F*ck my life...
Άνοιξα αργά τα μάτια μου και κοίταξα γύρω μου.
Ήταν πρωί;
Ανασηκώθηκα και ακούμπησα την πλάτη μου στην πλάτη του κρεβατιού. Η Μπέλα και ο Άιζακ δεν ήταν στο δωμάτιο.
Ο Λουκ κοιμόταν με ένα περίεργο τρόπο πάνω στο μικρό καναπεδάκι, στην γωνία του δωματίου. Δεν φορούσε μπλούζα και γέλασα λίγο.
Η Άντζελα είχε κοιμηθεί πάνω στα χέρια της στην άκρη του κρεβατιού μου, ενώ καθόταν στο πάτωμα. Και τέλος ο Έντουαρντ ήταν κουλουριασμένος μισός πάνω στο πουφ και άλλος μισός στο πάτωμα.
Να γίνω λίγο κακιά;
"Μην το κάνεις αυτό τιγράκι. Λυπήσου τους! Όλο το βράδυ ξαγρύπνησαν για να σε προσέχουν!" άκουσα τον Ζάκ και γυρνώντας το κεφάλι μου δεξιά τον είδα να κάθεται γελώντας, με τα πόδια του απλωμένα πάνω στα παπλώματα και με κοιτούσε με σταυρωμένα τα χέρια του.
"Έλα τώρα! Μόνο μια φορά! Δεν θα κάνω και κάτι το τόσο φοβερό! Δεν θα φρικάρουν πια και τόσο!" επέμεινα.
"Κ όμως!"
"Δεν το ξέρεις."
"Μωρό μου είμαι από κύημα της φαντασίας σου! Τεχνικά ζω στο μυαλό σου. Ξέρω ό,τι ξέρεις κι εσύ." απάντησε γελώντας.
"Ε τότε φύγε για μισό λεπτό και σου υπόσχομαι ότι δεν θα το ξανακάνω!" είπα παιχνιδιάρικα κοιτώντας τον πονηρά.
Όταν το επόμενο δευτερόλεπτο ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, δεν ήταν πια δίπλα μου. Μάλλον κάτι που πρέπει να αρχίσω να συνηθίζω...
Αφού βεβαιώθηκα ότι επικρατούσε απόλυτη ησυχία, ούρλιαξα με όλη μου την δύναμη.
Όλοι πετάχτηκαν από τις θέσεις τους και άλλαξαν, ενώ από την πόρτα μπήκαν απότομα επίσης αλλαγμένοι ο Άιζακ και η Μπέλα. Συγκεκριμένα ο Άιζακ κρατούσε και ένα μαχαίρι κουζίνας κάτι που τον έκανε λίγο πιο τρομακτικό από ότι θα έπρεπε.
Ήταν ο μόνος που δεν με κοιτούσε με ανησυχία μα με θυμό.
"Τι στον διάολο έγινε;" μου φώναξε και εγώ κατέβασα το κεφάλι μου, γεμίζοντας ξαφνικά τύψεις.
Όλοι με κοιτούσαν περίεργα καθώς άρχισα να γελάω νευρικά, χωρίς να μπορώ να το ελέγξω. Όμως κανείς δεν ήξερε πως μέσα σε 2 ολόκληρα χρόνια δεν έχω ξαναγελάσει πραγματικά.
'Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά εγώ θα την δολοφονήσω σίγουρα!" γρύλισε και όλοι ξαναγύρισαν στην ανθρώπινη μορφή τους, καταλαβαίνοντας τι συνέβη.
"Θα φέρω σακούλες!" συνέχισε η Άντζι.
"Κι εγώ αλάτι!" συμπλήρωσε η Μπέλα.
Όλοι την κοιτάξαμε περίεργα.
"Τι;" Όσο πιο βασανιστικό τόσο το καλύτερο! απάντησε και όλοι γελάσαμε.
"Συγγνώμη, απλά ήθελα να δω την αντίδραση σας." είπα μετανιωμένα.
Δεν ήξερα ότι θα τρόμαζαν τόσο. Ότι θα νοιάζονταν τόσο.
"Απλά... Μην... Το ξανακάνεις..." μουρμούρισε ο Έντουαρντ λαχανιασμένος ακόμα.
"Τζάνετ... Θα θέλαμε να σου μιλήσουμε για μερικά πράγματα..." ξεκίνησε να λέει σοβαρός ο Λουκ.
Κάθισαν όλοι κοντά μου στο κρεβάτι και με κοίταξαν αναστενάζοντας.
"Υπάρχουν μερικά πράγματα που πρέπει να ξέρεις... Είμαστε επικίνδυνοι Τζάνετ." ξεκίνησε να λέει η Άντζι.
"Υπάρχουν τρεις κανόνες που πρέπει να είσαι διατεθειμένη να ακολουθήσεις αν είσαι διατεθειμένη να μας εμπιστευτείς και να σε εμπιστευτούμε. Πρώτον, πρέπει να μένεις μακριά μας την ημέρα πριν και μετά την πανσέληνο. Οι αισθήσεις μας είναι στα ύψη. Λείπουμε ούτως ή άλλως από το σχολείο αλλά πρέπει να ξέρεις..-" εξηγούσε η Μπέλα όταν την διέκοψε ο Άιζακ.
"Ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να είσαι κοντά όταν νευριάζουμε." είπε κοιτώντας με έντονα στα μάτια.
"Αυτό είναι το πρόβλημα διαχείρισης θυμού για το οποίο μου έλεγες;" ρώτησα τον Λουκ και εκείνος έγνεψε αμήχανα καταφατικά.
Είμαι ο χειρότερος από όλους, οπότε χρειάζομαι λίγη βοήθεια. Απλά όλα γυρίζουν κόκκινα. Δεν έχω βρει ακόμα την άγκυρά μου... Όμως ο τελευταίος κανόνας είναι πως ποτέ μα ποτέ δεν αφήνουμε κανένα μέλος της αγέλης πίσω! Και είσαι πλέον μέλος της Τζάνετ." είπε σοβαρά και με κοίταξε βαθιά στα μάτια.
Είμαι... Όμως ήθελα να είμαι;
Κοίταξα το ρολόι, συνειδητοποιώντας ότι είναι 8 η ώρα.
"Έχουμε σχολείο! Άντε ετοιμαστείτε!" φώναξα και σηκώθηκα απότομα από το κρεβάτι.
Κοίταξα απότομα τα πόδια μου και κοκκάλωσα.
"Γιατί μπορώ να περπατήσω;" ρώτησα και τους κοίταξα ερωτηματικά.
"Έχουμε θεραπευτικές δυνάμεις. Η Άντζι, που την έχει πιο ανεπτυγμένη από όλους έκατσε μαζί σου χτες το βράδυ και σε θεράπευσε." μου απαντάει ο Έντουαρντ.
Την κοίταξα και την ευχαρίστησα με ένα χαμόγελο. Ανταπόδωσε και κούνησε το κεφάλι της.
"Μπέλα μπορείς να πας να μας φέρεις ρούχα;" ρώτησε ο Λουκ κοιτώντας την.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά και μεταμορφώθηκε. Άνοιξε το παράθυρο και πήδηξε κάτω.
"Όχι!" φώναξα ασυναίσθητα και έτρεξα στο παράθυρο.
Όμως απλώς την είδα να απομακρύνεται τρέχοντας από το σπίτι. Τέλος πάντων. Θα το συνηθίσω.
"Γιατί στείλατε εκείνη;" ρώτησα γυρνώντας προς το μέρος των άλλων.
"Γιατί είναι η πιο γρήγορη." απαντάει ο Λουκ.
"Και με το καλύτερο γούστο." συμπλήρωσε η Άντζι γελώντας.
"Εντάξει, τώρα βγείτε όλοι έξω." είπα δήθεν αυστηρά και βγήκαν ένας ένας έξω από την πόρτα.
Και ξαφνικά το δωμάτιο άδειασε, κρύωσε, ησυχία απλώθηκε παντού.
Άνοιξα την ντουλάπα μου και κατευθήνθηκα προς την μεριά με τα χρωματιστά ρούχα.
Όχι. Όχι σήμερα. Αυτήν την φορά θα είμαι ο εαυτός μου. Ότι αυτός έγινε τα τελευταία χρόνια.
2 χρόνια τώρα, αρνούμουν να φορέσω το οτιδήποτε περιείχε έστω και μια στάλα μαύρο. Αρνούμουν να αποδεχτώ αυτό που συνέβαινε, που μου συνέβαινε.
Πίστευα πως έτσι μπορώ να το αποφύγω, να γλιτώσω. Αλλά ποιός μπορεί τελικά να γλιτώσει από την τρέλα. Να αποφύγει την κατάθλιψη;
Δεν ξέρω ποιός, αλλά σίγουρα δεν είμαι εγώ.
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Δεν μου αρέσει. Δεν μου αρέσω. Θέλω μια αλλαγή. Να μην είμαι πια αυτό το κινούμενο πτώμα.
Να βάλω λίγο χρώμα. Ας ξεκινήσουμε σήμερα με το κόκκινο.
Μπήκα στο μπάνιο και κλείδωσα.
Στηρίχτηκα στον νιπτήρα, και έβγαλα την λεπίδα μου από το ντουλαπάκι του μπάνιου.
Και με αυτήν, χάιδεψα απαλά το χέρι μου.
Σήμερα τα μανίκια δεν είναι μακρία. Σήμερα οι μάσκες πέφτουν. Σήμερα θα φανεί κάτι που κρυβόταν 2 χρόνια τώρα.
Άνοιξα την βρύση και έβαλα από κάτω το χέρι μου.
Είδα το αίμα να αναμειγνύεται με το νερό και να διαλύεται. Ένιωσα.. ανακούφιση.
Όταν σταμάτησε να τρέχει το αίμα, σκούπισα το χέρι μου με μία πετσέτα και βγήκα έξω.
Έβαλα τα άσπρα παπούτσια μου και το γκρι σκουφάκι μου.
Πριν ανοίξω την πόρτα του δωματίου μου έτρεξα στο συρτάρι μου και πήρα 200€. Δεν είχα ξανανοίξει ποτέ αυτό το συρτάρι για να πάρω παραπάνω από τα απαραίτητα.
Μα και αυτό είναι απαραίτητο. Η αλλαγή είναι απαραίτητη.
Τα έβαλα στην τσάντα μου και κατέβηκα κάτω. Τα παιδιά με κοίταξαν και το βλέμμα τους εστίασε στα χέρια μου. Τα σταύρωσα άβολα μπροστά στο στήθος μου και κοίταξα βιαστικά αλλού.
Προφανώς η Μπέλα είχε ήδη επιστρέψει και τους είχε φέρει τα ρούχα τους. Ο Έντουαρντ με πλησίασε και μου έδωσε μια κούπα καφέ. Αφού τελειώσαμε το πρωινό, η ώρα ήταν 8:30.
"Θα αργήσουμε!" παραπονέθηκα.
Βγήκαμε βιαστικά έξω από το σπίτι. Εκείνη την στιγμή το δρομάκι διέβενε η Μαρία, που κοιτούσε τα παιδιά ενθουσιασμένη.
"Καλημέρα δεσποινίς! Ποιά είναι τα παδιά;" ρώτησε με ένα μεγάλο χαμόγελο.
"Φίλοι μου." απάντησα ανταποδίδοντας το χαμόγελο.
"Είμαι περήφανη για εσάς δεσποινίς!" μου ψιθύρισε συγκινημένη, καθώς περνούσε από δίπλα μου.
Περάσαμε την καγκελόπορτα. Πήγα να ξεκινήσω να τρέχω αλλά ξαφνικά ένα χέρι με κράτησε.
"Που νομίζεις ότι πας τίγρη;" ρώτησε ο Άιζακ και εγώ κράτησα για μια στιγμή την ανάσα μου.
"Σχολείο;" ρώτησα ειρωνικά προσπαθώντας να μην δείξω την στιγμιαία σύγχυση μου.
Χαχάνισε -για πρώτη φορά από την στιγμή που τον γνώρισα- και έκανε στην άκρη δείχνοντάς μου ένα μηχανάκι.
Όλοι άλλοι ξεκίνησαν με ένα άσπρο σπορ αυτοκίνητο και τότε συνειδητοποίησα τι θα γινόταν.
Fuck my life...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top