•°Κεφάλαιο 25°•
" Σταματά να προχωρας πάνω κατω. Με εκνευρίζεις.. " είπε ο αναίσθητος. Τον κοιταξα άγρια χωρις να σταματήσω να περπαταω απο δω και απο εκει, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να διωξω το άγχος μου.
" Σοβαρά Μαλ.. Σταματά.. " είπε ξανα. Πρωτη φορα με αποκαλουσε Μαλ και οχι Αμελια. Τον επεξεργάστηκα για ενα δευτερόλεπτο. Τα πράσινα ματια του έλαμπαν στο σκοτάδι και μερικές τούφες απο τα κάστανα μαλλια του έπεφταν στο μέτωπο του. Τελικα σταμάτησα και καθισα διπλα του.
" Εχει παει δώδεκα.. Δεν θα έρθουν, τζάμπα περιμένουμε. " ειπα θυμωμένα. Χτυπώντας το κεφαλι μου ελαφρά στον τοίχο πισω μου.
" Ηρέμησε.. Θα έρθουν.. Το σχέδιο το θυμάσαι;" ήθελα να του απαντήσω τωρα μιας και με ειχε πριξει στο αυτοκίνητο να μου το λεει ξανα και ξανα αλλα αρκέστηκα σε ενα απλο "ναι".
Η υπόλοιπη ωρα πέρασε ήσυχα. Ήμουν έτοιμη να σηκώθω και να ξανα κανω μια βόλτα όταν η μεγάλη σιδερένια πόρτα της αποθήκης άνοιξε και μεσα μπήκαν τέσσερεις μαυροφορεμένοι άντρες. Τρεξαμε σιγανα στο παράθυρο και σηκωσαμε τα κεφάλια μας ισα ισα για να βλέπουμε.
Τεντωσα τα αυτιά μου για να ακουσω.
" Έλεγξε την περίμετρο." διάταξε ο ενας καλα ντυμένος άντρας εναν άλλον πιο πρόχειρα ντυμένο. Αναγνωρισα κατευθείαν αυτη τη φωνη. Ηταν ο δαίμονας, Ραμιηλ.
"Μάλιστα κύριε! " είπε ο άντρας και μεσα σε ενα ανοιγοκλειμα τον ματιών μου, ειχε εξαφανιστεί.
Η πόρτα απέναντι τους άνοιξε και στην αποθήκη εισήλθαν άλλοι τέσερεις άντρες και μια γυναίκα. Ενω οι άντρες ήταν ντυμένοι στα μαύρα, η γυναικα φορούσε ενα λευκό απλο φόρεμα που έφτανε μέχρι τα γόνατα της. Τα μαύρα, μακρια μαλλια της, χαιδευαν απαλα τηνς πλάτη της και τα καταγάλανα ματια της ηταν τοσο ψυχρά που ενα ρίγος με διαπέρασε την στιγμή που τα κοιταξα. Ηταν όμορφη.
" Αυτη πρεπει να είναι.. " ειπα στον Αμπαντον τηλεπαθητικά.
" Οχι, η αδελφή μου μου ειχε μιλήσει για εναν άντρα κοντά στα πενήντα, οχι μια είκοσι πεντάχρονη όμορφη κοπέλα.. " απάντησε.
Εστίασα την προσοχή μου ξανα μπροστά προσπαθώντας να μην δώσω σημασία στο γεγονος οτι την αποκάλεσε όμορφη..
" Που είναι το αφεντικό σου; Νόμιζα οτι θα συναντούσα αυτον.. " είπε με ήρεμο αλλα συνάμα ενοχλημενο τονο ο Ραμιηλ.
" Λάθος νομίζατε κύριε. Το αφεντικό μου έχει πιο σημαντικά πραγματα να κάνει. " απάντησε η γυναίκα με απαλη αλλα δυνατή φωνη. Ηταν σχεδόν μεθυστικη. Ηθελα να τραβηξω τον Αμπαντον μακρια, να σταματήσει να την κοιτάει. Δεν το εκανα όμως. Δεν θα μπορουσα να δικαιολόγησω αυτη μου την πράξη. Δεν θα μπορουσα να του πω οτι ζηλεύω γιατί ειμαι ερωτευμένη μαζι του.
" Ωραια λοιπόν. Αφου θεωρεί την ανταλλαγή μας ασήμαντη, εγώ να πηγαίνω.. " έκανε μια κίνηση να φύγει αλλα ξαφνικά η γυναίκα βρέθηκε μπροστά του, αποδεικνύοντας οτι είναι δαίμονας.
" Ελα τωρα Ραμ.. Μην το παίρνεις προσωπικά. Ειχε μια αλλη, πολυ σημαντική δουλειά.. Δεν ειναι αναγκη να χαλασουμε την συμφωνία μας για ασήμαντα πράγματα. " είπε με την ίδια μεθυστικη φωνή και εκανε νόημα σε δυο άντρες. Αυτοί πειραν στα χερια τους εναν χαρτοφύλακα και τον άνοιξαν. Δεν πρόλαβαμε να δουμε τι ειχε μεσα, ειχαμε εξαφανιστεί και οι δυο. Εγώ προς τα αυτοκίνητα στα δεξια και ο Αμπαντον στα αριστερά.
Σταμάτησα μπροστά απο ενα μαυρο βαν. Χρησιμοποίησα τις δυνάμεις μου για να σπασω την κλειδαριά και ανοιξα γρήγορα την πισω πόρτα. Μεσα ηταν πέντε μεγαλα ξιλινα κιβώτια. Ανοιξα προσεκτικά το ενα και εβγαλα δειλά ενα απο τα όπλα που ειχε μεσα. Ηταν βαρύ για απλό πιστόλι. Ηταν διαφορετικό.
Το εχωσα κατευθείαν στην πισω τσέπη μου.
Εβγαλα το μικροσκόπικο τσιπ που μου ειχε δώσει ο Αμπαντον και το τοποθέτησα κατω απο μια κούτα σε γενικά εμφανες σημείο.
Ηξερα οτι αυτο που εκανα ηταν λάθος, αλλα ειχα κανει πολλα τις τελευταίες μέρες τι πειράζει αλλο ενα;
Την στιγμή όμως που πάτησα το ποδι μου εξω απο το αμάξι δυο χερια με άρπαξαν και με τράβηξαν στο σκοτάδι. Κατάφερα να σπρώξω τον απαγωγέα μου και να του δώσω κλοτσιά στα αχαμνα. Οταν όμως εκανα προσπάθεια να τρεξω ενα δυνατό κύμα αέρα με έριξε στο έδαφος. Ο άντρας, που δεν πρέπει να ηταν πανω απο είκοσι χρόνων με έπραξε απο τα μπράτσα και με σήκωσε στα πόδια μου. Του έδωσα μπουνιά στο μάτι και ενα επιφώνημα πόνου βγήκε απο τα κόκκινα του χείλη. Πείρα θέση μάχης αλλα ο άγνωστος μπροστά μου δεν έκανε κάποια κίνηση. Απλά προσπαθούσε να με ακινητοποιήσει. Φώναζε κάτι ακαταλαβιστικα αλλα δεν έδωσα σημασία. Αν συνέχιζε όμως να φωνάζει έτσι θα μας έπιαναν στα σίγουρα και το σχέδιο θα χαλαγε.
Με κολλήσε στον τοιχο και έφερε το πρόσωπο του πολυ κοντά στο δικο μου. Μπλε ματια, καστανοξανθα μαλλια, μεγαλα κόκκινα χείλη...
" Άρθουρ;"
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top