You want it. You don't need it.

Δεν μίλησα σε όλη την διαδρομή. Μπαίνοντας στο σπίτι με ένα κενό βλέμμα ακούμπησα τα κλειδιά στο τραπεζάκι.

Οι άλλοι με ακολούθησαν σιωπηλά. Δεν με ξανακοίταξαν από όταν φύγαμε από το λούνα παρκ. Μπορούσα να τους ακούσω να τρίβουν τα χέρια τους, τον γρήγορο χτύπο των καρδιών τους, μύριζα τον φόβο τους.

Φοβόντουσαν εμένα. Φοβόντουσαν όσα ήμουν πλέον ικανή να κάνω. Κι εγώ με φοβάμαι. Ίσως περισσότερο από ότι πριν.

Είμαι λυκάνθρωπος. Το πλάσμα των ιστοριών, εκείνο με τα δόντια, τα νύχια και τα λαμπερά μάτια. Κάτι που σκοτώνει για ευχαρίστηση. Που υποφέρει στην πανσέληνο. Που ουρλιάζει και γρυλίζει. Με υπερφυσική ακοή, όσφρηση, όραση. Με την ικανότητα να θεραπεύεται και να θεραπεύει. Να παίρνει τον πόνο των άλλων.

"Τζάνετ εγώ... Εγώ λυπάμαι τόσο πολύ. Νόμιζα ότι θα πέθαινες. Δεν ήξερα τι να κάνω. Συγγνώμη. Κατέστρεψα την ζωή σου, σε έκανα όλα όσα μισώ στον ίδιο μου τον εαυτό. Είναι δικό μου λάθος." έλεγε ξανά και ξανά ο Άιζακ, σχεδόν βουρκωμένος.

"Άιζακ..." άρχισε να λέει ο Λουκ, αλλά εκείνος τον διέκοψε σηκώνοντας το χέρι του.

"Άστο Λουκ... Απλά, άστο." είπε και βγήκε έξω.

Δεν μίλησα. Απλά καθόμουν ακίνητη και τους άκουγα. Ένιωθα τα πάντα. Έμοιαζε σαν τα πάντα τριγύρω μου ζητούσαν πρόσβαση στο κεφάλι μου.

"Πρέπει να πάω να-" ξεκίνησε να λέει η Μπέλα, αλλά την διέκοψα.

"Θα πάω εγώ Μπέλα. Πρέπει να του μιλήσω." είπα και βγήκα έξω χωρίς να τους κοιτάξω.

Ο δρόμος ήταν άδειος, παρόλο που δεν ήταν τόσο αργά. Περνώντας απέναντι βρέθηκα στην είσοδο του δάσους. Ήταν πολύ σκοτεινά και στένεψα τα μάτια μου στην προσπάθεια μου να δω. Ξαφνικά η όραση μου καθάρισε και εστίαζε, όπου στόχευε το βλέμμα μου. Το δάσος έμοιαζε σαν να φωτιζόταν πλέον από μια χρυσή λάμψη.

"Άιζακ!" φώναξα μια και δύο φορές, όμως δεν πήρα απάντηση.

Μια έντονη μυρωδιά χτύπησε την μύτη μου, συνοδευόμενη από ένα γυναικείο βογκητό.

Αίμα. Μια φωνή μέσα μου φώναζε πως το έχω ανάγκη, πως έπρεπε να κατευθυνθώ προς την μυρωδιά. Η μύτη μου σχεδόν πονούσε από το πόσο έντονη είναι η μυρωδιά.  Ένιωθα το σώμα μου να έλκεται από την μυρωδιά, και η κραυγή της κοπέλας έπαιζε ξανά και ξανά μέσα στο κεφάλι μου σαν χαλασμένο πικάπ.

Ένα γρύλισμα μου ξέφυγε και δεν πρόλαβα καν να το παρατηρήσω, καθώς ξαφνικά το στόμα μου πονούσε. Χωρίς καν να το σκεφτώ, άρχισα να τρίβω τα ούλα μου απέξω με τα δάχτυλά μου. Ένας δεύτερος πόνος, ένα τσούξιμο πάνω στα μάγουλά μου, που εξαφανίστηκε όσο γρήγορα εμφανίστηκε. Κοίταξα τα χέρια μου. Νύχια. Σωστά. Τώρα έχω πολύ μεγάλα νύχια. Σιγά σιγά άρχισα να συνειδητοποιώ πως ο πόνος στα ούλα μου ήταν μάλλον οι κυνόδοντες.

Ένιωθα τόσο σίγουρη για τον εαυτό μου. Ένα δευτερόλεπτο πριν ορμήξω προς την κατεύθυνση της μυρωδιάς, δύο χέρια έπιασαν την μέση μου. Ήταν πιο δυνατός.

"Σε παρακαλώ Άιζακ, το χρειάζομαι." τον παρακάλεσα βουρκώνοντας, χωρίς να σταματήσω να τον σπρώχνω.

Μα τι μου συμβαίνει;

"Δεν το χρειάζεσαι. Το θες. Πραγματικά θες να σκοτώσεις ένα αθώο κορίτσι;" ρώτησε γλυκά και ένιωσα να ηρεμώ.

Μετά από λίγα λεπτά ησυχίας, ξαναπήρα τον έλεγχο του σώματός μου.

Γύρισα προς το μέρος του.

"Άιζακ... Σε παρακαλώ πες μου ότι δεν θα γίνεται αυτό κάθε φορά που μυρίζω αίμα." είπα σιγανά έτοιμη να κλάψω.

Με αγκάλιασε, χώνοντας το χέρι του στα μαλλιά μου και τυλίγοντας το άλλο χέρι στην μέση μου.

"Θα το συνηθίσεις. Υπόσχομαι πως θα σε βοηθήσω." με καθησύχασε και εγώ ένευσα ρουφώντας την μύτη μου.

"Ευχαριστώ." απάντησα ειλικρινά.

[...]

Γυρίσαμε σπίτι, αφού πρώτα κανονίσαμε μέρες και ώρες για τα μαθήματα αυτοσυγκράτησης. Καθόμασταν όλοι στο σαλόνι, πίναμε ποτά που μας είχε αφήσει η Μαίρη πριν φύγει και δεν αναφέραμε το θέμα. Κανείς δεν ήθελε να το αναφέρει, ούτε εγώ. Δεν είμαι καν σίγουρη αν αυτό που μου συνέβη πριν από μερικές ώρες είναι καλό ή κακό.

Το μυαλό μου έκανε ησυχία, οι δαίμονες μου κοιμόντουσαν. Λες και αυτή η κατάσταση ηρέμησε την ψυχή μου. Ένιωθα πως για πρώτη φορά συγχώρεσα πραγματικά τον εαυτό μου. Με την καρδιά μου να έχει τα ηνία, δεν μπορούσα να δω τίποτα άλλο πέρα από την θετική πλευρά.

Έδωσα μια δεύτερη ευκαιρία στον εαυτό μου. Έχω φίλους, που νοιάζονται και παλεύουν για εμένα και πλέον την δύναμη -ψυχική και σωματική- να αντιμετωπίσω τους εχθρούς. Έχω την αγάπη και την στοργή της Μαίρη, την συγχώρεση και την υποστήριξη της οικογένειας του Ζακ. Έχω αναμνήσεις καλές για να με κάνουν να χαμογελώ και κακές για να μου θυμίζουν ότι επιβίωσα. Και νιώθω ντροπή για την ημέρα στην γέφυρα. Γιατί παραλίγο να σπαταλήσω κάτι που δεν είναι καν δικό μου. Μου δόθηκε η ευκαιρία να ζήσω, να κάνω σωστές και λάθος επιλογές, να ζήσω εύκολες μα κυρίως δύσκολες στιγμές. Δεν είμαι κενή πλέον. Δεν θυμάμαι τι έχασα, θυμάμαι τι αντιμετώπισα και τι κέρδισα.

Γίνεται μέσα σε 24 ώρες να αλλάξει η κοσμοθεωρία κάποιου;

"Με κάνεις περήφανο τιγράκι..." άκουσα την φωνή του και για πρώτη φορά τρόμαξα.

Ένιωθα την ανάσα του στον λαιμό μου. Την ζεστή ανάσα του. Η φωνή του ήταν τόσο ζωντανή, δεν ακουγόταν σαν μια απλή ηχώ σε ένα άδειο δωμάτιο, ήταν πολλά περισσότερα από μια απεικόνιση του υποσυνείδητου μου.

"Τζάνετ όλα καλά;" ρώτησε παραξενεμένος ο Έντουαρντ.

Δεν απάντησα και απλά γύρισα προς τα πίσω. Στεκόταν για ακόμα μια φορά μπροστά μου.

"Νόμιζα πως θα είχες φύγει. Προχωράω Ζακ, δεν πρέπει να είσαι εδώ." είπα όσο κι αν με πονούσαν τα ίδια μου τα λόγια.

Και μόνο που τον έδιωχνα, ένιωθα σαν να μασούσα υαλόχαρτο.

"Το ξέρω. Δεν είμαι σίγουρος γιατί είμαι εδώ. Η άλλη πλευρά κανονικά δεν λειτουργεί έτσι." απάντησε έντονα -και ο ίδιος έκπληκτος- και άκουγα συγκεντρωμένη την τραχιά φωνή του.

"Τζάνετ, δεν είναι κανείς εκεί." προσπάθησε να με ηρεμήσει ο Άιζακ.

Μα ήμουν πιο ήρεμη από ότι υπήρξα ποτέ.

Δεν άκουγα την καρδιά του όπως όλων εδώ μέσα, ούτε τους παλμούς του. Οι ανάσα του μύριζε μέντα, όπως η μαστίχα που μασούσε την τελευταία μέρα. Πρώτη φορά, τον νιώθω τόσο ζωντανό δύο χρόνια τώρα.

"Άλλη πλευρά; Δεν έχω τόσο μεγάλη φαντασία." παραδέχτηκα με σιγανή φωνή.

"Δεν είμαι στην φαντασία σου Τζάνετ." είπε αργά λες και μιλούσε σε μικρό παιδί.

Τρομαγμένη και σοκαρισμένη, σήκωσα αργά του χέρι μου. Πλησίασα το μάγουλο του και το ακούμπησα λες και ήταν πιο εύθραυστο υπήρχε. Το ένιωθα. Ήταν εκεί.

Μια ανάσα που δεν ήξερα ότι κρατούσα έφυγε από τα χείλη μου. Σήκωσα και το άλλο χέρι, ακουμπώντας την αριστερή μεριά του προσώπου του.

Ένα τεράστιο χαμόγελο ήταν απλωμένο στα χείλη μου, όπως και στου Ζακ. Στεκόταν όρθιος πίσω από τον καναπέ και εγώ γυρνώντας ολόκληρη προς το μέρος του, στάθηκα στα γόνατά μου και τον αγκάλιασα όσο πιο σφιχτά μπορούσα.

"Είσαι εδώ... Είσαι εδώ! Ω Θεέ μου... Δεν το πιστεύω. Πως γίνεται;" μουρμούριζα ξανά και ξανά μέσα από τα δόντια μου και τον έκανα να γελάσει.

Ένας λυγμός ξέφυγε και από τους δυό μας.

"Πάντα ήμουν εδώ τιγράκι. Στο υποσχέθηκα." απάντησε βουρκωμένος.

"Τζάνετ... Τι γίνεται; Ποιός είναι αυτός;" ρώτησε ο Λουκ και ξεχώριζα τον φόβο στην φωνή του.

Γύρισα απότομα προς το μέρος του, όμως πέντε ζευγάρια μάτια ήταν ήδη στραμμένα εδώ. Όχι σε εμένα. Στον Ζακ.

"Τον βλέπετε;" ρώτησα τρομαγμένη και ρούφηξα την μύτη μου.

Και οι πέντε ένευσαν καταφατικά. Σηκώθηκα από τον καναπέ αφήνοντας τον Ζακ, και ξαφνικά τα βλέμματά τους αποπροσανατολίστηκαν.

"Πού πήγε;" ρώτησε ακόμα σοκαρισμένη η Μπέλα.

Την κοίταξα μπερδεμένη και αφού έκανα τον κύκλο του καναπέ έφτασα δίπλα στον Ζακ και έπιασα το χέρι του. Τα παιδιά τον κοιτούσαν και πάλι.

"Με βλέπουν και με ακούν-" άρχισε να λέει ο Ζακ.

"Μόνο όταν σε αγγίζω." τον συμπλήρωσα συνειδητοποιώντας τι γινόταν.

"Μπορείς να το κάνεις αυτό και για εμένα;" άκουσα μια κοριτσίστικη φωνή να παρακαλάει συγκινημένα.

Γύρισα το βλέμμα μου στην κατεύθυνση από όπου ερχόταν η φωνή. Στην πόρτα στεκόταν ένα μικροκαμωμένο κορίτσι με ξανθά κυματιστά μαλλιά.

"Εσύ είσαι η-" ξεκίνησα να λέω, αλλά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη.

"Λούνα." με επιβεβαίωσε η κοπέλα.

"Με λένε Λούνα." ολοκλήρωσε και ξαφνιασμένη κοίταξα τον Άιζακ.

(Α/Ν)


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top