~13

Ελπίζω να είναι έστω και 2 άτομα ξύπνια. Δεν φταίω εγώ που αντί να βλέπω μαστερσεφ, μου ήρθε όρεξη να γράψω. Ώχου.

Αυτό το κεφάλαιο είναι λίγο διαφορετικό. Όσον αφορά στον τρόπο γραφής μου. Υποθέτω θα το καταλάβετε. Και ελπίζω να σας αρέσει. Θα περιμένω σχόλια♥

~~~

Για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό, δεν ακούω το ξυπνητήρι μου. Ή βασικά το ακούω, αλλά επιλέγω να το αγνοήσω και να πατάω στα τυφλά αναβολές ανά 10 λεπτά.

Δεν έχω δύναμη να σηκωθώ από το κρεβάτι. Δεν έχω δύναμη να κάνω το οτιδήποτε. Νιώθω λες και έτρεχα σε μαραθώνιο για μέρες, και απλά το σώμα μου με έχει παρατήσει.

Ανοίγω τα μάτια μου. Το παντζούρι του δωματίου μου είναι ερμητικά κλειστό και το μόνο φως που επικρατεί στο δωμάτιο είναι από το φωτάκι νυκτός της Νάιλα, το οποίο δανείστηκα χωρίς να το ξέρει.

Υποθέτω ότι δεν πρέπει να περάσω την μέρα μου ξαπλωμένη στο κρεβάτι κλαίγοντας την μοίρα μου, έτσι;

Με τα χίλια ζόρια σηκώνομαι όρθια, αλλά σχεδόν αμέσως ξαναπέφτω στο κρεβάτι. Τα πόδια μου όντως δεν με κρατούν. Για λίγο σκέφτομαι ότι η επανεμφάνιση του Άλεξ στην ζωή μου, μάλλον με έχει επηρεάσει υπερβολικά πολύ τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά, μιας και με το ζόρι στέκομαι όρθια.

Η αλήθεια είναι, όμως, ότι έχω να φάω από εχθές το πρωί; Νομίζω πως ναι. Το απόγευμα, που ήρθαν τα παιδιά στο σπίτι, έφεραν μαζί τους και πίτσες. Τις οποίες μια που τις μύρισα, μια που εξαφανίστηκαν. 

Δεν είχα βέβαια όρεξη. Ούτε τώρα έχω. Το στομάχι μου είναι ένας ασφυκτικά δεμένος κόμπος. Δεν κατεβαίνει τίποτα κάτω.

Διασχίζω με αργά βήματα το δωμάτιο. Ψάχνω στα τυφλά τις παντόφλες μου, αλλά άδικος κόπος. Ανεβάζω το παντζούρι και αμέσως το φως του ήλιου φωτίζει το δωμάτιο. Στενεύω τα μάτια μου και τραβάω την κουρτίνα για να περιορίσω όλο αυτό το φως.

Η ώρα είναι 11:32 σύμφωνα με το κινητό μου. Το οποίο κοντεύει να κλείσει από μπαταρία. Σαν και μένα ένα πράγμα...

Βρίσκω τον φορτιστή μέσα στο συρτάρι με τα εσώρουχά μου και πηγαίνω στην κουζίνα.

Σήμερα είναι μια καινούρια μέρα, Φαμπιάνα.

Ο ήλιος λάμπει. Ανοίγω όλα τα παντζούρια και, ευτυχώς για μένα και την κατάθλιψή μου, όλο το διαμέρισμα φωτίζεται αμέσως. Μάλλον ήταν καλή επιλογή να μείνουμε στον τέταρτο όροφο, μιας και οι τριγύρω πολυκατοικίες είναι αρκετά πιο κοντές σε ύψος και καθ'όλη την διάρκεια της ημέρας έχουμε ήλιο και φως.

Να. Είδες; Βρήκες αμέσως ένα θετικό! Αυτή η μέρα θα είναι πολύ καλή!

Βγάζω τα δημητριακά από το ντουλάπι και το γάλα από το ψυγείο. Βάζω την καφετιέρα σε λειτουργεία και λίγο αργότερα κάθομαι στο τραπέζι με το πρωινό και τον καφέ μου κοιτάζοντας αφηρημένη έξω από το παράθυρο την γειτόνισσα από την απέναντι πολυκατοικία να απλώνει τα ρούχα της στην ταράτσα.

Ήρθε ο Άλεξ.

Δεν σημαίνει ότι θα αλλάξει η ζωή μου. Δεν σκοπεύω να αλλάξω την ζωή μου.

Πίνω μια γουλιά από τον καφέ. Ας ήρθε. 

Λένε πάντα ότι ο χρόνος αλλάζει τα πράγματα, αλλά στην πραγματικότητα πρέπει να τα αλλάξεις εσύ, μόνος σου.

Ναι. Έχουν περάσει χρόνια. Αιώνες, θα έλεγα, αλλά είναι ψέματα. 

Η γειτόνισσα προσπαθεί να απλώσει ένα τεράστιο μπλε σεντόνι. 

Πρέπει να τον ξαναδώ; Μήπως οφείλει να μου δώσει εξηγήσεις; Και μήπως αυτή την φορά θα είναι καλό για μένα να τον ακούσω;

Βουτάω το κουτάλι μου στο λίγο περισσευούμενο γάλα. Όχι. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν είμαι έτοιμη για ό,τι θα ακούσω. Δεν ξέρω καν αν θα μπορέσω να διαχειριστώ την αλήθεια.

Η μοναδική γοητεία του παρελθόντος είναι ότι είναι παρελθόν. Καλά τα έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ. 

Ό,τι έγινε στο παρελθόν, ανήκει στο παρελθόν. Αυτό το λέω εγώ. Και το πιστεύω ακράδαντα.

Δεν μπορεί να εμφανίζεται από το πουθενά και να απαιτεί να τον ακούσω. Δεν έχει κανένα δικαίωμα να το κάνει αυτό. Και να είχε δηλαδή... δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω.

Αισθάνομαι χάλια. Και φταίει αυτός. Πάντα θα φταίει αυτός.

Ο ήχος από ένα μήνυμα αντηχεί στον χώρο και το κουτάλι μου πέφτει από τα χέρια, ευτυχώς μέσα στο μπολ.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και παίρνω το κινητό στα χέρια μου.

Ο Κόλτον;

Χαμογελάω. 

Είναι φίλος του. Έμαθε τι έχει γίνει. Βασικά μπορεί και να ήξερε εξ αρχής, αλλά δεν το νομίζω. Δεν πιστεύω καν ότι ο Άλεξ ασχολήθηκε να εξηγήσει όλη αυτή την ανοησία σε κάποιον. Δεν είναι τέτοιος άνθρωπος.

Το δάχτυλό μου στέκεται μετέωρο πάνω από το όνομά του Κόλτον. Τον έβαλε ο Άλεξ να μου στείλει μήνυμα; Ή το έκανε από μόνος του;

Ελπίζω τουλάχιστον να μην μοιάζει με τον φίλο του.

Ανοίγω το μήνυμα και γέρνω στον πάγκο.

Κόλτον: Καλημέρα. Πως είσαι;

Πληκτρολογώ. 

Εγώ: Καλημέρα. Δεν είμαι άρρωστη, άρα... είμαι καλά. Εσύ;

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και αφήνω το κινητό στον πάγκο χωρίς να βγω από την συνομιλία μας. Παίρνω το μπολ με τα δημητριακά και την σχεδόν άδεια από καφέ κούπα και τα αφήνω μέσα στον νεροχύτη.

Που το κακό να μιλάω μαζί του; Δεν είναι αυτός. Ας δω μόνο το θετικό της υπόθεσης. Είναι ένα παιδί που έριξε τον καφέ του κατά λάθος πάνω μου στην καφετέρια και έτσι έτυχε να γνωριστούμε. Που το κακό σε αυτό;

Κοιτάζω ξανά έξω από το παράθυρο. Η κυρία δεν είναι πλέον στην ταράτσα, αλλά το τεράστιο σεντόνι είναι απλωμένο στα σύρματα ίσως με τον χειρότερο τρόπο που θα ήταν δυνατόν. Ευτυχώς έχω μάθει να απλώνω σωστά τα ρούχα μου. Έμαθα και κάτι καλό από την μητέρα μου.

Ξανά ο ήχος του μηνύματος και σχεδόν τρέχω για να το διαβάσω.

Κόλτον: Βλέπω έχεις όρεξη. Νόμιζα ότι μετά τα χθεσινά θα ήσουν κάπως :/

Όντως τα ξέρει όλα.

Εγώ: Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον. Όλα καλά!

Αφήνω ξανά το κινητό στον πάγκο. Δεν ωφελεί σε τίποτα να τριγυρνώ σαν την άδικη κατάρα από εδώ και από εκεί με το κινητό στο χέρι. Έχασα που έχασα τα σημερινά μαθήματα, δεν θα μιζεριάσω κι άλλο.

Παίρνω το λάπτοπ μου και βάζω τέρμα δυνατά μουσική. Δεν είναι ώρα κοινής ησυχίας, οπότε δεν με νοιάζει αν ενοχλώ τους γείτονες. Μόνο η μουσική με κάνει να ξεχνιέμαι από τις ηλίθιες σκέψεις μου.

Ντύνομαι στα γρήγορα, μαζεύω τα μαλλιά μου σε έναν πρόχειρο και επιμελώς ατημέλητο κότσο και διορθώνω το δωμάτιο μου. Βάζω σκούπα σε όλο το σπίτι, ακόμη και στο δωμάτιο της Νάιλα, παρόλο που μου έχει απαγορέψει να καθαρίζω γιατί νιώθει σαν να με εκμεταλλεύεται στις δουλειές του σπιτιού. Καθαρίζω το μπάνιο, σφουγγαρίζω παντού, πλένω τα ήδη πλυμένα πιάτα, τα σκουπίζω και τα ξαναβάζω στην θέση τους.

Όταν σταματάω το σπίτι είναι πεντακάθαρο και μυρίζει καθαριότητα. Η μαμά σίγουρα θα ήταν υπερήφανη αν το έβλεπε, αν σκεφτείς ότι στο σπίτι ποτέ δεν κουνούσα ούτε το δαχτυλάκι μου.

Βάζω το call out my name του Weeknd στο λάπτοπ και κάθομαι στην άκρη του καναπέ.

Με είχε πάρει πριν κάτι μέρες τηλέφωνο. Η μαμά. Τις περισσότερες φορές παίρνει εκείνη τηλέφωνο. Και μιλάμε για αρκετές ώρες. Κλασικά. Η μαμά μου αν ανοίξει το στόμα της, δεν το κλείνει με τίποτα μετά. 

Μου έχει λείψει. Της το λέω συχνά. Μου έχει λείψει η ζωή μου εκεί. Όλα αυτά που έκανα, όλα αυτά που απολάμβανα... η παλιά, καλή Άνα. 

Ώρες ώρες όντως σκέφτομαι πόσο έχω αλλάξει. Ώρες, όπως τώρα. Που περιμένω να στεγνώσει το σφουγγαρισμένο πάτωμα για να μπορέσω να μαγειρέψω. Το όσο μεγαλώνεις, αλλάζεις, τελικά ισχύει. Και χαίρομαι που έχω γίνει αυτό που είμαι τώρα. Δεν το μετανιώνω.

Απλά... απλά είναι κάποιες φορές που μου λείπει αυτή... η αδιαφορία της παλιάς Άνα. Αυτή η άγνοια κινδύνου, το ότι δεν με ένοιαζε τίποτα, το ότι έκανα πάντα του κεφαλιού μου χωρίς να ρωτάω τίποτα και κανέναν. 

Ίσως αν ήμουν ακόμη η Άνα, μετά από ό,τι έγινε εχθές με τον Άλεξ, να μην με ένοιαζε. Να αδιαφορούσα. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, πάλι έτσι θα αντιδρούσα.

Γιατί η παλιά Άνα ήταν υπερβολικά ερωτευμένη μαζί του. Όπως και η τωρινή Φαμπιάνα.

Το κινητό μου χτυπάει δυνατά και πετάγομαι από τον καναπέ. Ελπίζω το πάτωμα τουλάχιστον να στέγνωσε και να μην φάω καμία τούμπα.

Άγνωστος αριθμός. Ωραία. Καιρό είχαν να μου κάνουν φάρσα.

<<Παρακαλώ;>> ρωτάω ειρωνικά. Αν δεν μιλήσουν, θα τους πάρει ο διάολος.

<<Γειά>>

Γνωστή φωνή. Η μόνη φωνή που μπορεί να μου προκαλέσει ταχυπαλμία σε δευτερόλεπτα. Η φωνή που συνήθιζε να μου ψιθυρίζει πόσο με αγαπάει όσο κάναμε έρωτα.

<<Πως βρήκες τον αριθμό μου;>> ρωτάω μόνο αν και ξέρω ότι είναι η πιο χαζή ερώτηση που θα μπορούσα να κάνω. Στηρίζομαι στον πάγκο γιατί νιώθω ότι θα πέσω κάτω.

Όχι. Αυτό το πράγμα δεν το θέλω στην ζωή μου. Δεν μπορεί να με παίρνει τηλέφωνο. Δεν μπορεί να πράττει λες και είμαστε φιλαράκια, γαμώτο. Δεν μπορεί να μου κάνει κάτι τέτοιο και να περιμένει να του συμπεριφέρομαι φυσιολογικά.

<<Δεν τον διέγραψα ποτέ, Άνα>> απαντάει και τον φαντάζομαι να έχει αυτό το γελοίο χαμογελάκι στα χείλη του. <<Θέλω να μιλήσουμε. Ξέρω ότι εσύ δεν θέλεις αλλά...>> κομπιάζει και προσπαθώ να ηρεμήσω το χέρι μου που τρέμει ανεξέλεγκτα. <<Αλλά πρέπει. Σε παρακαλώ>>

Ίσως, λέω ίσως, και να του έλεγα πως θέλω σε απελπιστικό βαθμό να μιλήσω μαζί του. Γιατί κάπου βαθιά μέσα μου, εγώ η ηλίθια, ακόμη θέλω να πιστεύω ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έγιναν. Αλλά ναι, είμαι ηλίθια. 

Παίρνω μια βαθιά ανάσα όσο προσπαθώ να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου. <<Δεν είμαι έτοιμη να σου μιλήσω Άλεξ. Και... και δεν ξέρω αν θα είμαι ποτέ. Και δεν με νοιάζει αν θέλεις να μιλήσουμε. Μη περιμένεις να εμφανίζεσαι στην ζωή μου και να αντιδρώ φυσιολογικά, σαν να μην συνέβη τίποτα>> σταματάω και ανοιγοκλείνω τα μάτια μου. Ζαλίζομαι. <<Αν... δεν ξέρω βασικά, αλλά αν, αν νοιάζεσαι για μένα, πρέπει να με αφήσεις ήσυχη. Όλο αυτό είναι πολύ για μένα. Και δεν μπορώ καν να σε αντικρίσω, δεν μπορώ καν να σου μιλήσω από κοντά, τι περιμένεις; Απλά άσε με!>> λέω αρκετά δυνατά και τα πόδια μου πλέον δεν με κρατούν άλλο. Πέφτω στο πάτωμα με δύναμη και στηρίζομαι στα ντουλάπια κάτω από τον νεροχύτη.

Σιωπή από την άλλη πλευρά της γραμμής. Μήπως να το έκλεινα; Για να φανώ πιο πειστική; Ότι όντως δεν με νοιάζει και ότι θέλω να με αφήσει ήσυχη;

Δεν σκοπεύει να πει κάτι;

<<Εντάξει>> απαντάει μετά από λίγο και σμίγω τα φρύδια μου. <<Εντάξει, ό,τι θες. Θα κάνω ό,τι θες>>

Μια εντελώς φυσιολογική συζήτηση μεταξύ μας. Πιο φυσιολογική ακόμη και από εκείνες που κάναμε χρόνια πριν. 

Αν ήταν εδώ η Νάιλα, σίγουρα θα του το έκλεινε στα μούτρα. Ίσως μου χρειάζεται μια Νάιλα.

<<Ευχαριστώ>> απαντάω ψιθυριστά και τελικά τερματίζω εγώ την κλήση χωρίς να τον αφήσω να απαντήσει.

Σηκώνομαι από το πάτωμα και βάζω να πιω ένα ποτήρι νερό.

<<Δεν θα κλάψεις. Δεν. Θα. Κλάψεις>> λέω στον εαυτό μου όσο πηγαινοέρχομαι με μεγάλες δρασκελιές στον χώρο. <<Δεν υπάρχει λόγος να κλάψεις. Δεν έγινε κάτι. Σήμερα είναι μια ωραία μέρα. Το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν και όλες αυτές οι μαλακίες. Σωστά; Σωστά>> μιλάω μόνη μου λες και είμαι τρελή, αλλά μου χρειάζεται.

Ακούω κλειδιά στην πόρτα. 

<<Ήρθε η θεία η Νάιλα. Που είναι η μικρή μου Φαμπιάνα;>> φωνάζει η Νάιλα την στιγμή που ανοίγει την πόρτα. <<Ο Χριστός. Γιατί είναι τόσο καθαρό το σπίτι μας; Φέραμε συνεργείο καθαρισμού;>> σχολιάζει αμέσως μόλις βλέπει τον χώρο και μετά εντοπίζει εμένα.

Τρέχω με δύναμη και πέφτω πάνω της αγκαλιάζοντάς την. <<Γιατί ήρθες τόσο νωρίς; Δεν θα καθόσουν μέχρι και το Χάλογουιν;>>

<<Και θα έχανα εγώ την παρτάρα του Τζέικομπ; Είσαι σοβαρή μωρή φιλενάδα;>> με αγκαλιάζει και χοροπηδάμε μαζί. Απομακρύνεται λίγο. <<Πίστεψέ το ή όχι, αλλά όσο ήμουν στο χωριό και κυνηγούσα τις κότες, εσένα σκεφτόμουν>>

<<Μου έλειψες ηλίθια!>> δεν κάνω καν τον κόπο να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Είναι κυρίως δάκρυα χαράς, αλλά... μπα. Σίγουρα δεν είναι μόνο χαράς. <<Ευτυχώς που γύρισες. Κοντεύω να τρελαθώ>>

Σηκώνει το φρύδι της και με κοιτάζει όσο σκουπίζω τα μάτια μου. <<Είσαι καλά;>> Παίρνω μια ανάσα η οποία ακούγεται σαν λυγμός. Γνέφει. <<Έλα>> παίρνει τις βαλίτσες της και τις βάζει μέσα στο σπίτι κλείνοντας πίσω της την πόρτα. <<Έχουμε πολλά να πούμε οι δύο μας>>


~~~

Πολλές λέξεις χιχιχι.

Πως σας φάνηκε; Προσπάθησα μέσα στο κεφάλαιο να αποτυπώσω όσο το δυνατόν καλύτερα πως αισθανόταν η Άνα. Το πέτυχα;

Δεν είχαμε καμία δραματική εξέλιξη, αλλά τράστ μι. Έρχεται το Χάλογουιν πάρτυ. Χοχοχο.

Ελπίζω να σας άρεσε.

Τα λέμε στο επόμενο.

Ριρι♥

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top