Κεφάλαιο 18ο

«Μπορείτε να περιμένετε εσείς εδώ, όσο εγώ ετοιμάζω τα χαρτιά» μας χαμογελά η κυρία στην υποδοχή της σχολής οδηγών και κάνω το ίδιο.

Εγώ και ο Γιάννης —που αποφάσισε να με συνοδεύσει στην σχολή οδηγών ώστε να κανονίσω την εγγραφή μου— καθόμαστε στην αίθουσα αναμονής αμίλητοι για μερικά δευτερόλεπτα.

Από το πρωί σήμερα συζητώ με την Μυρτώ για το ανερχόμενο ραντεβού της έτσι αποφασίσαμε να πάμε για ψώνια και να αγοράσουμε ρούχα μετά από την επίσκεψή μου στην σχολή.

«Ξέρεις κάτι; Ανυπομονώ τόσο πολύ για την Παρασκευή» πετάει στο άσχετο.

«Την Παρασκευή θα βγείτε;» χαμογελάω. Είμαι αλήθεια χαρούμενη για τους φίλους μου.

«Ναι. Ευχαριστώ που με βοηθάς, είσαι κολλητάρι» χτυπά τον ώμο μου.

«Είμαι» τινάζω τα μαλλιά μου.

«Ως ένδειξη της χαράς που μου προσφέρεις, θα σου μάθω πώς να αναπνέεις κάτω από το νερό» μου λέει καθώς τα μάτια του γυαλίζουν.

«Άμα βγάλω ουρά θα σε αποκαλώ μάγο για το υπόλοιπο της ζωής σου» αστειεύομαι και γελάει.

Πάει στον νερουλά —όπως ονομάζω το μηχάνημα με τα ποτηράκια στα κυριλέ γραφεία που βάζεις νερό— και βάζει σε δύο ποτήρια. «Δες» μου λέει καθώς πλησιάζει και μου δίνει το ένα. «Βάζεις το ποτήρι πάνω από το κεφάλι σου» ακουλουθεί τα λόγια του και εγώ τις κινήσεις του κοροϊδεύοντάς τον, «παίρνεις μία βαθιά ανάσα» τον ακολουθώ ξανά. «και... Έμαθες να αναπνέεις κάτω από το νερό!»

«Μετά εγώ είμαι το παγάκι» ειρωνεύομαι.

Κάνει πως προσβλήθηκε. «Γιου τόκιν του μι;» δείχνει τον εαυτό του με το δάχτυλό του.

«Δεσποινίς Παπασταύρου» μας καλεί η κυρία στην υποδοχή και εγώ με τον Γιάννη πλησιάζουμε τον πάγκο. «Ορίστε το βιβλίο που πρέπει να μελετήσετε προσεκτικά για να περάσετε στις γραπτές αλλά και στις πρακτικές εξετάσεις. Καθώς είστε πολύ σημαντική, μπορείτε να μας ενημερώσετε όταν εσείς νιώσετε έτοιμη να δώσετε τις εξετάσεις» μου χαμογελάει.

«Ευχαριστώ, το εκτιμώ ιδιαίτερα» απαντώ όπως η μητέρα μου σε τέτοιες περιπτώσεις.

«Καλό διάβασμα και καλή επιτυχία. Ορίστε το τηλέφωνο της σχολής» μου δίνει μία κάρτα από τον πάγκο και το βιβλιαράκι.

«Ευχαριστώ πολύ» χαμογελάω και με αυτό βγαίνουμε από την σχολή.

«Θα βρεθείτε τώρα;» με ρωτάει ο Γιάννης κατευθείαν.

«Ναι. Κακομοίρη μου, έστω και την πληγώσεις» τον απειλώ κάνοντας πως θα του κόψω τον λαιμό με το δάχτυλό μου.

«Καλά καλά» σηκώνει ψηλά τα χέρια του. «Εμένα μου αρέσει πολύ».

«Το ξέρω όμως, προσεκτικά» βήχω και γελάει γνέφοντας.

«Από την επόμενη βδομάδα θα είναι ο ταρίφας μας» λέει και γελάω.

«Λες να τα μάθω τόσο γρήγορα;»

«Σίγουρα, εφόσον στο σχολείο μάθημα δεν θα κάνουμε, και την κολλητή σου θα σου την κλέβω» γελάει, «θα έχεις πολύ χρόνο» συμπληρώνει.

«Σε μισώ».

«Το ξέρω ότι με αγαπάς» λέει.

«Που το ξέρεις;» το παίζω και καλά ανίξερη και σταματώ να περπατάω. Γυρνά και με κοιτά σοκαρισμένος.

«Τι;»

«Σε ποθώ ταμάλα. Όπως ο ήλιος τη γη, όπως ο Μάνθος την Πέγκυ, όπως η Ντάλια τον Αλέξη, όπως ο Στάιλς την Λύντια, όπως ο Ντέιμον την Ελένα» τον πλησιάζω και με κοιτά παράξενα. Κάνω να ανέβω στις μύτες για να τον φτάσω —αν και φοράω τακούνια— και καλά να τον φιλήσω, και όπως κάνει κίνηση να έρθει πιο κοντά μου, του ρίχνω μπουνιά στη κοιλιά.

Λυγίζει στα δύο και γελάω δυνατά, έτοιμη να πέσω στο πάτωμα. Όταν ο πόνος περνάει, με κοιτά με δολοφονικό βλέμμα όμως εγώ δεν σταματώ να γελάω. «Είσαι χαζή, το πίστεψα» παραπονιέται.

«Ίου» λέω μέσα στα γέλια μου και με μία κίνηση πιάνει την μέση μου και με βάζει σαν σακί πάνω στον ώμο του. «Γιάννη! Φοράω φούστα, Θεέ μου!» τσιρίζω και χτυπάω την πλάτη του με τις γροθιές μου καθώς τρέχει. Ίσως να μην ήταν η κατάλληλη μέρα να φορέσω κοντή φούστα.

«Ας δείξουμε λίγο τον κώλο της Χρυσούλας Παπασταύρου στους περαστικούς!» φωνάζει τονίζοντας τον όνομά μου και τελικά το μόνο που κάνω είναι να γελάω καθώς χτυπάω την πλάτη του.

[...]

«Μου έλειψε να βγαίνουμε συνέχεια» παραδέχομαι στην Μυρτώ καθώς βγαίνουμε από την λιμουζίνα στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, το Mediterranean Cosmos.

«Και εμένα!» τσιρίζει καθώς μπαίνουμε στο κλιματιζόμενο χώρο. «Δεν το πιστεύω ότι είναι η τελευταία βδομάδα πριν το τέλος του σχολείου».

«Εγώ πάλι ακόμα προσπαθώ να πειστώ πως είμαστε από τα λίγα παιδιά που δεν δίνουν πανελλήνιες» λέω. Το σχολείο μας, σαν ιδιωτικό που είναι, καταργεί τις πανελλήνιες για τους μαθητές του. Παίρνουμε κάτι σαν πτυχίο αφού έχουμε δώσει συγκεκριμένες εξετάσεις τον Μάιο, έτσι ώστε να φοιτήσουμε στο εξωτερικό και όχι στην Ελλάδα.

«Είναι πραγματικά τέλειο. Όλοι διαβάζουν τώρα και εμείς, χαλαρά» γελάει και μπαίνουμε στα H&M.

«Φούστα, τζιν ή φόρεμα;»

«Εσύ τι λες;» με ρωτάει.

«Φούστα. Θα πάτε στο σινεμά, έτσι; Η φούστα είναι ό,τι πρέπει» χαμογελάω και της πετάω μία φούστα που βλέπω μόλις μπροστά μου.

Γελάει. «Είμαι αλήθεια ενθουσιασμένη. Μου άρεσε ο Γιάννης αλλά πίστευα πως γίνεται κάτι με εσένα και αυτόν, έτσι δεν έκανα κάτι» εξηγεί διαλέγοντας μερικά ρούχα για να δοκιμάσει.

«Είσαι τρελή; Εγώ και ο Γιάννης;» γελάω. «Είμαστε πολύ καλοί φίλοι. Δεν μπορώ να τον δω ερωτικά» εξηγώ και αρχίζω πραγματικά να το πιστεύω —όσο η κατάσταση εξελίσσεται μεταξύ τους τόσο δεν μου αρέσει.

«Τεριάζεται κάπως» μιλάει ειλικρινά.

«Όχι και πάλι όχι» γελάω. «Όχι» συμπληρώνω και γελάει επίσης. «Τώρα δοκίμασε αυτά, κοπελιά».

Γυρίσαμε όλα τα μαγαζιά του εμπορικού κέντρου μέχρι που κατέληξε να αγοράσει ένα συνολάκι φούστα-πουκάμισο-ψιλοτάκουνα και εγώ αγόρασα ένα κάρο πουκάμισο.

Όταν γυρίζω σπίτι είναι σχετικά νωρίς για τους υπόλοιπους φίλους μου όμως νιώθω πτώμα. Μέχρι της έντεκα το βράδυ έχω τελειώσει την ανάγνωση και εμπέδωση των πρώτων τριών κεφαλαίων ξέροντας πλέον απ' έξω όλα τα σήματα.

Ένα κουκουνάρι προσγειώνεται στο κλειστό παράθυρό μου και εγώ κοιτάω έξω από αυτό παραξενεμένη. Ανοίγω το παράθυρο για να αντικρύσω τον Γιάννη να κρατά στην αγκαλιά του μερικά κουκουνάρια και να είναι έτοιμος να μου πετάξει ένα. «Χαζό είσαι παιδάκι μου;»

«Τι; Αυτό είναι το χόμπι μου!» λέει και καλά προσβεβλιμένος.

«Άλλοι ζωγραφίζουν, άλλοι χορεύουν, ο Γιάννης πετά κουκουνάρια σε παράθυρα στις έντεκα το βράδυ» τον ειρωνεύομαι.

«Είσαι για ένα παιχνίδι UNO;» ρωτάει καθώς παίζει με το κουκουνάρι στο χέρι του.

«Όχι» λέω και επιστρέφω στη θέση μου στο γραφείο μου.

Ένα κουκουνάρι δεν αργεί να μπει μέσα στο δωμάτιο και να πέσει στο ξύλινο πάτωμα κάνοντας θόρυβο. Αναστενάζω και πλησιάζω το παράθυρο. «Στις έντεκα το βράδυ;» ανασηκώνω το φρύδι μου.

«Φοβάσαι, γατάκι;» γελάει καθώς παίζει με το δεύτερο κουκουνάρι στο χέρι του.

«Θα χάσεις» τον απειλώ. «Που στο καλό βρήκες τα κουκουνάρια;»

«Τα σπίτια μας χωρίζονται από ένα πεύκο» ανασηκώνει τους ώμους του. «Πάρε και καμιά κουβέρτα, θα παίξουμε στο γρασίδι» μου λέει και εξαφανίζεται στο δωμάτιό του.

Φοράω μία μακριά ζακέτα πάνω από της πλέον καλοκαιρινές πιτσάμες μου και παίρνω μία μάλινη κουβέρτα από το ντουλάπι. Φτιάχνω λίγο τα μαλλιά μου τα οποία πιάνω σε ψηλό κότσο και βάζω τα γυαλιά μου με τον κοκάλινο παρδαλό σκελετό. Αν και νομίζω πως μου πάνε αρκετά, οι φακοί επαφής είναι πιο ωραίοι και στο χρώμα των ματιών μου.

Κατεβαίνω τις σκάλες όπου βρίσκω τον πατέρα μου να βλέπει τηλεόραση στον καναπέ του σαλονιού. «Που πας εσύ με της πιτσάμες στις έντεκα;» με ρωτάει.

«Θα παίξουμε UNO με τον Γιάννη στην αυλή ανάμεσα από τα σπίτια μας. Μπορείς να μας ελέγξεις όποτε θέλεις» λέω και χωρίς να χάσω χρόνο βγαίνω έξω από το σπίτι.

Ο κρύος αέρας του καλοκαιριού κάθε βράδυ στην Θεσσαλονίκη με χτυπά καθώς κλείνω την εξώπορτα και βλέπω τον Γιάννη να κάθεται οκλαδόν στην αυλή μου. Υπέθεσα πως θα κάτσουμε στη δική του αλλά και αυτό καλό είναι.

«Δεν ήξερα ότι φορούσες γυαλιά» μου λέει καθώς στρώνω την κουβέρτα μου στο γρασίδι.

«Με είδες πριν από λίγα λεπτά» ειρωνεύομαι και κάθομαι στην ίδια θέση με αυτόν.

«Δεν ρώτησα» σηκώνει τα φρύδια του. «Πώς και δεν σε έχω δει καμία φορά με γυαλιά;»

«Έχεις ακούσει για τους φακούς επαφής;» τον ειρωνεύομαι.

«Πάντως σου πάνε, και ας είσαι σκύλα».

«Μοίρασε» τον παροτρύνω δείχνοντας το κουτί με τις κάρτες UNO.

«Μάλιστα, κύριε» μου κάνει έναν στρατιωτικό χαιρετισμό και ύστερα μοιράζει εφτά κάρτες στον καθένα μας. «Παίξε» με παροτρύνει.

Αποφασίζω καθώς τον νικώ αργά και βασανιστηκά, τουλάχιστον να πιάσω μία συζήτηση μαζί του. «Η Μυρτώ είναι πολύ ενθουσιασμένη που θα βγείτε».

«Σοβαρά;» με κοιτά και τα μάτια του γυαλίζουν καθώς ρίχνει μία κάρτα.

«Αμέ. Το καλό που σου θέλω να είσαι και εσύ» γελάω σιγανά και συνεχίζω το παιχνίδι.

«Είμαι, πολύ» απαντά ειλικρινά. «Αντίστροφη, ξαναπαίζω».

«Έχεις σχεδιάσει το όλο ραντεβού; Στοπ σε εσένα και παίζω ξανά».

«Τι εννοείς αν το έχω σχεδιάσει;»

«Ξέρεις τι θα κάνεις εκεί πέρα;» ρωτάω απορροφημένη στο παιχνίδι. Παίζω μα δεν παίζει, έτσι τον κοιτάω σοκαρισμένη. «Δεν το έχεις σκεφτεί ούτε καν;»

«Το έχω σκεφτεί, όμως όχι συγκεκριμένα. Εννοώ, δεν έχω σχεδιάσει το ραντεβού στο μυαλό μου ή κάτι τέτοιο».

«Είσαι τρελός; Είναι σαν να πατάς μία κυψέλη ενώ είσαι καλυμμένος με μέλι» γουρλώνω τα μάτια μου.

«Λες;» ψάχνει μία κάρτα να πετάξει. «Πάσο» λέει και παίρνει μία κάρτα.

«Λέω! Πρέπει να το σχεδιάσεις, στα κορίτσια αρέσει να είσαι οργανωμένος. Δείχνει πως ενδιαφέρθηκες για το ραντεβού» εξηγώ.

«Αφού το λες, πάρε τέσσερις!» μου λέει πετώντας την κάρτα 4+.

Γελάω σατανικά. «Μπα, λέω να τις χαρήσω σε εσένα και να σου δώσω και άλλες τέσσερις» χαμογελάω ειρωνικά και ρίχνω άλλη μία κάρτα 4+. «UNO!»

«Ω, δεν ξέρεις με ποιον έμπλεξες» γελάει. «Πάρε δώδεκα κάρτες τώρα» πετάει άλλη μία 4+.

Γελάω δυνατά. «Μ' αγαπάς πολύ» ειρωνεύομαι και πετάω την τελευταία μου κάρτα, ένα ακόμα 4+.

«Στημένο!» φωνάζει ρίχνοντας τα χαρτιά του στη κουβέρτα και γελάω.

«Δεν ξέρεις να χάνεις» τραγουδάω νιώθοντας την αύρα νίκης να με κατακλίζει.

«Ρεβάνς;» σηκώνει το φρύδι του.

Τον κοιτάω στα μάτια. «Μάλλον θέλεις να χάσεις ξανά, γατάκι. Χρύσα-Γιάννης 1-0».

****

Γειά σας πιτσουνακια μου😂 τι μου κάνετε; Όλα γκουντ; Και εγώ γκουυυντ (ας λέμε)

1600 λέξεις, είπα να συμπληρώσω και αυτές που δεν έγραψα στο προηγούμενο😂

Στιγμές του #Χραννη αρχίζουν ξανά! Έπαιξαν και uno😂

Σας έχει λείψει το cheater app; Και εμένα, πολύ. Γιαυτό λοιπόν επιστρέφει δυναμικά σε μία βδομάδα (του βιβλίου), αφού τα σχολεία τελειώσουν😍

Ευχαριστώ για όλη τη στήριξη. Το ξέρω πως το βιβλίο δεν είναι όσο καλό όσο παλιά, αλλά ελπίζω να σας αρέσει ακόμη✌

Αυτά από εμένα, την υπερθεα😎😂

Ily αγαπουλιτσοπιτσουλιτσουλιτσες μου😂😀👏🌈

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top