μόνο μέρος του σπιτιού που είναι σχετικά άδειο, εκτός από δύο παιδιά που φασώνονται κόντρα στο ψυγείο, όλοι οι υπόλοιποι μάλλον παρακολουθούν προσηλωμένοι τον Τόνυ να τα πετάει όλα έξω.

Έρχεται περισσότερο κοντά μου. <<Έφυγαν;>> ρωτάει και αμέσως σοβαρεύω.

Δεν έχω κάνει καν τον κόπο να ψάξω τον Κόλτον και τον Άλεξ από την στιγμή που μπήκα με τον Τζέικομπ μέσα στο σπίτι. 

Όχι, αλήθεια. Αλήθεια. Δεν τους έψαξα ούτε για ένα δευτερόλεπτο.

Ούτε καν τους σκέφτηκα.

Πολύ.

Ένα μισό νανοδευτερόλεπτο όντως, όντως, μια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου, αναρωτήθηκα αν είναι εδώ, αλλά τη στιγμή που το σκέφτηκα σχεδόν αμέσως το ξέχασα.

Χριστέ μου. Πόσο απελπισμένη είμαι;

Όσο και να εύχομαι να έφυγαν, άλλο τόσο θέλω αυτή την στιγμή να γυρίσω το κεφάλι μου και να δω τον Άλεξ να με κοιτάζει από την γωνία.

ΑΧΑ. ΕΊΜΑΙ ΜΕΘΥΣΜΈΝΗ. ΔΕΝ ΕΞΗΓΕΊΤΑΙ ΑΛΛΙΏΣ.

<<Δεν με νοιάζει>> απαντάω κοφτά και κάνω κίνηση να πάρω άλλο ένα σφηνάκι. 

Το χέρι της Νάιλα με σταματάει και με κοιτάζει ευθεία στα μάτια. <<Φαμπιάνα...>>

<<Μην το πεις...>> την διακόπτω και απομακρύνω το χέρι της από το δικό μου. Ξέρω τι θα πει.

Πρέπει να τον αφήσεις να σου εξηγήσει, να σου πει τι όντως έχει γίνει και μετά να βγάλεις τα δικά σου συμπεράσματα. Δεν μπορείς να προχωρήσεις στην ζωή σου αν δεν τελειώσεις οριστικά μαζί του και μπλά μπλά μπλά.

<<Ναι, αλλά πρέπει>> σταυρώνει τα χέρια της.

Πίνω το τελευταίο σφηνάκι και ψάχνω τριγύρω για να βρω αυτόν τον μπάρμαν που έφριξαν όλοι από το πόσο καρακούκλαρος είναι. Πρέπει να μου ξαναγεμίσει τα σφηνάκια αλλιώς δεν με βλέπω να την βγάζω σήμερα.

<<Ναι, αλλά δεν με νοιάζει>> απαντάω ειρωνικά της λέω και εντοπίζω τον- ουόου! Όντως είναι ωραίος. Οι καρακάξες μάλλον είχαν δίκιο.

Του δείχνω τα άδεια σφηνάκια και μου σηκώνει το χέρι για να μου δείξει ότι σε λίγο θα έρθει.

<<Φαμπιάνα μην κάνεις σαν μωρό!>> λέει και χαμογελάω εκνευρισμένη.

Α ωραία. Τώρα συνεννοήθηκαν οι δύο τους να μου πουν τα ίδια πράγματα; Κάνω σαν μωρό επειδή δεν θέλω να τον ακούσω; Δικαίωμά μου είναι να κάνω ό,τι στο διάολο θέλω.

Βλέπω τον Τζέικομπ να περνάει από την είσοδο της κουζίνας και μόλις μας εντοπίζει σταματάει απότομα και έρχεται προς το μέρος μας.

<<Σταμάτα να πίνεις επίσης>> λέει η φίλη μου κοιτώντας τον μπάρμαν που μας έφτασε και πήρε τα σφηνάκια από τα χέρια μου χαμογελώντας εντελώς γοητευτικά.

<<Είσαι η μαμά μου ή κάνω κάποιο λάθος;>> ρωτάω ειρωνικά και ρολάρει τα μάτια της.

<<Τι συμβαίνει κοριτσάρες;>> μας αγκαλιάζει από τους ώμους ο Τζέικομπ καλύπτοντας τον κενό χώρο με την κάπα του σπάιντερμαν του. <<Τι μούτρα είναι αυτά; Δεν περνάτε καλά;>>

<<Εγώ περνούσα πολύ καλά μέχρι να έρθω εδώ η Νάιλα>> σταυρώνω τα χέρια μου και όντως αυτή την στιγμή αισθάνομαι σαν 5χρονο. <<Αν μπορείς να την πάρεις, θα σου είμαι αιώνια ευγνώμων>>

Με την άκρη του ματιού μου πιάνω το βλέμμα του Τζέικομπ προς την Νάιλα και, χμ ακόμη και μεθυσμένη, μπορώ να καταλάβω ότι αυτό το βλέμμα ήταν πολύ πιο ερωτικό από ό,τι φάνηκε.

<<Ξέρεις Τζέικομπ>> απλώνει το χέρι της η Νάιλα στο στέρνο του και εκείνος παγώνει. <<Από μικρή είχα κόλλημα με τους υπερήρωες>> δαγκώνει τα χείλη της και ο Τζέικομπ αμέσως κοκκινίζει. <<Και με τους μαλλιάδες ροκάδες δηλαδή, αλλά κυρίως με τους υπερήρωες>> του κλείνει το μάτι και κρατιέμαι για να μην γελάσω.

<<Εεε... μπ-μπορούμε ν-να...>> 

Τον σπρώχνει με την μπουνιά της. <<Έλα ρε. Μην ψαρώνεις. Πλάκα σου κάνω>> γελάει μόνη της και ο Τζέικομπ κάνει τεράστια προσπάθεια για να ρίξει ένα μικρό χαμόγελο. <<Αν και η αλήθεια είναι ότι προτιμώ τον Μπατμαν και όχι τον Σουπερμαν>> σχολιάζει και σηκώνεται όρθια. Με κοιτάζει <<Εσύ μην πιεις άλλο, δεν έχω καμία όρεξη να σε κουβαλάω σπίτι>>

Της κάνω ένα ωραιότατο κωλοδάχτυλο και εκείνη αρπάζει τον Τζέικομπ από τους ώμους τραβώντας τον για να πάνε προς το σαλόνι.

Γυρίζω προς τον πάγκο και στηρίζομαι καλύτερα.

Το καλσόν έχει κατέβει, η ηλίθια στολή με σφίγγει στο μπούστος και το σκατοκαπελάκι μου έχει προκαλέσει πονοκέφαλο. Το πετάω με δύναμη πάνω στον πάγκο.

<<Δύσκολη νύχτα;>> μουρμουρίζει ο τυπάς που βάζει τα ποτά και τον κοιτάζω απεγνωσμένη.

<<Ατέρμονη νύχτα>> σχολιάζω και παρατηρώ με πόση επιδεξιότητα γεμίζει το σφηνάκι με ένα σκούρο υγρό. <<Ατέλειωτη και απαίσια και αγκχ...>> στηρίζω το κεφάλι μου στα χέρια μου.

Πνίγει ένα γελάκι και συμπληρώνει τα σφηνάκια με μπύρα.

Μια τούφα από τα σκούρα του μαλλιά, του πέφτει στο μέτωπο και θέλω να απλώσω το χέρι μου για να την πάρω από εκεί.

<<Γιατί δεν χορεύεις μαζί με τους υπόλοιπους;>> ρωτάει και μου δίνει ένα ποτηράκι. Παίρνει και για τον εαυτό του ένα και τα τσουγκρίζουμε. Τον βλέπω να πίνει το δικό του κοιτώντας με έντονα και για λίγο ξεχνάω να κάνω το ίδιο.

Είναι λογικό που αυτά τα ωραία καστανά μάτια θέλω να του τα βγάλω; Με τον γνωστό σε όλους τρόπο;

Το κατεβάζω δίχως δεύτερη σκέψη και αμέσως η ίδια γεύση με πριν με γεμίζει. Αυτό που έπινα τόση ώρα είχε μπύρα;

<<Τι έβαλες μέσα;>> αποφεύγω την ερώτηση του και εκείνος στηρίζεται στους αγκώνες πάνω στον πάγκο.

<<1/2 pint Μπύρα και 1 σφηνάκι Jagermeister>> μου δείχνει το πράσινο μπουκάλι με το σκούρο υγρό και γνέφω. <<Είναι το jagerbomb που έπινες νωρίτερα. Είναι δυνατό χμ;>> ρωτάει και πίνει άλλο ένα.

Κάνω ακριβώς την ίδια κίνηση και κατεβάζω ένα δεύτερο με τον ίδιο τρόπο. Ήδη έχουν αρχίσει όλα να γυρίζουν όπως ακριβώς πριν με πιάσει η Νάιλα για να μου μιλήσει και ήδη νιώθω λιγάκι καλύτερα.

<<Πως ξέρεις τι έπινα νωρίτερα;>> ρωτάω και χαμογελάω συγκρατημένα.

<<Για να σκεφτώ>> σταυρώνει τα χέρια του και διασχίζει την κουζίνα για να έρθει δίπλα μου στο άδειο σκαμπό όπου πριν καθόταν και με έπρηζε η φίλη μου. <<Μάλλον επειδή σε κοιτούσα>>

Ανακάθομαι στην θέση μου και σταυρώνω τα πόδια μου. Όχι προκλητικά. Αλλά... με αυτή την στολή ό,τι και να κάνω προκλητικό θα φανεί.

Ναι. Είναι ωραίος. Αρκετά ωραίος. Και δεν ξέρω αν αυτή την στιγμή μιλάω εγώ ή το Jagerbomb που έχει πλημμυρίσει το σώμα μου.

<<Και με κοιτούσες επειδή μάλλον θέλεις να με ρωτήσεις από πήρα την στολή για να την φορέσεις του χρόνου;>> τον πειράζω και γελάει ευδιάθετα. Εκείνη την στιγμή παρατηρώ ότι δεν είναι καν ντυμένος με κάποια στολή και απλά φοράει ένα σκούρο μπλε παντελόνι και ένα μαύρο πουκάμισο.

Μου αρέσουν τα αγόρια με πουκάμισα. Δεν ξέρω αν το έχω ξαναπεί.

Και δεν μου αρέσουν καθόλου αυτοί που ντύνονται Πινόκιο. Ναι; Ναι.

Σκύβει περισσότερο προς το μέρος μου. <<Ναι, αλλά θα σε παρακαλούσα να μην πεις τίποτα σε κανέναν>>

<<Έχεις τον λόγο μου>> του κλείνω το μάτι και χαμογελάει.

Είδες; Μπορείς να περάσεις εξίσου ωραία και μόνη σου. Σχεδόν μόνη δηλαδή. 

Μπορώ πολύ εύκολα να τον αρπάξω εδώ και τώρα και να τον φιλήσω ή να τον σύρω στο πιο κοντινό δωμάτιο για να βγάλουμε τα μάτια μας. Μπορώ να κάνω τα πάντα. Δεν με σταματάει κανείς.

Πίνω άλλο ένα σφηνάκι. Ευτυχώς που τα ποτηράκια είναι μικρά αλλιώς με τόσο αλκοόλ θα βρισκόμουν στην εντατική για πλύση στομάχου.

<<Πολύ ωραία πάντως τα σφηνάκια σου...>> πάω να πω το όνομά του αλλά σταματάω απότομα. Να μια λεπτομέρεια που μου διέφυγε όσο σχεδίαζα να τον πάρω στις τουαλέτες και να τον πηδήξω. <<Σκατά. Δεν ξέρω καν το όνομά σου>> λέω και γελάει.

Ευτυχώς που είμαι μεθυσμένη και δικαιολογούμαι.

<<Αλεξάντερ. Για σένα, Αλε->>

<<Αλεξάντερ, λοιπόν>> πετάγομαι πριν ολοκληρώσει αυτό που έλεγε.

Ε γαμώ το σπίτι. Πως γίνεται όλοι να έχουν ίδιο όνομα; (Η συγγραφέας σου βαριέται να βρει άλλα ονόματα, σους τώρα)

Ένας αυτός.

Ένας ο Άλεξ που φίλησα τότε στο κλαμπ.

Και ένας ο... τέτοιος.

Μήπως με λένε και εμένα έτσι και δεν το έχω καταλάβει ακόμη;

<<Φαμπιάνα>> του λέω χαμογελαστή. <<Βασικά ή Άνα ή Φαμπιάνα. Κάποτε με έλεγαν Άνα, αλλά το άλλαξα σε Φαμπιάνα>> 

<<Μου αρέσει περισσότερο το Φαμπιάνα>> σχολιάζει. 10 πόντους στον Αλεξάντερ.

Γλύφω τα χείλη μου. <<Είσαι μπάρμαν ή απλά περαστικός που έτυχε να ξέρει να κάνει ποτά;>>

<<Είμαι όντως μπάρμαν, μην φοβάσαι. Ό,τι πίνεις από τα χέρια μου, είναι εγγύηση. Δουλεύω σε ένα κλαμπ στο κέντρο>> γνέφω αν και μεταξύ μας δεν ακούω καν τι μου λέει.

Στο μυαλό μου το μόνο που υπάρχει είναι η ερώτηση "Πότε να τον πάω στο μπάνιο; Τώρα; Μετά; Ποτέ; Πότε;"

<<Σε ποιο κλαμπ;>> κερδίζω λίγο χρόνο.

<<Το μαγαζί λέγεται Coffeegasm. Απλά το βράδυ λειτουργεί και σαν κλαμπ>> λέει υπερήφανος και για λίγο συνοφρυώνομαι.

Κάπου το έχω ακούσει εγώ αυτό το όνομα; Από κάπου το ξέρω;

Τον πλησιάζω περισσότερο. <<Δουλεύεις κάθε μέρα εκεί;>>

Καθαρίζει τον λαιμό του. <<Τα Σαββατοκύριακα>> απαντάει κοφτά και απλώνω το χέρι μου για χαϊδέψω το γόνατό του.

<<Τότε σίγουρα θα έρθω το επόμενο Σάββατο στο Coffeegasm>> του λέω γλυκά και χαμογελάει.

Βάζει το χέρι μου στο μάγουλό μου και την επόμενη στιγμή με φιλάει αργά. Τα χείλη του μοιάζουν σαν να αγκαλιάζουν τα δικά μου και κυριολεκτικά αφήνομαι στο κράτημά του.

Κατεβαίνω από το σκαμπό και κολλάω περισσότερο το σώμα μου στο δικό του για να τον διευκολύνω. 

Είδες; Μπορείς να φιλάς όποιον θες. Χωρίς κανέναν Πινόκιο να χώνει την τεράστια μύτη του παντού.

Δαγκώνω το κάτω χείλος του και χαμογελάει. Απομακρύνομαι λίγα χιλιοστά και κοιτάζω τα κόκκινα σημάδια που άφησα στα χείλη του.

<<Σε γέμισα κραγιόν>> λέω και παίρνω λίγο χαρτί από τον πάγκο για να σκουπίσω τα χείλη του.

<<Δεν με πολυνοιάζει είναι η αλήθεια>> μουρμουρίζει και τυλίγει τα χέρια του γύρω από την μέση μου.

Σκύβω ξανά προς τα χείλη του και τα αγγίζω απαλά.

<<Διακόπτω κάτι;>>


~~~

Δύο πράγματα θα πω.

Πρώτον, ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ ΧΟΧΟΟΧΟΟΧΟΧΟΧΟ

Δεύτερον, 

Ναι. Αυτός είναι ο Αλεξάντερ ο μπάρμαν ο καρακουκλαρος.

Και ναι. Τον θέλω για μένα.

ΟΥΦ.

Στο επόμενο θα σας ανεβάσω τον Άλεξ, τον δικό μας Άλεξ.

Και μην με βρίσετε για το φιλάκι του Αλεξαντερ με την Φαμπιάνα μας.

Απλά περιμένετε😜

Αριβεντερτσι ❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top