Κεφάλαιο 1ο
«Πώς γίνεται να ακούς τόσο πρωί και τόσο δυνατά μουσική;» φωνάζω δυνατά ελπίζοντας πως ο αδερφός μου στο δίπλα δωμάτιο θα με ακούσει και θα κλείσει την μουσική.
Δεν φτάνει που δεν μένω σε διαμέρισμα στο Παρίσι αλλά στην Ελλάδα, έχω και τον Γιώργο να μου σπά τα νεύρα κάθε πρωί!
Δεν έχω απολύτως καμία όρεξη να σηκωθώ από το κρεβάτι μου, ιδικά όταν ξέρω πως μένουν μόνο μερικές βδομάδες για το τέλος και αυτής της χρονιάς. Τέλος το διάβασμα, τέλος το πρωινό ξύπνημα για τρεις ολόκληρους μήνες. Ακούγεται σαν αγγελικό κουδούνισμα στα αφτιά μου.
«Μπα, λέω να την ανεβάσω και άλλο» ο Γιώργος μου λέει καθώς μπαίνει στο δωμάτιό μου.
Τον κοιτάζω δολοφονικά και αναστενάζω χτυπώντας το πρόσωπό μου με το μαξιλάρι δίπλα μου. Δεν μπορώ να καταλάβω πως ένα δεκάχρονο μπορεί να με εκνευρίσει πιο πολύ και από όταν έχουμε μπάμιες στο σπίτι.
«Άμα σε πιάσω!» τσιρίζω τελικά και με ένα σάλτο τρέχω από πίσω του λες και έχει φάει το τελευταίο κεκάκι.
«Δεν μπορείς!» φωνάζει πίσω και μπαίνει απότομα στο δωμάτιό του κλείνοντας την πόρτα. Το πρόσωπό μου έρχεται σε άμεση επαφή με το ξύλο και ακούω το γέλιο του από το εσωτερικό.
«Έχε χάρη που ο μπαμπάς και η μαμά λείπουν, αλλιώς θα σου έλεγα εγώ, νιάνιαρο» λέω λίγο πιο σιγανά νευριασμένη.
Οδηγώ ξανά το σώμα μου μέχρι το δωμάτιό μου και ανεβαίνω κατευθείαν τις σκάλες κατευθυνόμενη προς το δωμάτιο με τα ρούχα μου. Ποτέ δε με βόλεψε το γεγονός πως η ντουλάπα-δωμάτιό μου βρίσκεται πάνω ακριβώς από το υπνοδωμάτιό μου γιατί πρέπει κάθε πρωί να ανεβαίνω μία ολόκληρη σκάλα.
Ντύνομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ και φτιάχνω την σχολική μου τσάντα, ακόμα νευριασμένη με τον αδελφό μου.
Κοιτάζω την ώρα και ανακουφίζομαι αφού έχουμε ακόμα αρκετή ώρα μέχρι να έρθει ο σοφέρ και να μας πάρει.
Βγαίνω από το δωμάτιό μου με προορισμό την κουζίνα, όταν παρατηρώ πως η πόρτα του δωματίου του Γιώργου είναι ανοιχτή. Ανασηκώνω τους ώμους μου και κατευθύνομαι στο μπάνιο του πάνω ορόφου. Κάνω να μπω όμως είναι κλειδωμένα, να που είναι.
Αναστενάζω και κατεβαίνω στον κάτω όροφο, εκεί που υπάρχουν τα δωμάτια για τους καλεσμένους, των γονιών μου και το δωμάτιο με τα βιοντεοπαιχνίδια.
Τελικά κάνω την καθημερινή μου ρουτίνα σε εκείνη το μπάνιο και κατεβαίνω στο ισόγειο όπου είναι η κουζίνα και το σαλόνι. Επιλέγω την κουζίνα.
«Καλημέρα, Χρύσα» μου χαμογελάει η Μάρθα, η μαγείρισσα και της χαμογελάω πλατιά. Παρόλο που στους γονείς μας αρέσει να τους μιλάνε στον πληθυντικό, εγώ προτιμώ τον ενικό.
«Καλημέρα! Δεν πιστεύω να σας πείραξε η δυνατή μουσική του Γιώργου» ανοίγω συζήτηση μαζί της.
Μου αρνείται χαμογελαστή και συνεχίζουμε να μιλάμε ακατάπαυστα μέχρι ο Γιώργος να κατέβει επιτέλους. «Ο σοφέρ είναι εδώ, Μάρθα; Και η Σούλα που είναι;» την κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω, λες και είναι κανένας αριστοκράτης.
«Μάλιστα. Έχει ρεπό, κύριε» του απαντάει αυτή λίγο μπερδεμένη με το πόσο διαφορετικά συμπεριφερόμαστε ενώ είμαστε αδέλφια.
«Πάμε, άμα είναι» ξεσηκώνω τον Γιώργο. «Σήκω μικρέ αυτοκράτορα» του λέω ειρωνικά και βάζει την σάκα του στον ώμο του. «Και πάλι καλημέρα, Μάρθα» της χαμογελάω και μου ανταποδίδει.
«Επίσης, καλά να περάσετε!» φωνάζει πίσω μας και μου θυμίζει την μητέρα μου.
«Περίμενε να δέσω το κορδόνι μου!» φωνάζει όταν βγαίνουμε έξω και εγώ στέκομαι με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά του.
«Έλεος» σφυρίζω και μόλις τελειώνει τρέχει και κάθεται στο κάθισμα δίπλα στο παράθυρο.
Αναστενάζω. «Καλημέρα, Νικόδημε!» χαμογελάω στον οδηγό του αυτοκινήτου μας πριν μπω μέσα.
Μου αντιγυρίζει χαμογελώντας στον καθρέπτη. «Καλημέρα, Χρύσα» λέει σιγανά -πάω στοίχημα πως μετά από 17 χρόνια ακόμα δεν έχει συνηθίσει να μου μιλά στον ενικό.
Ανεβάζει την ένταση του ραδιοφώνου καθώς ξέρει πόσο αρέσει στον Γιώργο να ακούει τον αγαπημένο του σταθμό κάθε πρωί.
«Καλημέρα, θέλω να αφιερώσω το τραγούδι "Σε έχω βρει και σε χάνω"!» ακούω έναν ακροατή να λέει.
«Καταπληκτικά! Σε ποιον το αφιερώνετε;» απαντά χαρούμενα και ευδιάθετα ο παρουσιαστής του ραδιοφωνικού σταθμού.
«Στο WIFI του γείτονα, δεν μπορούμε να κάνουμε την δουλειά μας ρε παιδί μου!» του ανταπαντά και γελάω ασυναίσθητα όσο ο Νικόδημος αλλάζει σταθμό.
Όταν επιτέλους φτάνουμε στο μεγαλύτερο ιδιωτικό Λύκειο-Γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης, αποχερετώ τον Νικόδημο και ο Γιώργος έχει εξαφανιστεί πριν καν προλάβω να του πω «καλή μέρα».
Η καλύτερή μου φίλη, Μυρτώ, με πλησιάζει αγκαλιάζοντάς με σφιχτά όπως κάνει κάθε μέρα. «Καλημέεερα!» φωνάζει όπως συνήθως ενθουσιασμένη για την καινούρια μέρα και της χαμογελάω.
Πραγματικά, αυτός ο άνθρωπος μπορεί να σου φτιάξει την διάθεση. «Καλημέρα. Τι κάνεις;»
«Πολύ καλά. Σταμάτα την φλιαρία τώρα και έλα, τα παιδιά μας περιμένουν!» με τραβά από το χέρι όμως όταν καταλαβαίνει πως βρισκόμαστε σε έναν χώρο που οι άνθρωποι κρίνουν πιο πολύ από ότι στα καλλιστεία, με αφήνει και περπατά δίπλα μου.
«Δεν μίλησα καν!» λέω γρήγορα γελώντας.
«Καλημέρα Χρυσά!» μας προσπερνά ο φίλος μου, Παντελής, και του χαμογελώ.
«Καλημέρα!» ανταποδίδω και συνεχίζω να προχωράω με την Μυρτώ.
«Καλημέρα κορίτσια, πώς πάει;» μετά από ένα δευτερόλεπτο εμφανίζεται δίπλα μας ο Νικόλας.
«Καλημέρα Νικόλα!» λέμε ταυτόχρονα εγώ και η Μυρτώ και αυτή γελάει.
«Θα μου πάρεις το iPhone 5 στα γενέθλιά μου;» με κοιτά με κουταβίσια ματιά η Μυρτώ μόλις προσπερνάμε τον Νικόλα.
«Καλημερούδια!» μας γελάει η Αγγελική και την χαιρετάω με το χέρι μου όσο η Μυρτώ την καλημερίζει.
Ο δρόμος για την παρέα μας δεν είναι μακριά, έτσι χαίρομαι που δεν θα με καλημερίσουν πολλοί ακόμα. Μουτζώνω την Μυρτώ. «Πάρε τα πέντε και σου χρωστάω το iphone» γελάω και κάνει την θυμωμένη.
«Δες, πάλι ο Νίκος με την Σμαράγδα φασώνονται κάτω από το δέντρο» μου δείχνει διακριτικά προς εκείνη την κατεύθυνση.
«Αυτή τούμπανο, αυτός κλαρίνο, έχουν συμπληρώσει σχεδόν μία τριμελή ορχήστρα» σχολιάζω και γελάει.
«Καλημέρα κορίτσια» λέει σχεδόν συγχρονισμένα όλη η μεγάλη παρέα όταν φτάνουμε και τους ανταποδίδουμε.
Δίπλα μας περνούν και κάθονται δύο παιδιά, ο ένας νέος στο σχολείο και ο άλλος όχι, μόνο που δεν τον ξέρω προσωπικά.
Μ' αρέσει να παρακολουθώ τις συζητήσεις των άλλων παιδιών, καθώς βαριέμαι την συζήτηση που έπιασε η παρέα μου γεμάτη κουτσομπολιά.
«Αυτή η μεσαία με τα κάστανα μαλλιά και τις μπλε άκρες, ποια είναι;» ρωτάει για εμένα ο καινούριος και τους κοιτώ με την άκρη του ματιού μου. Θα μπορούσε να πει κανείς πως έχω βιονική ακοή αλλά δεν βαριέσαι.
«Την λένε Χρύσα Παπασταύρου. Είναι η πιο δημοφιλής του σχολείου και πλούσια μέχρι το κόκκαλο. Έχω ακούσει πως έχουν τζακούζι και ολόκληρη πισίνα στο μπαλκόνι τους!» του λέει ενθουσιασμένα ο "πάλιος". Δηλαδή τι, είναι τόσο αφύσικο να έχεις πισίνα στο μπαλκόνι σου;
«Έχει αγόρι;» λέει ξανά ο καινούριος και αναστενάζω μέσα μου.
«Μπα. Τα είχε με κάποιους αλλά τον τελευταίο καιρό δεν παίζει τίποτα. Πάντως μην της την πέσεις, θα φας χυλόπιτα» τον προειδοποιεί και έχει δίκιο.
«Και γιατί δεν έχει αγόρι; Δεν την θέλουν;» γελάει σιγανά. Φίλε, είστε δίπλα μου!
«Την θέλουν, σχεδόν ο μισός ανδρικός πληθυσμός του σχολείου και ας μην μετρήσω έξω από αυτό. Απλά ξέρουν ότι θα φάνε χυλόπιτα και δεν κάνουν κίνηση».
«Μήπως, μεγάλε, έχεις τίποτα άλλο να ασχοληθείς εκτός από την προσωπική φωνή της φίλης μου;» ακούω μία γνωστή φωνή και κάνω πως κοιτάω φευγαλαία για να καταλάβω ποιος είναι. Ο Ζήσης.
«Όχι, είναι ωραίο γκομενάκι και προτιμώ να ασχολούμαι μαζί της» βλέπω τον καινούριο να γλύφει τα χείλη του και γυρνάω απότομα το βλέμμα μου.
«Τα κουλά σου κοντά, ούφο» τον αγριοκοιτάζει ο Ζήσης και μέσα μου τον ευχαριστώ.
Και ναι, γενικότερα λατρεύω την καθημερινή μου ρουτίνα. Λέμε τώρα.
***
Heyoo bbies! Τι κάνετε καλέ καλέ;🙈
Μπήκε κιόλας το κεφάλαιο σησηοεοαηοοεξ ξοδεψα δύο ώρες από την ζωή μου για να το γράψω πρέπει να μου υποκλινεστε😢
Βαρετό af κεφάλαιο αλλά υπόσχομαι ότι τα επόμενα θα είναι καλύτερα γιατί θα κατεβάσει και την εφαρμογή😎
ΣΑΡΑΝΤΑ ΒΑΘΜΟΙ ΛΙΩΝΕΙ ΤΟ ΚΟΡΜΙ Η ΛΥΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΑΜΕ ΠΑΡΑΛΙΑ👊😢🌞
Που θα πάτε διακοπές αν πάτε; Εγώ κρουαζιέρα Αιγαίο I'm excited af😢💎
Αυτααα,τα λέμε στο επόμενο που θα μπει πολύ σύντομα bc why not✌
Don't forget to vote and comment because ξέρω ζιουζιτσου. Jk το μόνο άθλημα που κάνω καλά είναι το φαγητό🍝
Ily πιτσουυυυλες😂🌌💝
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top