I did this to me...
"Δεν ήξερα ότι επιτρέπονταν οι δολοφόνοι σε κομμωτήρια!" είπε ειρωνικά και όλοι τους γέλασαν.
"Δεν ήξερα ότι επιτρέπονταν βόδια σε καφέ!" απάντησα και τον κοίταξα χαμογελώντας.
Ξαφνικά σήκωσε το χέρι του και με χαστούκισε. Όλο το μαγαζί γύρισε να μας κοιτάξει αλλά κανείς δεν σηκώθκε για να με βοηθήσει. Όλοι απλά κοιτούσαν παθητικά.
Ο Άιζακ, σηκώθηκε απότομα και άρχισε να τρέχει έξω από το καφέ. Κοίταξα απογοητευμένα προς το μέρος του.
Όλοι σε παρατάνε Τζάνετ! φώναξε το δαιμονάκι που στηριζόταν πάνω στην κούπα με την σοκολάτα μου.
Πήρα την τσάντα μου και πήγα να σηκωθώ για να φύγω όμως ξαφνικά η Κέιτ με έπιασε αγκαζέ από το δεξί χέρι και η Τζούλιετ από το αριστερό. Κοίταξαν χαμογελώντας ναζιάρικα τον καταστηματάρχη που τις ανταπέδωσε ένα καχύποπτο βλέμμα.
Σχημάτισα με τα χείλη μου την λέξη "βοήθεια".
"Μην ανησυχείτε κύριε, απλά η φίλη μας πάσχει από σχιζοφρένεια." είπε δήθεν στεναχωρημένα και εγώ βούρκωσα βλέποντας τον νεαρό άνδρα να με κοιτάει συμπονετικά.
Τις πίστεψε. Μα και εγώ το έκανα κάποτε.
*FlashBack*
"Κορίτσια δεν θέλω." γκρίνιαξα και της κοίταξα.
"Έλα τώρα αγάπη μου είσαι πανέμορφη!" επέμεινε η Κέιτ χαμογελώντας μου γλυκά μέσααπό τον καθρέφτη.
"Του Ζακ θα του τρέχουν τα σάλια!" μουρμούρισε η Τζούλι κοιτώντας με πονηρά και μου έκλεισε το μάτι.
"Μα δεν νιώθω άνετα..." ξαναείπα και προσπάθησα να απομακρυνθώ από τα χέρια τους όμως με αγνόησαν και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε και οι τρεις τις σκάλες.
Κάτω υπήρχαν πολλά παιδιά. Πάρα πολλά παιδιά.
Στην πισίνα, στους καναπέδες, όρθιοι στο τεράστιο σαλόνι και ψάχνοντας ποτά στην κουζίνα.
Λες και δεν ήταν αρκετά μεθυσμένοι. Λες και ήθελαν να μην θυμούνται ούτε το όνομά τους.
Ο Ζακ μιλούσε με τον Έλιοτ, ο οποίος γύρισε και με κοίταξε χαμογελώντας στραβά.
"Κάτσε να μην ήσουν πιασμένη και θα σου 'λεγα γω!" φώναξε και ο Ζακ γύρισε και με κοίταξε μπερδεμένος.
Το σαγόνι του έπεσε στο πάτωμα, ενώ το βλέμμα του με έγδυνε.
"Ναι... Είναι πολύ πιασμένη..." είπε με ένα αποσβωλομένο βλέμμα και γέλασα.
Ο Έλιοτ τον χτύπησε στην πλάτη σμπρώχνοντάς τον προς τα εδώ και τα κορίτσια με έσμπρωξαν από τις 3 τελευταίες σκάλες.
Εκείνοι την στιγμή ο Ζακ με έπιασε από την μέση και τον κοίταξα χαμογελώντας. Γύρισα το κεφάλι μου προς τα κορίτσια που χασκογελούσαν.
"Καλή διασκέδαση!" είπαν τα κορίτσια ναζιάρικα με μια φωνή.
*EndOfFlashBack*
Με έβγαλαν έξω και τα αγόρια ακουλούθησαν. Στρίψαμε ξαφνικά σε ένα σοκάκι και φτάσαμε κοντά στο αδιέξοδο όπου κατέληγε.
"Τι έγινε τσουλάκι, δεν σου έφτασε το ξύλο που έφαγες τις προάλλες;" ρώτησε η Κέιτ και με πέταξε κάτω.
Το κολάν μου σκίστηκε και το γόνατό μου μάτωσε.
Και άλλες ωραίες στιγμές....
"Καργιολάκι σου έφαγε η γάτα την γλώσσα;" ρώτησε με τη σειρά της η Τζούλι και με κλώτσησε με δύναμη στα πλευρά.
Προσπάθησα να πάρω ανάσα μα το μόνο που ακούστηκε ήταν ένα βογγητό πόνου. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου.
"Κοίτα το μωρό κλαίει." έκανε δήθεν τον λυπημένο ο Έλιοτ, καθώς με πλησίαζε απειλητικά.
Τότε άρχισαν όλοι να με χτυπάνε. Το κεφάλι μου έκανε χιλιάδες σβούρες, ένιωθα ζεστό αίμα στο στόμα μου και είχα μια τεράστια επιθυμία να κάνω εμετό. Έκλεισα τα μάτια μου και δεν κουνιόμουν για να το παίξω δήθεν λιπόθυμη.
"Πάμε να φύγουμε. Λιποθύμησε." είπε ψυχρά η Κέιτ και άκουσα τα βήματά τους να απομακρύνονται πάνω στα χαλίκια.
Άνοιξα τα μάτια μου και προσπάθησα να σηκωθώ. Σύρθηκα μέχρι το τοίχο και έβγαλα νερό και χαρτομάντιλα από την τσάντα μου.
Άρχισα να καθαρίζω το πρόσωπό μου.
Τα χείλη μου έτσουζαν. Ένιωθα το δεξί μου μάγουλο γδαρμένο από τα χαλίκια και το μάτι μου πρησμένο.
Έβγαλα από την τσάντα μου, μια μεγάλη γκρι ζακέτα και την φόρεσα κρύβοντας τις μελανιές στα χέρια και τον κορμό μου. Έβαλα και τα γυαλιά ηλίου μου βάζοντας τα μαλλιά μου μπροστά στο πρόσωπό μου αγνοώντας το τσούξιμο. Φόρεσα την κουκούλα, έριξα στο χέρι μου τρία παυσίπονα από ένα κουτακί στην μικρή πλαϊνή τσέπη της τσάντας και τα κατάπια με το υπόλοιπο νερό.
Στήριξα το γρατζουνισμένο χέρι μου στον τοίχο και σηκώθηκα. Προχωρούσα όσο πιο αργά μπορούσα ώστε να μην φαίνεται ότι υποφέρω.
Αλλά υπέφερα.
Τα κόκκαλά μου έτριζαν, λες και σε κάθε κίνησή μου θρυματίζονταν. Τα πόδια μου σέρνονταν, και ένιωθα απίστευτα αδύναμη. Το μόνο θετικό ήταν ότι η ζακέτα ήταν τεράστια και έκρυβε μέχρι και το γόνατό μου.
Ήταν του Ζακ. Από τα ελάχιστα αντικείμενα που έμειναν να μου τον θυμίζουν.
Και έκρυβε τον πόνο μου, όπως ακριβώς και εκείνος.
Όταν τα παυσίπονα άρχισαν να δρουν, ξεκίνησα να περπατάω πιο γρήγορα. Θα πάω στο σχολείο μόνο και μόνο για να ειδοποιήσω τον διευθυντή πως θα φύγω.
Όχι ότι τον ένοιαζε και πολύ. Ήταν και εκείνος μαζί με τους haters μου. Όχι τόσο για τις κατηγορίες που με βαραίνουν, αλλά γιατί σταμάτησα μόλις πέθανε ο Ζακ να κάνω δωρέες στο σχολείο. Όλοι τους ζουν για το χρήμα, το σεξ και να κατηγορούν ότι δουν έστω και λίγο αδύναμο.
Άμα ο άνθρωπος σε δει να στέκεσαι στην άκρη του γκρεμού, δεν θα σε κρατήσει πίσω, αλλά θα σε σμπρώξει με όλη του την δύναμη.
Όταν έφτασα στο προαύλιο, συνειδητοποίησα ότι ήταν το δεύτερο διάλειμμα.
Γαμώτο. Δεν μπορώ να κρυφτώ από τίποτα πλέον.
Ήταν η ασπίδα μου στον πόλεμο. Η ομπρέλα μου στις καταιγίδες. Ο φακός μου στο σκοτάδι. Ο ώμος που μπορούσα να μουσκέψω με τα δάκρυα μου, κάθε χρονιά στα γεννέθλιά μου, όταν πέθαναν οι γονείς μου πριν 8 χρόνια τότε.
Τώρα όμως τα χρόνια έγιναν 10, και δεν έχω κανέναν κοντά μου πλέον. Γιατί μου είπαν ότι θα επιστρέψουν με το δώρο μου. Αλλά δεν το έκαναν ποτέ.
Έσκυψα ακόμα περισσότερο, με την ελπίδα να μην με αναγνωρίσει κανείς και άρχισα να προχωράω προς το εσωτερικό του σχολείου.
"Ει κοπελιά! Νόμιζω έχεις ματώσει!" άκουσα την φωνή του Λουκ πίσω μου.
Άρχισα να προχωράω πιο γρήγορα, με αποτέλεσμα να φτάσω στα σκαλιά του σχολείου.
"Περίμενε!" ξαναφώναξε και μπήκε μέσα μαζί μου.
Τράβηξε το μπράτσο μου και εγώ σταμάτησα στην μέση του άδειου διαδρόμου.
Κάθε ντουλαπάκι και μια ιστορία. Ένα φιλί, μια αγκαλιά, ένα συγγνώμη, ένα 'σε μισώ', ένα απειλητικό σημείωμα, μία γροθιά.
Με γύρισε προς το μέρος του και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πολύ γρήγορα.
"Έχει ματώσει το χείλος σου." είπε πιο ήρεμα.
Σήκωσα τα δάχτυλά μου και ακούμπησα το ρυάκι από αίμα που έτρεχε από την άκρη του στόματός μου.
"Το μάτι σου..." πήγε να πει και έβγαλε τα γυαλιά μου.
Δεν πρόλαβα να τον σταματήσω. Ένιωθα αδύναμη. Σπασμένη.
"Τζάνετ;" φώναξε και έπιασε το πρόσωπό μου στα χέρια του.
"Τι έπαθες;! Ποιός σου το έκανε αυτό;" ρώτησε έντονα, κοιτώντας με ανήσυχα.
"Εγώ μου το έκανα..." απάντησα βουρκωμένη.
"Τζάνετ προσπαθείς ειλικρινά να με πείσεις ότι μελάνιασες το μάτι σου και για περίμενε..." είπε και ξεκούμπωσε την ζακέτα μου.
"Αυτά δεν υπήρχαν το πρωί!" σχεδόν ούρλιαξε.
"Γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο γαμώτο; Και ο Άιζακ που είναι; Μου υποσχέθηκε ότι θα σε προσέχει! Δεν έπρεπε να σε αφήσω μόνη σου... Ποιό τέρας σου το έκανε αυτό;".
Σήκωσα το κεφάλι μου και τονκοίταξα στα μάτια.
"Εγώ.".
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top