Κεφάλαιο 19ο

Διαβάστε ξανά και αν δεν σας κάνει κόπο αφήστε ξανά τα αστεράκια και τα σχόλιά σας, έκανα αρκετό κόπο για να το γράψω ξανά.

Παρασκευή ξημερώνει και δεν είμαι καθόλου ενθουσιασμένη για την Μυρτώ, τον Γιάννη και το σημερινό ραντεβού τους.

Βαριεστημένα σηκώνομαι από το κρεβάτι μου και ανεβαίνω μέχρι την ντουλάπα μου αφού έχω επισκεφτεί πρώτα το μπάνιο για την καθημερινή πρωινή ρουτίνα μου.

Λένε ότι τα ρούχα σου πρέπει να περιγράφουν την διάθεση κάποιου, έτσι εγώ λέω να φορέσω μία σκούρα απόχρωση του μαύρου για όλα μου τα ρούχα. Γενικά οτιδήποτε μαύρο έχω στην ντουλάπα μου.

Βέβαια εντάξει, δεν πέθανε κανένας. Ακόμα.

Τελικά φοράω ένα κοντό άσπρο φόρεμα με γαλάζια λουλούδια, ένα αμάνικο άσπρο τζιν πανοφόρι και άσπρα δίπατα παπούτσια. Εκτός από το ραντεβού των δύο κολλητών μου, είναι και η τελευταία μέρα του σχολείου για πάντα.

Πλησιάζω τον επιτραπέζιο καθρέπτη μου και χαμογελάω στο είδωλό μου πριν φορέσω λίγο ρουζ και ένα απαλό ροζ λιπ γκλος. Λύνω τα κόκκινα μαλλιά μου από τους δύο κεφτέδες που τα είχα κάνει και πέφτουν στους ώμους μου σε απαλές σπαστές μπούκλες. Τα χτενίζω με τα δάχτυλά μου και τα ρίχνω κάτω, ώστε να πάρουν περισσότερο όγκο.

«Κουκλάρα μου» μιλάω στο είδωλό μου και αφού του αφήσω ένα φιλί στον αέρα, πλησιάζω το παράθυρο το οποίο ανοίγω. «Γιάννη!» φωνάζω και ρίχνω ένα από τα κουκουνάρια που μάζεψα όταν παίξαμε UNO στο παράθυρό του.

Το ανοίγει κατευθείαν. «Στις ομορφιές σου βλέπω» μου λέει.

«Βέβαια. Το ξέρεις ότι σήμερα μας δίνουν τα απολυτήριά μας, έτσι; Τέλος το σχολείο!»

Χαμογελάει. «Το ξέρω. Εγώ πάλι είμαι χαρούμενος για το ραντεβού».

Άντε πάλι με το ραντεβού. «Λογικό. Το βράδυ θα βγείτε, έτσι;»

«Ναι. Τα λέμε εκεί» χαμογελάει και μετά εξαφανίζεται για άλλη μία φορά στο δωμάτιό του.

Χαμογελάω πίσω, πιο πολύ για τον εαυτό μου και βάζω το κινητό μου στην τσέπη μου -με το οποίο δεν ασχολούμαι και πολύ την τελευταία εβδομάδα.

«Καλημέρα, σκατούλι» χαιρετώ τον αδερφό μου όταν τον πετυχαίνω έξω από το δωμάτιό του.

«Χαρούλες διακρίνω» γελάει.

«Πολλές. Τέλος το σχολείο!» φωνάζω και κατεβαίνω χαρούμενη τις σκάλες.

Μετά από είκοσι λεπτά βρίσκομαι στη γεμάτη εφήβους αυλή του σχολείου μου για προτελευταία φορά. Η τελευταία είναι την Κυριακή για την χοροεσπερίδα.

Η χοροεσπερίδα! Την είχα ξεχάσει εντελώς. Σε δύο μέρες είναι η τελευταία χοροεσπερίδα σχολείου που θα πάω ποτέ ξανά και δεν έχω βρει ακόμα σύνοδο.

Προσπαθώ να σκεφτώ πιθανά αγόρια που θα μπορούσα να πάω.

Ο Γιάννης μέχρι το τέλος της σημερινής βραδιάς θα έχει σύνοδο και το όνομά της θα είναι Μυρτώ. Ένα μεγάλο κόκκινο Χ εμφανίζεται στη μούρη του στο μυαλό μου.

Με τον Πέτρο από την κρουαζιέρα έχω να επικοινωνήσω από τότε που αυτή τελείωσε, έτσι δεν πρόκειται να τον ψάξω εγώ πρώτη.

Ο Ζήσης θα πάει με το κοπέλα του, έτσι είναι από μόνος του άκυρος.

Χαμογελάω στη Μυρτώ που με πλησιάζει. «Καλημέρα!» τραγουδάει χαμογελαστή.

«Κακή στραβή και ανάποδη» της απαντώ εγώ καθώς μπαίνουμε στον εσωτερικό χώρο του σχολείου και πιο συγκεκριμένα στην αίθουσα εκδηλώσεων. «Είσαι πολύ τυχερή».

«Γιατί;»

«Γιατί μέχρι το τέλος της βραδιάς θα έχεις συνοδό ενώ εγώ, σαν τον μπακούρι της παρέας ακόμα δεν έχω βρει» εξηγώ.

«Έλα τώρα, μπορείς να πας με όποιον θέλεις» λέει. Μακάρι να ήξερε πως πραγματικά δεν μπορώ να πάω με αυτόν που θέλω.

«Πάντως μόνη, δεν πάω» στραυρώνω τα χέρια στο στήθος μου σαν μικρό παιδί που δεν του δίνουν καραμέλα. Ή έστω έναν Γιάννη.

«Κάποιος θα βρεθεί».

«Σοβαρά, θα μπορούσα άνετα να πάω με τον πρώτο που θα μπει τώρα από την πόρτα» δηλώνω περήφανα.

Ξέρετε πως, πάντα, εννοώ πάντα, όταν κάποιος πει πως θα μπορούσε να βγει με τον πρώτο που θα έμπαινε από την πόρτα, αυτός είναι κάποιος που πραγματικά ποτέ δεν θα περίμενε; Δεν είμαι μία εξαίρεση.

Η Μυρτώ αρχίζει να γελάει μόλις ο σπασίκλας Άγγελος από την Βιολογία και τη Φυσική μπαίνει στην αίθουσα. Όπως πάντα φοράει ένα άσπρο πουκάμισο, ένα συμμετρικό αμάνικο πουλόβερ και ένα καφέ παντελόνι μέσα στον κατακαλόκαιρο. Το πρόσωπό του στολίζουν τα μεγάλα σκατουλί γυαλιά του, τρεις φορές μεγαλύτερα από τα δικά μου, ενώ είναι από τους λίγους σπασίκλες που δεν έχει σπυράκια.

Σηκώνομαι από την καρέκλα μου και στρώνω καλύτερα το φόρεμα πάνω μου έτσι η Μυρτώ σταματά να γελάει απότομα. «Σοβαρά θα πας;» με ρωτάει αλλά την αγνοώ καθώς πλησιάζω τον Άγγελο που ψάχνει μία άδεια θέση.

«Γεια σου, γλύκα» τον χαιρετώ ναζιάρικα όταν επιτέλους φτάνω κοντά του.

Με κοιτά ανέκφραστος για μερικά δευτερόλεπτα, γυρνά και κοιτά πίσω του και ύστερα ξανά εμένα. «Σ-σε εμένα μιλάς;» με ρωτάει και γνέφω σαν απάντηση. «Γιατί;» ξαναρωτάει.

Θεέ μου, που πάω να μπλέξω; «Γιατί θέλω να σε ρωτήσω κάτι».

«Ουάου ε, εί-είμαι πολύ καλά, εσύ;» τρίβει τον σβέρκο του.

«Βασικά, δεν ήθελα να ρωτήσω αυτό» κουνιέμαι άβολα. «Ήθελα να ρωτήσω αν έχεις συνοδό για την χοροεσπερίδα του Σαββάτου».

«Ναι» απαντά κατευθείαν και μετά παίρνει μία βαθιά ανάσα. «Ποιον κοροϊδεύω; Όχι δεν έχω» απαντά σιγανά.

«Τι λες να γίνεις ο δικός μου συνοδός;» τον ρωτάω καθώς βάζω τα δύο δάχτυλά μου να περπατούν πάνω στον ώμο του. Με κοιτά ακόμα πιο ανέκφραστος από την πρώτη φορά και μπορώ εύκολα να καταλάβω πως τα δύο λεπτά που περνούν δεν ανοιγοκλείνει τα μάτια του αλλά ούτε καν αναπνέει. «Είχα πάει σε ένα σεμινάριο για τους καρδιοπαθείς κάποτε και έτσι ακριβώς ήταν όταν πάθαιναν καρδιακή προσβολή» λέω καθώς κουνάω τα χέρια μου μπροστά στο πρόσωπό του.

Αρχίζει να γελάει μανιωδώς και να διπλώνεται για να αναπνεύσει από το γέλιο καθώς ταυτόχρονα ρουθουνίζει. «Που είναι οι κάμερες;» ρωτάει γελώντας ακόμα.

«Δεν υπάρχουν κάμερες...» απαντώ άβολα.

«Και τότε γιατί ένα τόσο δημοφιλές κορίτσι θέλει να βγει με εμένα;» σταματά σταδιακά το γέλιο του.

«Γιατί πιστεύω πως είσαι γλυκός και σου αξίζει μία κοπέλα» πετάω τις πρώτες δικαιολογίες που μου έρχονται στο μυαλό. Ο Άγγελος είναι πραγματικά η τελευταία μου ευκαιρία να πάω με συνοδό σε αυτόν τον χορό.

«Σοβαρά το πιστεύεις αυτό;»

«Αμέ» απαντάω ειλικρινά. «Σοβαρά. Έλα να με πάρεις στις 9 και αγόρασε και τα εισιτήρια, αν μπορείς» του χαμογελάω γλυκά και ορκίζομαι πως βλέπω καρδούλες να βγαίνουν από τα μάτια του.

«Θα προσπαθήσω να είμαι υπέροχος για εσένα» μου λέει και εγώ, λες και θέλω να τον πεθάνω τον άνθρωπο, του δίνω ένα φιλί στο μάγουλό του πριν γυρίσω πλάτη προς αυτόν.

«Δεν είσαι σοβαρή. Όλοι σας κοιτούσαν» μου λέει η Μυρτώ όταν κάθομαι επιτέλους στη θέση μου δίπλα της.

«Το ξέρω» λέω καθώς γελάω σιγανά.

Με βαθμό μέσο όρο 19 και ένα απολυτήριο Λυκείου για την σχολή σχεδίου ρούχων στο Παρίσι που θέλω να φοιτήσω επιστρέφω σπίτι ικανοποιημένη με την προσπάθεια που έχω καταθέσει όλα αυτά τα χρόνια.

«Ο βαθμός σου έφτασε με e-mail, είμαι τόσο περήφανη για εσένα, αγάπη μου» μου λέει η μητέρα μου καθώς μπαίνω στην κουζίνα μετά από την τελετή απονομής απολυτηρίων.

«Ευχαριστώ, μαμά» την αγκαλιάζω και ύστερα αγκαλιάζω την Σούλα που επίσης με αγκαλιάζει για την επιτυχία μου.

«Πες μας τώρα, με ποιον θα πας στην χοροεσπερίδα;» με ρωτάει κατευθείαν καθώς κάθομαι σε μία από τις καρέκλες της τραπεζαρίας.

«Η παλιά μαμά θα συζητούσε κατευθείαν για την σχολή που θέλω να σπουδάσω» λέω ανασηκώνοντας το ένα μου φρύδι.

«Η καινούρια θέλει να μάθει για την χοροεσπερίδα, όμως, γιαυτό λέγε» μου μιλά λες και είναι φίλη μου, το οποίο εκτιμώ πολύ.

«Αγαπώ την καινούρια» δηλώνω και γελάει. Αναστενάζω θυμούμενη την αρχική της ερώτηση. «Πάντως με κάποιον που δεν θέλω».

«Γιατί, με ποιον θα πάει ο Γιάννης;» επεμβαίνει η Σούλα.

Γουρλώνω τα μάτια μου. «Πώς ξέρεις ότι θέλω να πάω με τον Γιάννη;»

«Φαίνεται» απαντά για τη Σούλα η μαμά μου. «Και για να έχουμε καλό ερώτημα, με ποιον θα πας;»

«Με έναν συμμαθητή μου από την Βιολογία» παίρνω μία ανάσα. «Είναι κάπως σπασίκλας».

«Δεν είναι πρόβλημα αυτό αν σου αρέσει» με ενθαρρύνει η Σούλα.

«Είναι γλυκός και αλήθεια πιστεύω ότι θα περάσω καλά μαζί του αλλά δεν είναι αυτός» αναστενάζω δραματικά.

[...]

«Ακόμα δεν έβγαλες έξω τα ρούχα που θα βάλεις;» ρωτάω την Μυρτώ καθώς κάθομαι στο κρεβάτι του υπνοδωματίου της.

«Δεν ήμουν σίγουρη για το ποια να βάλω ακριβώς» παραπονιέται.

«Αφού μαζί πήγαμε και αγοράσαμε ρούχα για σήμερα» πεταρίζω τις βλεφαρίδες μου.

«Ναι, όμως... Σίγουρα μου πάνε; Εννοώ μήπως με κάνουν χοντρή; Ή...» κάνει να πει αλλά την διακόπτω κατευθείαν.

«Άκουσε. Είναι επτά και μισή και έχουμε μισή ώρα πριν έρθει να σε πάρει ο Γιάννης οπότε βγάλε τον σκασμό και ντύσου γιατί αυτά τα ρούχα σου πάνε γάντι!» φωνάζω βροντερά ταρακουνώντας τους ώμους της.

Μου κάνει έναν στρατιωτικό χαιρετισμό και χαμογελάω όταν μπαίνει στην παρόμοια με τη δική μου ντουλάπα για να ντυθεί. Μετά από πέντε σχεδόν λεπτά και αφού έχω δοκιμάσει σχεδόν όλα τα κραγιόν της για να μην βαριέμαι, βγαίνει έτοιμη.

«Βολέψου» λέω και της δείχνω την καρέκλα μπροστά στον καθρέπτη της. Γελάει και ενθουσιασμένη ακολουθεί τις εντολές μου. «Ξυρίστηκες;»

«Ναι».

«Παντού

«Ιού, έλεος Χρύσα!» φωνάζει καθώς γελάει. «Στο σινεμά θα πάμε».

«Ποτέ δεν ξέρεις» λέω τραγουδιστά και χτυπά τον ώμο μου ώστε εγώ να βγάλω έναν ήχο πόνου. «Ψηλά ή κάτω;» παίζω με τα μαλλιά της για να καταλήξω στο χτένισμα που νομίζω ότι θα της πάει πιο πολύ: μία ψηλή αλογοουρά. «Δεν θα σου βάλω πολύ κραγιόν, κανείς δεν θέλει να δει τον Γιάννη να γυρνάει σπίτι με κραγιόν στα χείλη του» γελάω και με ακολουθεί.

Τελικά της βάζω λίγη μάσκαρα και μία απαλή απόχρωση του κόκκινου κραγιόν και όταν είναι έτοιμη, το κουδούνι χτυπά στον κάτω όροφο. Πανικοβάλεται για λίγο έτσι εγώ το μόνο που προλαβαίνω να κάνω είναι να ρίξω λίγη κολώνια πάνω της και να της δώσω ένα μπάτσο στον κώλο -έτσι πάντα ηρεμεί μέχρι να αρχίσει να μου φωνάζει.

«Μη το ξανακάνεις αυτό!» τσιρίζει καθώς κατεβαίνουμε τις σκάλες.

«Ό,τι πεις, κωλαρού».

Ανοίγει την πόρτα και εγώ από πίσω της παρακολουθώ το σκηνικό.

«Γεια».

«Γεια».

«Είσαι πολύ όμορφη».

«Και εσύ. Δηλαδή όχι όμορφη, όμορφος. Είσαι πολύ όμορφος, ναι» πανικοβάλεται και γελάει άβολα προκαλώντας με να χτυπήσω το μέτωπό μου με το χέρι μου.

Μόνο κοιτιούνται για μερικά λεπτά τα οποία μοιάζουν με αιώνες για εμένα. «Δεν θέλω να σας το χαλάσω, αλλά για να φύγω πρέπει να με αφήσετε» λέω και η Μυρτώ αναπηδώντας λίγο λες και δεν ήξερε πως ήμουν πίσω της, κάνει χώρο για να περάσω. Το ποδήλατο όπου ήρθα μέχρι το σπίτι της με περιμένει έτσι παίρνω μία βαθιά ανάσα. «Καλά να περάσετε» λέω τελικά.

«Ευχαριστούμε» λένε με μία φωνή και τους γυρνάω την πλάτη μου, ενώ ακόμα ένα κομμάτι του εαυτού μου περιμένει ο Γιάννης να με πιάσει και να με φιλήσει εδώ και τώρα. Όμως ξέρω, πως δεν είναι αυτό που πραγματικά θέλω.

Ανεβαίνω στο ποδήλατό μου και αρχίζω να κάνω πετάλι όταν η μηχανή του αυτοκινήτου της Μυρτούς ανάβει κάνοντας θόρυβο.

Ένας δυνατός ήχος κόρνας μέσα στην ησυχία με τρομάζει απίστευτα πολύ και κοντεύω να πέσω από το ποδήλατο. «Δική του ιδέα ήταν!» φωνάζει η Μυρτώ καθώς οδηγούν από δίπλα μου και με προσπερνούν.

****

Καταρχάς, ανέβασα χθες το κεφάλαιο και υποτίθεται πως ήταν 2100 λέξεις όμως ανέβηκαν μόνο οι 400. Γιατί αυτό; Γιατί το έξυπνο wattpad διέγραψε όλα όσα είχα γραψει. Με ακούτε που κλαίω;😭 τέλος πάντων έκατσα και τα ξαναεγραψα:(

Άσχετο αλλά το His Best Hater έφτασε στα 90Κ views! Δεν μπορώ να το πιστέψω! Σας ευχαριστώ άπειρα πολυ.

Αυτό είναι το author's note, έτσι όπως το είχα γράψει πριν (το είχα αποθηκεύσει:'():

Γειά σας παιντακια μου,τι μου κάνετε; Όλα καλά; Ο,τι θέλετε εδώ😉

Σχεδόν 2000 λέξεις, ουάου. Οι περισσότερες που έχω γράψει😂

Σπόιλερ αλερτ: στα επόμενα δύο κεφάλαια ακολουθεί το ραντεβού της Μυρτούς και του Γιάννη, μία αποκάλυψη από τον Γιάννη (δεν σας λέω😂) και η χοροεσπερίδα.

Για την αποκάλυψη του Γιάννη ετοιμάζω και βιντεάκι βρε😂

Άρα, η Χρύσα μας θα πάει στον χορό με τον Άγγελο, αν και δεν θέλει. Τι θα την κάνουμε αυτή, μου λέτε;😂

Σε μερικά μονάχα κεφάλαια φτάνει και το cheater app μας, με ένα φοβερό φινάλε για το ίδιο!

Αυτό το βιβλίο θα είναι μικρό, όμως, όπως θυμάστε λογικά, σας είχα πει πως θα κάνω sequel. Αυτό το sequel, λοιπόν, θα γραφτεί σε αυτό το βιβλίο, για να μην χρειάζεται να κάνω καινούριο! Θα λέγεται «The Beauty App».🙈

Πολλά σπόιλερ για σήμερα νομίζω😂

Για το επόμενο κεφάλαιο θέλω 120 views και 40 vote γιατί με αγαπάτε😂👏

Love you πιτσουλιτσες μουυυ😎🌈

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top