Κεφάλαιο 22ο

«Κούκλες είστε!» μας χαμογελά η Σούλα καθώς μία μία κατεβαίνουμε τις σκάλες.

«Ευχαριστούμε» απαντάω για όλες μας και το κουδούνι χτυπά.

Παίρνω μία βαθιά ανάσα και τα κορίτσια ρίχνουν μία τελευταία ματιά στους εαυτούς τους ενθουσιασμένες. Η Σούλα με πλησιάζει και σκίβει στο αυτί μου. «Μην ανησυχείς, κορίτσι μου. Κοίτα να περάσεις καλά σήμερα με τους φίλους σου και μη το σκέφτεσαι τόσο. Όλα συμβαίνουν για έναν λόγο» μου λέει και της χαμογελάω χωρίς να μπορώ να απαντήσω.

Ανοίγω την πόρτα και ο Άγγελος με τον Γιάννη κοιτούν και τις τέσσερίς μας με δέος. Έλεος, δεν έχω καμία όρεξη να βάλω την Σούλα να μαζέψει τα σάλια τους από το πάτωμα.

«Γεια. Είσαι κούκλος» η Μυρτώ χαιρετά τον Γιάννη χαμογελώντας ντροπαλά και εγώ στριφογυρίζω τα μάτια μου.

«Και εσύ, θεά» της ανταπαντά στο κομπλιμέντο και βήχω ξερά κερδίζοντας τα βλέμματά τους.

«Συγγνώμη, μου κόλλησε λίγο αηδία στον λαιμό» χαμογελάω ειρωνικά.

«Είσαι κουκλάρα, μανάρα μου» παίρνει τον λόγο ο Άγγελος και μου κλείνει το μάτι.

«Σου κόλλησε τίποτα εκεί;» του δείχνω το μάτι του και η Μυρτώ με σκουντά. «Αυτά κάνει η πολύ παρέα με τον Γιάννη» ξαναπροσπαθώ αλλά η Μυρτώ με σκουντά ακόμα πιο δυνατά. «Εννοώ, ωραίο κουστούμι» χαμογελάω ψεύτικα.

«Ευχαριστώ, φρυδάρα μου!» μου λέει και παίρνω μερικά δευτερόλεπτα για να το επεξεργαστώ.

«Φρυδά-τι;»

«Ο Γιάννης λέει ότι το “ματάρες μου” είναι πολύ κλισέ» λέει ο Άγγελος και κολλάει πέντε με τον Γιάννη.

«Ε ρε που μπλέξαμε» ψιθυρίζω.

«Τι είπες;» κάνει ο Γιάννης κοιτώντας με καλά.

«Κούκλους συνοδούς επιλέξαμε, λέω» τινάζω πίσω τα μαλλιά μου και αυτός χαμογελάει. «Άντε πάμε!»

«Να περάσετε καλά!» μας φωνάζει η Σούλα αφού έχουμε βγει από το σπίτι.

«Βασικά, η σωστή έκφραση είναι “καλά να περάσετε”» την διορθώνει ο Άγγελος και ο Γιάννης τον σκουντάει. «Εννοώ, άντε γεια!» λέει και με χουφτώνει.

«Κοντά τα κουλά σου γιατί δεν θα είναι τα μόνα που θα σου κόψω» του γρυλίζω και σπρώχνω το χέρι του μακρυά.

«Λοιπόν παιδιά, εμείς να πηγαίνουμε» λέει απότομα χαμογελώντας η Νίκη.

«Γιατί;» ρωτάω εγώ, παραξενεμένη.

«Θα πάμε με το αυτοκίνητό μου» εξηγεί η Κλεοπάτρα. «Τα λέμε εκεί».

Όταν απομακρύνονται αρκετά, προχωράμε προς την λιμουζίνα μου. «Αυτές τα έχουν;» ρωτάει ο Γιάννης.

«Τι;» γουρλώνει τα μάτια της η Μυρτώ και προσπαθώ να μην γελάσω.

«Λέω τα έχουν;» επαναλαμβάνει.

«Δεν νομίζω, αν και φήμες λένε πως και οι δύο είναι λεσβίες» λέω εγώ όσα ξέρω και χαιρετώ τον Νικόδημο που μας περιμένει από μακριά.

«Φήμες φήμες φήμες» τραγουδάει ο Άγγελος και ύστερα γελάει και ρουθουνίζει μόνος του. «Εννοώ, σίγουρα, φιιιίλε» χοντρένει τη φωνή του και χτυπά τον Γιάννη στον ώμο.

«Γεια σας, κυρία Παπασταύρου» μου μιλά στον πληθυντικό ο Νικόδημος όπως κάνει πάντα όταν είμαι με φίλους ή συγγενείς.

«Γεια σου, Νικόδημε» τον χαιρετάω χαμογελώντας και όλοι μπαίνουμε μέσα με τη σειρά μας.

«Τι όνομα είναι αυτό; Νικοδη-» κάνει να πει ο Άγγελος και του χτυπάω το χέρι.

Τον δείχνω με το δάχτυλό μου. «Εσύ. Βούλωσέ το».

Όταν επιτέλους φτάνουμε στον χορό το κλίμα είναι ηλεκτρισμένο και η αμηχανία δεν είναι αυτή που φταίει. Ο Γιάννης έχει το χέρι του γύρω από τη μέση της Μυρτούς και ο Άγγελος, όσο και αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να με πείσει να κάνει το ίδιο.

Μετά από μερικά λεπτά αναμονής στην ουρά έξω από το Λύκειό μας, φτάνουμε στους ανθρώπους που έχουν τοποθετηθεί για να ελέγχουν το ποιος μπαίνει στον χορό.

«Εισιτήρια» λέει ο ένας από τους δύο, όσο ο δεύτερος μπαίνει μέσα για λίγο.
Εγώ και η Μυρτώ γυρνάμε τα βλέμματά μας στα αγόρια που υποτίθεται πως έχουν τα εισιτήρια και ο Άγγελος πετάγεται. «Εγώ τα έχω» χαμογελάει άβολα και ψάχνει σε όλες του τις τσέπες, χωρίς αποτέλεσμα. Ο Γιάννης κάνει το ίδιο αλλά κανένα εισιτήριο δεν βγαίνει από τις τσέπες τους.

«Τα ξεχάσαμε σπίτι, και σου είπα να τα πάρεις από το τραπέζι!» ψιθυρίζει δυνατά ο Γιάννης στον Άγγελο.

«Όχι, είπες ότι θα τα πάρεις εσύ πριν φύγουμε!» αντεπιτίθεται ο Άγγελος.

«Έχετε εισιτήρια ή όχι;» στραυρώνει τα χέρια του ο μπρατσαράς.

«Όχι...» σκίβει το κεφάλι του ο Γιάννης.

«Τις κάρτες τις έχετε; Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εισιτήρια» εξηγεί.

Το Λύκειό μας, για καλό και για κακό, χορηγεί σε κάθε μαθητή μία κάρτα με το όνομά του και την τάξη του. Με αυτή τη κάρτα ο μαθητής μπορεί να έχει πρόσβαση στη βιβλιοθήκη και στο κολυμβητήριο του σχολείου και, όπως φαίνεται, και στο γυμναστήριο.

«Αμ» κάνει μία κίνηση ο Γιάννης.

Ο μπρατσαράς κοιτά πίσω του και ύστερα γυρνά σε εμάς. «Επιστρέφω» λέει και χάνεται στον εσωτερικό χώρο του σχολείου.

«Έχω καλά και κακά νέα» λέει ο Γιάννης.

«Ποια είναι τα καλά;» η Μυρτώ ρωτά ξεροκαταπίνοντας.

«Έχω τέσσερις κάρτες!» λέει βγάζοντας τέσσερις κάρτες από το σακάκι του.

«Τα κακά;» ρωτά ο Άγγελος αναστενάζοντας.

«Δεν γράφουν τα δικά μας ονόματα πάνω. Ο Τσέστερ από την ομάδα παιδιών από άλλες χώρες του σχολείου μας μου έδωσε αυτού, ενός φίλου του και δύο κοριτσιών από την ομάδα για να του τις φυλάξω και ξέχασα να του τις δώσω. Λοιπόν, εσύ Μυρτώ είσαι η-» κάνει να πει αλλά ο μπρατσαράς επιστρέφει.

«Λοιπόν; Καρτούλες έχουμε;» ρωτά ειρωνικά.

«Έχουμε!» ανεβάζω τον τόνο της φωνής μου εγώ και αρπάζω τις κάρτες από το χέρι του Γιάννη χαμογελώντας. «Ορίστε» τινάζω τα μαλλιά μου και του τις δίνω.

Ο άπιστος μπρατσαράς τις κοιτάει και ύστερα κοιτά εμάς. «Ποια από τις δύο είναι η Τσέστερ Μανκούβερ;»

«Εγώ» σηκώνει το χέρι του ο Άγγελος. «Είναι Ο Τσέστερ όχι Η Τσέστερ» λέει και σπουπίζει τα γυαλιά στο σακάκι του.

«Και είσαι...;»

«Μπερδεμένος αλλά δεν νομίζω να χρειάζεται αυτό».

«Την ηλικία σου εννοεί» λέω μέσα από τα δόντια μου πατώντας το πόδι του.

Μορφάζει από τον πόνο και ξεροκαταπίνει. «18, βέβαια, για να έρχομαι σε αυτόν τον χορό».

«Εδώ γράφει 17» στραυρώνει τα χέρια του ο μπρατσαράς.

«Τυπογραφικό λάθος» επεμβαίνω. «Να, εμένα όταν την πήρα έγραφε 81 αντί για 18 και την πήγα για διόρθωση» λέω γρήγορα.

«Μάλιστα» λέει και περνά στην επόμενη κάρτα. «Κουκιγόκι...»

«Γοκιάκακι. Είμαι 18, με πατέρα Ιάπωνα και μητριά Ελληνίδα. Μετακομίσαμε στην Ελλάδα πριν τρία χρόνια γιατί το Τόκιο ήταν πλέον πολύ βαρετό για τη μητριά μου» εξηγεί ο Γιάννης με πνιχτή προφορά.

«Μάλιστα» λέει για άλλη μία φορά ο μπρατσαράς. «Αντέλα Χαβιελία;»

«Αντέλα Χαβιέλια» τον διορθώνει η Μυρτώ. «Εγώ είμαι».

«Και πόσο είσαι;»

«18. Είμαι από το Μέξικο, όλε!» φωνάζει και χτυπά τα τακούνια της στο έδαφος.

«Εσύ;» ο μπρατσαράς γυρνά σε εμένα και πανικοβάλομαι. Κοιτάω γύρω μου και προσπαθώ να σκεφτώ ποιο μπορεί να είναι το όνομα της κοπέλας αλλά ο Γιάννης δεν με βοηθά καθόλου.

«Μαρία Εσπεράντζα, η κοπέλα μου» μία οικεία φωνή ακούγεται και το χέρι της Σύλβιας από το καράβι περνά γύρω από το κεφάλι μου τσαλαπατώντας τα μαλλιά μου. Σε άλλη περίπτωση θα την σκότωνα αλλά έχε χάρη που με έσωσε.

«Όντως» λέει αυτός κοιτώντας ξανά την κάρτα. «Και από που είσαι εσύ;»

«Μεξικό και εγώ» λέω γελώντας άβολα.

«Καλά. Περάστε» μας κάνει χώρο και η Σύλβια του δίνει το εισιτήριό της.

Αφήνω μία ανάσα που κρατούσα εδώ και ώρα όταν μπαίνουμε στον διάδρομο προς το γυμναστήριο του Λυκείου και τσιρίζω αγκαλιάζοντας την Σύλβια. «Μας έσωσες! Τι κάνεις εδώ;»

«Άκουσα ότι κάνετε χορό και είπα να σας κάνω μία επίσκεψη» χαμογελάει και με αγκαλιάζει ξανά. «Τι κάνει το μανάρι;» πλησιάζει τον Γιάννη και τον αγκαλιάζει. «Σύλβια» συστήνεται στην Μυρτώ και στον Άγγελο που την κοιτούν σοκαρισμένοι.

«Πώς ήξερες πως λένε έτσι αυτή την κοπελιά;» την ρωτάω και προχωράμε προς το γυμναστήριο.

«Είμαι μέντιουμ» λέει και ύστερα γελάει. «Πέρασα από πίσω του και το είδα. Απορώ πώς δεν με είδατε». Τσιρίζω και την αγκαλιάζω ξανά.

Μπαίνουμε στο γυμναστήριο και εγώ αρχίζω να χαιρετώ τους γνωστούς και φίλους μου αφήνοντας τα παιδιά πίσω. Επιστρέφοντας μετά από είκοσι λεπτά στο τραπέζι που κάθησαν, βρίσκω μόνο τον Γιάννη να κάθεται κάνοντας κάτι στο κινητό του.

«Νόμιζα πως θα ήσουν με τη Μυρτώ» λέω και κάθομαι στην καρέκλα απέναντί του.

Χωρίς να απαντήσει μου δείχνει με το δάχτυλό του την πίστα. Εύκολα εντοπίζω την Μυρτώ με τον Ζήση να χορεύουν. «Της είπα πως δεν ήταν αυτή που πραγματικά ήθελα να πάω στον χορό και μου είπε πως έτσι ένιωθε και αυτή. Να με ποιον ήθελε να πάει» λέει και δείχνει τον Ζήση.

«Μα...» παίρνω μία ανάσα και με κοιτάει. «Νόμιζα πως ήσουν ερωτευμένος μαζί της».

«Άκουσες τίποτα για να το νομίζεις αυτό;» γελάει και σκέφτομαι την συζήτησή του με τον Ζήση εκείνο το βράδυ.

«Όχι, τίποτα» λέω τελικά και χαμογελάω. «Με ποια ήθελες να πας;» τον ρωτάω.

Κάνει να απαντήσει όμως ο Άγγελος με σκουντάει. «Αχ αγάπη μου» μου λέει σε συμπονετικό τόνο. «Λυπάμαι πολύ που θα σου το πω αυτό όμως ερωτεύτηκα κάποια άλλη. Κάποια με τα όλα της!» φωνάζει.

«Ποια;» σηκώνω το φρύδι μου.

«Αυτή!» φωνάζει ξανά και δείχνει την Σύλβια που του επιτίθεται γελώντας. Τον τραβά από την γραβάτα προς την πίστα και αρχίζω να γελάω μαζί με τον Γιάννη.

«Χορεύεις;» μου λέει απλώνοντας το χέρι του προς εμένα.

«Χορεύω, μανάρι» τον κοροϊδεύω και πιάνω το χέρι του τραβώντας τον στην πίστα.

Την στιγμή που το τακούνι μου πατά σταθερά στο πάτωμα του γηπέδου, μία μπαλάντα αρχίζει να παίζει. «Αχ, άστο, βαριέμαι τις μπαλάντες» λέω και κάνω να τραβήξω το χέρι μου όμως το σφύγγει.

«Έλα. Θα είναι ωραία» μου λέει και γελάω ακολουθώντας τον στην πίστα.

«Από την Σύλβια, μία μπαλάντα» λέει ο DJ και γυρνάω να κοιτάξω προς το μέρος του. Η Σύλβια στέκεται δίπλα του, δείχνει τον Γιάννη που κοιτά αλλού και ύστερα τρίβει τους δίκτες της μεταξύ τους. Γουρλώνω τα μάτια μου και την βλέπω να γελάει πριν ανέβουμε στην πίστα.

Τοποθετώ τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και αυτός τα δικά του γύρω από τη μέση μου. Γελάω με το βλέμμα του. «Χαλάρωσε» λέω χαμογελώντας και κάνει το ίδιο.

«Ξέρεις, την νύχτα που βρήκες εμένα και τον Ζήση κάτω από το δέντρο... Από εκεί τη νύχτα θέλω να σου πω κάτι» λέει και τον κοιτάω παράξενα.

«Τι κάτι;»

«Θέλω να σου πω... Γαμώτο» γουρλώνει τα μάτια του.

«Ποιο γα-» κάνω να πω αλλά μου κλείνει το στόμα και γυρνά την πλάτη μου προς αυτόν.

Δύο μπρατσαράδες μας κοιτάνε δολοφονικά και ο Άγγελος με την Μυρτώ έρχονται δίπλα μας τρομοκρατημένη. Ο Γιάννης πιάνει το χέρι μου. «Εσείς! Ελάτε πίσω!» μας φωνάζει ο ένας αλλά εμείς ήδη τρέχουμε γελώντας προς την έξοδο.

****

Γεια σας! Τι κάνετε;✌


Επέστρεψε η Σύλβια! Σας έλειψε;🙈

Το μόνο καλό στην όλη ιστορία είναι πως ο Γιάννης με την Χρύσα ήρθαν ξανά κοντά, επιτέλους, μετά από όλα αυτά. Αντε να δούμε😂

Τώρα που αρχίζουν και τα σχολεία θα αργω λίγο να βάζω αλλά το πιο πιθανό είναι να βγάλω πρόγραμμα😇

Αυτααα γιατί κολλάει το κινητό μου😢

Ily πιτσουλιτσες μουυυ💘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top