All Or Nothing ||75||

Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω τι σκεφτόταν. Ίσως εκείνη την στιγμή να μην μου απάνταγε κι όλας. Αλλά δεν είχε και πολύ σημασία. Γιατί μισό δευτερόλεπτο μετά, το κτήριο άρχισε να καταρρέει.
..................................................................................

Mel's pov

Όταν ήμουν μικρή, είχα μια έντονη φοβία για τον θάνατο. Δεν τον καταλάβαινα. Ακόμη δε τον καταλαβαίνω, αν θέλω να είμαι ειλικρινής. Η ιδέα του να μην έχεις κάποιον πλέον κοντά σου δεν καθόταν καλά με εμένα. Πως μπορεί τη μια στιγμή να τον έχεις δίπλα σου και την άλλη να μην τον έχεις καθόλου? Πως μπορεί τη μια στιγμή να υπάρχει και την άλλη όχι? Και από τη στιγμή που δεν βρίσκεται πλέον μαζί σου, τότε που είναι?

Θεωρίες και θεωρίες, συνωμοσίες, κηρύγματα της εκκλησίας, ισχυρισμοί της επιστήμης, άπειρες εκδοχές του ίδιου πράγματος. Το τι επιλέξει να πιστεύει ο καθένας είναι δική του υπόθεση. Η αλήθεια ωστόσο είναι μια : δε θα μάθουμε ποτέ.

Και έπειτα τι?

Είτε παράδεισος είτε κόλαση, είτε σκορπισμένη στα άστρα είτε αναγεννημένη στην ίδια Γη, η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Έχει φύγει.

Φίλος, γνωστός, συγγενείς, εραστής, καλός, κακός, νέος, μεγάλος, ο θάνατος δεν κάνει διακρίσεις και αυτό δημιουργεί τρόμο.

Τι θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά? Τι θα άλλαζα αν ήξερα το αποτέλεσμα?

Η αλήθεια είναι πως τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για τον θάνατο. Η έκπληξη είναι αυτό που σε χτυπάει πιο δυνατά από όλα. Σαν ένα χαστούκι από την ίδια την ζωή, η οποία σε τιμωρεί επειδή δεν ήσουν προετοιμασμένη. Ένας τρόπος να σε επιπλήξει επειδή πήγες για ύπνο χωρίς να στείλεις "Καληνύχτα", επειδή βιαζόσουν να φύγεις και δεν ανταπέδωσες όπως θα έπρεπε στην αγκαλιά, επειδή ήθελες να πεις "σε αγαπώ" αλλά δείλιασες τελευταία στιγμή, επειδή είχες δεδομένο το γεγονός πως θα τους δεις αύριο, ή μεθαύριο, επειδή είχες την ψευδαίσθηση ότι οι δυστυχίες δεν σε άγγιζαν.

Παρακολούθησα με προσοχή τα τέσσερα παιδιά, καθώς επέστρεφαν πίσω στο εκκλησάκι.

Με τα δάκτυλα μου, προσπάθησα να σκουπίσω τα δάκρυα που μούσκευαν τα μάγουλα μου. Ένιωθα τα μάτια μου ακόμη πρησμένα από το κλάμα της χθεσινής νύχτας. Νόμιζα θα είχαν στερέψει μέχρι τώρα, αλλά από ότι φαίνεται με περίμενε ακόμα ένας χείμαρρος έτοιμος να ξεχυθεί.

Σταμάτησα να προσπαθώ μετά από λίγο, αφήνοντας δύο ακόμη δάκρυα να κυλίσουν αργά πάνω στο αναψοκοκκινισμένο μου δέρμα.

Γύρισα ελαφρώς το κεφάλι μου στο πλάι, τόσο ώστε να κλέψω μια ματιά στην Άννα, η οποία είχε μείνει ανήσυχα αθόρυβη καθολη την διάρκεια της κηδείας.

Ήταν ακόμη στην ίδια θέση από τότε που φτάσαμε. Με βλέμμα κενό και πρόσωπο ταλαιπωρημένο. Είχε προσηλωμένα τα μάτια της μπροστά παρακολουθώντας με προσοχή καθώς μετέφεραν το φέρετρο μέσα στο εκκλησάκι.

Η καρδιά μου σφίχτηκε.

Έκανα ένα βήμα πίσω αφήνοντας χώρο για τα αγόρια να περάσουν μπροστά μας. Την κράτησα σφικτά από το μπράτσο της και την τράβηξα απαλά κι εκείνη προς τα πίσω.

Η πρώτη που πέρασε μέσα στο δωματιάκι ήταν η μητέρα του.

Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να αφουγκραστώ τους ήχους γύρω μου πίσω από τα αναφυλιτά της. Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε με μανία καθώς πάσχιζα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου.

Όλα είναι καλά, προσπάθησα να υπενθυμίσω στον εαυτό μου. Λίγο ακόμα και τελειώσαμε.

? : ΤΟ ΠΑΙΔΊ ΜΟΥ..., την άκουσα να σπαράζει

Ένιωσα τα μάτια μου να τσούζουν και αμέσως γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη.

? : Πρέπει να φύγουμε αγάπη μου, περιμένουν κι άλλο-

? : ΔΕΝ ΠΆΩ ΠΟΥΘΕΝΆ! ΘΆΨΤΕ ΜΕ ΚΙ ΕΜΈΝΑ ΕΔΏ ΜΑΖΊ ΜΕ ΤΟ ΠΑΙΔΊ ΜΟΥ! φώναζε και χτυπιόταν κάνοντας με να λυγίσω περισσότερο

Στήριξα το κεφάλι μου στο στήθος του και άρχισα να κλαίω και πάλι βουβά, καταπνίγοντας τους ήχους μου πάνω του.

? : ΆΣΕ ΜΕ! ΆΣΕ ΜΕ ΕΔΏ ΜΑΖΊ ΤΟΥ! ΔΕ ΘΈΛΩ ΝΑ ΦΎΓΩ! Δεν θέλω να φύγω Θωμά.. Σε παρακαλώ...

Τον ένιωσα να απλώνει το χέρι του και στη συνέχεια να τραβάει και την Άννα δίπλα μου.

? : ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΏ ΘΩΜΆ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΏ! ούρλιαξε μια τελευταία φορά

Ανασήκωσα το κεφάλι μου ελάχιστα, βλέποντας την να προχωράει με τα χίλια ζόρια μέχρι το αυτοκίνητο τους.

Πόσο σκληρό πρέπει να είναι για μια μάνα να χάνει το παιδί της? Πόσο αισχρό.. Πόσο ενάντια στην φύση.

Ένιωσα την Άννα να ξεγλιστράει από δίπλα μου και να κατευθύνεται προς τον φέρετρο. Σχεδόν όλος ο κόσμος είχε φύγει πλέον.

Άρχισα να νιώθω μια έντονη δυσφορία στο στομάχι μου. Τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας έπαιζαν ασταμάτητα στο κεφάλι μου.

{...}

Πριν 2 μέρες

Άγγιξα σοκαρισμένη το μάγουλο μου. Η σάρκα μου έκαιγε κάτω από τα παγωμένα μου δάκτυλα. Έκανε κίνηση να έρθει προς το μέρος μου μα πισωπάτησα γρήγορα. Ύψωσα τα χέρια μου στον αέρα μπροστά μου, προειδοποιώντας τον να μην πλησιάσει άλλο.

Εγώ : ΦΎΓΕ ΜΑΚΡΙΆ ΜΟΥ! του φώναξα

Το βλέμμα του σκλήρυνε απότομα.

? : Μη το κάνεις πιο δύσκολο από όσο πρέπει να είναι! μου φώναξε πίσω

Με έπιασε από το μπράτσο και με έφερε πάνω του. Με το χέρι του άρχισε να πασπατεύτει το σώμα μου, χώνοντας τα χέρια του στις τσέπες μου σαν να έψαχνε κάτι.

Κουνιόμουν συνεχώς και έφερνα όση μεγαλύτερη αντίσταση μου επιτρεπόταν. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα όταν έβαλε το χέρι του στην πίσω τσέπη του τζιν μου και έσφιξε επί τη ευκαιρία τον κωλο μου.

Τοποθέτησα τις παλάμες μου στο στήθος του και με όλη μου την δύναμη τον εσπρωξα προς τα πίσω.

Μ : ΓΙΑΤΊ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΌ? σχεδόν ούρλιαξα

? : ΤΟ ΑΓΌΡΙ ΣΟΥ ΔΕ ΜΟΥ ΆΦΗΣΕ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΜΙΚΡΉ ΚΑΡΙΌΛ-

Δεν τον άφησα να ολοκληρώσει αφού σήκωσα, χωρίς να το περιμένει, το χέρι μου και τον χτύπησα με δύναμη στο πρόσωπο.

Τα μάτια του γυάλισαν.

Προσπάθησα να γυρίσω το σώμα μου από την άλλη και να φύγω, μα πριν προλάβω να κάνω ένα βήμα, με άρπαξε από τα μαλλιά και με τράβηξε ξανά προς τα πίσω. Έβγαλα μια κραυγή πόνου όταν ένιωσα το τσούξιμο στο πίσω μέρος του κρανίου μου. Έσπρωξε το κεφάλι μου μπροστά αναγκάζοντας με να πέσω στα έδαφος.

Τον παρακολούθησα με τρόμο καθώς γονάτιζε δίπλα μου, έχοντας ακόμα τα μαλλιά μου στην χούφτα του. Άπλωσε το ελεύθερο του χέρι και άρπαξε το κινητό μου, το οποίο είχε πέσει κάτω στο πεζοδρόμιο.

Ν : Θα μπορούσαμε να είχαμε περάσει πολύ καλά μωρό μου..., είπε και έσκυψε από πάνω μου

Με έπιασε γερά από το σαγόνι και κράτησε το πρόσωπο μου στη θέση του, όσο με φίλαγε.

Χτυπιόμουν, κουνιώμουν πέρα δώθε, έκλαιγα, πρακτικά μούγκριζα σε αυτό το σημείο προσπαθώντας να ξεφύγω από το κράτημα του.

Οταν επιτέλους απομακρύνθηκε από το πρόσωπο μου, είχε χαραγμένο ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. Μάζεψα ό,τι κουράγιο μου είχε απομείνει και αναζήτησα ξανά το πρόσωπο του. Όταν βρισκόμασταν ξανά αρκετά κοντά, τον έφτυσα κατάμουτρα.

Έκλεισε τα μάτια του έκπληκτος και βρήκα την ευκαιρία που έψαχνα τόση ώρα. Με μια απότομη κίνηση ελευθερώθηκα από τα χέρια του και σχεδόν μπουσούλησα μπροστά. Σήκωσα το πόδι μου στον αέρα και τον κλώτσησα στο πρόσωπο.

Χάρηκα τόσο που αποφάσισα να βάλω τις αρβύλες μου σήμερα.

Έβγαλε μια κραυγή πόνου και στη συνέχεια διπλώθηκε στα δύο, βάζοντας το πρόσωπο του μέσα στις παλάμες του.

Σηκώθηκα όρθια τόσο γρήγορα που κόντεψα να σκοντάψω πάλι. Άρπαξα το μαχαιράκι από δίπλα μου και κοντοστάθηκα για μια σύντομη στιγμή πριν αποφασίσω πως το κινητό δεν άξιζε σε καμία περίπτωση την ζωή μου.

Αφήνοντας τον ξαπλωμένο στην μέση του δρόμου, άρχισα να τρέχω γρήγορα. Δεν κοίταξα ούτε μια φορά πίσω μου. Αντιθέτως, κάθε φορά που το σκεφτόμουν, κατέληγα να τρέχω πιο γρήγορα από πριν. Αγνόησα όλα τα περίεργα βλέμματα των περαστικών, καθώς περνούσα τρέχοντας από δίπλα τους και συνέχισα να κατευθύνομαι προς το σπίτι μου.

Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά που οδηγούσαν στο κατώφλι και ξεκλείδωσα την εξώπορτα με σχεδόν τρεμάμενα χέρια.

Πέρασα μέσα στο σπίτι και χωρίς να διστάσω διπλοκλείδωσα την πόρτα.

Εγω : ΑΝΤΡΈΑ?

Ξεκίνησα να φωνάζω ώστε να σιγουρευτώ πως βρισκόμουν μόνη.

Δεν ήμουν σίγουρη αν ήταν η ανακούφιση ή ο φόβος της απόλυτης ησυχίας, που γαργάλησε χαμηλά το στομάχι μου. Πάντως ό,τι κι αν ήταν, κατάφερε γρήγορα να μου κόψει τα γόνατα.

Ερχόμενη στις αισθήσεις μου ξανά, πήρα με βιασύνη τα πόδια μου και έτρεξα προς το σαλόνι. Παράθυρο προς παράθυρο και μπαλκονόπορτα προς μπαλκονόπορτα, ασφάλισα κάθε πιθανή είσοδο που υπήρχε στον κάτω όροφο. Έπειτα, ανέβηκα σχεδόν με τρία μεγάλα σάλτα όλες τις σκάλες και φρόντισα να κλειδώσω κάθε παράθυρο που ήταν ανοιχτό ή απλά προσβάσιμο.

Σταμάτησα να τρέχω μόνο μόλις βεβαιώθηκα πως είχα ασφαλίσει τα πάντα μέσα στο σπίτι. Παρέμεινα όρθια για λίγο στην μέση του διαδρόμου, προσπαθώντας να ηρεμήσω τον εαυτό μου. Η δυσφορία που ένιωθα στο στομάχι μου όλο και μεγάλωνε. Κράτησα σφικτά τον κορμό μου με τα δυό μου χέρια, σαν να προσπαθούσα να αποτρέψω τον εαυτό μου από το να κάνει εμετό. Με το οπτικό μου πεδίο να περιορίζεται κάθε δευτερόλεπτο, προσπάθησα μάταια να αναζητήσω την πόρτα του μπάνιου. Ωστόσο, η προσπάθεια μου απέβει άκαρπη, αφού τα μάτια μου αρνούνταν να εστιάσουν στον χώρο γύρω μου.

Χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα για να το αποτρέψω, άφησα το σώμα μου να πέσει μπροστά. Τα πρώτα που άγγιξαν την χνουδωτή μοκέτα, ήταν τα γόνατα μου. Έπειτα ο ωμός μου. Και τελευταίο το κεφάλι μου. Όλα με έναν γδουπο τόσο δυνατό, που αν είχα ακόμη τις αισθήσεις μου δεν υπήρχε αμφιβολία ότι θα με τρόμαζε.

{...}

Άνοιξα διστακτικά τα μάτια μου, νιώθοντας τα βλέφαρα μου ακόμη βαριά. Τα δάκτυλα μου χάιδεψαν το μάλλινο ύφασμα της μοκέτας που βρισκόταν από κάτω μου και η χαρακτική της μυρωδιά γέμισε τα ρουθούνια μου.

Γιατί είμαι στο πάτωμα?

Με μεγάλη προσοχή, στηρίχθηκα στους αγκώνες μου και ανασηκώθηκα ελάχιστα από το πάτωμα. Ανοιγοκλεισα τα μάτια μου κάμποσες φορές προσπαθώντας να προσαρμοστώ στο σκοτάδι γύρω μου. Μου πήρε λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω πως ο λόγος που δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα, ήταν επειδή είχε βραδιάσει.

Σιγά σιγά τα κενά μνήμης μου άρχισαν να επιστρέφουν.

Μαξ

Θεέ μου ο Μαξ...

Σηκώθηκα όσο πιο προσεκτικά μπορούσα από το πάτωμα και στάθηκα με δυσκολία στα πόδια μου. Το κεφάλι μου πόναγε έντονα από την πρόσκρουση μου στο δάπεδο, καθώς και από τα χτυπήματα που είχα ήδη δεχτεί το μεσημέρι.

Στηριζόμενη στην ξύλινη κουπαστή, κατέβηκα όσο πιο γρήγορα γινόταν τις σκάλες και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Πιάστηκα από τον πάγκο και στάθηκα εκεί για λίγο, προσπαθώντας να σκεφτώ.

Έψαξα με τα χέρια μου τις τσέπες, προσπαθώντας να πιάσω το κινητό μου.

Σκά - τα.

Σιγοέβρισα.

Το στομάχι μου γουργούρισε από την πείνα μα προσπάθησα να το αγνοήσω.

Πρέπει να βρω τον Μαξ.

Άρπαξα ένα μπλοκάκι και ένα στυλό, από αυτά που μονίμως κρατάμε στο πάσο της κουζίνας για να κάνουμε τις λίστες του σούπερ μάρκετ.

"Έχασα το κινητό μου κάπου στο σπίτι.. Είμαι στην Άννα! Αν θέλετε κάτι πάρτε με τηλέφωνο από εκείνη <3"

Τώρα ας ελπίσουμε ότι είναι αρκετά έξυπνη ώστε να με καλύψει...

Αφού ήπια ένα γεμάτο ποτήρι νερό, ξεκλείδωσα την εξώπορτα και, βεβαιώμενη πως δεν με περίμενε κανένα άλλο μέλος συμμορίας απέξω, άρχισα να κατευθύνομαι προς την αποθήκη. Τοποθέτησα τα κλειδιά μου ανάμεσα από τα δάκτυλα μου και σχημάτισα μια γροθιά με το χέρι μου.

Προσπάθησα να δείχνω όσο πιο ψύχραιμη μπορούσα στον δρόμο, ώστε να μην τρομάξω για δεύτερη φορά σήμερα τους περαστικούς. Για καλή μου τύχη φαίνεται να υπήρχε πολύς κόσμος έξω.

Λίγα λεπτά μετά όταν έφτασα επιτέλους στην αποθήκη, άρχισα να χτυπάω την πόρτα με το γνωστό πλέον σύνθημα. Άφησα να περάσουν κάποια δευτερόλεπτα, προτού αρχίσω να χτυπάω ξανά. Καμία απάντηση. Γύρισα απότομα προς τα πίσω για να βεβαιωθώ πως δεν με παρακολουθούσε κανένας. Έκανα άλλη μια μάταιη προσπάθεια, αυτή τη φορά κοπανώντας με περισσότερο δύναμη την πόρτα.

Άφησα το χέρι μου να πέσει άτονα δίπλα στο πλευρό μου. Η καρδιά μου είχε αρχίσει να χτυπάει πολύ δυνατά. Πήρα μια βαθιά ανάσα και στράφηκα ξανά προς τον δρόμο.

Δεν ήταν πολύ του στυλ μου να παραμένω ψύχραιμη. Αλλά αν μου έχει διδάξει πράγματι κάτι ο Μαξ τους τελευταίους μήνες είναι πως, όταν τα πράγματα πάνε σκατά το "δε γαμιέται" ίσως είναι η καλύτερη επιλογή που μπορείς να κάνεις.

Και έτσι όπως έβλεπα τα πράγματα εκείνη τη στιγμή οι επιλογές μου ήταν περιορισμένες.

Α. Να επικοινωνήσω με τον μπαμπά μου, να τα ξεράσω όλα στην αστυνομία και να διακινδυνεύσω να στείλω το αγόρι μου στην φυλακή, σώο και αβλαβή.

Β. Να κοιτάξω το δικό μου συμφέρον και να γυρίσω και πάλι πίσω στο σπίτι μου, μένοντας ασφαλής και με την ελπίδα πως ο Μαξ είναι καλα.

Γ. Να πάρω το πρώτο μετρό που έρχεται και να προσπαθήσω να τον βρω στο κέντρο μιας πόλης με εκατό χιλιάδες άτομα, ρισκάροντας για δεύτερη φορά τη σωματική μου ακεραιότητα.

Ποτέ δεν ήμουν καλή στα πολλαπλής επιλογής όπως και να έχει.

Άρχισα να κατευθύνομαι βιαστικά στο κοντινότερο μετρό της περιοχής. Δεν μπήκα στον κόπο να βγάλω εισιτήριο, απλά κατέβηκα γοργά τα σκαλιά, ώστε να βρεθώ στην πλησιέστερη αποβάθρα.

Το μετρό δεν άργησε να έρθει.

Μπήκα μέσα στο βαγόνι και για καλή μου τύχη εντόπισα μια ελεύθερη θέση στο βάθος. Έσπευσα να καθίσω κάτω, προσπαθώντας να δώσω στον εαυτό μου λίγα λεπτά ηρεμίας πριν αρχίσω να τρέχω πάλι χωρίς προορισμό.

Έριξα το πρόσωπο μου μέσα στις παλάμες μου και προσπάθησα να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά, αλλά αυτό ήταν σχεδόν αδύνατο.

Χαιδεψα απαλά με τα δάκτυλα μου το μάγουλο μου και ένιωσα έναν οξύ πόνο. Άφησα μια τρεμάμενη ανάσα να γλιστρίσει ανάμεσα από τα χείλη μου και έπειτα τα μάτια μου έκλεισαν για λίγο.

Το μυαλό μου έκανε σβούρες, οι σκέψεις μου ήταν τυλιγμένες σε ένα άχαρο κουβάρι. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν εκείνος. Το μόνο που ήθελα ήταν να μάθω ότι είναι καλά. Και μετά από αυτό, θα τον άκουγα ευχαρίστως να μου τα ψέλνει για το πως ήρθα ολομόναχη στην πόλη τέτοια ώρα. Πως είχα βάλει σε κίνδυνο τον εαυτό μου για δεύτερη φορά σήμερα και πως έχασα την ευκαιρία να μαχαιρώσω τον Νίκο στον λαιμό.

Θα τον άφηνα να μου φωνάξει όσο ήθελε, αρκεί να ήταν καλά... 

Όμως, είναι ο Μαξ, σωστά...? Δε θα πάθαινε τίποτα...

Δεν είναι τόσο χαζός όσο εγώ!

Δεν άφηνε ποτέ να του τη στήσουν.

Δε θα τον έπιαναν ποτέ κορόιδο!

Σωστά...?

Τις παράλογες σκέψεις μου διέκοψε η ξαφνική ανακοίνωση της άφιξής μας στο κέντρο.

Πετάχτηκα σχεδόν όρθια από την θέση μου και έσπευσα προς την πλησιέστερη έξοδο. Η αγωνία μου ήταν τέτοια, ώστε με δυσκολία κατάφερα να συγκρατήσω τον εαυτό μου και να μην αρχίσω να σπρώχνω κάθε επιβάτη του μετρό μπροστά μου.

Ανέβηκα τρέχοντας τις πλησιέστερες σκάλες και βρήκα τον εαυτό μου στην έξοδο του σταθμού ακριβώς πάνω στην κεντρική πλατεία. Δεν ήμουν σίγουρη αν ήταν η ξαφνική αδρεναλίνη ή ο φόβος που έκανε τους παλμούς μου να οργιάζουν. Εκείνο το άσχημο προαίσθημα έκανε την εμφάνιση του ξανά και η καρδιά μου αναπήδησε μέσα στο στήθος μου.

Έφερα στο νου μου τα σχέδια που είχα δει τόσες φορές απλωμένα πάνω στο κακοστρωμένο τραπέζι της κουζίνας τους.

Μία έντονη μυρωδιά κάπνας εισέβαλε στα ρουθούνια μου μα προσπάθησα να την αγνοήσω. Δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ με οτιδήποτε σκουπιδοτενεκέ έκαιγαν πιο δίπλα.

Ακολούθησα τις φωνές και χώθηκα ανάμεσα στο πλήθος κόσμου που κινούνταν μαζικά προς τα μια κατεύθυνση. Τα οργισμένα συνθήματα και οι δυνατές φωνές τους ήταν τα μόνα που άκουγα. Συνέχισα να προχωράω μπροστά, χωρίς να έχω κανέναν στοιχειό του προορισμού μας. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου προσπαθώντας να δω πίσω από τη μάζα ανθρώπων που με περικύκλειαν, μα τα πανό και οι ψηλές φιγούρες των διαδηλωτών περιόριζαν το οπτικό μου πεδίο.

Ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται.

Ένα έντονο αίσθημα πανικού άρχισε να με κυριεύει καθώς συνειδητοποιούσα πως δεν είχα ιδέα τι έκανα, ούτε που πήγαινα. Δεν μου πήρε πολύ ώρα μέχρι να καταλάβω πως αυτό ήταν ένα τελείως χαζό σχέδιο.

Άρχισα να σκανάρω με το βλέμμα μου γύρω γύρω, μη τυχόν και μπορούσα να αναγνωρίσω κάποιο πρόσωπο.

Μα ποιον κοροϊδεύω.

Ο πανικός μου άρχισε να γίνεται εμφανείς.

Μαξ...

Ξεκίνησα να περπατάω πιο γρήγορα περνώντας ανάμεσα από ιδρώμενα κορμιά και ανοίγοντας δρόμο με τα χέρια μου μέσα από τον όχλο.

Σε χρειάζομαι...

Και πάνω που νόμιζα ότι τα πράγματα δεν μπορούσαν να γίνουν χειρότερα, μέσα στην θολούρα μου συγκρούστηκα με κάποιον.

Εγώ : Συγγνώμη.., μουρμούρισα στον εκατοστό περαστικό που έπεσε πάνω μου

? : Πότε δεν πίστεψα στον Θεό, αλλά αυτό σίγουρα είναι σημάδι από κάπου..., τον άκουσα να μονολογεί

Η περιέργεια και ο πανικός μου αγωνίστηκαν σκληρά μεταξύ τους, μέχρι που η πρώτη κατάφερε να νικήσει.

Σήκωσα το κεφάλι μου προς τα πάνω προσπαθώντας να διακρίνω εκείνη την τρομακτικά οικεία φωνή. Όμως όταν τα βλέμματα μας συναντήθηκαν προσπάθησα να κινηθώ ξανά και γρήγορα ανάμεσα στο πλήθος.

Ένιωσα τα ζεστά του δάκτυλα να έρχονται σε επαφή με το μπράτσο μου και έπειτα να με τραβάνε προς το μέρος του.

? : ΓΙΑΤΊ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΆ ΠΆΜΕ ΝΑ ΦΎΓΟΥΜΕ ΣΕ ΛΊΓΟ ΘΑ ΕΚΡΑΓ-, ο άντρας σταμάτησε την πρόταση του στη μέση μόλις με είδε

Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα, όταν δίπλα από τον Μαθ κοντοστάθηκαν άλλοι πέντε άντρες.

Αν υπήρχε βραβείο για τον πιο άτυχο άνθρωπο στον κόσμο, πιθανότατα να βρισκόμουν ανάμεσα στα φαβορί.

Μ : Φαίνεσαι χαμένη..., είπε με έναν τόνο που πρόδιδε τις προθέσεις του

Εγω : Άφησε με..., τον παρακάλεσα

Το πλήθος εξακολουθούσε να προχωράει από δίπλα μας, τελείως ανίδεο για την σκηνή που διαδραματιζόταν ακριβώς μπροστά του.

Μ : Και να σε αφήσω μόνη σου ανάμεσα σε τόσο κόσμο? Δεν είμαι τέτοιος...

Προσπάθησα να τραβήξω το χέρι μου, όμως το μόνο που κατάφερα ήταν να τον αναγκάσω να με σφίξει ακόμη περισσότερο. Έβγαλα μια μικρή κραυγή πόνου, η οποία ίσα ίσα που ακούστηκε μέσα στην οχλαγωγία που επικρατούσε.

Μ :  Είμαι σίγουρος θα έχει κάποια δουλειά..., μίλησε ξανά

Τα μάτια μου εκτοξεύθηκαν στο πρόσωπο του. Ένα μικρό χαμόγελο ήταν σχεδιασμένο στα χείλη του.

Εγώ : Τ-τι εννοείς...? ρώτησα έντρομη

Δεν πήρα καμία απάντηση, πάρα μόνο ένα ακόμη αηδιαστικό χαμόγελο.

Σήκωσε το κεφάλι του προς τα πάνω και τον παρακολούθησα προσεκτικά καθώς έκανε πως οσφριζόταν τον αέρα. Η κίνηση του αυτή κράτησε λίγο, προτού στρέψει το βλέμμα του ξανά πάνω μου.

Μ : Σου μυρίζει μπάρμπεκιου? ρώτησε ξαφνικά

Τον κοίταξα δύσπιστη, μη μπορώντας να καταλάβω τι προσπαθούσε να κάνει.

Εκείνη την στιγμή έγιναν πολλά πράγματα ταυτόχρονα.

Για δεύτερη φορά μετά από πολύ ώρα, η έντονη μυρωδιά της καπνίλας έκανε την εμφάνιση της στον αέρα. Ήταν πιο δυνατή από πριν. Σίγουρα όχι από κάτι τόσο μικρό όσο ένας κάδος απορριμάτων.

Κάπως, με μια κίνηση τόσο γρήγορη που το μάτι μου δεν ήταν αρκετά συγκεντρωμενο ώστε να προσδιορίσει, ξέφυγα από το χέρι του Μαθ. Τα πόδια μου έκαναν ασυναίσθητα δύο βήματα πίσω και ένιωσα δύο ζευγάρια χέρια να με κρατάνε γερά, όμως χωρίς πόνο αυτή την φορά. Δύο σώματα δίπλα μου, δύο πίσω και ένα μπροστά μου.

Η ατμόσφαιρα ήταν ήδη αποπνικτική και θορυβώδεις, όταν ακούστηκε το πρώτο "μπαμ". Σαν μια θεία επίπληξη που ήχησε από τον ουρανό.

Και για λίγο κανένας δεν ακούστηκε.

Μία σύντομη στιγμή σιωπής. Ένα κλάσμα του δευτερολεπτου απόλυτης ησυχίας.

Και τότε πανικός.

Οι πρώτες κραυγές άρχισαν να πέφτουν σαν βροχή και τα βλέμματα όλων στράφηκαν προς το νέο πλήθος κόσμου που κατευθυνόταν τρέχοντας πλέον προς το μέρος μας. Πίσω τους, στο τέρμα του κλεισμένου αυτοκινητόδρομου ένα ετοιμόροπο κτήριο τυλιγμένο στις φλόγες.

Σου μυρίζει μπάρμπεκιου?

Άφησα την πλάτη μου να ακουμπήσει πάνω στον Αλεξ, ο οποίος με κράτησε από τα μπράτσα μου.

Π : Μελίνα είσαι καλά? ακούστηκε αμυδρά η φωνή του Πάνου από δίπλα μου

Το βλέμμα μου όμως ήταν στραμμένο μπροστά αναζητώντας με τρόπο το δικό του. Το οποίο ήταν ήδη πάνω μου.

? : Σπύρο..., σχεδόν ψιθύρισα μα ήταν αρκετό για να τραβήξει την προσοχή του

Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που τον έκανε να καταλάβει. Ο τρόμος στα μάτια μου? Το σοκ αποτυπωμένο στην έκφραση μου? Ο πανικός που εξαπλωνόταν στα άκρα του σώματος μου? Όμως το κατάλαβε. Έτσι όταν έμπλεξα τα δάκτυλα μας, δεν δυσκολεύτηκε να αρπάξει το μαχαίρι από το χέρι μου.

Γλίστρησα από τα χέρια των αγοριών την ίδια στιγμή που οι απέναντι κινήθηκαν προς το μέρος μας.

Γ : ΜΕΛΊΝΑ ΌΧΙ! μου φώναξε ο Γιάννης μα τον αγνόησα παντελώς

Τα μάτια μου ήταν προσηλωμένα ακόμη στο φλεγόμενο κτήριο μπροστά μου.

Με την άκρη του ματιού μου είδα τον Μαθ να κινείται κατά πάνω μου, όμως  δεν πρόλαβε να πλησιάσει περισσότερο από ένα μέτρο, προτού ο Σπύρος μπίξει το μαχαίρι στο μπράτσο του.

Άκουσα το όνομα μου κάμποσες φορές, ωστόσο δεν ήταν αρκετό ώστε να με κάνει να γυρίσω πίσω.

Άνθρωποι και άνθρωποι με προσπερνούσαν τρέχοντας, άλλοι έπεφταν πάνω μου, ενώ κάποιοι πατούσαν πάνω στα ταλαιπωρημένα μου παπούτσια, όλοι στην προσπάθεια τους να φύγουν μακριά από το ετοιμόρροπο κτήριο που είχε τυλιχθεί στις φλόγες.

Θυμάμαι να σκέφτομαι, βρέχει?

Όταν ένιωσα τα πρώτα δάκρυα να κυλάνε πάνω στα μάγουλα μου.

Πως έφτασαν αυτά εκεί?

Η όραση μου είχε αρχίσει να θολώνει και χρειάστηκε να σκουπίσω κάμποσες φορές τα μάτια μου όταν πλέον δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου.

Μαξ

Η προσπάθεια μου να αποφύγω το πλήθος ήταν ένας δύσκολος άθλος. Με τα πολυάριθμα κορμιά των διαδηλωτών να με σπρώχνουν ξανά προς τα πίσω, έφτανα να κάνω τρία βήματα μπροστά και δύο πίσω. Τρία βήματα πιο κοντά στον Μαξ και δύο βήματα πιο κοντά στην κατάρρευση.

Δεν το έβαλα κάτω όμως. Δε μπορούσα να το βάλω κάτω. Όχι όταν ήξερα ότι βρισκόταν κάπου εκεί.

Ένας λυγμός ξέφυγε από τα χείλη μου.

Μαξ

Μία δεύτερη έκρηξη ακούστηκε και παρακολούθησα έντρομη το ισόγειο του κτηρίου να καταπλακώνεται και η γιγαντιαία οικοδομή να γέρνει στο πλάι απειλώντας να σωριαστεί κάτω. Το κτήριο συγκρούστηκε με τη διπλανή πολυκατοικία, με αποτέλεσμα οι κραυγές να πολλαπλασιαστούν. Ωστόσο το δεύτερο κτήριο δεν κουνήθηκε, αντιθέτως έμεινε στηλωμένο στη θέση του παρέχοντας ένα προσωρινό στήριγμα στο πρώτο.

Σκούπισα άλλη μια τελευταία φορά τα βρεγμένα μου ματόκλαδα και συνέχισα να τρέχω προς τον καπνό.

Εγώ : ΌΧΙ! ΌΧΙ! ΌΧΙ ΌΧΙ ΌΧΙ! ούρλιαξα καθώς έβλεπα όλο και πιο καθαρά την πύρινη λαίλαπα

Στη τρίτη έκρηξη που ακούστηκε, βρισκόμασταν όλοι κάτω. Όχι από το ποδοπάτημα, όχι από το σοκ, αλλά από την σφοδρή πρόσκρουση των χιλιάδων τόνων τσιμέντου στο δάπεδο και τη δόνηση που ακολούθησε.

Μαξ

Δε θυμάμαι πόσα λεπτά έκατσα εκεί, ακίνητη στη μέση του δρόμου. Το μόνο που θυμάμαι είναι τις ανάσες μου. Θυμάμαι να αγγίζω την καρδιά μου, για να βεβαιωθώ ότι χτυπάει ακόμα. Θυμάμαι τα τρεμάμενα μου χέρια.

Θυμάμαι πως προσποιούμουν ότι ήταν εκεί και μου έλεγε να σηκωθώ. Θυμάμαι πως προσποιούμουν πως μου έπιανε το χέρι και έμπλεκε απαλά τα δάκτυλα μας. Θυμάμαι πως προσποιούμουν ότι με κράταγε κοντά στο στήθος του. Θυμάμαι πως προσποιούμουν πως αντί για τις κραυγές, άκουγα την καρδιά του. Με αργό και σταθερό ρυθμό, όπως ακριβώς μου είχε δείξει. Όπως ακριβώς την άκουγα τα βράδια που αποκοιμόμουν πάνω του. Όπως ακριβώς έβαζε το χέρι του στο κεφάλι μου και χάιδευε τα μαλλιά μου.

Θυμάμαι πόσο ήρεμος ήταν όταν κοιμόταν δίπλα μου, με τα χέρια του περασμένα γύρω μου. Θυμάμαι πόσο λαχταρούσε την επαφή και έβρισκε πάντα έναν τρόπο να την διατηρεί. Θυμάμαι πως με καθησύχαζε το άγγιγμα του και με διέγερνε η παρουσία του. Θυμάμαι πως με κρατούσε όταν βρισκόμασταν έξω. Θυμάμαι πως με κρατούσε όταν ήμασταν μόνοι. Θυμάμαι πως με κοίταζε όταν νόμιζε ότι κανένας δε τον βλέπει. Θυμάμαι πως με κοίταζε όταν ήξερε ότι όλοι τον βλέπουν. Θυμάμαι πως με άγγιζε σαν να ήμουν το πιο εύθραυστο πράγμα στον κόσμο. Θυμάμαι πως δεν άφηνε μέρα να περάσει χωρίς να μου πει πόσο έξυπνη είμαι.

Θυμάμαι πως ήταν ο πρώτος μου σε όλα. Θυμάμαι πως ήταν ο πρώτος που με φίλησε. Θυμάμαι πως ήταν ο πρώτος που με άγγιξε. Θυμάμαι πως ήταν ο πρώτος που με έκανε να νιώσω ξεχωριστή. Θυμάμαι πως ήταν ο πρώτος άνθρωπος που αγάπησα με όλη μου την καρδιά. Θυμάμαι πως ήταν ο πρώτος που την κράτησε και θυμάμαι πως ήθελα να είναι ο τελευταίος. Γιατί την προστάτευε τόσο καλά που κάπου στην πορεία της ιστορίας μας ειλικρινά πίστεψα πως φτιάχτηκε για τα χέρια του.

? : ΜΕΛΊΝΑ! άκουσα για πολλοστή φορά το όνομα μου αλλά δεν γύρισα

Δεν ήθελα να δω τα πρόσωπα τους. Όχι τώρα. Όχι ακόμα. Είχα ανάγκη να θυμηθώ το δικό του. Έστω για λίγο, έστω για τώρα. Έστω για τελευταία φορά. Τον είχα ανάγκη για ένα λεπτό ακόμα...

Τον είχα ανάγκη.

? : ΜΕΛΊΝΑ! ακούστηκε ξανά η φωνή

Πετάρισα διστακτικά τις βλεφαρίδες μου.

Τι-

? : ΜΕΛ!

Δεν πρόλαβα ούτε να γυρίσω καλά καλά προς το μέρος του, όταν ένιωσα κάποιον να με τραβάει με δύναμη μπροστά. Ένα ζευγάρι μυώδη χέρια τυλίχτηκε γύρω από τον κορμό μου και τα στήθη μας προσκρούστηκαν αμέσως.

Μπορεί η κάπνα και το κλάμα να με είχαν επηρεάσει σε πολλά επίπεδα, ωστόσο δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο που θα με έκανε να ξεχάσω αυτή την επαφή.

Άφησα μια τρεμάμενη ανάσα.

Έβαλα τα χέρια μου στους ώμους του, προσπαθώντας να τον σπρώξω μακρυά μου. Ήθελα να το δω με τα μάτια μου. Ωστόσο κατάλαβα γρήγορα πως κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να γίνει σύντομα.

Μ : Μη με αφήσεις! ΜΗΝ ΤΟΛΜΉΣΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΑΦΗΣΕΙΣ! μου φώναξε καθώς με έσφιγγε περισσότερο πάνω του

Το στόμα μου άνοιξε διάπλατα επιτρέποντας μου ένα δυνατό αναφυλητό. Τύλιξα τα μπράτσα μου γύρω από τον αυχένα του και τον τράβηξα όσο πιο κοντά μου μπορούσα. Συνέχισα να κλαίω αυτή την φορά πιο γοερά από πριν.

Μ : Σώπα μωρό μου..., τον άκουσα να μουρμουρίζει μα το μόνο που κατάφερε ήταν να με κάνει να συνεχίσω περισσότερο

Τύλιξα τα πόδια μου γύρω από τη μέση του και τον άφησα να με κουβαλήσει μακριά από τα συντρίμμια.

Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω.

Μ : Μελ... Μελ... Σταματά μωρό μου..., με παρακάλεσε μα η φωνή του τον πρόδωσε

Ανασηκωσα για πρώτη φορά το κεφάλι μου και ήρθα αντιμέτωπη με τα κατακόκκινα ματιά του.

Εγώ : Κ-κλαις..? κατάφερα να τον ρωτήσω έκπληκτη

Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και με  έσφιξε και πάλι στην αγκαλιά του.

τώρα

Εγώ : Πόσο ακόμα...? ρώτησα μην αντέχοντας άλλο

Μ : Σύντομα.., με διαβεβαίωσε και ύστερα μπήκε κι αυτός με τη σειρά του μέσα στο εκκλησάκι

Παρακολουθούσα με λύπη καθώς ο κόσμος επέστρεφε σιγά σιγά στα σπίτια τους. Μισή ώρα μετά την λήξη της κηδείας και έξω από το εκκλησάκι βρισκόμασταν μόνο εγώ, εκείνος και η Άννα.

Εγώ : Πως είσαι..? την ρώτησα χαιδεύοντας τρυφερά το χέρι της

Γύρισε το κεφάλι της στο πλάι, ρίχνοντας μου ένα ψεύτικο χαμόγελο.

Α : Έχω υπάρξει και καλύτερα.., παραδέχτηκε

Εγώ : Θα τελειώσει σύντομα..., της υποσχέθηκα

Οι σπασμένες πλάκες στην είσοδο του νεκροταφείου έκαναν έναν έντονο θόρυβο και γυρίσαμε ταυτόχρονα τα κεφάλια μας προς το μέρος τους.

Έριξα μια σύντομη ματιά στην Άννα και είδα απευθείας τα μάτια της να γυαλίζουν. Αυτή τη φορά όχι από τα δάκρυα.

Όταν πάτησαν το πόδι τους μέσα στον χώρο, χρειάστηκε να την κρατήσω πίσω από το μπράτσο της ώστε να μην τους επιτεθεί.

Α : ΈΞΩ! τους φώναξε θυμωμένη

Ο Μαθ έκανε ένα βήμα πιο μπροστά, έπειτα όμως σταμάτησε.

Μ : Ήρθαμε να δώσουμε τα συλλυπητήρια μας..., είπε και κάπου στο ειρωνικό του υφάκι διέκρινα ένα ίχνος σοβαρότητας

Α : Είσαι ελεηνός..., σχεδόν του γρύλισε

Τοποθέτησε το χέρι του πάνω από την καρδιά του και πήρε μια προσποιητή έκφραση πόνου.

Μ : Λόγια του μακαρίτη...

Η Άννα δεν έχασε χρόνο και κάνοντας δύο βήματα προς το μέρος του του άστραψε ένα δυνατό χαστούκι. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα, μαζί και με όλων των υπολοίπων. Παρόλα αυτά εκείνος δεν έκανε τίποτα.

Έβαλε τα χέρια της στο στήθος του και του έδωσε μια δυνατή σπρωξιά.

Α : ΤΙ ΆΛΛΟ ΘΕΛΕΙΣ? ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΆΛΛΟ ΜΠΟΡΕΊ ΝΑ ΘΕΛΕΙΣ? άρχισε να ορίεται. ΠΈΘΑΝΕ! ΔΕ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΕΣ? ΤΏΡΑ ΤΟ ΕΙΔΕΣ ΜΕ ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΣΟΥ! ΠΈΘΑΝΕ! ΕΊΣΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΈΝΟΣ?!

Την τράβηξα ελαφριά από το μπράτσο.

Σκούπισε γρήγορα τα μάτια της και ήρθε να σταθεί ξανά δίπλα μου.

Μαθ : Κορίτσια νομίζ-

Μαξ : Εγώ πάλι νομίζω είναι ώρα να φύγετε, ακούστηκε κοφτή και αυστηρή η φωνή του Μαξ

Τα μάτια όλων στράφηκαν προς το μέρος του.

Τα δύο αγόρια διατήρησαν μια άκρως εχθρική οπτική επαφή για αρκετά δευτερόλεπτα, πριν ο Μαθ αποφασίσει να την σπάσει. Έκανε νόημα με το κεφάλι του στους υπόλοιπους να φύγουν και ένας ένας άρχισε να απομακρύνεται από το νεκροταφείο.

Πριν φύγει ο ίδιος όμως, γύρισε προς το μέρος μου και με εξέτασε προκλητικά. Αφού μου άφησε ένα μισό πονηρό χαμόγελο, εξαφανίστηκε κι αυτός.

Περιμέναμε λίγα λεπτά ακόμη έως ότου να σιγουρευτούμε πως ακούσαμε τα αυτοκίνητα τους να απομακρύνονται.

Παρακολούθησα την Άννα καθώς σκούπιζε τα δάκρυα από τα μάγουλα της. Πριν προλάβω να της πω οτιδήποτε, επέστρεψε μέσα στο εκκλησάκι.

Ξεφύσιξα ανακουφισμένη και έγειρα το κεφάλι μου προς τα πίσω ακουμπώντας πάνω στο στήθος του Μαξ.

Μ : Θα με βοηθήσεις με τις καρέκλες? ρώτησε γλυκά και έγνεψα καταφατικά

Anna's pov

Μπήκα μέσα στο εκκλησάκι και τράβηξα μια καρέκλα φέρνοντας την δίπλα από το φέρετρο του.

Εγώ : Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχεις φύγει..., ξεκίνησα. Δεν ξέρω τι να κάνω πια! Νιώθω χαμένη χωρίς εσένα εδώ... Σαν να έχω χάσει τον σκοπό της ζωής μου! Ήσουν καλο αγόρι... -

Τ : Δεν είμαι σκύλος ρε Αννούλα! Καλά το πήγαινες! πετάχτηκε το νεκρό

Εγώ : Γιατί δεν μπορείς ΠΌΤΕ να με αφήσεις να κάνω αυτό που θέλω? απαίτησα να μάθω

Ανασηκώθηκε και κάθισε καλύτερα μέσα στο φέρετρο.

Τ : Εντάξει με συγχωρείς! Έλα εδώ..., είπε και έδειξε το ξύλινο κουτί

Τρομερή επιλογή πάντως, πολύ σικ.

Εγώ : Δε νομίζεις θα ήταν πιο φυσιολογικό να έρθεις εσύ εδώ...? ρώτησα το αυτονόητο

Με κοίταξε δύσπιστα.

Τ : Από πότε κάνουμε φυσιολογικό εγώ κι εσύ?

Γκουντ ποιντ

Σηκώθηκα από την καρέκλα μου και με την βοήθεια του, μπήκα μέσα στο φέρετρο και κάθισα ανάμεσα στα πόδια του αντικριστά.

Έφερε το χέρι του στο πρόσωπο μου και χαϊδεψε το μάγουλο μου.

Εγώ : Μην φύγεις..., τον παρακάλεσα μεταξύ του σοβαρού και σοβαρού

Έσκυψε το κεφάλι του προς το μέρος μου και άφησε ένα απαλό φιλί στα χείλη μου.

Τ : Θα είμαι πίσω πριν το καταλάβεις..., είπε σίγουρος

Εγώ : Δύο μήνες είναι αρκετός καιρός.., γκρίνιαξα ξανά

Τ : Θα είμαι πισω εγκαίρως για το μπικίνι! τόνισε

Εγώ : Εννοείς το καλοκαίρι...

Τ : Αυτό είπα! επέμεινε και με ξαναφίλησε

Εγώ : Μην ερωτευτείς καμία σπαστικιά Ιταλίδα, εντάξει?

Χαμογέλασε πάνω στα χείλη μου και έκανα το ίδιο.

Τ : Θα είναι για λίγο... Μέχρι να ξεθυμάνουν κάπως τα πράγματα εδώ! είπε ξανά

Τον χτύπησα στο μπράτσο.

Εγώ  : Υποσχέσου! τον πίεσα

Έπιασε και με τα δύο του χέρια το πρόσωπο μου και στη συνέχεια ένωσε τα μέτωπα μας.

Τ : Σε αγαπάω Άννα..., είπε αντί αυτού

Ένιωσα τις πεταλούδες στο στομάχι μου να στήνουν πανηγύρι.

Εγώ : Κι εγώ σε αγαπάω..., μουρμούρισα χαριτωμένα

Mel's pov

Με κόλλησε πάνω στον πέτρινο τοίχο της εκκλησίας και με φίλησε ξανά. Τα χέρια του γλίστρησαν μέσα από την μπλούζα μου, χαϊδεύοντας ελαφρώς την κοιλιά μου και στέλνοντας ρίγη στην σπονδυλική μου στήλη.

Εγώ : Λες να δούλεψε το σχέδιο..? ρώτησα ξέπνοη

Δάγκωσε το κάτω χείλος μου και μούγκρισα μέσα στο στόμα του.

Μ : Το ελπίζω... Αλλιώς πηδήξαμε από εκατό μέτρα ταράτσες τσάμπα...

Έφερε το στόμα του μια ακόμη φορά πάνω στο δικό μου.

Διέκοψα ξανά το φιλί μας.

Εγώ : Εδώ δεν είναι το μέρος που μου λες ότι δεν είσαι καλός για εμένα και στη συνέχεια με παρατάς? τον ρώτησα ειλικρινά περίεργη

Ρόλαρε τα μάτια του.

Μ : Οο έλα τώρα... Τι είναι η ζωή χωρίς λίγο ρίσκο..? ρώτησε πονηρά

Εγώ : Όλα ή τίποτα, δηλαδή? ξαναρώτησα με την ίδια ενέργεια

Τα δάκτυλα του μεταφέρθηκαν στο κουμπί της φούστας μου.

Μ : Όλα. Πάντα όλα...

Ξεκούμπωσε με επιδεξιότητα το ρούχο μου και στη συνέχεια κατέβασε το φερμουάρ. Το βλέμμα του ήταν γεμάτο πάθος.

Μ : Αν και καμιά φορά το "τίποτα" εξυπηρετεί καλύτερα..., είπε και με μια κίνηση πέταξε τη φούστα από πάνω μου
..................................................................................

Hi babes <3 Bye babes <3

Τελευταίο κεφάλαιο....

Τελευταίο κεφάλαιο.

Άργησα αρκετά να το ανεβάσω το γνωρίζω, ωστόσο ήταν ένας... πολύ ενδιαφέρον μήνας... και χρειαζόμουν απελπισμένα λίγο χρόνο να οργανωθώ.

Οι απειλές που δέχτηκα ήταν αρκετούτσικες οπότε ελπίζω να είστε ευχαριστημένες... ΤΈΡΑΤΑ.

Ειλικρινά δεν ξέρω τι άλλο μπορώ να πω... Τελευταίο κεφάλαιο... Δηλαδή... Τελευταίο!!!

Θα μου λείψει απίστευτα να γράφω για αυτούς τους δύο... Μου άρεσαν πολύ tbh

Ίσως ανεβάσω κανένα bonus αλλά σας λέω από τώρα μην το περιμένετε σύντομα 🙄

Σας αγαπαω όλες και όλους (αν υπάρχετε) πάρα πολύ και εκτιμώ τον κάθε έναν από εσάς που έμεινε μαζί μου μέχρι το τέλος πάρα τα 800 διαλείμματα και τα 800 σκαμπανευάσματα <3

Αυτή την στιγμή η ώρα είναι 1.52πμ αξημερωτα Σαββάτου. Υποσχέθηκα ότι θα το ανεβάσω Παρασκευή βράδυ ΚΑΙ ΠΙΣΤΈΨΤΕ ΜΕ ΤΟ ΔΟΥΛΕΎΩ ΑΠΌ ΤΟ ΜΕΣΗΜΈΡΙ ΧΩΡΙΣ ΠΛΆΚΑ.

Συγχερεστε τα όποια ορθογραφικά, θα έχω την ευκαιρία να τα διορθώσω το πρωί!

Νιώθω πως δεν είναι πολύ καλός λόγος για τελευταίο κεφάλαιο, μα θα με βρίσετε αν το καθυστερήσω κι άλλο οπότε ορίστε μικρά μου πονι <3

Και επί τη ευκαιρία πείτε μου τα νέα σας! Οι βαθμοί πως πήγαν; τα ψυχολογικά; κανένα καινούριο φλινκ;

Bb babes <3

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top