•°Κεφάλαιο 10°•


Η Νέα Υόρκη ειναι σίγουρα μια απο τις καλύτερες πόλεις που εχω πάει. Εχω παει σε αρκετές λογο των αποστολών μου, αλλα σίγουρα αυτη ήταν μια απο της καλύτερες. Βέβαια δεν ειχα ποτε την ευκαιρία να κάνω βόλτα σε μια πόλη, εκανα την δουλειά μου και ξανά γυριζα στο Ινστιτούτο.
Ηταν ωραία να περναω καλα για αλλαγή.

Ειχα ερθει εδω για δουλειά όμως, δεν μπορουσα να αφήσω τον εαυτό μου να χαλαρώσει, ειδηκα με ολόκληρο το Ινστιτούτο να με ψάχνει...

Έτσι, μπήκα σε ενα απο τα πολλα fast-foodαδικα στο κεντρο. Βρήκα ενα τραπέζι διπλα στο παράθυρο για να απολαυσω ενα υπέροχο σάντουιτς. Αφου τελείωσα εβγαλα μερικά απο τα λεφτά μου και τα έδωσα στην σερβιτόρα. Αφησα και φιλοδώρημα.!

Η ωρα ηταν 18:30 το απόγευμα. Ειχα χρονο να κάνω ακομα μια βόλτα...

Παρατηρώντας όμως τις βιτρίνες των μαγαζιών συνειδητοποίησα οτι δεν ειχα τίποτα να φορέσω το βράδυ! Ειχα πάρει μαζί μου μονο αυτά τα ρούχα και σίγουρα δεν θα περνούσα για δαίμονας με το τζιν και την μαύρη απλή μπλούζα. Επρεπε να βρω κάτι αλλο και γρήγορα.

Μπήκα σε ενα μαγαζι με λογικές τιμές και άρχισα να ψάχνω ρούχα. Μετα απο πολυ ψάξιμο καταληξα σε κάτι που υπο αλλες συνθήκες δεν θα φορούσα ποτέ.
Ηταν ενα μαυρο, με ανοιχτή την πλατη, φόρεμα που τελείωνε λιγο πιο πανω απο το γόνατο.
Μου εκανε όμως και δεν ειχα χρονο να βρω κάτι αλλο. Είχε παει ήδη οκτώ η ωρα!

Το πληρωσα και κατευθυνθηκα με γρήγορα βήματα πίσω στο ξενοδοχείο οπου και καθισα για την υπόλοιπη ωρα.

****

Ήμουν έτοιμη. Φορούσα το, πολυ κοντό για τα γούστα μου, φόρεμα με τις μαύρες αρβύλες μου. Στην δεξιά ειχα κρύψει το σπαθι μου και μαζί με το βραχιόλι- μαστίγιο, που μου είχε χαρίσει η μαμα μου οταν ήμουν ακομα πολυ μικρή, ήμουν έτοιμη να αντιμετώπισω οποιονδήποτε δαίμονα έμπαινε στον δρόμο μου.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και ανοιξα την πόρτα του δωματίου μου. Περπατησα στον στενό διάδρομο και αφού χαιρέτησα την ρεσεψιονιστ βγηκα εξω στο τσουχτερό κρύο. Δυστυχώς δεν ειχα παλτό μαζι μου έτσι έπρεπε να κανω υπομονή. Σταμάτησα ενα ταξί και ειπα στον οδηγό την διεύθυνση του κλαμπ στο οποίο πήγαινα. Του έδωσα τα χρήματα και με γρήγορες κινήσεις βγηκα εξω απο το κίτρινο όχημα.

Περιεργάστηκα το κτιριο που βρισκόταν μπροστά μου. Φυσικά οι δαίμονες δεν έκαναν πάρτυ σε κοινή θεα για να μην τους αντιλαμβάνονται οι άγγελοι. Αυτη τι φορά η κάλυψη τους ηταν ενα λογιστικό γραφείο.
Πήρα ακομα μια ανάσα και προχώρησα προς την πισω πλευρά. Εκεί ηταν μια σιδερένια πορτα. Ζαλίστηκα ελαφρά, αφού το σίδερο ειναι απο τα λιγα όπλα που μπορεί να αποδυναμώσει εναν άγγελο. Ηταν όμως επικαλυμμένη με παχιά γκρι μπογιά έτσι δεν μου προκάλεσε ζημιά η επαφη μου μαζι της.

Προσπάθησα να την ανοιξω αλλα ηταν κλειδωμένη. Δοκιμασα τις δυνάμεις μου αλλα παλι τιποτα.
Ήθελε μαγεία, αλλα όχι οποιαδήποτε μαγεία. Ήθελε δαιμονική.. Την οποία δεν κατείχα..

Περίμενα μερικά λεπτα, το κρύο όμως ηταν ανυπόφορο..
Τι θα εκανα; Αν περίμενα κάποιον να ερθει και να μου ανοίξει θα καταλάβαινε οτι δεν ειμαι δαίμονας και το σχέδιο μου θα βούλιαζε..

Οχι οτι δεν ειναι ήδη
βουλιαγμένο..

Σκασε φωνουλα!

Με το που άκουσα βήματα κρύφτηκα πισω απο εναν κάδο σκουπιδιών. Η δυσοσμία χτύπησε αμέσως τα ρουθούνια μου και εγώ εβαλα το χερι μου στην μύτη μου σε μια προσπάθεια να την αποφύγω. Φωνές και γέλια ακούγονταν απο μια παρέα δαιμόνων που έρχονταν προς το μέρος μου. Σταμάτησαν όμως μπροστά στην πορτα και, σε αντίθεση με εμενα, κατάφεραν να ανοίξουν με μεγάλη ευκολία την πορτα. Οταν σιγουρευτικα οτι είχε μπει και ο τελευταίος έτρεξα όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα μπορουσα, κρατώντας την πορτα ανοιχτη λιγα κλάσματα του δευτερολέπτου πριν κλείσει. Μπήκα μεσα οσο πιο φυσιολογικά μπορούσα, κλείνοντας την πορτα πισω μου.
Κατέβηκα την μεγάλη σκάλα και βρέθηκα στο μέρος που γινόταν το πάρτυ. Στο υπόγειο.

Η απαισια μουσικη μου έσπασε τα τύμπανα και η μυρωδιά του ποτού τρύπησε τα ρουθούνια μου. Άρχισα να ζαλίζομαι στην σκέψη οτι κάποια στιγμή θα έπρεπε να μπω μεσα, αφού τόση ωρα στεκομουν στην είσοδο.
Πανω απο το κεφάλι μου υπήρχε μια μεγάλη ταμπέλα με την επιγραφή: Club PanDEMONium

Τα γράμματα ηταν μπλε και αναβω έσβηναν που και που. Αυτο όμως που σου τραβούσε την προσοχή ήταν η λέξη Demon.
Ηταν με κεφάλαια, κόκκινα γράμματα. Φυσικά...

Μπαίνοντας μεσα η μουσική γινοταν ολο και πιο αφόρητη και διάφορα ιδρωμενα κορμιά έπεφταν πανω μου με φορά καθως περνούσα. Κατευθυνθηκα προς το μπάρ και καθισα σε ενα σκάμπο.

Ο μπαρ- Τέντερ, ενας νεαρός δαίμονας με ξανθά μαλλια και μπλε ματια ήρθε με χαμόγελο να με εξυπηρετήσει.

Του ανταπέδωσα το χαμόγελο για να μην κίνησω υποψίες και του έδωσα την παραγγελία μου.

"Βότκα; Σοβαρά τωρα;" είπε ενα αγορι απο διπλα μου. Είχε κάστανα μαλλια και λαμπερά πράσινα ματια. Αν δεν ήμουν σε πάρτυ για δαίμονες, θα τον περνούσα για άγγελο..

Πέρασε το χερι του μεσα απο τα ανακατα μαλλια του και μου χάρισε ενα στραβό χαμόγελο.

" Ειμαι ο Μπράιαν... " είπε και μου έτεινε το χερι του. Εγώ του έδωσα το δικο μου για μια χειραψία και χαμογελασα.

" Μαλ.. " ειπα

Αυτός πλησίασε το χερι μου στο προσωπο του και το φίλησε.

"Γοητευμένος.. " είπε χαρίζοντας μου αλλο ενα απο τα στραβά χαμόγελα του.

Υπο αλλες συνθήκες δεν θα πλησίαζα ποτε εναν δαίμονα. Μονο για να τον σκοτώσω αλλα κάπως έπρεπε να ξεκίνησω συζήτηση. Έτσι ώστε να καταφέρω να τον ρωτησω για τον Αμπαντον.

"Δεν σε εχω ξανά δει. Δεν είσαι απο τα μέρη μας. " είπε.

Ακούστηκε πιο πολυ σαν διαπίστωση παρα σαν ερώτηση αλλα του απάντησα έτσι και αλλιώς.

" Ειμαι απο την Βιρτζίνια. Ήρθα εδω για να συνάντησω κάποιον αλλα απο οτι φαίνεται άργησε. "
Ειπα.

"Πρεπει να είναι πολυ χαζός για να στήσει μια όμορφη κοπελα σαν εσένα. Πως τον λένε; Μπορεί να τον ξερω.. " είπε πλησιάζοντας με και άλλο.

" Αμπαντον. Το όνομα του ειναι Αμπαντον.. "






Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top