Κεφάλαιο 25ο

[Προτείνω να ακούσετε το Friends του Chase Atlantic καθώς διαβάζετε το κεφάλαιο]

Η εβδομάδα περνά γρήγορα με εμένα να μην έχω μιλήσει με τον Γιάννη μετά από την ανακοίνωσή του πως θα πάει στο Βερολίνο.

Νομίζω πως ήμουν εντελώς ξεκάθαρη μαζί του και πως αλήθεια δεν θέλω καμιά σχέση εξ αποστάσεως, πόσο μάλλον με κάποιον που θα μου λείψει περισσότερο από το φαγητό στους παίκτες του Survivor.

Έχει προσπαθήσει να επικοινωνήσει μαζί μου αρκετές φορές όμως πάντα αφήνω στο "διαβάστηκε" τα μηνύματά του ή  πετάω πίσω τα κουκουνάρια με τα μηνύματα που πετάει στο παράθυρό μου.

Σήμερα είναι η μέρα που δίνω πρακτικές εξετάσεις στην οδήγηση και το άγχος μου έχει κορυφωθεί.

Ανοίγω το παράθυρο και κάθομαι μπροστά του, καρφώνοντας το βλέμμα μου στο απέναντι σπίτι. Το παράθυρό του είναι κλειστό και αναστενάζω δυνατά.

Η πόρτα ανοίγει και εγώ γυρνάω το κεφάλι μου τρομαγμένη προς εκεί, βλέποντας τον Γιώργο να στηρίζεται στην κάσα. "Φεύγουν", μου λέει και τον κοιτάζω παράξενα.

"Ποιοι;"

"Οι δίπλα", λέει χαμηλά και μπαίνει στο δωμάτιο. Κάθεται στο κρεβάτι μου και με κοιτά. "Δεν το ήξερες;"

"Όχι", λέω εγώ και κοιτάω τον δρόμο, βλέποντας επιτέλους ένα φορτηγό σχεδόν γεμάτο με τα πράγματά τους.

"Θα μου λείψει πάρα πολύ", λέει και ξαπλώνει στο κρεβάτι. "Εσένα δεν θα σου λείψει ο Γιάννης;" μου λέει κοιτώντας με.

"Όχι", λέω απότομα και βγαίνω από το δωμάτιο, τρέχοντας στον τελευταίο όροφο.

Η πόρτα είναι ανοιχτή και βγαίνω έξω. Ο αέρας με χτυπά στο πρόσωπο και διώχνει τα δάκρυα που παραλίγο να πέσουν από τα μάτια μου καθώς βλέπω τους γονείς μου να αποχαιρετούν του Γιάννη. Τον βλέπω να βγαίνει από την πόρτα και πριν προλάβει να με δει τρέχω μέσα στο σπίτι και σε δευτερόλεπτα βρίσκομαι στο δωμάτιό μου, κλαίγοντας.

Στέκομαι ξανά στο παράθυρο πριν κλείσω την πόρτα του δωματίου μου και παρακολουθώ τον αποχαιρετισμο της Ζωής και του Γιώργου, πλέον αφήνοντας τα δάκρυα μου να τρέχουν χωρίς να τα σκουπίσω. Ο Γιάννης φαίνεται να μιλά με τους γονείς μου οι οποίοι κάποια στιγμή του δείχνουν το παράθυρό μου.

Τα βλέμματά μας κλειδώνονται και νιώθω πως ο χρόνος σταμάτησε σε εκείνη τη στιγμή. Τα χείλη του σχηματίζουν λέξεις τις οποίες δεν έχω το κουράγιο ούτε να προφέρω και ξεσπάω σε λιγμούς πέφτοντας στο κρεβάτι μου.

_______

"Είσαι έτοιμη;" με ρωτά η Σούλα μπαίνοντας στο δωμάτιό μου, τέσσερις ώρες μετά από την αποχώρηση του Γιάννη. "Η οδήγηση δεν θα σε περιμένει πολύ", γελάει και εγώ σηκώνομαι από το κρεβάτι μου χωρίς να βγάλω λέξη. Ανέκφραστη κουνάω το κεφάλι μου. "Είσαι σίγουρη πως θες να πας μόνη σου;" με ρωτά για άλλη μια φορά.

"Ναι", προσπαθώ να χαμογελάσω και κάνω να βγω από το δωμάτιο όμως αυτή με τραβά πίσω.

"Γιατί δεν ήρθες;"

"Που;"

"Μην κάνεις πως δεν ξέρεις", μου λέει χαϊδεύοντας το χέρι μου και αφήνω μια μεγάλη ανάσα που φαίνεται πως κρατούσα εδώ και ώρα.

"Δεν μπορούσα να τον δω", παραδέχομαι. "Είναι καλύτερα έτσι".

"Είσαι σίγουρη κοριτσάκι μου;" με ρωτά συμπονετικά ακουμποντας το μάγουλο μου και εγώ χαμογελάω ειλικρινά.

"Ναι. Πρέπει να πηγαίνω", λέω και σκουπίζω μερικά δάκρυα που ξέφυγαν από τα μάτια μου.

Με βάζει στην αγκαλιά της. "Καλή επιτυχία κυρία Παπαστραύρου", μου λέει και εγώ γελάω σφιγγοντας την.

"Ευχαριστώ Σούλα", λέω ξεφεύγοντας από την αγκαλιά της και κατεβαίνω στον τελευταίο όροφο.

Πάνω στο ποδήλατό μου φτάνω στην σχολή οδηγών, έτοιμη για την πρακτική εξέτασή μου.

"Κυρία Παπασταύρου! Γειά σας", με χαιρετά ένας 50χρονος κύριος καθώς μπαίνω στον χώρο της σχολής. "Ονομάζομαι Νίκος Παπαμιχαήλ και θα είμαι ο εξεταστής σας σήμερα", μου τείνει το χέρι του.

Κουνώ το χέρι μου με το δικό του χαμογελώντας πλατιά. "Χαίρω πολύ".

"Λοιπόν, είστε έτοιμη;" με ρωτά χαμογελώντας.

"Πανέτοιμη", απαντώ εγώ.

"Περάστε στον χώρο απέναντί σας, το αυτοκίνητο σας είναι το Ν1345. Είναι εύκολο να με περιμένετε εκεί;"

"Κανένα πρόβλημα", λέω εγώ και αυτός μπαίνει σε ένα δωμάτιο, αφήνοντας με μόνη.

Χωρίς πολύ σκέψη μπαίνω στον χώρο όπου μου έδειξε και εντοπίζω εύκολα το κόκκινο Ν1345 με την πινακίδα της σχολής οδηγών στο πάνω μέρος. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και μπαίνω στη θέση του οδηγού.

Χαϊδεύω λίγο το δερμάτινο τιμόνι αφού έχω κλείσει την πόρτα του οδηγού πίσω μου και κλείνω τα μάτια παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

"Πρέπει να μιλήσουμε", μια γνωστή φωνή ακούγεται και εγώ σφίγγω το τιμόνι με τα μάτια μου ακόμα κλειστά.

"Θεέ μου Γιάννη, βγες από το μυαλό μου", παραπονιέμαι.

"Εδώ είμαι", η φωνή του ακούγεται ξανά και τώρα τα χέρια του ακουμπούν τους ώμους μου.

"Είμαι τρελή, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση", μουρμουρίζω. Ανοίγω τα μάτια μου και εντοπίζω τα δύο του χέρια να ακουμπούν τους ώμους μου. Τσιρίζω και τινάζομαι από τη θέση. Ο Γιάννης βρίσκεται όντως στη θέση πίσω μου και η καρδιά μου τρέχει μαραθώνιο. "Τι κάνεις εδώ;"

"Ο μπαμπάς μου... Δεν χρειάζεται να μετακομίσουμε στο Βερολίνο", μου πετά απότομα και γυρνάω όλο το σώμα μου προς το μέρος του.

Η πόρτα του συνοδηγού ανοίγει και ο κύριος Παπαμιχαήλ καταλαβαίνει πως ο Γιάννης είναι μέσα. "Α, ο φίλος σας. Με είχε ενημερώσει πως θα είναι παρόν στην εξέταση", μου λέει και εγώ τον κοιτάω παράξενα.

"Τι;" ρωτάω έντονα και γυρνάω προς τον Γιάννη θυμωμένη. "Τι στο καλό;" τον ρωτάω σφιγγοντας τα χέρια μου.

"Έπρεπε να μιλήσουμε κάπως και το ήξερα πως αλλιώς δεν θα ήθελες να με ακούσεις", δικαιολογείται ο Γιάννης.

"Νόμιζα πως ήξερες ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα. Βγες έξω" λέω απότομα.

"Είναι εντάξει, κυρία Παπαστραύρου. Αν η γνώμη μου μετράει, νομίζω πως είναι καλό να έχετε ένα οικείο πρόσωπο κοντά σας", μου λέει ο κύριος Παπαμιχαήλ.

Γυρνάω προς αυτόν και κρατάω τον εαυτό μου από το να του πει να σκάσει. Αντίθετα, αναπνέω αργά. "Έχετε δίκιο", λέω τελικά και του χαμογελάω ψεύτικα, αγνοώντας τον Γιάννη.

____

"Μπορώ να σας πω πως δεν περίμενα τέτοια απόδοση. Εξαιρετική!" μιλά ο κύριος Παπαμιχαήλ αφού παρκάρω το αυτοκίνητο. "Δεν περίμενα κάποιος μέσα σε τόσες λίγες ημέρες διορία να μπορέσει να τα καταφέρει τόσο καλά. Βέβαια, θα χρειαστεί να περιμένουμε μερικές μέρες ώστε οι σημειώσεις μου να ελεγχθούν και από άλλους συναδέλφους για να βγει μία απόφαση".

"Βέβαια, το κατανοώ απόλυτα", χαμογελάω πλατιά και λύνω τη ζώνη μου. Μπορώ να πω πως τα πήγα χίλιες φορές καλύτερα από ότι περίμενα στις συγκεκριμένες συνθήκες. "Σας ευχαριστώ πολύ, τα λόγια σας μου δίνουν ελπίδες", παραδέχομαι χαμογελώντας και μου ανταποδίδει.

"Εγώ σας ευχαριστώ. Παρακαλώ", μου δείχνει προς την πόρτα και εγώ χαμογελάω για μια τελευταία φορά πριν βγω από το αυτοκίνητο.

Ο Γιάννης ακολουθεί τις κινήσεις μου και εγώ τον αγνοώ μέχρι να βγούμε από τον χώρο της εξέτασης. Φτάνοντας στο ποδήλατό μου, γυρνάω προς αυτόν και τον κοιτάω στα μάτια, μην έχοντας ιδέα τι να πω ή τι να κάνω.

Τελικά λέω αυτό που μου βγαίνει αυθόρμητα. "Σε μισώ τόσο πολύ", μουρμουρίζω με σοβαρό ύφος.

Αυτός με κοιτά αρκετά πληγωμένος και κάνει να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω όμως εγώ γελάω και πριν καταλάβει τι συμβαίνει πιέζω τα χείλη μου στα δικά του.

"Το ήξερα πως θα το έκανες αυτό", λέει σιγανά όταν τα χείλη μας έχουν χωριστεί.

"Είσαι ψεύτης", γελάω εγώ και χαμογελάει απομακρύνοντας το πρόσωπό του από το δικό μου.

"Σουζι τρως. Και ψευδεσαι και τρως", αλλάζει τη φωνή του σε μία πιο γυναικεία θυμίζοντάς μου μία από τις παλιές ελληνικές ταινίες και γελάω δυνατά.

"Πώς άλλαξε η κατάσταση;" ρωτάω τελικά όταν σταματήσαμε να γελάμε.

"Ήμασταν σχεδόν έτοιμοι να μπούμε στο αεροδρόμιο όταν ο συνεργάτης του πατέρα μου τον πήρε τηλέφωνο και του είπε πως το σχέδιο ακυρώνεται και πως δεν χρειάζεται να μετακομίσουμε στο Βερολίνο", λέει με μια ανάσα. "Μόνο αυτά ξέρω για τώρα".

"Και τα πράγματά σας; Πήρατε σχεδόν όλο το σπίτι μαζί σας σε εκείνο το φορτηγό", λέω και γελάει.

"Τα τακτοποιούμε ξανά τωρα. Δηλαδή οι γονείς μου".

"Και λογικά οι δικοί μου βοηθάνε", λέω εγώ.

"Ψηφίζω βόλτα στο πουθενά", λέει απότομα.

"Δεν γίνεται να ανεβούμε δύο στο ποδήλατο", λέω εγώ σταυρωνοντας τα χέρια μου.

"Ποιος είπε ότι θα πάρουμε και το ποδήλατο;" γελάει και με σηκώνει στους ώμους του.

"Γιάννη! Πας καλά;" τσιρίζω και χτυπάω την πλάτη του.

Το ίδιο σκηνικό συνεχίζεται μέχρι να φτάσουμε στο κεντρικό δρόμο όπου επιτέλους με αφήνει να πατήσω στο έδαφος. "Το ποδηλατάκι μου", παραπονιέμαι και γελάει πιάνοντας το χέρι μου.

"Θα πάρεις καινούριο", ανασηκωνει τους ώμους του και αναστενάζω.

"Που θες να πάμε;" ρωτάω εγώ τελικά και γελάει.

"Έχω μια ιδέα".

.

________

ΓΕΙΆ ΣΑΣ ΜΩΡΆ ΜΟΥΥΥΥΥκαταρχάς πλις μην με σκυλοβρισετε που έχω να ανεβάσω κεφάλαιο μήνες😂

Αλλά είμαι εδώ με εξελίξεις🙌

Σο ο Γιάννης τελικά δεν φεύγει για Βερολίνο, τέλειο;😂 όχι που θα τον άφηνα να φύγει :"(

Πάντως, σας φαίνεται πειστικό όλο αυτό με τον μπαμπά του; εννοώ έτσι στα καλά καθούμενα του είπε να το ακυρώσει και να μην πάνε βερολινο; κάτι μου βρωμάει😣

Τέλος πάντων, εσείς τι θα κάνετε στις διακοπές, αν δεν έχετε κάνει ήδη;🍉

Αυτά για σήμερα και υπόσχομαι αυτή τη φορά αλήθεια θα ανεβάζω συνέχεια κεφάλαιο, αν και η ιστορία τελειώνει σε λίγο :(

Btw αν θέλετε τσεκάρετε την καινούρια μου ιστορία "Νυχτερινές Κλήσεις"😃

Αυτά, σας αγαπώ💓

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top