•°Κεφάλαιο 16°•


Ευτυχώς αυτη τη φορά ο Αμπαντον άργησε μονο 7 λεπτά. Μπορουσα να πω οτι ηταν πρόοδος.

Ειχα βάλει το μαυρο φόρεμα οπως μου είχε πει, χωρις βέβαια να λείπουν τα 'αξεσουάρ' απο πανω μου.

Ο Αμπαντον φορούσε ενα μαυρο τζιν παντελόνι, ενα σκούρο μπλε πουκάμισο και ενα μαυρο σακάκι. Πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι. Έπρεπε να παραδεχτώ οτι ηταν πολυ... Κομψός..

Καυτός...

Με διόρθωσε η συνείδηση μου.
Αυτο δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Αλλα που να με πάρει είχε δίκιο.
Κούνησα το κεφαλι μου γρήγορα για να διωξω αυτές τις σκέψεις.

"Δεν μου ειπες τελικά.. Γιατί ντυθηκαμε έτσι; Που θα πάμε;" ρωτησα μετα απο λιγο. Εκείνος ξύπνησε απο τον λήθαργο του. Ναι, τόση ωρα με κοιτούσε. Χαμογελασα ελαφρώς στην σκέψη.

" Θα δεις.. " είπε.

" Οχι, εγώ δεν πάω πουθενά αν δεν μου πεις που πάμε! " ειπα αποφασιστικά.

" Απλα έλα..! " είπε και πριν το καταλάβω με άρπαξε απο το χερι.
Πρακτικά με έσυρε μεχρι τον δρόμο. Σταματησαμε μπροστά σε ενα μαυρο σπορ αμάξι. Μην με ρωτάτε τι αμάξι. Είναι χαλιά σε αυτά.

Παρολα αυτά έμεινα να θαυμαζω το θέαμα. Δεν θα μπεναμε σε αυτί, σωστα;

Ο Αμπαντον άφησε το χερι μου και έβγαλε τα κλειδιά απο την τσέπη του. Ξεκλειδωσε και μου άνοιξε την πορτα. Μα τι κύριος! Σκέφτηκα σαρκαστικά.

Διστασα στην αρχή αλλα τελικά μπήκα μεσα στο αμάξι. Τα δερμάτινα καθίσματα ηταν πολυ άνετα. Θα μπορούσε να με πάρει ο ύπνος εκείνη την στιγμή.

Η πόρτα του οδηγού άνοιξε και σε ενα μου βλεφαρισμα Αμπαντον βρισκόταν στην θέση του οδηγού.

" Να καλεσω γραφείο τελετών;" ρωτησα σκαρκαστικα αλλα και με εναν τονο σοβαρότητας. Πραγματικα φοβόμουν για την ζωή μου!

Εκείνος εκανε ενα μορφασμο και άνοιξε την μηχανή.

Το αμάξι ξεπετάχτηκε, κυριολεκτικά στον δρόμο και εγώ γαντζώθηκα περισσότερο στο κάθισμα μου. Ο Αμπαντον γέλασε με την αντίδραση μου αλλα κατέβασε την ταχύτητα.

" Και δεν μου λες, Αμπαντον. Που τκ βρηκες αυτο;" ειπα, υπονοώντας το αμάξι, μετα απο μερικη άβολη σιωπή.

" Δεν το εκλεψα πάντως. " είπε και γέλασε.

" Σοβαρά τωρα... " ειπα.

" Ήταν.. Ηταν της αδελφής μου. " είπε τελικά.

Ο Αμπαντον είχε αδελφή ;
Να και κάτι που δεν θα μαντευα ποτε. Τι ειδους κοπελα παίζει να ειναι για να οδηγει αυτο;

Το πρόσωπο του Αμπαντον είχε σκοτεινιάσει. Τωρα απλα κοιτούσε το δρόμο με κενό βλέμμα.Βλέποντας την ξαφνική αλλαγή στην συμπεριφορά του, αποφάσισα να μην συνεχίσω την συζήτηση. Αντ'άυτου ανοιξα την μουσική, με σκοπό να του φτιαξω το κέφι.

Εκείνη την στιγμή έτυχε να παίζει το αγαπημένο μου τραγούδι. Δεν κρατήθηκα και άρχισα να σίγουρο τραγουδάω τους στίχους. Με την άκρη του ματιού μου κατάφερα να διακρινω ενα χαμόγελο στο πρόσωπο του. Παράξενο.. Περίμενα να μου πει να σκασω η κάτι τέτοιο.

Δεν είχε περάσει πολυ ωρα οταν παρατήρησα οτι άρχισαμε να απομακρυνόμαστε απο την μπλούζα πόλη.

" Που πάμε;" ρωτησα.

" Θα δεις.. " είπε για αλλη μια φορά σήμερα.

" Αμπαντον. " ειπα αυστηρά.

" Αμέλια. " είπε και εκείνος.

Του έδωσα ενα απο τα πιο διαβολικά μου βλέμματα. Ηταν η ωρα να μου πει τι συμβαίνει.
Αυτός γύρισε και με κοίταξε στα μάτια.

" Ένταξη, ένταξη. Πάμε να συναντήσουμε κάποιον. " είπε και έστρεψε την προσοχή του ξανά στον δρόμο.

" Ναι, αυτό το κατάλαβα." ειπα ειρωνικά.

" Αυτός ο κάποιος ξέρει πληροφορίες για τον απόσταση που ψάχνουμε. Δεν πρόκειται όμως να τις πει σε εμενα. " είπε και με κοίταξε.

Αμέσως κατάλαβα το υπονοούμενο. Ώστε για αυτο με ήθελε μαζι του!

" Δεν υπάρχει περίπτωση! " ειπα αρκετά δυνατά και σταυτωσα τα χερια μου.

"Ελα τωρα ρε Αμέλια! Θα πας εκεί, θα του κανείς τα γνωστά και αφού τον εχεις ζαλίσει αρκετά θα του κανείς ερωτήσεις." είπε.

"Για πια με πέρασες Αμπαντον; " φωναζα πλεον. Δεν το πιστεύω οτι μου ζήτησε να κάνω κάτι τέτοιο!

" Δεν εννοούσα αυτο! Αλλα είσαι κορίτσι ολο και κάτι θα ξέρεις... " μου εξήγησε.

" Γιατί δεν το κανείς εσύ;" ρωτησα.

Εκείνος μου έριξε ενα θυμωμένο βλέμμα στριφογυρίζοντας τα ματια του. Εγώ έπνιξα ενα γελακι.

" Καλα.. " μουρμουρισα τελικα και χωθηκα πιο βαθιά στην θέση μου.

" Μπράβο το κορίτσι μου! " είπε με χαμόγελο. Κάτι στα λογια του με εκανε να ανατριχιασω αλλα το ξεπέρασα δυναμονοντας και αλλο την μουσική . Κοιταξα το κινητό μου. Ειχε γεμίσει μυνήματα απο διάφορα ατομα. Η κύρια ερώτηση ηταν ' Που είσαι;'. Τα αγνοησα για αλλη μια φορά και έστρεψε την προσοχή μου στο παράθυρο.

Δεν είπαμε κάτι αλλο. Αυτός ηταν επικεντρωμένος στον δρόμο και εγώ κοιτούσα εξω απο το παράθυρο. Ειχαμε πλεον βγει πολυ εξω απο την πόλη και το μονο που μπορουσα να δω ηταν ερημιά. Δεν εκανα τον κόπο να τον ξανά ρωτησω που πηγαίνουμε. Ήξερα οτι δεν θα μου απαντήσει.

Μετα απο λιγο κατάφερα να διακρινω ενα μεγαλο κτίριο στην μέση του πουθενά. Ήταν φωτισμένο απο προβολείς σε διάφορα χρώματα και ενα τσούρμο απο άτομα περίμεναν στην είσοδο.

Ο Αμπαντον έστριψε στο Πάρκινγκ, αν μπορούσες να το αποκαλέσεις έτσι και οχι χωματόδρομο , και παρκαρε το αμάξι του λιγο πιο μακρια απο τα αλλα.

" Φτάσαμε.. " ανακοίνωσε βγαίνοντας απο το αμάξι. Εγώ τον ακολούθησα δειλά.

" Καλωσόρισες στην κόλαση! " είπε με ενα τρομαχτικό χαμόγελο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top