Please mommy!

"Σε παρακαλώ μαμάκα! Θα ήταν το καλυτερότερο δώρο!" την παρακαλούσα κάνοντας γλυκά ματάκια.

"Αγάπη μου χιονίζει πολύ έξω! Δεν μπορούμε να πάμε στο εμπορικό!" προσπάθησε να μου εξηγήσει, αλλά εγώ βούρκωσα κι η μαμά ξεφύσισε.

"Καλά! Κέρδισες..." είπε γελώντας και εγώ την αγκάλιασα όσο πιο σφιχτα μου επέτρεπαν τα χέρια μου.

"Ευχαριστώ πολύ μανούλα και μπαπάκα!" φώναξα κρατώντας την ακόμα.

Η εικόνα σκοτείνιασε. Τα πάντα ήταν θολά, μέχρι που ακούστηκαν σειρήνες περιπολικού. Το κόκκινο και το μπλε φως της σειρήνας γέμιζε το σπίτι μέσα από το παράθυρο.

Η Μαίρη με πλησίασε και προσπάθησε να με οδηγήσει στο δωμάτιό μου, όμως η πόρτα χτυπούσε.

'Πάντα να ανοίγεις στους καλεσμένους Τζάνετ!' άκουγα ξανά και ξανά την φωνή της μαμάς μου στο κεφάλι μου.

Ξέφυγα από χέρια της Μαίρη και άνοιξα την πόρτα χαμογελώντας.

"Γεια σας!" είπα χαρούμενα κι ο αστυνόμος που στεκόταν μπροστά μου προσπάθησε να χαμογέλασει.

Κοίταξε άβολα την Μαίρη που στεκόταν πίσω μου.

"Είναι τα γεννέθλιά μου! Και η μαμά κι ο μπαμπάς μου πήγαν να φέρουν το δώρο μου!"  συνέχισα ενθουσιασμένα και το βλέμμα του επέστρεψε σε εμένα.

Έβγαλε το καπέλο του και με κοίταξε λυπημένος.

Ήμουν 8 χρονών. Δεν ήμουν ηλίθια.

"Τι έγινε κύριε;" ρώτησα χάνοντας κάθε ενθουσιασμό.

Κάθε γαμημένη στάλα χαράς.

"Το αυτοκίνητο των γονιών σου γλίστρησε και- και... και τράκαρε με ένα άλλο." μουρμούρισε ο αστυνομικός και εγώ κράτησα την ανάσα μου.

"Κι εκείνοι που είναι;" ρώτησα αρχίζοντας να κλαίω, δεν ήθελα να πιστέψω αυτό που ηξερα οτι επρόκειτο να μου έλεγε.

"Τζάνετ..." άρχισε να λέει αλλά εγώ δεν τον άφησα.

Τον προσπέρασα και βγήκα στην αυλή.

"Μαμάκα; Μπαμπάκα; Πού είστε; Δεν είναι ώρα για κρυφτό! Πού είστε;" φώναζα ξανά και ξανά τρέχοντας σαν να είχα τρελαθεί, μέχρι που η φωνή μου έσπασε.

Τα γόνατά μου λύγισαν και πέφτοντας κάτω, έκρυψα το πρόσωπό μου στα χέρια μου κλείγοντας με λυγμούς.

Ήμουν 8 χρονών. Κι όλας δυστυχισμένη.

Ο αστυνομικός και ένας άλλος συνάδελφός του μαζί με την Μαίρη, ήρθαν και προσπάθησαν να με βάλλουν μέσα. Όμως τραβιόμουν ξανά και ξανά.

"Εγώ φταίω!" φώναζα κλαίγοντας.

Ο αστυνομικός προσπάθησε να με σηκώσει στην αγκαλιά του. Κουνιόμουν συνέχεια φωνάζοντας μέχρι που η φωνή μου έκλεισε και μόνο ψίθυροι ακούγονταν.

"Εγώ τους σκότωσα... Εγώ φταίω..." ξανά και ξανά.

Μέχρι που οι τύψεις μου, ο ίδιος μου ο 8χρονος εαυτός, έγιναν οι φωνές που με στοιχειώνουν μέχρι σήμερα.

Χτυπιόμουν στα χέρια του αστυνόμου και όταν εκείνος σηκώθηκε ξανά όρθιος με εμένα στα χέρια του, τον χτύπησα... κάπως... κάπου... και έπεσα κάτω.

Το κεφάλι μου χτύπησε πάνω στο αφράτο χιόνι.

"Όχι! Όχι! Όχι!" ούρλιαζα ξανά και ξανά, ενώ είχα ανασηκωθεί.

Τα πάντα ήταν θολά και εγώ απλά ούρλιαζα. Μέχρι που δύο χέρια με έσφιξαν από πίσω, τραβώντας με.

"Εγώ φταίω! Εγώ! Εγώ σας σκότωσα!" φώναζα στις χαμογελαστές φίγουρες των γονιών μου που στέκονταν μπροστά από το κρεβάτι.

"Τζάνετ ηρέμησε! Κανείς δεν είναι εκεί!" άκουγα την φωνή του Άιζακ σαν να προερχόταν από κάπου μακριά.

Φώναζα κι έκλαιγα για πολύ ώρα κοιτώντας τους γονείς μου, που πλέον έκλαιγαν, χωρίς, όμως κάποια έκφραση. Απλώς δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά τους.

Μέχρι που ο Λουκ μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο και πέρασε ανάμεσά του διώχνοντάς τους σαν να ήταν απλή σκόνη. Άρχισα να ηρεμώ. Δεν φώναζα πλέον. Απλά έκλαιγα βουβά.

"Τζάνετ αγάπη μου, έτσι αλλάζεις εσύ; Έτσι προχωράς;" είπε απογοητευμένα ο Ζακ, σχεδόν κατηγορώντας με.

Είναι η μέρα Ζακ. Υπόσχομαι θα προσπαθήσω!

Ο Άιζακ με κοιτούσε μπερδεμένος. Έκανε νόημα στον Λουκ και εκείνος απομακρύνθηκε απαλά αφήνοντάς με μόνη μου. Με αργά βήματα και αφού ακούμπησε φιλικά τον ώμου του Άιζακ βγήκε από το δωμάτιο.

Ο Άιζακ έκλεισε την πόρτα πίσω του και με κοίταξε με σταυρωμένα τα χέρια. Σκούπισα τα μάτια μου με γρήγορες κινήσεις.

"Ήταν απλά ένας εφιάλτης." προσπάθησα να δικαιολογήσω τον εαυτό μου, όμως δεν φαίνεται να τον έπεισα και πολύ.

"Τζάνετ είδα τις σκέψεις σου. Ξέρω ότι δεν ήταν απλός εφιάλτης." μου αντιγύρισε σοβαρά και εγώ χαμήλωσα το κεφάλι.

"Δεν ήθελα να σας αναστατώσω." μουρμούρισα ένοχα, χωρίς να ανεβάσω το βλέμμα μου.

Άκουσα τον Άιζακ να πλησιάζει και ένιωσα το κρεβάτι να βουλιάζει ακριβώς μπροστά μου. Ρούφηξα την μύτη μου μια τελευταία φορά.

Δεν το ήθελα. Απλά... Είναι η μέρα.

"Το ξέρω Τζάνετ. Και ο Ζακ το ξέρει." είπε γλυκά πιάνοντας το χέρι μου.

Σήκωσα απότομα το κεφάλι μου και τον κοίταξα ξαφνιασμένη. Χαμογέλασε στραβά και έσφιξε το χέρι μου ενθαρρυντικά.

"Πως-" πήγα να ρωτήσω όμως με διέκοψε.

"Ανησύχησα Τζάνετ. Όλοι μας ανησυχήσαμε. Είναι η πρώτη φορά, μετά από την ημέρα που προσπάθησες να... Τέλος πάντων. Το θεώρησα αν μη τι άλλο καθήκον μου να δω τι σε τρόμαξε τόσο." συνέχισε απλά.

Δεν ήταν ο σοβαρός και αυταρχικός Άιζακ που ήξερα. Ήταν ήρεμος και καλός. Και ειλικρινά ελπίζω να μην διαβάζει τις σκέψεις μου τώρα.

"Λοιπόν σταματάω από τώρα. Εσύ βρες κάτι να βάλεις, η Μπέλα έφερε μερικά ρούχα σου. Σε περιμένουμε κάτω." απάντησε στις σκέψεις μου και γέλασε.

Σηκώθηκε όρθιος και προχώρησε προς την πόρτα.

Κάποιος ξέρει. Ξέρει και δεν κρίνει, δεν με λέει τρελή. Κάποιος καταλαβαίνει.

Χαμογέλασα ασυναίσθητα και δάγκωσα το κάτω χείλος μου.

"Α και Τζάνετ;" αναφώνησε μόλις έπιασε το πόμολο της πόρτας.

"Ναι;" έκανα κοιτώντας τον.

"Χρόνια Πολλά!" μου είπε και έφυγε κλείνοντας την πόρτα.

Σηκώθηκα προσπαθώντας να διώξω τις αναμνήσεις των γεννεθλίων μου, προσπαθώντας να μείνω χαρούμενη.

Τους υποσχέθηκα. Του υποσχέθηκα.

Άνοιξα την ντουλάπα και έβγαλα ένα ριγέ κόκκινο και άσπρο φόρεμα. Το φόρεσα περνώντας τα χέρια μου απαλά πάνω από τις ουλές.

Πρώτο βήμα Τζάνετ. Τέλος το ξυραφάκι.

Φόρεσα μια λεπτή καφέ ζώνη, και ένα ζευγάρι άσπρες γόβες που ήταν ακουμπισμένες δίπλα στην καρέκλα.

6 Δεκεμβρίου 2017. Είμαι 18. Είμαι ενήλικη.

Βγήκα έξω από το δωμάτιο και είδα πως όλοι με περίμεναν συζητώντας στο μικρό καθιστικό. Ο Λουκ σηκώθηκε όρθιος χαμογελώντας και με πλησίασε. Έσφιξα αμήχανα τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου, όμως εκείνος έπιασε τα μπράτσα μου κοιτώντας με περήφανα.

"Κοίτα ποιά χαμογελάει!" είπε ενθουσιασμένα και γελάσαμε.

"Λοιπόν love, θέλω να σταθείς μπροστά σε εκείνον τον τοίχο. It's photoshoot time..." είπε η Μπέλα κουνώντας μια επαγγελματική μαύρη κάμερα μπροστά της.

"Δεν θα το στείλετε στην Vogue έτσι; Τους έχω πει όχι από καιρό..." είπα με ένα δήθεν ύφος ντίβας, πλησιάζοντας τον τοίχο και όλοι γελάσαμε.

Για κάποιο λόγο με έπιασε νευρικό και δεν μπορούσα ούτε να χαμογελάσω ήρεμα για την κάμερα, παρόλα αυτά άκουσα τρία κλικ από αυτήν.

Η Άντζελα τράβηξε απαλά το λευκό χαρτί που βγήκε από την βάση της κάμερας, το κούνησε λίγο στον αέρα και μου το έδωσε.

Ο πριν δύο χρόνια εαυτός μου στεκόταν στην φωτογραφία και γελούσε. Με ένα κόκκινο και άσπρο ριγέ φόρεμα...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top