Νταν νταν νταααν ||74||

Πισωπάτησα ενστικτωδώς όμως η απόσταση δεν ήταν αρκετή, ώστε να αποφύγω το χτύπημα. Μία απότομη κίνηση του χεριού του και εκείνο συγκρούστηκε δυνατά με το μάγουλο μου.
..................................................................................

Max's pov

Μππζζζζ

Μπππππζζζζζζ

Μππππππππζζζζζζζζζζζ

Μπζζ-

Έβαλα το ξυπνητήρι στο snooze για εικοστή φορά και γύρισα ξανά από την άλλη.

Σ : ΜΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΞ

Πως δε μπορεί να ξεκουραστεί ένας άνθρωπος σε αυτό το σπίτι...

Άκουσα τα βήματα τους να πλησιάζουν και τράβηξα αμέσως το σεντόνι πάνω μου, προσποιούμενος ότι κοιμάμαι.

Άκουσα την πόρτα να ανοίγει και στην συνέχεια ησυχία.

Ήταν πολύ καλό για να κρατήσει.

Γ : ΕΠΙΘΕΣΗΗΗ!

Άκουσα τον Γιάννη να φωνάζει και με μιας άρχισαν όλοι να πηδάνε στο κρεβάτι. Ο ένας μετά τον άλλο ξάπλωναν πάνω μου, λιώνοντας με και κερδίζοντας τα αγκωμαχητά μου καθώς πασχιζα να συρθώ κάτω.

Εγώ : Ε ρε πρωί πρωί.., ξεστόμισα με δυσκολία αφού ο Πάνος στήριζε το μάγουλο του στο δικό μου

Π : Καλημέρα Μαξούλη.., είπε με ένα σατανικό χαμόγελο

Γύρισα με κόπο το κεφάλι μου από την άλλη εντοπίζοντας τον Αλεξ στην άλλη άκρη του δωματίου να μας τραβάει φωτογραφία.

Εγώ : Τι ακριβώς κάνεις!? του φώναξα προσπαθώντας να καλύψω το πρόσωπο μου

Α : Πείτε γειά στην Μελίνα! είπε δείχνοντας την κάμερα

Όλοι εκτός από εμένα : Γειά σου Μελίναααα! είπαν με μια φωνή

Α : Τέλειο.

Εγώ : Είστε μαλάκες.., είπα γελώντας

Σε λίγο είχαν σηκωθεί όλοι από το κρεβάτι μου, αφήνοντας με επιτέλους να αναπνεύσω κανονικά.

Έπιασα το κινητό μου από το πάτωμα, πάνω στην ώρα για να κλείσω το εικοστό πρώτο ξυπνητήρι. Η ώρα ήταν πλέον 14.46 μ.μ., οπότε υπέθετα ότι πρέπει να έχει σχολιάσει μέχρι τώρα.

Εγώ : Άντε κατεβείτε και έρχομαι! τους είπα για να μου αδειάσουν επιτέλους την γωνία

Αφού μου έβγαλαν την γλώσσα και επιδώθηκαν σε ένα κάρο άλλες άσεμνες χειρονομίες, έφυγαν από το δωμάτιο.

Πήγα στις επαφές και βρήκα το όνομα της. Πάτησα το εικονίδιο και έβαλα το ακουστικό στο αυτί μου, αναμένοντας την να απαντήσει.

"Ο συνδρομητής που καλέσατε είναι κατελειμένος. Παρακαλώ αφ-"

Τερμάτισα την κλήση και άφησα το κινητό στο κομοδίνο.

Θα την πάρω αργότερα.

{...}

Σ : Μαξ!? με φώναξε ο Σπύρος από την άλλη μεριά του δρόμου

Του έκανα νόημα να μπει στο αμάξι και θα ερχόμουν σύντομα.

Προσπάθησα να την καλέσω άλλη μια φορά όμως η απάντηση παρέμενε ίδια.

Ο συνδρομητής θα έπρεπε να είναι κατελειμένος από εμένα κυρία τηλεφωνήτρια, ευχαριστώ για την υπενθύμιση.

Άφησα να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα και στη συνέχεια άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο που σε ειδοποιούσε πως μπορούσες να αφήσεις το μήνυμα σου.

Εγώ : Μελ, σε παρακαλώ πάρε με πίσω όταν το ακούσεις... Δεν είναι αστείο, προσπαθώ να σε βρω από το μεσημέρι!

Έκλεισα το τηλέφωνο και το έβαλα πίσω στην τσέπη του τζιν μου.

Πέρασα τον δρόμο απέναντι και κατευθύνθηκα προς το αμάξι του Σπύρου. Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και ύστερα μπήκα μέσα κοπανώντας την με λίγο περισσότερη δύναμη από όσο χρειαζόταν.

Ο Σπύρος πήρε τα μάτια του από το κινητό του και μου έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα.

Σ : Ακόμα δεν σου απάντησε? ρώτησε έκπληκτος

Κούνησα το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά.

Έβαλε μπρος στο αυτοκίνητο και μου έριξε μια σύντομη ματιά πριν ξεκινήσει.

Σ : Κάτι θα της έτυχε.., μουρμούρισε

Πήρα ξανά το κινητό στα χέρια μου και μπήκα στην συνομιλία μας.

Μελ 🧃
ενεργός/ή τελευταία φορά πριν 19 ώρες

Κάτι δεν πάει καλά. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά...

Ξαναέχωσα το κινητό πίσω στην τσέπη μου και προσπάθησα να μην το σκέφτομαι.

Είμαι παράλογος, σωστά?

Δεν μπορεί κάθε φορά που είναι απασχολημένη να φέρνω την καταστροφή. Μπορεί να έχει φροντιστήριο ή να διαβάζει για κάποιο διαγώνισμα και να το έχει βάλει στο αθόρυβο.

Ήταν πολύ αγχωμένη σχετικά με τις εξετάσεις, σίγουρα αυτό θα είναι.

Αν και μια ενημέρωση θα ήταν ευγενική από μέρους της...

Λίγη ώρα μετά και είχαμε φτάσει πλέον στο κέντρο της πόλης. Παρκάραμε το αμάξι όσο πιο μακριά γινόταν από την πορεία, ώστε να μην είχαμε μπλεξίματα και βγήκαμε γρήγορα έξω. Ακόμη κι από τόση απόσταση, μπορούσαμε να ακούσουμε πεντακάθαρα τον χαμό που επικρατούσε μόλις λίγους δρόμους μακριά. Οι φωνές, οι κόρνες, τα συνθήματα, οι κρότοι.

Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και γνέψαμε υπερήφανοι.

Κοιτάξαμε γύρω γύρω μπας και εντοπίζαμε κανέναν περαστικό, όμως ο δρόμος ήταν τελείως άδειος. Αν εξαιρούσες τις οχλαγωγίες και την ηχορύπανση τους, από αυτή την οπτική γωνία, οι δρόμοι έδιναν εύκολα την εντύπωση μιας πόλης - φάντασμα. Ο ήλιος είχε δύσει πλέον και τα μόνα φώτα που διακρίνονταν ήταν εκείνα των κακοσυντηρημένων λαμπών του δρόμου.

Ξεκλείδωσα το πορτμπαγκάζ και ο Σπύρος έβγαλε από μέσα τα δύο όπλα που είχαμε προμηθευτεί για προφύλαξη. Μου πέταξε το ένα στον αέρα και εγώ το έπιασα επιδέξια. Κλειδώσαμε το αμάξι και στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε προς τους φασαριόζικους δρόμους.

Έβγαλα μια τελευταία φορά το κινητό από την τσέπη μου και σκάναρα με τα μάτια μου την οθόνη.

Τίποτα.

{...}

Συνέχισα να τρέχω σαν να μην υπήρχε αύριο, παρόλο που τα πόδια μου με το ζόρι με βαστούσαν. Έστριψα στο πρώτο στενό που βρήκα και κρύφτηκα γρήγορα πίσω από έναν τεράστιο μπλε κάδο.

Άκουσα τους δύο μπάτσους να τρέχουν από πίσω μου, ουρλιάζοντας σε περαστικούς και απαιτώντας να μάθουν προς τα που πήγα. Όταν επιτέλους τους άκουσα να απομακρύνονται αποπροσανατολισμένοι, τράβηξα τον σκούφο από το κεφάλι μου, επιτρέποντας στο πρόσωπο μου να πάρει λίγο αέρα. Περίμενα έως ότου οι ανάσες μου έγιναν και πάλι αργές και ρυθμικές και τότε έβαλα το χέρι μου στην τσέπη του τζιν μου.

Έβγαλα το κινητό προς τα έξω και ξεκλείδωσα την οθόνη.

Το βλέμμα μου έπεσε απευθείας πάνω στην ειδοποίηση στο πάνω μέρος της οθόνης.

Μελ 🧃
1 αναπάντητη κλήση

Άφησα μια μακριά ανάσα ανακούφισης.

Χωρίς να χάσω χρόνο, πάτησα πάνω στην ειδοποίηση και ύστερα επέλεξα "επανάκληση". Έφερα το κινητό κοντά στο αυτί μου και σηκώθηκα όρθιος, τινάζοντας τον εαυτό μου από τις βρωμιές του δαπέδου.

Δεν περίμενα ούτε τρία δευτερόλεπτα, πρώτου το σηκώσει.

Μ : Κοίτα να δεις ποια αποφάσισε να σηκώσει το γαμημένο τηλέφωνο..., την χλεύασα

Ο τόνος της φωνής μου φώναζε "θυμωμένος", ωστόσο δε θα μπορούσα να είμαι πιο ανακουφισμένος που θα άκουγα την φωνή της.

Ή αυτό νόμιζα δηλαδή.

? : Τ τ τ τ... Δεν είναι τρόπος αυτός να μιλάς σε μια κοπέλα Μάξιμε...

Και κάπως έτσι, ένιωσα την καρδιά μου να πέφτει στο στομάχι μου.

? : Αλλά πάλι.. Ίσως της αρέσουν τα βρωμόλογα... Εγώ δεν κρίνω! Γούστα είναι αυτά..., συνέχισε ακάθεκτος

Πάγος.

Ίσως ήταν η μόνη σωστή λέξη που μπορούσε πραγματικά να περιγράψει την αντίδραση μου εκείνη την ώρα.

Μπορούσα να θυμηθώ ακριβώς εκείνη την στιγμή, την οποία το μυαλό μου άρχισε να εργάζεται πυρετωδώς. Αναρωτήθηκα αν ίσως αυτό ήταν απλά ένα άρρωστο παιχνίδι της φαντασίας μου. Προσπάθησα να θυμηθώ αν κατά την καταδίωξη μου μέχρι αυτούς τους κάδους, είχα χτυπήσει κάπου το κεφάλι μου ή αν ένιωσα πουθενά ζαλάδα.

Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως αυτή η φωνή ανήκε σε κάποιον άλλο. Κάποιον που δεν απεχθανόμουν με όλο μου το είναι. Κάποιον που δεν φοβόμουν πως θα με έβλαπτε με κάθε ευκαιρία που έβρισκε. Κάποιον που δεν θα της έκανε κακό. Προσπάθησα να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο μπορούσα, πέρα από το πασιφανές.

Χρειάστηκε να φέρω το χέρι μου πάνω από το στήθος μου, ώστε να συνειδητοποιήσω πόσο γρήγορα πήγαινε η καρδιά μου. Γιατί χωρίς αυτό, ήμουν πεπεισμένος πως είχε σταματήσει εντελώς.

Εγώ : Μαθ...., πρόφερα το όνομα του μια φορά προσευχόμενος να έκανα λάθος

Και για πρώτη φορά στη ζωή μου καταργήθηκα το ότι είχα όντως δίκιο.

Μ : Ναι? απάντησε σχεδόν χαρωπά

Ένιωθα το αίμα μου να βράζει.

Εγώ : Τι έχεις κάνει..? τον ρώτησα έξαλλος

Σιχάθηκα τον τρόπο που έβγαινε η φωνή από τα χείλη μου. Αβέβαιη και απελπισμένη.

Μ : Ήθελα να σου δώσω συγχαρητήρια για την πορεία! Αλλά δε σε βρήκα, οπότε είπα να κάνω μια επίσκεψη στην κοπέλα σου...

Μ : Τι πρέπει να κάνω? ρώτησα απευθείας. Πες μου τι θέλεις να κάνω και θα το κάνω, αλλά μην τολμήσεις να πειράξεις ούτε μια γαμημένη τρίχα από το κεφάλι της αλλιώ-

Μ : Αλλιώς... τι? με τσαμπουκαλεύτηκε

Έσφιξα και ξεσφιξα την γροθιά μου. Άφησα το καυστικό δευτερόλεπτο να περάσει προτού επιτρέψω στον εαυτό μου να απαντήσει.

Εγώ : Θέλω να της μιλήσω, απαίτησα κάθετος

Ένα σιγανό γελάκι ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής.

Μ : Φοβάμαι πως είναι λίγο απασχολημένη... Είχε μια μικρή διαφωνία βλέπεις με τον Τεό πριν.. Δεν φημίζεται ιδιαίτερα για τους πολιτισμένους του τρόπους.., είπε δήθεν ανήσυχα

Ένιωσα το χέρι μου να τρέμει από τον θυμό και το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου, στην αναφορά του ονόματος.

Ορκίζομαι στην ζωή μου ότι την επόμενη φορά που θα τον δω μπροστά μου θα τον σκοτώσω. Όχι σε συντριβάνι, όχι με το όπλο μου, αλλά με τα ίδια μου τα χέρια.

Μ : Μπορείς όμως να πάρεις μια ιδέα..., πρόσθεσε

Δυνάμωσα την ένταση της φωνής στο μέγιστο και αφουγκράστηκα προσεκτικά. Σαν από μακριά, μπορούσα να ακούσω τον βηματισμό του, βιαστικό και ακανόνιστο, καθώς περιφερόταν στον χώρο που βρισκόταν.

Ήμουν έτοιμος να ανοίξω το στόμα μου για να μιλήσω, όταν ξαφνικά μέσα από το ακουστικό αντήχισε για πρώτη φορά η φωνή της.

Η καρδιά μου αναπήδησε μέσα στο στήθος μου.

Μ : ΦΎΓΕ ΜΑΚΡΙΆ ΜΟΥ!

? : Μη το κάνεις πιο δύσκολο από όσο πρέπει να είναι!

Κατάφερα με δυσκολία να ξεχωρίσω τα αγκωμαχητά της.

Μ : ΓΙΑΤΊ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΌ? την άκουσα να ουρλιάζει και έσφιξα τα δόντια μου

? : ΤΟ ΑΓΌΡΙ ΣΟΥ ΔΕ ΜΟΥ ΆΦΗΣΕ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΜΙΚΡΉ ΚΑΡΙΌΛ-

Η πρόταση του διακόπηκε στη μέση από κάτι που ακούστηκε σαν χαστούκι.

Και μετά ησυχία.

Κράτησα την αναπνοή μου για μερικά δευτερόλεπτα, ώσπου ένα δυνατό ουρλιαχτό έσκισε τον αέρα. Το δικό της ουρλιαχτό.

Το πόδια μου ξαφνικά έγιναν ζελές.

Εγώ  : ΣΤΑΜΆΤΑ ΣΤΑΜΆΤΑ! ΦΤΆΝΕΙ! ΘΑ ΚΆΝΩ ΟΤΙ ΘΕΣ! ΑΠΛΆ ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΚΆΝΩ! επανέλαβα μέσα στον πανικό μου

Η κραυγή της σταμάτησε απότομα και αντικαταστήθηκε από το γέλιο του.

Μ : Θέλεις να μάθεις τι πραγματικά θέλω? ρώτησε εκνευρισμένα μα σύναμα διασκεδάζοντας με τον πόνο μου

Εγώ : Ναι! Απλά πες μου τι είναι και θα το κάν-

Δεν με άφησε να ολοκληρώσω την πρόταση μου  αφού τερμάτισε την κλήση.

Εγώ : ΔΙΑΟΛΕ! φώναξα έξαλλος και προσπάθησα να καλέσω πίσω τον αριθμό

Ο ίδιος γαμημένος τηλεφωνητής.

Προσπάθησα να καλέσω ξανά. Και έπειτα ξανά και ξανά.

Η ίδια προγραμματισμένη φωνή να διαδέχεται η μία μετά την άλλη τις απεγνωσμένες κραυγές που έπαιζαν ασταμάτητα στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Ο φόβος στη φωνή της και ο πόνος στο ουρλιαχτό της, έκαναν την καρδιά μου να πονάει καθώς προσπαθούσε μάταια να απεγκλωβιστεί από το στήθος μου. Ένιωθα τον κόμπο στον λαιμό μου να μεγαλώνει με κάθε άσκοπο δευτερόλεπτο.

Βρισκόμουν ήδη τα όρια της τρέλας, όταν ο χαρακτηριστικός ήχος μιας ειδοποίησης ήρθε αναπάντεχα.

Με το μυαλό στα κάγκελα και τα δάκτυλα σε εγρήγορση, έσπευσα να μπω στη συνομιλία μας.

Μελ 🧃
Θελω να δω αν είσαι εύφλεκτος

*βίντεο*

Πάτησα βιαστικά το εικονίδιο, το οποίο με παρέπεμψε σε ένα βίντεο. Σιγουρεύτηκα ότι η ένταση ήταν και πάλι στο μέγιστο και εστίασα την προσοχή μου στην οθόνη.

Η κάμερα ήταν στραμμένη προς το εσωτερικό ενός άδειου δωματίου. Άτομα δεξιά και αριστερά, με μαύρες κουκούλες να καλύπτουν να πρόσωπα τους. Από πίσω φωνές και επεφημίες, αισχρολογίες και γέλια. Ένας μεγαλόσωμος άντρας, στεκόταν στη μέση του χώρου κρατώντας στα χέρια του ένα κόκκινο πλαστικό γαλόνι.

Το στόμα μου άνοιξε αυτόματα.

Πιάνοντας το με τα δύο του χέρια, άρχισε να πραγματοποιεί στροφές γύρω από τον εαυτό του κουνώντας ταυτόχρονα το πλαστικό και επιτρέποντας το δύσοσμο υγρό να ξεχυθεί. Το δάπεδο απέκτησε μια νέα σκούρα απόχρωση και όταν πλέον το γαλόνι είχε αδειάζει βρέθηκε κι αυτό χάμω με έναν γδούπο.

Ο σκηνοθέτης του βίντεο μίλησε, όμως η φωνή του καταπνίγηκε μέσα στην βαβούρα.

Παρακολούθησα σοκαρισμένος καθώς ένας από εκείνους που στέκονταν εκεί, άναψε ένα σπίρτο. Η κάμερα αρχίζει να τρεμοπαίζει και στη συνέχεια να ζαλίζει καθώς δεν εστιάζει πλέον πουθενά. Το βίντεο σταματάει και η στιγμή αναπαριστάται ξανά από την αρχή, όχι όμως πριν δώσει μια γρήγορη λήψη του λαμπαδιάσματος.

Από μακριά, το αυτί μου έπιασε άλλη μια κραυγή, αυτή τη φορά έξω από την οθόνη.

Δεν είμαι σίγουρος που κατέληξα να αφήνω το κινητό μου. Ίσως το έβαλα πίσω στην τσέπη μου, ίσως το κράτησα στο χέρι μου ή ίσως γλίστρησε από αυτά στον δρόμο και δεν έκανα τον κόπο να το μαζέψω.

Αυτό που θυμάμαι, είναι να τρέχω. Να τρέχω σαν να μην υπάρχει αύριο. Να διασχίζω τους δρόμους, δίνοντας ελάχιστη προσοχή στα διερχόμενα αυτοκίνητα και στους θυμωμένους οδηγούς που ορίονταν ότι θα με σκοτώσουν. Να πηδάω πάνω από κόνους και μπάρες. Να περνάω ανάμεσα από περαστικούς σαν μανιακός, σπρώχνοντας, παραγκωνίζοντας, φωνάζοντας σε όποιον ανέκοπτε την πορεία μου.

Με τη θολούρα που επικρατούσε στο κεφάλι μου, εξέπληξα ακόμα τον ίδιο μου τον εαυτό, όταν κατάφερα να αναγνωρίσω σχεδόν αμέσως το ετοιμόρροπο κτήριο. Πως θα μπορούσα άλλωστε να ξεχάσω το μέρος στο οποίο δώθηκε το πρώτο μας παραλίγο-φιλί?

Έστριψα αριστερά στον δρόμο που ήθελα και κόντεψα να συγκρουστώ με μια κυρία που έτρεχε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Και τότε ήταν που συνειδητοποίησα, πως ήμουν ο μόνος που πήγαινε ανάποδα.

Ποιος άλλωστε ήθελε να καταπλακωθεί από ένα φλεγόμενο κτήριο? Σίγουρα όχι εγώ.

Συνέχισα να τρέχω ευθεία μπροστά, χωρίς να κοιτάξω μια φορά πίσω, ή να δώσω σημασία στους τρομοκρατημένους περαστικούς που φώναζαν στον ξεκάθαρα τρελό νεαρό δίπλα τους.

Έφτασα μπροστά στην είσοδο του κτηρίου. Η μυρωδιά του καπνού τρύπωσε στα ρουθούνια μου σαν προειδοποίηση να μην προχωρήσω πάρα πέρα. Αλλά μόνο ένας θεός ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω πίσω.

Η πόρτα δεν άνοιγε με τίποτα. Το χερούλι είχε φρακάρει και όσες φορές κι αν είχα προσπαθήσει να τη ρίξω δεν έλεγε να πέσει.

Εγώ : ΜΕΛ? Φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα ώστε να με ακούσει

Δεν πήρα καμία απάντηση.

Ο καπνός είχε αρχίσει να με ζαλίζει και τα μάτια μου έτσουζαν.

Με τα χέρια μου έπιασα το κάτω μέρος της μπλούζας μου και βάζοντας ελάχιστη δύναμη έσκισα ένα μεγάλο κομμάτι. Καλύπτοντας τη μύτη και το στόμα μου με το ταλαιπωριμενο ύφασμα, έδεσα το κομμάτι της μπλούζας γύρω απ το κεφάλι μου.

Έκανα δύο βήματα πίσω και, παίρνοντας αρκετή φόρα, σήκωσα το δεξί μου πόδι και κλώτσησα με δύναμη την άκρη της πόρτας, στοχεύοντας τους σκουριασμένους μεντεσέδες.

Τίποτα.

Έκανα ξανά μερικά βήματα πίσω και πήρα μια ανάσα, προτού ξανακλωτσήσω με ακόμα περισσότερη δύναμη την πόρτα.

Ένας οξυς πόνος διαπέρασε ολόκληρο το πόδι μου, αλλά δε σταμάτησα εκεί.

Με ανακούφιση είδα πως οι μεντεσέδες είχαν υποχωρήσει ελάχιστα και είχαν γύρει στο πλάι.

Κούνησα στον αέρα το δεξί μου πόδι, σάμπως έτσι θα έδιωχνα τον πόνο και πήρα, για μια τελευταία φορά, φόρα.

Σήκωσα αποφασιστικά το πόδι μου και με όση δύναμη είχα, στόχευσα το κέντρο της πόρτας, και κλώτσησα.

Ενας εκκωφαντικός τσιριχτός ήχος ακούστηκε καθώς η πόρτα ξεκόλλησε και ύστερα προσγειώθηκε στο δάπεδο με ένα τεράστιο "μπαμ".

Οι φλόγες δεν άργησαν να την τυλίξουν.

Ο καπνός ήταν τόσο πυκνός που με το ζόρι έβλεπα τι γινόταν γύρω μου.

Το πόδι μου πονούσε τόσο άσχημα που σκέφτηκα πως ίσως είχε σπάσει. Αλλά ακόμα κι έτσι, δεν είχα χρόνο να το επεξεργαστώ πάρα πάνω.

Κάλυψα τη μύτη και το στόμα μου με το μπράτσο μου, ώστε να εισπνευσω όσο λιγότερο καπνό γινόταν και προχώρησα σχεδόν στα τύφλα. Κατάφερα να εντοπίσω την μεταλλική κουπαστή της σκάλας και έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς τα εκεί. Ακούμπησα το άλλο μου χέρι στο κάγκελο, ώστε να στηριχτώ, αλλά δευτερόλεπτα μετά συνειδητοποίησα πως το μέταλλο έκαιγε.

Ούρλιαξα απ τον πόνο.

Μ : Γαμώ την ΠΟΥΤΑΝΑ ΜΟΥ! έβρισα προσπαθώντας να συγκρατήσω τον εαυτό μου απ το να ουρλιάξει ξανά

Έριξα μια ματιά στην παλάμη μου, η οποία είχε γίνει τόσο κόκκινη, ώστε με το ζόρι κατάφερα να διακρίνω την  παχιά πορτοκαλί γραμμή που την χάραζε.

Δάγκωσα δυνατά το μπράτσο μου.

Ένιωθα τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπο μου και πανικός άρχισε να με καταλαμβάνει στην ιδέα πως, αν δεν έφευγα αμέσως από εδώ πέρα θα καιγόμουν ζωντανός.

Αλλά αν το έκανα, τότε ίσως να κατέληγε εκείνη στη θέση μου.

Χωρίς να χάσω παραπάνω χρόνο άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά. Κόλλησα το σώμα μου στον τοίχο κρατώντας την μεγαλύτερη δυνατή απόσταση από την φλεγόμενη κουπαστή.

Ένας τεράστιος εκκωφαντικός κρότος ακούστηκε και παρακολούθησα τρομοκρατημένος ένα δοκάρι να χάνει την ισορροπία του και να προσγειωνεται στην βάση της σκάλας.

Πίεσα τον εαυτό μου να συνεχίσει να ανεβαίνει.

Δεν υπάρχει γυρισμός, σκέφτηκα.

Τράβηξα την μπλούζα πάνω από την μύτη μου και κάλυψα τις αναπνευστικες μου εισόδους, ώστε να προφυλαχτώ από τον πυκνό καπνό. Κολλημένος στον τοίχο, όσο πιο μακριά μου επιτρεπόταν από την φλεγόμενη κουπαστή, προσπαθούσα να ανέβω τα σκαλιά. Είχα φτάσει νομίζω στον τρίτο όροφο όταν σκόνταψα σε ένα πεσμένο κομμάτι τούβλο. Ο οξύς πόνος στο πόδι μου σε συνδιασμό με την ανικανότητα του εγκεφάλου μου να οξυγονωθεί επαρκώς έκαναν την αποστολή μου πολύ πιο δύσκολη.

Τα μάτια μου έτσουξαν και πετάρισα τις βλεφαρίδες μου σε μια προσπάθεια να δω μέσα από τα δάκρυα. Στηρίχτηκα με τις παλάμες μου πάνω σε ένα σκαλοπάτι και τράβηξα τον εαυτό μου πάνω από τα συντρίμμια. Έπειτα σηκώθηκα με δυσκολία ξανά στα πόδια μου και συνέχισα να ανεβαίνω βιαστικά τις σκάλες.

Σταμάτησα για ένα λεπτό καθώς άρχισα να νιώθω μια έντονη ζαλάδα. Πίεσα στον εαυτό μου να συνεχίσει, ώσπου με τα χίλια ζόρια κατάφερα να φτάσω μέχρι την κορυφή. Πλησίασα την μεγάλη μεταλλική πόρτα και άπλωσα το χέρι μου διστακτικά για να ακουμπήσω το υλικό της. Με μεγάλη μου ανακούφιση συνειδητοποίησα πως η θερμοκρασία του μετάλλου ήταν φυσιολογική, αφού οι φλόγες του ισογείου δεν είχαν προλάβει να φτάσουν έως εδώ.

Ακούμπησα την πλάτη μου πάνω στην πόρτα και εσπρωξα ελαφριά με το σώμα μου προς τα πίσω. Προσπαθούσα να υπολογίσω πόση δύναμη θα χρειαζόταν να βάλω για να ανοίξει μα εκείνη δεν κουνήθηκε ούτε στο ελάχιστο. Προς μεγάλη μου έκπληξη παρατήρησα ένα νέο γυαλιστερό λουκέτο το οποίο κράταγε την πόρτα γερά στη θέση της.

Καριόληδες

Έριξα το κεφάλι μου προς τα πίσω για ένα σύντομο δευτερόλεπτο και προσπάθησα να πάρω μια φυσιολογική ανάσα. Κοίταξα γύρω μου μήπως έβλεπα κάτι που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για να σπάσω την κλειδαριά. Λίγο σκανάρισμα μετά, το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε έναν σκουριασμένο λοστό ο οποίος ήταν παρατημένος στο περβαζι ενός μικρού παραθύρου.

Έσπευσα προς το μέρος του και επί τη ευκαιρία έβγαλα το κεφάλι μου προς τα έξω γεμίζοντας τα πνευμονία μου με καθαρό αέρα. Το γλυκό αίσθημα του οξυγόνου με έκανε να λυγίσω μένοντας εκεί περισσότερο από όσο είχα περιθώριο να μείνω. Χαμήλωσα το βλέμμα μου προς τα κάτω, στρέφοντας για μια σύντομη στιγμή την προσοχή μου στους δρόμους της πόλης.

Απόλυτο χάος. Εγκλωβισμένος μέσα στο κτήριο και τις δυνατές αναταράξεις του, δεν είχα ακούσει τον χαμό που γινόταν απέξω. Βγάζοντας το κεφάλι μου προσεκτικά έξω από το στενό άνοιγμα κατάφερα να ακούσω τις σειρήνες και τις κραυγές των πολιτών. Οι μισές ήταν οι σειρήνες της αστυνομίας και οι αγωνιώδεις κραυγές των ανθρώπων που συνέχιζαν ακάθεκτοι την πορεία διασχίζοντας το κέντρο της πόλης. Και οι άλλες μισές, αυτές που τώρα πλέον άκουγα πολύ καθαρότερα, ήταν οι σειρήνες των πυροσβεστικών οχημάτων και οι απεγνωσμένες κραυγές των πολιτών που έβλεπαν το κτήριο δίπλα τους να τυλίγεται στις φλόγες.

Ερχόμενος γρήγορα στα συγκαλά μου, έπιασα τον λοστό καλά στο χέρι μου και κατεθυνθηκα ξανά προς την κλειδωμένη πόρτα. Στάθηκα μπροστά από το ολοκαίνουριο λουκέτο και δίχως να χάσω άλλο χρόνο σήκωσα το εργαλείο ψηλά στον αέρα και το προσγείωσα ξανά πάνω στο μεταλλικό αντικείμενο.

Με απογοήτευση συνειδητοποίησα πως το μόνο που είχα καταφέρει να πετύχω ήταν μια ελαφριά γρατζουνιά. Έπιασα το λουκέτο με τα δάκτυλα μου και το γύρισα ξανά στη θέση που το ήθελα. Έπιασα καλύτερα τον λοστό στα χέρια μου και με μια ακόμα, δυνατότερη από πριν, κίνηση κοπανησα την κλειδαριά.

Αυτή τη φορά η προσπάθεια μου ανταμοίφτηκε, αφού κατάφερα να σπάσω ένα μικρό μεταλλικό κομματάκι. Παίρνοντας θάρρος χτύπησα άλλες δύο φορές το ακριβώς ίδιο σημείο.

Ενας βαρύς γδούπος αντήχισε όταν το λουκέτο προσκρούστηκε επιτέλους στο δάπεδο. Γύρισα στο πλάι και έσπρωξα με τον ώμο μου την πόρτα, ώσπου εκείνη άνοιξε διάπλατα. Έπεσα στο τσιμεντένιο πάτωμα της ταράτσας με τα γόνατα και ρίχτηκα μπροστά βήχοντας έντονα.

Μελ

Σύρθηκα μέχρι την άκρη της ταράτσας και πιάστηκα από το πεζούλι, ώστε να μπορέσω να σηκωθώ όρθιος.

Ξαφνικά, έφτασε στα αυτιά μου ένας παράξενος ήχος. Σαν μουγκρητό. Σαν κάποιος να προσπαθούσε να φωνάξει μα κάτι τον εμπόδιζε.

Έψαξα με τα μάτια μου ολόκληρη την έκταση της ταράτσας, ώσπου το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε μια κινούμενη σκιά. Ένα ζευγάρι παπούτσια ξεπρόβαλλαν πίσω από το τούβλινο τοιχάκι.

Εγώ : ΜΕΛ!? φώναξα και η φωνή έγινε ακόμα πιο έντονη

Με ό,τι δύναμη μου είχε απομείνει, σχεδόν έτρεξα προς το μέρος της. Πιάστηκα από τα σπασμένα τούβλα που μας χώριζαν και ανάγκασα τον εαυτό μου να κάνει άλλο ένα βήμα για εκείνη.

Όμως όταν ήρθα αντιμέτωπος με το φιμωμένο άτομο στο πάτωμα, τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα από το σοκ.

Τι στο πούτσο?

Μου έριξε ένα έντονο βλέμμα σαν να με επέπληττε για την αντίδραση μου και μου έκανε νόημα να τον ελευθερώσω.

Έσκυψα προς το μέρος του, ακόμη ελαφρώς σαστισμένος και ξέδεσα το σχοινί που ήταν δεμένο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και δέσμευε το στόμα του.

Τ : Με το πάσο σου.., με ειρωνευτηκε και μου έδειξε τα επίσης δεμένα του χέρια

Μ : Τι στον διάολο κάνεις εσύ εδώ? Που είναι η Μελίνα? απαίτησα να μάθω πριν κάνω καμιά περαιτέρω κίνηση

Τ : Δεν την πήρανε Μαξ! μου φώναξε

Η καρδιά μου με μιας βούλιαξε στο στήθος μου.

Το βλέμμα του έπεσε πάνω στην πόρτα, η οποία φαινόταν να φώτιζε τώρα όλο και παραπάνω.

Τ : ΤΏΡΑ ΛΎΣΕ ΜΕ! μου φώναξε

Τον γύρισα από την άλλη και άρχισα να παλεύω με τον γερό κόμπο που είχαν χρησιμοποίησει για να ασφαλίσουν τα χέρια του.

Εγώ : Τι εννοείς δεν την πήρανε!? Αφού με πήρε τηλέφωνο! Είχε το κινητό της στα χέρια του! ΤΗΝ ΆΚΟΥΣΑ ΝΑ ΦΩΝΆΖΕΙ-

Τ : ΜΑΞ! με διέκοψε

Ελευθέρωσα τα χέρια του και ύστερα εκείνος έκανε το ίδιο για τα πόδια του. Έτριψε τους καρπούς του και σηκώθηκε γρήγορα όρθιος για να συναντήσει το καταμπερδεμένο μου βλέμμα. Έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου και με ταρακούνησε σάμπως προσπαθούσε να με ξυπνήσει από τον εφιάλτη που βρισκόμασταν.

Τ : Θα σου τα εξηγήσω όλα, αλλά τώρα αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να ΦΎΓΟΥΜΕ ΑΠΌ ΑΥΤΉ ΤΗΝ ΓΑΜΗΜΈΝΗ ΟΡΟΦΉ! μου φώναξε

Σαν να συνήλθα απότομα, ξαφνικά απέκτησα και πάλι πλήρη επίγνωση της κατάστασης στην οποία βρισκόμασταν.

Εγνεψα καταφατικά και αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε ταυτόχρονα από την φλεγόμενη είσοδο.

Είναι καλά...

Ακόμα και με την ζωή μου να παίζεται κορώνα γράμματα εκείνη ακριβώς την στιγμή, δεν μπορούσα πάρα να νιώσω ανακούφιση.

Τ : Έλα από εδώ! με πρόσταξε και τον ακολούθησα πίστα από πίσω

Κατευθύνθηκε προς την άκρη της ταράτσας και έσκυψε πάνω από το πεζούλι. Άπλωσε το χέρι του σαν να προσπαθούσε να φτάσει κάτι, όμως τελευταία στιγμή εκείνο αστόχησε και κατέληξε να κρέμεται στον αέρα. Παρατήρησα την γλώσσα του σώματος του να αλλάζει, όταν - δευτερόλεπτα αργότερα - σηκώθηκε ξανά στα πόδια του. Γύρισε το κορμί του αργά προς το μέρος μου και δε μπορούσα πάρα να απορήσω με την χαμένη του έκφραση.

Εγώ : Τι έπαθες? Γιατί σταμάτησες?! Δεν έχουμε πολύ χρόνο! είπα βιαστικά

Το στόμα του άνοιξε μα καμία λέξη δεν βγήκε.

Έβαλα το χέρι μου στο μπράτσο του και τον έκανα στην άκρη, πηγαίνοντας να σταθώ εκεί όπου βρισκόταν ο ίδιος πριν. Γονάτισα μπροστά από το τσιμεντένιο πεζούλι και έσκυψα το κεφάλι μου μπροστά, ψάχνοντας με τα μάτια μου την σκάλα κινδύνου, που υπήρχε στερεωμένη στο πλάι του κτηρίου.

Δεν ήταν πια εκεί.

Κοίταξα δεξιά και αριστερά, σε περίπτωση που δεν την είχαμε δει. Μου πήρε λίγη ώρα μέχρι να την εντοπίσω, διαλυμένη και πεταμένη, στο πεζοδρόμιο, ίσως σαράντα μέτρα από εμάς.

Σκατά.

Δεν άφησα περιθώριο στο εαυτό μου να σκεφτεί παραπάνω, αφού αμέσως στάθηκα ξανά στα πόδια μου.

Προσπέρασα τον Τεό, ο οποίος δεν είχε κουνηθεί από την θέση του και άρχισα να γυρίζω γύρω γύρω την τετράγωνη ταράτσα. Πήρα την κάθε πλευρά μια προς μια. Τίποτα δεν ήταν εκεί.

Επέστρεψα μπροστά στην είσοδο της ταράτσας και αποπειράθηκα να κατέβω τις σκάλες. Ούτε τέσσερα σκαλοπάτια κάτω και ήδη είχα αρχίσει να ζαλίζομαι από τις αναθυμιάσεις. Η θερμοκρασία είχε ανέβει στα ύψη, καθώς οι φλόγες τύλιγαν όλο ένα και μεγαλύτερο μέρος της κουπαστής. Ανέβηκα και πάλι γρήγορα πάνω.

Κοντοστάθηκα για μια στιγμή και γύρισα να τον κοιτάξω πανικόβλητος.

Ένας εκκωφαντικός ήχος, προερχόμενος από τους παρακάτω ορόφους, μας έκανε να στηλώσουμε για λίγο το βλέμμα μας στις σκάλες.

Τ : Δεν είσαι τόσο κακός..., τον άκουσα να λέει και γύρισα απότομα προς το μέρος του

Κούνησα το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά.

Εγώ : Σταμάτα! τον προειδοποίησα

Μπορούσα να διακρίνω ακριβώς την στιγμή που η ελπίδα χάθηκε απ τα μάτια του.

Τ : Είσαι μακράν καλύτερος από τους "φίλους" μου εν πάση περιπτώσει..., παραδέχτηκε

Τον αγνόησα τελείως και συνέχισα να περιφέρομαι πάνω στην ταράτσα, τσεκάροντας ξανά και ξανά για κάποιο σχέδιο διαφυγής. Οποιοδήποτε.

Τ : Μου αρέσετε, συνέχισε. Εσύ και η Μελίνα εννοώ... Μου βγάζετε κάτι... πολύ γαμάτο...

Εγώ : Σταμάτα Τεό..., τον αποπήρα ξανά

Περπάτησα μέχρι το πλάι του κτηρίου και κοντοστάθηκα προσπαθώντας να υπολογίσω πόσο μακριά βρισκόταν το διπλανό κτήριο σε περίπτωση που χρειαζόταν να πηδήξουμε απέναντι.

Τ : Και σε αγαπάει πολύ. Τουλάχιστον από αυτά που μου έχει πει η Άννα... Κι εσύ το ίδιο φαντάζομαι.. Θα πέθαινες κυριολεκτικά για εκείνη από ότι διαπιστώνω..., προσπάθησε να κάνει χιούμορ

Εγώ : Δεν βοηθάς! του φώναξα νευριασμένα

Κούνησα το κεφάλι μου έντονα σάμπως έτσι θα έδιωχνα τα λόγια του απ το μυαλό μου.

Προχώρησα ξανά προς το μέρος του και αμέσως μετά τον προσπέρασα, πηγαίνοντας να σταθώ από την άλλη πλευρά. Η απόσταση όμως ήταν πολύ μεγάλη.

Τ : Τουλάχιστον εσύ πρόλαβες να της το πεις..., η φωνή του βγήκε σαν ψίθυρος από τα χείλη του

Γύρισα προς το μέρος του εκνευρισμένος.

Εγώ : ΣΚΑΣΕ! ΤΕΟ ΣΚΑΣΕ! ΣΚΑΣΕ! σχεδόν ούρλιαξα στα μούτρα του

Όμως δεν φάνηκε να ταράζεται. Τοποθέτησε τα χέρια του στους ώμους μου και προσπάθησα να τον διώξω από πάνω μου χωρίς αποτέλεσμα.

Τ : Είναι εντάξει.., με διαβεβαίωσε

Ένα καθησυχαστικό χαμόγελο στο πρόσωπο του.

Εγώ : Σκάσε..., επανέλαβα πιο ξεψυχισμένα από πριν

Μία δυνατή έκρηξη ακούστηκε από τον κάτω όροφο και ένιωσα ολόκληρο το κτήριο να τραντάζεται, μαζί με εμάς. Πέσαμε απροειδοποίητα στο δάπεδο. Η ταράτσα είχε αποκτήσει μια μεγάλη κλίση προς τα δεξιά.

Με την άκρη του ματιού μου, είδα την πρώτη φλόγα να ξεπροβάλλει από την πόρτα.

Ένα πικρό αίσθημα ζεστασιάς.

Αναμνήσεις από την τελευταία φορά που βρισκόμουν σε αυτή την ταράτσα άρχισαν να κατακλίζουν το μυαλό μου. Τελικά είναι αλήθεια αυτό που λένε "περνά η ζωή μπροστά απ τα μάτια σου".

Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν τα όσα έχω περάσει. Αυτά που έχω κάνει. Αυτά που δεν πρόλαβα να κάνω. Αυτά που δε θα προλάβαινα να κάνω.

Θυμήθηκα το ραντεβού που είχα δώσει με τη μαμά μου για το επόμενο Σάββατο. Ήθελε να την πάω στο ζωολογικό.

Σχεδόν γέλασα στη σκέψη.

Λάτρευα τον νέο της εαυτό. Λάτρευα την αυτοπεποίθηση, την χαρά, την ανυπομονησία που καθρεφτίζονταν στα μάτια της πλέον. Λάτρευα τον τρόπο που είχε αρχίσει να λατρεύει η ίδια την ζωή. Λάτρευα τον ενθουσιασμό που δημιουργούταν μέσα της κάθε φορά που με έβλεπε και την ικανότητα της να τον μεταδίδει κάθε φορά. Λάτρευα το ότι μου παραγγέλνει πάντα φαγητό χωρίς να το ζητάω. Λάτρευα τα εκατομμύρια φατσάκια που έβαζε δίπλα από κάθε της μήνυμα. Λάτρευα που την είχα ακόμα δίπλα μου, μετά από τόσα χρόνια. Λάτρευα το γεγονός ότι δε με εγκατέλειψε ποτέ.

Θυμήθηκα τον Σπύρο και τα παιδιά από την αποθήκη. Πρέπει να βρίσκονταν κάπου ανάμεσα στο πλήθος τώρα, φωνάζοντας συνθήματα και πετώντας πράγματα.

Τους λάτρευα όλους έναν προς έναν. Ήταν λυπηρό, αν σκεφτεί κανείς πως δε θυμάμαι να τους το έχω πει ποτέ. Αλλά ίσχυε. Λάτρευα το πως με προστάτεψαν όταν πρώτο ήρθα στην συμμορία. Λάτρευα το πως με καλωσόρισαν στην ομάδα και δε με έκαναν ποτέ να νιώσω ανεπιθύμητος. Λάτρευα το γεγονός πως είχαν γίνει η πρώτη μου οικογένεια. Λάτρευα τα πρωινά που περνούσαμε μαζί και τους αγώνες που κάναμε για τα τελευταία κομμάτια τυρόπιτας. Λάτρευα την ομαδικότητα μας. Λάτρευα την προστασία που παρείχαμε ο ένας στον άλλο, όχι επειδή το έλεγε ο κανόνας, αλλά επειδή πραγματικά νοιαζόμασταν.

Άλλη μια έκρηξη ακούστηκε.

Έκλεισα σφικτά τα μάτια μου και προσπάθησα να μην την σκέφτομαι. Προσπάθησα σκληρά να την βγάλω από το κεφάλι μου. Προσπάθησα και προσπάθησα να γυρίσω πίσω, σε έναν χρόνο όπου η έννοια "αγάπη" δεν φανερωνόταν στο πρόσωπο της, όμως εκείνη την στιγμή φαινόταν αδύνατο.

Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στον καρπό μου, που είχε ακόμα περασμένο το κοκαλάκι της.

Θυμήθηκα την πρώτη φορά που την είδα σε εκείνο το άθλιο προαύλιο.

Ουάου νομίζω ήταν η ακριβής μου σκέψη.

Θυμήθηκα την δεύτερη φορά που την είδα σε εκείνο το πάρτυ, αμήχανη και πανέμορφη, όπως ακριβώς την γνώριζα.

Έπειτα θυμήθηκα την τρίτη, εξω από την αποθήκη.

Και μετά την τέταρτη μπροστά απ το σπίτι της.

Και σιγά σιγά είχα αρχίσει να ξεχνάω την ζωή που υπήρχε πριν από εκείνη. Σαν να μην συνέβη ποτέ. Σαν όλες οι μικρές και μεγάλες στιγμές να με οδηγούσαν ακριβώς εκεί. Μπροστά της. Δίπλα της.

Νομίζω πάντα το ήξερα ότι θα την αγαπήσω.

Δεν το είχα καταλάβει τότε, όμως τώρα μπορούσα να το δω πεντακάθαρα. Και τι άλλωστε υπήρχε, που δεν θα μπορούσα να αγαπήσω πάνω της? Ποιός ποτέ?

Την πιο ευγενική ψυχή που γνώρισα. Την πιο λαμπερή προσωπικότητα. Τον πιο ευαίσθητο χαρακτήρα. Την πιο μεγάλη καρδιά. Τα πιο καλοσυνάτα μάτια. Το πιο όμορφο χαμόγελο. Αυτό που άστραψε ξαφνικά μπροστά μου και έφερε τα πάνω κάτω στον κόσμο μου. Το πιο μελωδικό γέλιο.

Ακόμη κι αν είχα μια ολόκληρη ζωή μπροστά μου, δε θα ήταν αρκετή για να μπορέσω να ονομάσω κάθε τι που με έκανε να την ερωτευτώ παράφορα. Γιατί η λίστα μεγάλωνε, κάθε φορά που την έβλεπα. Κάθε φορά που της μιλούσα. Κάθε φορά που την άγγιζα. Κάθε φορά που την φίλαγα. Κάθε φορά που συνειδητοποιούσα πως ίσως η ζωή μου φέρθηκε καλύτερα από όσο άξιζα.

Αν το ήξερα ότι θα τελείωνε με αυτό τον τρόπο, θα είχα φροντίσει να την κρατήσω λίγο παραπάνω στην αγκαλιά μου. Θα είχα προνοήσει να την φιλήσω ξανά και ξανά, μέχρι να μελάνιαζαν τα χείλια μας. Θα της έλεγα πως την αγαπάω κάθε μέρα, όπως έπρεπε, για να βεβαιωθώ ότι το ξέρει και δεν είχε καμία αμφιβολία στο μυαλό της.

Εγυρα το κεφάλι μου στο πλάι για να ρίξω μια ματιά στον Τεό, όμως εκείνος είχε την προσοχή του στραμμένη αλλού.

Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω τι σκεφτόταν. Ίσως εκείνη την στιγμή να μην μου απάνταγε κι όλας. Αλλά δεν είχε και πολύ σημασία. Γιατί μισό δευτερόλεπτο μετά, το κτήριο άρχισε να καταρρέει.
..................................................................................

Hi babes <3

Προτελευταίο κεφάλαιο μικρά μου πόνι :(

Με πονάει όσο κι εσάς πιστέψτε με...

Ήθελα να σας ευχηθώ μια καλή χρονιά! Ελπίζω το 2022 να σας φέρει υγεία, αγάπη, ευτυχία και οτιδήποτε άλλο επιθυμείτε γιατί το αξίζετε και με το παραπάνω <3

Θα σας δω του χρόνου *μπου ντουμ τς* στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου 💔

Bb babes <3

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top