~12

Έχω μπει σε μουντ χωρισμού και κατάθλιψης χωρίς καν να έχω κανένα από τα δύο χοχοχο.


~~~

Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει.

Βασικά δεν έχω ιδέα αν έχουν περάσει μόλις λίγα λεπτά ή είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου κανένα δίωρο.

Όταν επιτέλους έχω στερέψει από δάκρυα, ανασηκώνομαι από το κρεβάτι και κοιτάζω τριγύρω μου.

Σκοτάδι. Παίρνω το κινητό στα χέρια μου. Σκατά, πότε πήγε 8μιση; Πόσες ώρες έκλαιγα; 

Η Νάιλα με έχει πάρει συνολικά 12 φορές τηλέφωνο. Την τελευταία φορά της απάντησα και νομίζω ότι από το κλάμα μου δεν κατάλαβε και τίποτα το ιδιαίτερο.

Να για ποιον λόγο χρειάζεσαι συγκάτοικο. Και μάλιστα τον καλύτερο σου φίλο για συγκάτοικο. Αν ήταν εδώ, θα μου έφερνε παγωτό και θα με άφηνε να κλάψω και να κοιμηθώ πάνω της.

Αν ήταν εδώ όμως... Δεν είναι όμως η ηλίθια. Και εγώ δεν έχω ούτε παγωτό στο ψυγείο.

Που να ήξερα ότι θα μου χρειαζόταν!

Κοιτάζω στις ειδοποιήσεις του κινητού μου. Ο Κόλτον μου έκανε αίτημα για να με ακολουθήσει στο instagram πριν από 3 ώρες και ακόμη δεν τον δέχτηκα. Θα νομίζει πως είμαι καμία γαϊδούρα, εντωμεταξύ.

Τον δέχομαι και τον ακολουθώ κατευθείαν, μιας και έχει το προφίλ του ανοιχτό σε όλους. Η σκέψη να ψάξω στους ακόλουθούς του τον Άλεξ, μου περνάει από το μυαλό, αλλά αμέσως πετάω το κινητό στην άλλη πλευρά του κρεβατιού και ξαναβυθίζομαι στο πάπλωμα.

Ο Άλεξ... 3 χρόνια μετά...

Δεν μπορώ να το διανοηθώ. Δεν ξέρω καν πως είναι δυνατόν μέσα σε μια τόσο μεγάλη πόλη, να έπεσα πάνω του. Υποθέτω ότι ο κόσμος είναι πολύ μικρός. 

Και η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω για ποιον λόγο έκλαιγα τόση ώρα. 

Συναισθηματική φόρτιση; Ίσως. Βασικά όχι ίσως, σίγουρα ναι.

Επειδή ήρθε ξανά όλο το παρελθόν μπροστά μου και με βάρεσε δυνατό χαστούκι; Θα μπορούσε.

Ίσως για το γεγονός ότι παρόλο που έχουν περάσει 3 χρόνια, εγώ εξακολουθώ να...;

Όχι. Όχι, σε καμία περίπτωση. Δεν πρόκειται να παραδεχτώ ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό κάτι τέτοιο.

Και όχι δεν είμαι εγωίστρια ούτε ξεροκέφαλη, όπως τόλμησε να με αποκαλέσει. 

Δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω τον εαυτό μου να πληγωθεί ξανά. Δεν μπορώ να αφήσω ξανά αυτόν τον άνθρωπο, που μου έκανε την καρδιά θρύψαλα, να ξαναμπεί στην ζωή μου.

Και ούτε θέλω να ακούσω τις γελοίες δικαιολογίες του.

Μα για ποια με πέρασε, τέλος πάντων; Ένιωσα ηλίθια και μόνο στην ιδέα να κάτσω και να τον ακούσω να μου μιλάει για το τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί ξέρω, είμαι χίλια τοις εκατό σίγουρη, ότι όσο εγώ έκλαιγα και δεν έβγαινα από το σπίτι εξαιτίας του, αυτός.... αυτός γαμώτο.

Δεν. Με. Νοιάζει.

Ντιιιιιν Ντοοοοον

Τι είναι αυτό; 

Ανοίγω το ένα μάτι και ξανακοιτάζω τριγύρω μου. Απλώνω το χέρι μου και ανάβω το φωτιστικό μου πάνω από το κομοδίνο. 

Ανακάθομαι στο κρεβάτι. Κοιτάζω το κινητό μου. Όχι, δεν χτυπάει.

Μήπως είναι πένθιμες καμπάνες, χτύπα ξύλο;

Ντιιιιιν Ντοοοοον

Α καλά είμαι ηλίθια. Το κουδούνι είναι.

Μαζεύω το κουφάρι μου και σηκώνομαι όρθια με τα χίλια ζόρια. Με το ζόρι καταφέρνω να διασχίσω ολόκληρο το διαμέρισμα και να φτάσω στην εξώπορτα.

Ανοίγω όλα τα φώτα στο πέρασμά μου γιατί έξω έχει νυχτώσει και δεν βλέπω την τύφλα μου.

Κοιτάζομαι για ένα δεύτερο στον καθρέφτη ακριβώς δίπλα από την εξώπορτα.

Σκατά είμαι. Και σκατά δείχνω. Εξαίσια.

Φοράω την μπλούζα του...

<<Γαμώ το σπίτι μου>> ψιθυρίζω και κρατιέμαι για να μην την βγάλω και την πετάξω στον κάδο απορριμμάτων.

Ηλίθια μπλούζα. Ηλίθια μυρωδιά μαλακτικού που καλύπτεις την δικιά του μυρωδιά. Ηλίθιε Άλεξ που έχεις αυτή την ηλίθια μπλούζα με τα ηλίθια ξεθωριασμένα γράμματα που γράφουν το ηλίθιο πανεπιστήμιο του Κολοράντο.

Η κοτσίδα μου έχει γίνει σκατά και προσπαθώ να την σουλουπώσω για να μην με δουν και τρομάξουν. Βέβαια τα κατακόκκινα και πρησμένα μου μάτια, δεν μπορώ δυστυχώς να τα βγάλω και να τα αλλάξω, οπότε έτσι κι αλλιώς όποιος με δει θα τρομάξει.

Και επίσης βρωμάω καφέ. Πρέπει επειγόντως να μπω για μπάνιο. Ήδη κάτι τούφες λουσμένες από καφέ έχουν ξεραθεί και κρέμονται μην πω σαν τι από την κοτσίδα μου.

Χτυπάει για άλλη μια φορά το κουδούνι και παίρνω μια βαθιά ανάσα.

Ανοίγω την πόρτα με ένα χαμόγελο, ο Θεός να το κάνει. <<ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!>> φωνάζει η Ντανιέλα και μπαίνει μέσα στο σπίτι αγκαλιά με δύο μεγάλες συσκευασίες παγωτού. <<Νόμιζα ότι είχες πεθάνει ή κάτι τέτοιο>> αφήνει τα παγωτά πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού όσο εγώ την κοιτάζω μαρμαρωμένη στην πόρτα. <<Μην κλείνεις, έρχονται τα παιδιά!>>

<<Ποια παιδιά;>> ρωτάω και η φωνή μου βγαίνει αλλοιωμένη. Με τόσο κλάμα, έκλεισε ο λαιμός μου.

<<Τα παιδιά της Σαμαρίνας>> απαντάει και πετάει το μπουφάν της στον καναπέ. <<Ποια παιδιά ρε Φαμπιάνα; Ο Τζέικομπ, ο Τόνυ και ο Τάιλερ>> παίρνει τα παγωτά και τα αφήνει στην κατάψυξη. 

<<Είχαμε κανονίσει κάτι; Γιατί δεν θυμάμαι τίποτα...>> λέω και κλείνω την πόρτα, όχι τελείως για να μπουν και οι άλλοι. Στην κατάσταση που βρίσκομαι αυτή την στιγμή, δεν τους έχω καμία όρεξη.

<<Η αλήθεια είναι πως όχι...>> έρχεται με φόρα προς το μέρος μου και με πιάνει δυνατά από τα μπράτσα. <<Μας πήρε τηλέφωνο η Νάιλα. Δεν καταλάβαμε τι έγινε, ούτε εκείνη είπε πως ξέρει, αλλά διέταξε να έρθουμε εδώ για συμπαράσταση>> λέει και ψιλοχαμογελάω.

Και θέλω πάλι να βάλω τα κλάματα. Από χαρά, αυτή την φορά. Ποτέ δεν είχα τέτοιους φίλους. Που να τους ένοιαζε αν δεν ήμουν εγώ καλά. Υποθέτω η Ντάλια και η Αννέτα δεν πλησιάζουν ούτε στο μικρό τους δαχτυλάκι όλους αυτούς εδώ.

<<Αλήθεια;>>

<<Ρε χαζό>> με παίρνει στην αγκαλιά της <<είμαστε μια παρέα. Έτσι θα σε αφήναμε;>> ψιθυρίζει <<και στην τελική, τόλμα να φέρεις αντίρρηση στην Νάιλα. Θα σε κουβαλήσουν με φορείο μετά>> λέει και γελάω.

Η πόρτα χτυπάει απαλά και γυρνάμε ταυτόχρονα. Μπαίνουν τα αγόρια μέσα σαν βρεγμένες γάτες.

<<Να μπούμε ή είναι κοριτσίστικη και υπερβολικά ευαίσθητη στιγμή;>> ρωτάει ο Τάιλερ και από πίσω του μας κοιτάζουν οι άλλοι δύο με τις ουρές στα σκέλια.

<<Μπείτε ηλίθιοι!>> φωνάζει η Ντανιέλα χωρίς να με βγάλει από την αγκαλιά της. <<Αφήστε τις μπύρες στο ψυγείο>> διατάζει και μου χαϊδεύει την πλάτη.

<<Είσαι καλά, μικρή;>> ρωτάει ο Τόνυ και τον κοιτάζω πάνω από τον ώμο της Ντανιέλα.

Δεν του απαντάω. Αντί αυτού βάζω τα κλάματα.

Μάλλον τελικά είχε μείνει απόθεμα στις αποθήκες για τώρα...


ΑΛΕΞ ΠΟΒ

<<Δηλαδή... θέλεις να πεις πως...>> ρωτάει σοκαρισμένος ο Κόλτον και εγώ γνέφω επαναλαμβανόμενα όσο κάνω βόλτες στο σαλόνι.

<<Ναι. Είναι η Άνα. Η Άνα>> λέω και χτυπάω με την μπουνιά μου τον τοίχο.

Πως στο διάολο; Πως σκατά έγινε αυτό τώρα;

<<Τι στο διάολο φίλε;>> ο πούστης το διασκεδάζει. <<Πως;>>

Έλα μου ντε. Πως;

<<Γαμώτο δεν περίμενα να γίνει αυτό. Τόσο σύντομα τουλάχιστον...>> σχολιάζω και κάθομαι στο μπράτσο του καναπέ. <<Δεν έπρεπε να γίνει>>

Δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά τώρα. Δεν μπορώ καν να διανοηθώ ότι ήρθα σπίτι μου και... και βρήκα την Άνα;

<<Πας καλά ρε ντολμά;>> πετάγεται ο Κόλτον αλλά δεν έχω την δύναμη ούτε καν να τον αγριοκοιτάξω. <<Και πότε ας πούμε θα της μιλούσες; Σε 10 χρόνια;>>

<<Είσαι μαλάκας; Δεν την είδες; Ούτε που θέλει να με βλέπει μπροστά της γαμώ>> πετάγομαι ξανά όρθιος και αρπάζω μια από τις μπύρες που έφερα.

Γίνεται να μεθύσω με μια δωδεκάδα μπύρες; Ουυ, εννοοείται.

<<Φίλε, πρέπει να παίξεις σωστά τα χαρτιά σου τώρα>> λέει ο Κόλτον όσο κατεβάζω το πρώτο κουτάκι μπύρα λες και είναι νερό.

Γαμώτο, ούτε που ήθελε να με δει στα μάτια. Με το ζόρι με κοιτούσε.

Μόλις το τελειώνω το πετάω κάτω με δύναμη. <<Τι εννοείς;>>

<<Να σταματήσεις να πίνεις μπύρες, καταρχάς>> με βλέπει που ανοίγω το δεύτερο κουτάκι και του κάνω ένα ωραιότατο κωλοδάχτυλο. <<Πρέπει να έχεις καθαρό μυαλό για να σκεφτείς τι θα κάνεις>>

Πηγαίνω ξανά δίπλα του. <<Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Δεν το είδες; Δεν με άφησε καν να της μιλήσω>> θέλω να τα σπάσω όλα εδώ μέσα γαμώ. Τα πάντα. Να μην αφήσω τίποτα όρθιο. <<Και με το δίκιο της. Είμαι μαλάκας>>

<<Είσαι...>> σχολιάζει σιγανά και κρατιέμαι να μην του πετάξω το κουτάκι με την μπύρα στο κεφάλι. Κρίμα η μπύρα. 

<<Γαμήσου!>>

<<Αντί να με βρίζεις και να κατεβάζεις μπύρες, τι λες να σκεφτούμε κάποιον πιο παραγωγικό τρόπο για να την προσεγγίσεις;>> ρωτάει ξανά και ανακάθεται δίπλα μου.

Γαμώ, ήταν στο δωμάτιό μου. Άλλαζε μπλούζα στο δωμάτιό μου. Φόρεσε την δική μου μπλούζα. Σίγουρα ακόμη υπάρχει η μυρωδιά της εκεί μέσα. 

<<Δεν υπάρχει τρόπος>> ακούγομαι απελπισμένος; Ναι, είμαι.

<<Αν υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος. Μην με εκνευρίζεις!>> σηκώνεται όρθιος και κάνει κίνηση να μου αρπάξει το κουτάκι μέσα από τα χέρια. Του αγριεύω και μαζεύεται. <<Το καλό είναι ότι με δέχτηκε στο instagram και μου έκανε και follow back>> ανακοινώνει υπερήφανος και σηκώνω απότομα το κεφάλι μου.

<<Τι έκανε, λέει;>> φωνάζω και σταυρώνει τα χέρια του.

<<Μην αγχώνεσαι. Δεν πρόκειται να της την πέσω. Αν και η αλήθεια είναι ότι η τύπισσα δεν κατάλαβε καν ότι είμαι γκέι...>> φιλάει τα μπράτσα του <<πόσο θεογκόμενος είμαι, ενιγουειζ;>>

<<Μπορείς...>> σηκώνομαι όρθιος αγνοώντας αυτά που έλεγε <<μπορείς εσύ να την πλησιάσεις>> τον δείχνω και σηκώνει τα φρύδια του <<και καλά για να αρχίσετε να κάνετε παρέα; Ξέρω γω; Και... και έτσι να βρω την ευκαιρία να της μιλήσω;>> 

Ανασηκώνει τους ώμους του. <<Δεν έχω θέμα. Εξάλλου φαίνεται πολύ κομπλέ άτομο. Βέβαια μετά τα σημερινά αμφιβάλλω αν θα θέλει να με ξαναδεί>> σχολιάζει και αφήνω την μπύρα στο τραπέζι.

Σκατά. Όλα σκατά.

Πρέπει να της μιλήσω ευθέως. Πρέπει να βρω που μένει. Να πάω στο σπίτι της και να της μιλήσω. Για τα πάντα. Είτε θέλει είτε όχι.

<<Αυτό που σκέφτεσαι βγάλτο από το μυαλό σου>> πετάγεται ξανά ο Κόλτον και τον κοιτάζω. <<Θέλει λίγο χρόνο. Ακόμη και τώρα αν πας και την βρεις και την αναγκάσεις να κάτσει κάτω για να της μιλήσεις, θα σε μισήσει ακόμη περισσότερο>>

Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Δίκιο έχει ο μαλάκας.

Χτυπάει απαλά τον ώμο μου. <<Η θεία Κολτονίτσα θα το τακτοποιήσει>> αναφέρεται στον εαυτό του και τον στραβοκοιτάζω. <<Για μένα λεω>>

<<Αλήθεια το λες;>>

<<Θα κάνω ό,τι μπορώ φίλε>> λέει χαμογελαστός και... γαμώ λες να έχω ελπίδα; <<Αλλά θα μου καθαρίζεις το μπάνιο για 1 μήνα>>

<<Ηλίθιε!>>


~~~

Lewis Capaldi. Τα τραγούδια του τυπά είναι ό,τι καλύτερο για το μουντ της ιστορίας χοχο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top