Κεφάλαιο 1
Κατερίνας POV
Άφησα την βαλίτσα πάνω στο κρεβάτι και σήκωσα το κινητό μου που χτυπούσε επίμονα
''Ελα μωρή τι θες;'' είπα όταν το σήκωσα
''Ήρθες;''
''Ναι''
''Επιτέλους!Σε λίγο θα είμαι σπίτι σου.Ετοιμάσου για να βγούμε''
''Κάτσε ρε Άννα ακόμα δεν ήρθα''
"Δεν με νοιάζει έχω τόσες μέρες να σε δω"
"Δεν φταίω εγώ που οι δικοί μου αποφάσισαν να πάμε διακοπές και να γυρίσουμε 1 μέρα πριν ανοίξουν τα σχολεία"
"Κατερίνα είπα ετοιμάσου και έρχομαι. Μου έχεις λείψει και σου έχω και νεα"
"Καλά ετοιμάζομαι. Σε 10 να είσαι εδω"
"Οκ"
Κλείσαμε και άλλαξα. Πήρα λεφτά κινητό και κλειδιά και περίμενα να έρθει. Άκουσα το κουδούνι να χτυπάει και σηκώθηκα να ανοίξω
"Αγάπη μου" πήδηξε στην αγκαλιά μου
"Κάτσε παδί μου θα με πνίξεις"
"Μου έλειψες"
"Και εμένα. Λοιπόν παμε πλατεία για καφέ να μου πεις και τα νέα που ήθελες"
"Πάμε παμε" είπε βιαστικά και με τράβηξε
Φτάσαμε σε μια καφετέρια παραγγειλαμε και ξεκίνησε να μου λεει
"Για πες"
"Οσο καιρο ελειπες παιχτηκε κατι με τον Μανο"
"Ποιον Μανο;"
"Τον Μανο μαρη τον συμμαθητη μας"
"Ιιι πες τα μου ολα τωρα"
"Ειχα βγει βολτα με την Νικη και συναντησαμε αυτον με την παρεα του και καθησαμε ολοι μαζι. Εε και εκει που πιασαμε την συζητηση μου ζητησε να βγουμε"
"Και τι εγινε? Βγηκατε?"
"Ναι βγηκαμε. Απο οτι εμαθα ειναι ελευθερος,σκορπιος με οροσκοπο αιγοκερω-"
"Ναι και σελήνη στον ζυγο. Τι λες μωρη τρελή? Πες μου τι εγινε και τι σου ελεγε"
"Καλά ντε. Λοιπόν όπως σου είπα είναι ελεύθερος και απο οτι φαίνεται ενδιαφέρεται δεν έκανε κάποια κίνηση αλλά με φλέρταρε έδειχνε ένα ενδιαφέρον"
"Αχχ χαίρομαι πολύ κολλητουλα μου αντε με το καλο"
"Να βρούμε και σε εσένα κανεναν" μου έκλεισε το μάτι
"Δεν χρειάζεται. Εγώ δεν μπορώ ούτε τα έντερα μου θα μπορέσω τον άλλον?" γελασαμε
"Ειμαι σίγουρη πως κάποια στιγμή θα σου έρθει ο έρωτας καραμπινατος και δεν θα ξέρεις τι να κάνεις και εγω θα γελαω"
"Καλά κατσε πρώτα να ερωτευτώ και μετά τα λεμε"
"Άστα αυτά τώρα και πες θα κάνουμε τίποτα το βραδυ"
"Μπα βαριέμαι άσε άμα βγουμε σήμερα ειμαι σιγουρη πως θα το τραβήξουμε μέχρι αργα και το πρωι δεν θα σηκώνομαι και θα φωνάζει η μάνα μου"
"Καλά. Στις διακοπές πως πέρασες εσύ?"
"Ωραία ήταν"
"Μόνο αυτό? Δυο βδομάδες ήσουν εκεί όλο και κάτι θα εγινε"
"Ναι αλλά τίποτα σημαντικό ψόφια πράγματα"
"Ααα οκ. Πληρώνουμε να πάμε καμιά βόλτα?"
"Ναι"
Σηκωθήκαμε κάναμε καμία βόλτα στην πλατεία. Γελούσαμε συνέχεια. Η αλήθεια είναι πως μου είχε λείψει λιγο το σκατακι μου,βέβαια δεν θέλω να αρχίσουν τα σχολεία
Αφού κάναμε την βόλτα γύρισα σπίτι.
"Γειά σου μαμα"
"Γειά σου αγάπη μου πως πέρασες στην βόλτα?" κοιτούσε την τηλεόραση
"Καλα. Ο μπαμπάς που ειναι ?" ρώτησα ενώ καθησα στον καναπέ
"Κάνει μπανιο" απάντησε
"Ο μικρός?"
"Κάπου έξω βγήκε και αυτος"
"Οκ. Τι βλέπεις?" ρώτησα αφού την έβλεπα πολύ αφοσιωμένη με την τηλεόραση
"Μια καινουργια σειρα.Καλα μιλαμε ειναι καταπληκτική και παίζει και ο Τσιμιτσελης. Η υπόθεση είναι πολύ ωραία θες να στην πω?
"Δεν φαντάζεσαι πόσο θέλω αλλά είμαι κουρασμένη από το ταξίδι και μετά πήγα και βόλτα οπότε θα πάω να κοιμηθω"
"Δεν θα κάτσεις να την δουμε?"
"Δες την εσυ και μου λες αύριο τι εγινε"
"Εντάξει. Καληνυχτα"
"Καληνύχτα"
Ανέβηκα πάνω στο δωμάτιο μου έβαλα πιτζάμες και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Χάζεψα λιγο στο κινητό και μετά από λίγο κοιμήθηκα
Το πρωι
"Κατερίνα είναι ώρα να σηκωθείς"
Με ξύπνησε η φωνή της μάνας μου
"Άσε με ρε μαμα. Νυστάζω"
"Σηκω παιδάκι μου θα χάσεις την πρώτη μέρα."
"Δεν με νοιαζει" απαντησα και άλλαξα πλευρο
"Πάω να ξυπνήσω και τον αδερφό σου έτσι και δεν έχεις σηκωθεί σε λίγο θα σε πάω με το ζορι"
Έφυγε από το δωμάτιο και πήγε στου αδερφού μου του Μιχάλη ο οποίος φέτος θα παει τριτη γυμνασίου και εγω τρίτη λυκείου
"Μιχάλη σηκω και εσυ"
"Σε λίγο" τον άκουσα να λεει
"Σηκωθητε και οι δύο γιατί θα φωνάξω τον πατέρα σας." φώναξε βγαίνοντας από το δωμάτιο του Μιχάλη
Ωραία θα περάσουμε και σημερα. Σηκώθηκα ετοιμάστηκα και κατέβηκα κατω για πρωινο
"Κανονίστε να κάνετε έτσι κάθε πρωί και να μην ξυπνατε"
"Μην φωνάζεις ρε μαμα πρωι πρωι" παραπονέθηκε ο αδερφός μου
"Εσύ κύριε τι ώρα γύρισες χθες που μου λες και να μην φωναζω?"
Όπα
"Τι ώρα γύρισα καλέ μαμά? 10 όπως ειπαμε" είπε αμηχανα
"Εγω άκουσα την πόρτα 10:30"
"Λάθος θα έκανες"
"Ναι όντως 10 γύρισε τον άκουσα και εγω" Τον κάλυψα γιατί κατάλαβα ότι γύρισε 10:30
"Καλημέρα" μπήκε στην κουζίνα ο μπαμπάς μου
"Καλημέρα" απαντήσαμε ολοι
"Γιατί φωνάζατε πριν?"
"Γιατί τα καμάρια σου δεν σηκωνοντουσαν"
"Αα τώρα είναι δικά μου παιδιά?"
"Ναι δικά σου είναι. Τον μικρό ειδικά ίδιο τον εκανες"
Τι ωραίες οικογενειακές στιγμές ζω. Χτύπησε το τηλέφωνο μου. Η Άννα. Ποιος άλλος θα έπαιρνε
"Καλημέρα κουκλα"
"Καλημέρα. Σε 5 λεπτά θα είμαι έξω από το σπίτι σου"
"Οκ τρώω κάτι και βγαίνω έξω να σε περιμένω"
"Ενταξει" πηρα ένα κρουασάν στο χερι ενώ παράλληλα ετοιμαζόμουν να βγω εξω
"Στενοχωριεμαι πάρα πολύ που θα φύγω και θα χάσω την συνέχεια στον τσακωμο σας αλλά θα αργησω"
"Ναι τώρα σε έπιασε ο πόνος.Μην νομίζεις ότι δεν κατάλαβα πως τον καλύπτεις.Εγω σας έχω γεννήσει"
"Τα λεμε!" έφυγα βιαστικά γιατί μετά θα ήταν η σειρά μου για κήρυγμα
"Καλημερα" είπε χαρουμενα η Άννα όταν με είδε
"Καλημέρα" της χαμογέλασα
"Πάμε γιατί θα αργησουμε" με τράβηξε
"Και απο ποτέ εσένα σε νοιάζει άμα αργήσουμε?" την ρώτησα πονηρά
"Από τότε που θα είναι και ο Μάνος εκεί και θέλω να τον δω"
"Κάτσε λιγο ρε Αννα ξύπνησα και στραβά σημερα"
"Γιατί?"
"Γιατί δεν ξυπνούσα και η μάνα μου έβαλε τις φωνές.Μετα έβαλε και τις φωνές στον Μιχάλη επειδή αργησε χθες να ερθει σπιτι και καταλαβαίνεις τι εγινε"
"Ναι και μάλιστα πολύ καλα.Θεα πάντως η μάνα σου τιποτα δεν τις ξεφευγει"
"Όλες έτσι είναι μην ανησυχείς"
Φτάσαμε στο σχολείο και πηγαμε να κάτσουμε μαζί με κάποια παιδιά από την τάξη μας που ανάμεσα τους είναι και ο Μάνος. Η Άννα φυσικά μιλούσε συνέχεια μαζί του αλλά δεν με πείραξε καθώς και εγω μιλούσα με τους άλλους
Μισή ώρα μετά μας φώναξαν να συγκεντρωθουμε για να γίνει ο αγιασμός
"Ρε" μου ψιθύρισε η Άννα
"Ελα"απαντησα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα
"Ποια είναι αυτή?" μου έδειξε μια κοπέλα που πρέπει να ήταν γύρω στα 23-24
"Δεν ξέρω πρώτη φορά την βλέπω"
"Μάλλον θα είναι καμία καινούργια καθηγητρια"
"Ναι"απαντησα και την χάζευα
Είναι πολύ όμορφη. Έχει καστανοξανθα μαλλιά και πράσινα μάτια. Είναι και ψηλή πρέπει να έχει ύψος περίπου 1.70
"Ειι" με σκουντηξε η Άννα
"Τι"
"Τι έπαθες χαζεψες?"
"Εε...όχι...τι εγινε?"
"Λέω μετά πάμε για κανένα καφέ?"
"Ναι πάμε δεν έχω να κάνω και τίποτα"
Τελείωσε ο αγιασμός και ανεβήκαμε πάνω στις τάξεις. Μπήκε μέσα η καινούργια καθηγήτρια
"Καλημέρα παιδιά. Ονομάζομαι Δήμητρα Ανδριανοπουλου και μαζι θα κανουμε μαθηματικά"
Αφου πηραμε απουσιες και τα σχετικα πηραμε τα βιβλια και φυγαμε
"Που θες να παμε για καφε?" ρωτησα αφου ειχαμε αφησει τα βιβλια
"Να μωρε εχει παει ο Μανος σε μια καφετερια στην πλατεια και ελεγα να παμε και εμεις εκει"
"Αντε να σου κανω το χατιρι να παμε"
"Ευχαριστω ευχαριστω" ειπε και με φιλουσε στα μαγουλα
"Νταξει νταξει στοπ τωρα"
"Και να ξερεις αμα βρεις και εσυ κανεναν εγω θα σε καλυπτω συνεχεια"
"Ναι ναι. Αντε παμε τωρα"
Πηγαμε στην πλατεια και τους βρηκαμε ηταν πολλα παιδια μαζεμενα. Εγώ έκατσα λίγο αλλά μετά έφυγα γιατί βαριόμουνα
Έφτασα σπίτι και είδα την μαμά μου και τον μπαμπά μου να με περιμένουν στο σαλόνι
"Γεια" έκατσα στον καναπέ
"Γειά σου κορίτσι μου. Είχες πάει για καφέ?" μίλησε ο μπαμπάς μου
"Ναι'' απάντησα και για λίγο δεν μιλούσαν
"Έχει γίνει κάτι?"
"Όχι. Ίσα ίσα εγώ με τον πατέρα σου,σου έχουμε μια εκπληξη"
"Τι έκπληξη"ρωτησα περίεργη και χαρούμενη
"Θυμάσαι το μηχανάκι που σου είχαμε πει ότι θα σου δώσουμε όταν τελειώσεις το λύκειο?"
Αν το θυμάμαι λεει. Με αυτή το μηχανάκι είχε γίνει ολόκληρος χαμός. Μου το είχε κάνει δώρο ο μπαμπάς μου κρυφά από την μαμά μου πέρυσι στις αρχές της Δευτέρας λυκείου. Το έμαθε η μάνα μου και απο κει και πέρα νομίζω μπορείτε να φανταστείτε τι εγινε....
"Ναι"
"Αποφασίσαμε να το πάρεις από τώρα αρκεί βέβαια να μην τρεχεις"
"Αλήθεια το λετε?" είπα χαρούμενη
"Ναι αγάπη μου απο σήμερα κιόλας είναι δικο σου" μίλησε η μαμά μου
"ΤΕΛΕΙΑ"
Τους αγκάλιασα και τους 2 και τους φίλησα. Εκείνη την στιγμή μπαίνει μέσα ο αδερφός μου
"Τι εγινε?"
"Θα μου δώσουν το μηχανακι"
"Τι? Θα με αφήνεις να το παίρνω και εγω"
"Ούτε να το σκέφτεσαι.Θα εχω που θα εχω την αδερφη σου εννοια μην παθει κατι θα εχω και εσενα?"ειπε η μάνα μου
"Εεε αφού το λέει η μαμά" είπα εγώ και τον πλησίασα και του ψιθυρισα "Μην ανησυχείς θα στο δίνω κρυφά αλλά όχι για μακριά"
"Ωραια"
"Θα μου δίνεις όμως 5€ για να στην δινω"
"Κλείσαμε" είπε και κάναμε χειραψία
"Τι λέτε εσείς εκεί?" ρώτησε συνομοτικα η μάνα μου
"Τίποτα κάτι δικά μας"
"Λοιπόν σηκωθειτε παμε να φάμε δεν θα μεινουμε και νηστικοί" είπε ο πατέρας μου
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top