Ho Ho Hoe ||35||
ΑΑΑΑΑΑΑΑΥΥΥΥΥΥΤΤΤΟΟΟΟΤΤΣΣΣΟΟΟΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΖΖΖΕΕΙΙΙ
{...}
......................................................................
*το κεφάλαιο είναι μεγάλο οπότε θα πρότεινα να ξαπλώσετε αναπαυτικά το κρεβατάκι σας, να πάρετε κάτι να φάτε, φτιάξτε κανένα τσάι καμία σοκολάτα και ας καθίσουμε όλοι μαζί να κλάψουμε με την προσπάθεια μου να γίνω συγγραφέας *
Χριστούγεννα
Νιώθω το κομοδίνο δίπλα μου να δονίζεται και ανοίγω ελαφρά τα μάτια μου για να κλείσω το ξυπνητήρι.
10 : 00 πμ ακριβώς
Αφήνω ξανά κάτω το κινητό και αλλάζω πλευρά καβαλώντας το μαξιλάρι.
Μμμμμ....
ΑΑΑΑΑ ΕΊΝΑΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑΑΑΑΑΑ
Και με αυτή την θύμιση πετάγομαι όρθια από το κρεβάτι σαν ελατήριο.
Ωπα. Μισό, ζαλίστηκα.
Έπιασα το κεφάλι μου και προσπάθησα να συγκεντρωθώ στη μοκέτα του δωματίου μου, χωρίς να νιώθω τον τοίχο να γυρνάει πέρα δώθε.
ΝΤΑΞΕΙ ΚΑΛΆ ΕΊΜΑΙ.
Άνοιξα τη πόρτα του δωματίου μου και έφυγα τρέχοντας για το δωμάτιο του Αντρέα.
Εγώ : ΑΝΤΡΈΑ ΞΎΠΝΑ ΕΊΝΑΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΘΑ ΑΝΟΙΞΟΥΜΕ ΤΑ ΔΏΡΑ ΚΑΙ ΘΑ ΠΆΡΟΥΜΕ ΛΕΦΤ- Αντρέα?
Κοίταξα γύρω γύρω στο δωμάτιο του αλλά δεν ήταν πουθενά.
Το κρεβάτι του ήταν άστρωτο και άδειο, φυσιολογικά πράγματα δηλαδή.
Κατέβηκα κάτω και πριν μπω στην κουζίνα έκανα μια στάση στο σαλόνι, μόνο και μόνο για να δω πόσα δώρα υπάρχουν κάτω από το δέντρο.
Αχ μόνο εγώ ενθουσιάζομαι όταν βλέπω τα δώρα τυλιγμένα σε περιτυλίγματα και διακοσμημένα με φιόγκους και κορδέλες και... ΑΑ ΛΑΤΡΕΎΩ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΎΓΕΝΝΑ!
Μπήκα στην κουζίνα και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν ο Αντρέας καθισμένος στο τραπέζι κουνώντας το κεφάλι του μπρος και πίσω, πάνω από ένα φλιτζάνι καφέ.
Εγώ : Ο ο ου.. Ποιος ξενύχτησε περιμένοντας τον Άγιο Βασίλη...? Ρώτησα και του ανακάτεψα τα μαλλιά
Α : Μμ.. Άντε ρε πρωί πρωί.., είπε και ένα χασμουρητό βγήκε από τα χείλη του
Εγώ : Πως και ξύπνιος τέτοια ώρα? Ρώτησα και έβαλα λίγο χυμό σε ένα ποτήρι
Α : Γιατί κοιμήθηκα και καθόλου..? Είπε και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του
Κάθισα στο τραπέζι πιάνοντας το βάζο με τα κουλουράκια.
Εγώ : Συγγνώμη πέρασες όλο το βράδυ εδώ? Για ποιο λόγο!? Ρώτησα έκπληκτη
Έτριψε κουρασμένα τα μάτια του.
Α : Είναι χαζό.., μουρμούρισε
Εγώ : Η ειδικότητα μου! Είπα χαρούμενη και προσπάθησα να χωρέσω 3 κουλούρια στο στόμα μου
Α : Πφφ.. Εμμ... Να.. Απλά.. Θα ακουστεί χαζό.. Αλλά..-
Εγώ : Περίμενες τον Άγιο Βασίλη..., είπα μπουκωμένη
Έβγαλε ένα πνικτό γελακι.
Α : Όχι απλά.. Να.. Η Ζωή δεν ήταν και πολύ καλά και κάναμε βιντεοκλήση μέχρι τις 6 το πρωί.., ομολόγησε ντροπαλά
Εγώ : Ααααωωωωωωωωωωωωω! Φώναξα και άρχισα να τον ταρακουνάω
Α : Έλα έλα νταξει.., είπε γελώντας
Εγώ : Και γιατί δεν πήγες για ύπνο στις 6 τότε? Απόρησα
Ξεφύσιξε δυνατά.
Α : Μου υπόσχεσαι πως δεν θα κάνεις πάλι "αωω" και "ιιι"..?
Εγώ : Φυσικά!
Και όχι
Α : Καμία φορά.. Όταν δεν είναι καλά βλέπει εφιάλτες και δεν ήθελα να κοιμηθώ πριν από εκείνη μπας και ξυπνήσει..
Εγώ : ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ!
ΘΑ ΚΛΆΨΩ.
Α : ΈΛΑ ΈΛΑ ΣΚΑΣΜΟΣ ΠΆΜΕ ΝΑ ΑΝΟΙΞΟΥΜΕ ΤΑ ΔΏΡΑ ΜΑΣ ΤΏΡΑ! φώναξε και με πήρε σαν τσουβάλι με πατάτες μέχρι το σαλόνι
(Να δω τα κομεντνς "θέλω κι εγώ έναν" να μαζεύονται εδώ...,)
{...}
Εγώ : ΕΊΝΑΙ ΤΈΛΕΙΟ ΕΊΝΑΙ ΤΌΣΟ ΜΑΛΑΚΟΎΛΙ ΚΑΙ ΧΝΟΥΔΩΤΟΎΛΙ ΤΟ ΛΑΤΡΕΥΩΩΩΩΩ, τσίριξα και έσφιξα το τεράστιο αρκουδάκι φάλαινας στην αγκαλιά μου
Α : Η ομοιότητα είναι εκπληκτική...
Του έδωσα μια σφαλιάρα στο σβέρκο και άρχισε να γελάει.
Άκου εκεί ομοιότητα.. Πάντως η κολλητή μου ξέρει να διαλέγει δώρα της το αναγνωρίζω.
Α : Αυτό να υποθέσω είναι από τη θεία Μερόπη..? Ρώτησε κοιτάζοντας το πήλινο... Εμμ... Πράγμα..
Εγώ : Λογικά ναι.. Η γιαγιά λέει πως ασχολείται πολύ με την αγγειοπλαστική αυτόν τον καιρό..
Α : Την αγγειοπλαστική τη ρώτησε αν θέλει να ασχοληθεί μαζί της..? Ρώτησε
Εγώ : Έι μην είσαι κακός!
Έπιασα κάτω από το δέντρο μια άλλη σακούλα που έγραφε το όνομα μου.
Μπ : Για εμένα έχει τίποτα ή τα ανοίξατε όλα..? Ακούστηκε η φωνή του μπαμπά από πίσω μας
Εγώ : Χρόνια πολλάααα! Του είπα και μου χαμογέλασε
Α : Έχει αυτό το υπέροχο γλυπτό του Σάκη Ρουβά.., είπε και του έδωσε το γλυπτό της θείας Μερόπης
Μπ : Του Σάκη? Μα αυτό μοιάζει με στρουνθοκάμηλο..!
Α : Το ίδιο λέμε..
Ο μπαμπάς άρχισε να γελάει και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα κουνώντας το κεφάλι του αριστερά και δεξιά.
Εγώ : Ωωω τι κιούτ πουλόβερ.., είπα ανοίγοντας το δώρο του Αντρέα, είναι υπέροχο σε ευχαριστώ!
Α : Τίποτα σις.., είπε και γέλασε, α αυτό το βρήκα το πρωί έξω από την πόρτα!
Έπιασε ένα μικρό μωβ κουτάκι και μου το έδωσε.
Δικό μου? Από ποιον?
Εγώ : Έγραφε όνομα? Ρώτησα περίεργη
Α : Από την Άννα είναι.., είπε και έπιασε να ανοίξει ένα άλλο δώρο
Συγγνώμη μόλις τώρα δεν άνοιξα το δώρο της? Μου πήρε δύο?
Έριξα μια ματιά στο περιτύλιγμα και όντως έγραφε "Αννα" πάνω.
Έσκισα το μωβ διακοσμητικό χαρτί και αμέσως μια καρτούλα έπεσε κάτω.
"Πρέπει να παραδεχτείς ήταν ένα έξυπνο κόλπο να πάρεις το δώρο χωρίς ερωτήσεις ;)
- Μαξ"
Έκρυψα την κάρτα στη τσέπη της πιτζάμας μου και άνοιξα ανυπόμονα το κουτάκι.
Μέσα στο κουτί υπήρχε ένα ασημένιο βραχιόλι.
Χρειάστηκε να δαγκώσω δυνατά το κάτω χείλος μου, ώστε να αποτρέψω το χαμόγελο μου να εξαπλωθεί μέχρι τα αφτιά μου.
Έριξα μια ματιά στον Αντρέα μα ήταν απασχολημένος με τα δικά του δώρα. Έβγαλα το βραχιόλι από το κουτάκι και το πήρα στα χέρια μου.
Ήταν μια μεταλλική αλυσίδα διακοσμημένη με μικρά ασημένια αστεράκια.
Θυμήθηκα το βράδυ που είχαμε πάει σε εκείνη τη ταράτσα. Είχε τόσα πολλά αστέρια εκείνη τη βραδιά..
Α : Γιατί χαμογελάς σαν χαζό? Ρώτησε γελώντας
Εγώ : Κάτι μεταξύ εμένα και της Άννας. Που να σου εξηγώ τώρα..., είπα και γέλασα νευρικά
{...}
Εγώ : ΆΝΤΕ Ο ΠΑΠΠΟΎΣ ΕΊΝΑΙ ΣΧΕΔΌΝ ΕΔΏ! φώναξα και τοποθέτησα το τελευταίο σερβίτσιο στο τραπέζι
Μπ : Τώρα βρε παιδί μου, τώρα! Είπε φτιάχνοντας τον γιακά του πουκαμίσου του
Α : Αυτό που μας έβαλες να φορέσουμε πουκάμισο για τον παππού με ξεπερνάει πραγματικά.., είπε ενοχλημένος
Εγώ : Τέρμα οι γκρίνιες θ-
Μπ : Θα έχουμε του παππού από εδώ και πέρα ναι ξέρω.., συνέχισε
Εγώ : Μην γίνεστε κακοί, ο άνθρωπος ταξίδεψε 10 ώρες για να έρθει από το χωριό εδώ!
Ρολάρανε και οι δύο ταυτόχρονα τα μάτια τους. Μερικές φορές απλά ξέρω από που πήρε ο Αντρέας.
Α : Εσύ γιατί δε φοράς φόρεμα όμως? Ρώτησε ενοχλημένος
Εγώ : Άλλο εγώ! Είπα
Α : Τι άλλο εσύ!?
Εγώ : Εμένα δε θα με κακολογήσει είμαι το αγαπημένο του εγγόνι.., είπα γλυκά και πετάρισα τις βλεφαρίδες μου
Α : ΝΑΙ ΚΑΛΆ! είπε
Εγώ : Δέξου το Αντρέα είναι η σκληρή αλήθεια...
Α : Ποια αλήθεια μωρέ που θα ήσουν και το αγαπημένο του εγγόνι!? Εγώ είμαι ο άντρας εδώ μέσα!
*ο μπαμπάς σε φάση "I guess I'll just go fuck myself then.." *
Εγώ : Αυτό είναι σεξιστικό! Φώναξα
Α : Δέξου το Μελίνα είναι η σκληρή αλήθεια...! Χρησιμοποίησε τα λόγια μου
Εγώ : ΖΗΛΙΆΡΗ!
Α : ΣΠΑΣΤΙΚΉ!
Εγώ : ΣΕΞΙΣΤΉ!
Α : ΑΝΑΊΣΘΗΤΗ!
Εγώ : ΜΑΖΟΧΙΣΤΉ
Α : ΕΚΠΡΌΣΩΠΕ!
Εγώ : ΑΝΤΙΠΡΌΣΩΠΕ!
Α : ΣΕΞΙΣΤΉ!
Εγώ : ΕΊΣΑΙ ΜΙΑ ΛΕΕΕΕΕΕΕΡΑΑΑΑΑΑ
*παρακαλώ οποίος δεν κατάλαβε να ρίξει μια ματιά στο YouTube "Ανίτα : Η γυναίκα λέρα" *
ΝΤΙΙΙΙΙΙΝΝΝΝ ΝΝΝΤΤΤΟΟΟΟΟΟΝΝΝ
Εγώ+Α : ΑΝΟΊΓΩ! φωνάξαμε ταυτόχρονα και τρέξαμε μέχρι τη πόρτα
Εγώ : Φύγε! Φώναξα και έπιασα το χερούλι της πόρτας
Μπ : Ρε παιδιά λίγο ηρεμία!
Α : Εσύ φύγε! Είπε και έπιασε το χερούλι πάνω απ το δικό μου χέρι
Εγώ : Αα! Φώναξα και με μια κίνηση ανοίξαμε τη πόρτα
Εγώ+Α : ΓΕΙΆ ΣΟΥ ΠΑΠ- εε..?
Αυτό δε μου μοιάζει με παππούς...
Εγώ : Γειά σας..! Είπα ντροπιασμένη στην κυρία που στεκόταν μπροστά μας
? : Εε γειά σας! Είπε και μας σκάναρε από πάνω έως κάτω
Α : Τι θα θέλατε? Ρώτησε ευγενικά ο Αντρέας
? : Εε-εγώ..., τραύλισε
Έριξα μια πιο προσεκτική ματιά στη γυναίκα. Κάτι πάνω της έμοιαζε περίεργα οικείο. Τα μάτια της είχαν ένα περίεργο πράσινο - κίτρινο χρώμα, σαν τα δικά μου.
Μπ : Βάλτε τον παππού σας μέσα ρε π-
Σταμάτησε τη πρόταση του στη μέση όταν αντιλήφθηκε πως η κυρία στην πόρτα προφανώς και δεν ήταν ο παππούς.
? : Δημήτρη?
Μπ : Κάτια? Ρώτησε έκπληκτος
Το μυαλό μου πάγωσε εκείνη τη στιγμή. Κάπου το ήξερα αυτό το όνομα.
Το βλέμμα μου έπεσε ξανά πάνω στην γυναίκα, η οποία φαινόταν, το λιγότερο, απροετοίμαστη για αυτό που συνέβαινε.
Η σιωπή γινόταν όλο και πιο εκκωφαντική, καθώς προσπαθούσα να θυμηθώ που σκατά είχα ξανακούσει αυτό το όνομα.
Α : Μαμά..?
Τα λόγια του Αντρέα λειτούργησαν σχεδόν σαν ξυπνητήρι. Λες και τόση ώρα κοιμόμουν και ξαφνικά με επανέφερε στην πραγματικότητα.
Εγώ : Π-ποιά..?
Και τότε όλα τα κομμάτια του παζλ ενώθηκαν.
Μπ : Τι θες εσύ εδώ!? Ρώτησε άγρια
Ο Αντρέας έκανε δύο βήματα πίσω αφήνοντας τον μπαμπά να έρθει μπροστά της, όμως τα δικά μου πόδια φαίνεται να είχαν κολλήσει στο έδαφος.
Κ(άτια) : Είχαμε μια συμφωνία.., είπε χαμηλόφωνα
Κοίταξα μια τον μπαμπά μου και μια εκείνη.
Μπ : Η συμφωνία δεν έλεγε τίποτα που να εμπλέκει τα παιδιά μου σε όλο αυτό! Είπε λίγο πιο έντονα
Κ : Είναι και δικά μου παιδιά ξέρεις! Είπε πληγωμένη
Μπ : Μπα!? Είπε τσαντισμένος
Γύρισα το κεφάλι μου να κοιτάξω τον Αντρέα, που βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με εμένα.
Κ : Μ-μελινάκι..? Μεγάλωσες..
Το άκουσμα του ονόματος μου έμοιαζε τόσο ξένο βγαίνοντας από το στόμα της.
Κ : Μπορείς να με αφήσεις να περάσω για να μιλήσουμε σαν άνθρωποι..? Ρώτησε διστακτικά
Και τότε ένα κύμα οργής με διαπέρασε. Τόσο έντονο και μεγάλο που πρέπει να είχα γίνει κόκκινη.
Εγώ : Εγώ μπορώ να σε αφήσω να μπεις μέσα, εσύ μπορείς να φερθείς σαν άνθρωπος? Ρώτησα επιθετικά
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα.
Μπ : Μελίνα σε παρακαλώ ας μην ανεβάζουμε τους τόνους.., είπε ψύχραιμα
Γύρισα να κοιτάξω εξοργισμένη τον μπαμπά μου.
Εγώ : Εσύ το ήξερες αυτό? Ρώτησα πληγωμένη
Ο θυμός άρχισε σταδιακά να μετατρέπεται σε θλίψη.
Μπ : Όχι ακριβώς..., παραδέχτηκε και δάγκωσα δυνατά τη γλώσσα μου για να μην φωνάξω
Έγνεψα γρήγορα θετικά και έκανα κι εγώ δύο βήματα πίσω για να σταθώ δίπλα στον Αντρέα, ο οποίος δεν είχε βγάλει τσιμουδιά τόση ώρα.
Κ : Μόνο για 5 λεπτά.., παρακάλεσε και μας κοίταξε όλους έναν προς έναν
Τα μάτια μου άρχισαν να τσούζουν.
ΤΙ ΉΤΑΝ ΑΥΤΌ ΤΏΡΑ? ΜΕ ΠΟΙΟ ΔΙΚΑΊΩΜΑ ΘΑ ΜΠΕΙ ΣΠΊΤΙ ΜΑΣ? ΜΕ ΠΟΙΟ ΔΙΚΑΊΩΜΑ ΕΜΦΑΝΊΖΕΤΑΙ ΣΤΗ ΖΩΉ ΜΑΣ ΤΏΡΑ?
Α : Μπες, ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του Αντρέα
Χωρίς να χάσει χρόνο μπήκε αμέσως μέσα στο σπίτι και έκλεισε τη πόρτα πίσω της.
Κ : Ευχαριστώ αγάπη μου.., είπε και σχεδόν αηδίασα
Ο μπαμπάς πλέον δεν μίλαγε, απλά καθόταν με τη πλάτη στον τοίχο παίρνοντας βαθιές θυμωμένες ανάσες.
Εγώ : Απλά πες μας τι θέλεις, είπα απότομα
Το βλέμμα της σκοτείνιασε.
Έριξε μια ματιά στο σπίτι γύρω της και σχημάτισε ένα νοσταλγικό χαμόγελο.
Κ : Ήθελα να σας δω.., είπε απλά
Τα μάτια μου έτσουξαν ξανά.
Εγώ : Εμείς όχι.., αγρίεψα
Φοβόμουν πως αν δεν έλεγα κάτι θα με έπαιρναν τα κλάματα. Δεν ξέρω τι με ενοχλούσε περισσότερο, η οργή ή η στεναχώρια.?
Κ : Μελινάκι έχεις κάθε δίκαιο να θυμώνεις-.., είπε σιγανά
Εγώ : Μελίνα με λένε.
Κ : Ν-ναι αλλά εγώ έτσι σε έλεγα όταν ήσουν μικρή.., είπε ντροπαλά
Α : Ε λοιπόν δεν είναι πια 3 χρόνων όπως την παράτησες.., είπε τσαντισμένος ο Αντρέας πριν προλάβω εγώ να απαντήσω
Χαμήλωσε το κεφάλι της.
Κ : Ξέρετε μπορεί να έγιναν κάποια πράγματα αλλά είμαι ακόμα μητέρα σας..
Γούρλωσα τα μάτια μου.
Εγώ : Μητέρα!? Ω έχασες αυτό το δικαίωμα πριν από πολύ καιρό Κάτια..
Είδα τα μάτια της να τρεμοπαίζουν στο άκουσμα του ονόματος της. Νομίζω πως εκνευρίστηκε.
Και αυτό με ικανοποιούσε δε θα πω ψέματα.
Κ : Πάντα θα είμαι η μητέρα σας! Είπε προσβεβλημένη
Α : Αυτό ήρθαμε να συζητήσουμε τώρα!? Φώναξε ο Αντρέας
Η Κάτια φάνηκε να εκπλήσσεται. Αυτό το αθώο - μετανιωμένο βλέμμα σχεδόν χάθηκε. Γύρισε και κοίταξε τον μπαμπά.
Κ : Τέτοιους τρόπους μαθαίνεις στα παιδιά μας?
Και τότε ήταν που σχεδόν άκουσα το κλικ του διακόπτη της υπομονής μου.
Εγώ : Με ποιο δικαίωμα το ρώτας αυτό? Είπα επιθετικά
Γύρισε να με κοιτάξει.
Κ : Είμαι μητέρ-!
Εγώ : ΣΤΑΜΆΤΑ ΝΑ ΤΟ ΛΕΣ ΑΥΤΌ! σχεδόν ούρλιαξα
Τα μάτια της άνοιξαν ακόμα περισσότερο, ενώ τα δικά μου πλέον ανοιγόκλειναν σαν τρελά σε μια προσπάθεια να μην δακρύσουν.
Μπ : Μελίνα σε παρακαλώ πολύ ας χαμηλώσουμε τους τόνους.., με παρακάλεσε
Α : Όχι να μην τους χαμηλώσουμε! Έσκασε επιτέλους και ο Αντρέας
Μπ : Αντρέα ηρέμησε.., τον προειδοποίησε
Α : Να ηρεμήσω!? Εγώ θα έπρεπε να στο λέω αυτό! Αυτή σε παράτησε και εσένα και εμάς και έφυγε για έναν γαμημένο γκομενο! Οριόταν
Τα μάτια όλων γούρλωσαν, μαζί με τα δικά μου. Πρώτη φορά άκουγα τον αδελφό μου να βρίζει έτσι μπροστά μας.
Ένιωσα τα μάτια μου να υγραίνουν απότομα.
Κ : Το κ-καταλαβαίνω πως είσαι συγχισμενος αγάπη μου αλλά δώσε λίγο τόπο στην οργή.., τραύλισε, είναι Χριστούγεννα άλλωστε..
Τα χέρια μου έγιναν γροθιές. Μπαμ.
Εγώ : ΠΑΡΑΤΗΣΕΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΈΝΕΙΑ ΣΟΥ ΓΙΑ 15 ΧΡΙΣΤΟΎΓΕΝΝΑ ΠΌΣΟ ΜΆΛΛΟΝ ΓΙΑ 15 ΧΡΟΝΙΆ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΠΩΣ ΕΧΕΙΣ ΔΙΚΑΊΩΜΑ ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΕΊΣ "ΑΓΆΠΗ "ΣΟΥ?
Τα χάσε για λίγο.
Εγώ : ΕΧΕΙΣ ΙΔΈΑ ΠΩΣ ΕΊΝΑΙ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΜΗΤΈΡΑ? ουρλιαξα
Το πρόσωπο της πήρε φωτιά. Ένιωθα τη ντροπή της σχεδόν να περιφέρεται μέσα στο δωμάτιο και αυτό με έκανε να νιώσω μια τρελή ικανοποίηση εκείνη τη στιγμή. Έτσι συνέχισα.
Εγώ : ΕΧΕΙΣ ΙΔΈΑ ΠΟΣΑ ΠΡΆΓΜΑΤΑ ΑΝΑΓΚΆΣΤΗΚΑ ΝΑ ΜΆΘΩ ΜΌΝΗ ΜΟΥ ΕΠΕΙΔΉ ΔΕΝ ΕΊΧΑ ΚΑΝΈΝΑΝ ΝΑ ΡΩΤΉΣΩ? ΤΙ ΝΟΜΙΖΕΣ? ΠΩΣ ΌΛΑ ΉΤΑΝ ΩΡΑΊΑ ΚΑΙ ΡΌΔΙΝΑ? ΠΩΣ ΘΑ ΕΦΕΥΓΕΣ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΌΤΑΝ ΞΑΝΑΓΥΡΙΖΕΣ ΘΑ ΣΕ ΥΠΟΔΕΧΟΜΑΣΤΑΝ ΜΕ ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΑΓΚΑΛΕΣ?
Κ : Ο-όχι β-βεβ-
Εγώ : Ε ΤΌΤΕ ΣΤΑΜΆΤΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΈΚΠΛΗΚΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΛΗΓΩΜΈΝΗ!
Μπ : ΜΕΛΊΝΑ ΗΡΈΜΗΣΕ! μου φώναξε
Εγώ : ΟΧΙ! ΔΕΝ ΘΈΛΩ ΝΑ ΗΡΕΜΉΣΩ! Φώναξα και με κοίταξε έκπληκτος
Πιο έκπληκτος από ότι πριν.
Εγώ : ΒΑΡΈΘΗΚΑ ΝΑ ΕΊΜΑΙ ΕΓΏ Η ΉΡΕΜΗ ΕΔΏ ΜΈΣΑ! ΒΑΡΈΘΗΚΑ ΝΑ ΛΕΊΠΕΙΣ ΌΛΗ ΤΗΝ ΗΜΈΡΑ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΆ ΝΑ ΖΟΎΜΕ ΜΌΝΟΙ ΜΑΣ! ΒΑΡΈΘΗΚΑ ΝΑ ΈΡΧΕΣΑΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ - ΌΤΑΝ ΈΡΧΕΣΑΙ - ΜΈΣΑ ΣΤΑ ΝΕΎΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΜΟΥ ΤΗ ΛΕΣ ΓΙΑ ΚΆΘΕ ΜΙΚΡΉ ΒΛΑΚΕΙΑ! ΒΑΡΈΘΗΚΑ ΌΛΗ ΑΥΤΉ ΤΗ ΜΥΣΤΙΚΟΠΑΘΕΙΑ!
Πλέον τα δάκρυα έτρεχαν σαν ποτάμι.
Κανένας δε μιλούσε. Ε βέβαια πως να λέγανε τίποτα? Αφού είχα δίκιο.
Η ατμόσφαιρα πλέον είχε οξυνθεί πολύ. Κανένας δε τόλμαγε να κοιτάξει κάποιον άλλο.
Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Έπιασα το κινητό μου από το κομοδίνο και πήγα προς την έξοδο κοπανώντας τη πόρτα πίσω μου, αφού έφυγα.
Και τότε ένας λυγμός ξέφυγε από τα χείλη μου. Έβαλα τη παλάμη μου μπροστά από το στόμα μου ώστε να καλύψω τα αναφυλιτά μου, και άρχισα να περπατάω μέσα στο σκοτάδι μακρυά από το σπίτι.
Δεκάδες σκέψεις έτρεχαν στο μυαλό μου και έπειτα ξέφευγαν μέσα απ τα δάκρυα που κυλαγαν στα μάγουλα μου.
Είναι τόσο παράξενο, σχεδόν αστείο, το πως μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα από τη μια στιγμή στην άλλη.
Το πρωί μόνο που δεν πέταγα με όλα αυτά τα δώρα και την γιορτινή ατμόσφαιρα, και τώρα μου έρχεται να πέσω στη μέση του δρόμου να με πατήσει κάποιο αυτοκίνητο.
Πάνω που είχα ρίξει μια ματιά στο βραχιόλι μου, όταν το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει.
Αναπήδησα τρομαγμένη καθώς το σκοτάδι γύρω μου με έκανε νευρική.
Σκούπισα τα μάτια μου και έπιασα το κινητό μου από τη τσέπη μου.
"Μαξ"
Ένα ακόμα αναφυλιτό ήρθε στην επιφάνεια.
Απέρριψα την κλήση. Δεν ήθελα να με ακούσει έτσι.
Έβαλα το κινητό μου στο αθόρυβο και συνέχισα να περπατάω, χωρίς να ξέρω που ακριβώς κατευθύνομαι.
Δε μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Όλη η πίεση, όλο το στρες των τελευταίων εβδομάδων έβγαινε τώρα μέσα από το κλάμα.
Το μόνο που ήθελα ήταν να το βγάλω από μέσα μου. Ήθελα απλά να ουρλιάξω. Να βγάλω μια κραυγή που θα ακουστεί μέχρι 10 τετράγωνα μακριά. Ήθελα απλά να βγάλω όλα τα νεύρα, όλη τη θλίψη και όλα τα συναισθήματα από μέσα μου.
Δεν ήξερα τι με ενόχλησε πιο πολύ. Το γεγονός πως επέστρεψε τόσο ξαφνικά? Το γεγονός πως ο μπαμπάς μου το ήξερε και με κράτησε στην απέξω σε κάτι τόσο σημαντικό? Ή το γεγονός πως η ξαφνική της επίσκεψη με έκανε να σκεφτώ ξανά μετά από πολύ καιρό?
Με έκανε να σκεφτώ τι έχασε όσο έλειπε. Τι πέρασα επειδή δεν είχα κάποιον να μου σκουπίσει τα δάκρυα όταν ερχόμουν κλαμένη από το σχολείο. Τι έπρεπε να υπομείνω 3 γαμημένα χρόνια στο γυμνάσιο όσο εκείνη έπινε τον καφέ της σε καμία βίλα.
Μπορεί αν ήταν εδώ εκείνα τα χρόνια να μην είχαμε καταλήξει στα δικαστήρια και σε όλες αυτές τις μαλακίες που έπρεπε να αφιερώσω καλοκαίρια από τη ζωή μου να ξεπεράσω.
Και τότε ξαφνικά, μέσα στο σκοτάδι και στην αποπνικτική ησυχία της νύχτας, ένιωσα ένα χέρι να τραβάει άγρια το μπράτσο μου.
Γύρισα το σώμα μου προς τα πίσω έτοιμη να ουρλιάξω αλλά η δυνατή φωνή του δε με άφησε.
Μ : ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΓΑΜΗΜΈΝΟ ΛΌΓΟ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΑΣ ΣΤΙΣ ΚΛΗΣΕΙΣ ΜΟΥ!? φώναξε εξοργισμένος
Η φωνή του ήταν τόσο άγρια και θυμωμένη που ένιωσα την ανάγκη να κλάψω ακόμα περισσότερο. Λες και ενεργοποίησε κατά λάθος κάποια λειτουργία μου.
Μ : ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΠΟΥΣΤΗ ΛΌΓΟ ΕΊΣΑΙ ΈΞΩ ΤΈΤΟΙΑ ΏΡΑ ΜΌΝΗ ΣΟΥ?
Προσπάθησα απεγνωσμένα να σταματήσω τα δάκρυα μου πριν γυρίσω να τον κοιτάξω, αλλά δε μπόρεσα να κρατήσω πίσω το αναφυλιτό μου.
Η λαβή του χαλάρωσε.
Μ : Μελ...? Ρώτησε με τη φωνή του να μαλακώνει απότομα καθώς πρόφερε το όνομα μου
Σκούπισα τα δάκρυα από το μάγουλο μου, σε μια προσπάθεια να καλύψω λίγο το κλάμα, αλλά συνέχεια έβγαιναν καινούρια.
Μ : Μελ κοίταξε με.., είπε σχεδόν απειλητικά
Σήκωσε με τα δάχτυλα του το πιγούνι μου αναγκάζοντας με να τον κοιτάξω στα μάτια.
Οι γωνίες του προσώπου του σκλήρηναν απότομα.
Δε μπόρεσα να κρατήσω πίσω το επόμενο αναφυλιτό, και το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι δύο χέρια να τυλίγονται γύρω μου.
Τινάχτηκα απότομα.
Εγώ : Κ-καλά ειμ-μαι.., τραύλισα γρήγορα και σκουπισα για άλλη μια φορά τα μάγουλα μου μάταια
Μ : Μελ άσε τις μαλακίες και έλα εδώ να μιλήσουμε σοβαρά.., είπε και με πλησίασε
Δε μπόρεσα να του ξεφύγω αυτή τη φορά.
Τα δάκρυα συνέχιζαν να τρέχουν ενώ εγώ ακόμα προσπαθούσα απελπισμένα να αποτρέψω τους λυγμούς μου.
Προσπάθησα να μιλήσω αλλά καλά καλά δε μπορούσα να πάρω ανάσα. Ένιωσα το σώμα μου να τρέμει.
Μ : Έι έι ηρέμησε..., ψυθίρησε σιγανά
Ένιωσα το χέρι του να πιάνει τη μέση μου και να με τραβάει κοντά του. Με το άλλο του χέρι έπιασε απαλά το κεφάλι μου και ένωσε με μια κίνηση τα μέτωπα μας.
Τον ένιωσα να καμπουριάζει, λόγω της διαφοράς ύψους, αλλά δεν είπε τίποτα.
Άρχισε να χαϊδεύει με τα δάκτυλα του τα μαλλιά μου και ταυτόχρονα τη πλάτη μου με αργές σταθερές κινήσεις.
Εγώ είχα κλείσει σφικτά τα μάτια μου σε μια ακόμη προσπάθεια να σταματήσω επιτέλους το κλάμα.
Μ : Μελ κοίταξε με.., είπε απαλά
Σιγά σιγά άνοιξα τα μάτια μου και το βλέμμα μου έπεσε πάνω στη μπλούζα του.
Μ : Λίγο πιο πάνω μαϊμουδάκι...
Σήκωσα τα μάτια μου και το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν τα δικά του. Γαμώτο πόσο όμορφα φαίνονταν ακόμα και τώρα μέσα από τα δάκρυα.
Με τα δάκτυλα του συνέχισε να χαϊδεύει το κρανίο μου και αυτό με ηρεμούσε αρκετά.
Μ : Πες μου τώρα, τι έπαθες..?
Εκείνη τη στιγμή ήμουν τόσο συναισθηματικά φορτισμένη που δε σκέφτηκα καν τι θα έλεγα. Απλά το είπα.
Εγώ : Είναι.. Είναι τόσα πολλά! τραύλισα, με την οικογένεια μου, με τους φίλους μου, με τη ζωή μου, με τον μπαμπά μου.. Όλα πάνε σκατά!
Το βλέμμα του φάνηκε μπερδεμένο.
Εγώ : Και εκεί που νομίζεις πως κάποια πράγματα ξαναγυρίζουν όπως ήταν και χαίρεσαι, ξαφνικά έρχεται κάτι και τα διαλύει όλα.. Και νομίζω πως μέσα μου το ήξερα πως κάτι θα πήγαινε στραβά γ-γιατί... Όλα ξεκίνησαν από χθες το βράδυ όταν ήρθε πίσω ο μπαμπάς μου και σαν να μη του έφτανε όλος ο χαμός στο κέντρο έπρεπε να τον φέρει και στον σπίτι και για ακόμη μια φορά τσακωθήκαμε! Αλλά δεν -
Μ : Χαμός στο κέντρο? Ρώτησε παραξενεμένος
Και τότε σταμάτησα απότομα.
Σκατά.
Σκατά.
Σκατά.
Είχε σταματήσει πλέον να με χαϊδεύει.
Έκλεισα τα μάτια μου σφικτά ενώ από μέσα μου έριχνα χριστοπαναγίες.
Δε μίλησα καν.
Σιγά σιγά απομάκρυνε τα μέτωπα μας ώσπου φτάσαμε σε σημείο να μην ακουμπάμε ο ένας τον άλλον.
Μ : Τι δουλειά είχε στο κέντρο τέτοια ώρα? Ρώτησε ακόμα πιο μπερδεμένος
Εγώ : Εγ-γώ..., τραύλισα
Το βλέμμα του έγινε απότομα πιο άγριο. Σχεδόν γυάλισε.
Μ : Μελ, είπε πιο έντονα
Εγώ : Είχ-χε δουλειά.., ψιθύρισα
Κούνησε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά καθώς προσπαθούσε να συνδέσει όλα τα κομμάτια μαζί.
Μ : Τι δουλειά είχε στο κέντρο της Αθήνας βραδιάτικα ακριβώς την ώρα που γινόταν η ληστεία?
Ένιωθα το βλέμμα του να με τρυπάει αλλά προσπαθούσα να μην τον κοιτάω στα μάτια.
Μ : Μελ τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου?
Τα δευτερόλεπτα πέρναγαν και όσο εξακολουθούσα να μην δίνω απάντηση τόσο πιο ανυπόμονος γινόταν.
Και τότε έγινε το μεγάλο μπαμ.
Μ : ΌΧΙ ΡΕ ΠΟΎΣΤΗ! ΌΧΙ ΓΑΜΩ ΤΗ ΠΟΥΤΆΝΑ ΜΟΥ! Φώναξε και σχεδόν τρόμαξα από τον τόνο της φωνής του
Εγώ : Τ-τι έπαθες..? Έκανα την πιο ηλίθια ερώτηση στην ιστορία των ηλίθιων ερωτήσεων
Μ : Ο πατέρας σου είναι ακόμα ένας καριόλης που γαμάει στο ξύλο την ομάδα μου και ρωτάς τι έπαθα γαμω!?
Τα λόγια του με άφησαν άφωνη. Ήξερα πολύ καλά την άποψη του για τους αστυνομικούς αλλά πρώτη φορά τον άκουγα να μιλάει με τόσο μίσος για κάποιον από αυτούς.
Γιατί σε αυτή τη περίπτωση ήταν ο μπαμπάς μου.
Εγώ : Μην ξαναμιλήσεις έτσι για αυτόν.., είπα κάπως νευριασμένα
Το βλέμμα του άστραψε.
Μ : Τι? Ρώτησε εξαγριωμένος
Εγώ : ΕΊΠΑ να μην ξαναμιλήσεις έτσι για αυτόν! Επανέλαβα
Όλα τα νεύρα ξαναήρθαν στην επιφάνεια.
Με κοίταξε λες και ήμουν εξωγήινος.
Μ : Τον υπερασπίζεσαι? ρώτησε, άρα συμφωνείς μαζί του!
Πρώτη φορά τον έβλεπα τόσο έξαλλο. Τον είχα ξαναδεί θυμωμένο αλλά ποτέ τόσο.
Εγώ : Δεν ειπ-
Μ : Συμφωνείς πως είμαστε κωλόπαιδα και ανίθηκοι έτσι?!
Εγώ : Εγ-γώ δ-
Μ : ΤΟ ΉΞΕΡΑ! ΈΛΑ ΠΑΡΑΔΈΞΟΥ ΤΟ! ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΆΚΙ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΆ ΠΟΥ ΔΕΝ ΈΧΕΙ ΣΤΕΡΗΘΕΊ ΠΌΤΕ ΤΊΠΟΤΑ ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΜΦΩΝΕΊ ΜΕ ΈΝΑ ΚΩΛΌΠΑΙΔΟ ΣΑΝ ΚΑΙ ΕΜΈΝΑ Ε? ΤΟ ΉΞΕΡΑ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΊΣΑΙ ΤΊΠΟΤΑ ΆΛΛΟ ΠΈΡΑ ΑΠΌ ΈΝΑ ΑΚΌΜΑ ΠΟΥΤΑΝΑΚΙ ΠΟΥ ΑΠΛΆ ΉΘΕΛΕ ΝΑ ΠΕΡΆΣΕΙ ΤΗΝ ΏΡΑ ΤΗΣ !
Άουτς.
Δεν περίμενα ποτέ να με αποκαλέσει κάποιος έτσι. Δεν είχα δώσει ποτέ αφορμή σε κανέναν. Πόσο μάλλον στον Μαξ.
Μ : ΣΤΑΜΆΤΑ ΝΑ ΚΛΑΙΣ ΓΑΜΩ! Ούρλιαξε και πριν το συνειδητοποιήσω τα μάγουλα μου είχαν γεμίσει δάκρυα ξανά
Έκανα δύο βήματα πίσω.
Μ : ΝΑΙ ΦΎΓΕ ΤΏΡΑ! ΤΡΈΞΕ ΣΤΗ ΜΑΝΟΎΛΑ ΣΟΥ ΝΑ ΤΗΣ ΠΕΙΣ-!
Η πρόταση του σταμάτησε στη μέση αφού το χαστούκι που του έριξα δεν του άφησε και πολλά περιθώρια.
Τα μάτια του γυάλισαν.
Ήρθε σχεδόν πάνω μου και έπιασε άγρια το χέρι με το οποίο τον είχα χαστουκίσει.
Μ : ΕΜΈΝΑ ΔΕ ΘΑ ΜΕ ΞΑΝΑΧΤΥΠΉΣΕΙΣ! ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ!?
Είχα μείνει κόκκαλο. Αυτός δεν ήταν σίγουρα ο Μαξ. Γιατί ο Μαξ όσο επιθετικός και άγριος ακουγόταν ποτέ δε θα μου έλεγε κάτι τέτοιο. Πότε δε θα με αποκαλούσε όπως με αποκάλεσε και πότε δε θα μου φώναζε όπως μου φώναζε τώρα.
Ίσως τελικά ο μπαμπάς μου να είχε δίκιο για αυτούς.
Εγώ : Μ-μην ανησυχείς.. Ούτε ν-να με ξαναδείς π-πρόκειται.., είπα και τράβηξα το χέρι μου απ το δικό του
Το βλέμμα του μαλάκωσε κάπως αλλά δεν κουνήθηκε.
Απέστρεψα το βλέμμα μου αλλού και άρχισα να περπατάω προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Τα δάκρυα είχαν επιστρέψει και πάλι και αυτή τη φορά δεν έλεγαν να φύγουν.
Και κάπου στη μέση της διαδρομής μου ακούστηκε ο δυνατός ήχος ενός κάδου να πέφτει.
......................................................................
Hi bbys 💎
ΝΑΙ το ξέρω άργησα αλλά δε φταίω εγώ πολλά μαθήματα, πολλές προπονήσεις, πολλοί αγώνες, πολύ λόουερ και λίγος ύπνος.
Το κεφάλαιο είναι τέρμα λέιμ και ιου αλλά έπρεπε να το τελειώσω για εσάς τους 3 που ακόμα διαβάζεται :)
Το παρτ είναι αφιερωμένο στην :
Που μου υπενθύμιζαν καθημερινά τις συνέπειες που θα υπήρχαν αν δεν ανέβαζα 😀
Σόρυ το κεφάλαιο είναι ΌΤΙ ΝΑ ΝΑΙ αλλά αυτό έχουμε για την ώρα.
Πείτε μου τα νέα σας / το πόνο σας :
Έρχονται τα Χριστούγεννα guyssss 🌲 ☃️
Εσείς στολισατε?
Εγώ όχι.. 😞 *η μάνα μου φταίει*
Αυτά από εμένα
#teamax outtt
Bb bbys 💎
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top