all that's forgotten
Ένα δώρο για σένα, όλα αυτά τα ξεχασμένα.
Ένα δώρο για σένα, αγαπημένε άγνωστε ταξιδιώτη, που είχες το θράσος να μπεις για μία μέρα στη ζωή μου.
Μία μέρα ούτε καν ολόκληρη, ένα απόγευμα, ένα βράδυ, ένα καλοκαιρινό αεράκι, ένα δειλινό και μια αυγή.
Σε ένα -περίπου- άδειο μπαρ της -περίπου- άδειας γειτονιάς, μιας -περίπου- άδειας πόλης. Καθόμουν σε εκείνο το τραπέζι στην σκοτεινή γωνιά. Ένα κερί αναμμένο μπροστά μου, αν και ο απογευματινός ήλιος έπεφτε για λίγο ακόμη πάνω μου. Διάβαζα για μια περιπέτεια ζωής, σε ένα πολυδιαβασμένο κόκκινο βιβλίο.
Loving June το έλεγαν, για μια αγάπη κόκκινη και δυνατή, για έναν έρωτα που δεν τελείωνε ποτέ στην πρώτη σελίδα.
Δεν το ήξερες. Αλλά μπήκες στο μπαρ φορτωμένος το μεγάλο πράσινο σακίδιο, είπες στο κύριο Μιχάλη τα παρακάτω λόγια: «Επιθυμώ μια ωραία μπύρα. Ο,τι θες εσύ.». Μάζεψες το όμορφο χαμόγελο σου και πήρες το γαλάζιο βλέμμα σου στην άλλη πλευρά του μπαρ -στη δική μου πλευρά.
Τόσα άδεια τραπέζια, τόσες άδειες καρέκλες. Και όμως, πήγες και κάθισες στο μικρό τραπέζι της κοκκινομάλλας κοπέλας που ευχόταν μια έξοδο, έναν παράδεισο μακριά από αυτή την κόλαση.
«Ονομάζομαι Πάρης, εσένα; Ποιο είναι το όμορφο όνομα σου;» ρώτησες με σοβαρή φωνή.
Για μερικά δευτερόλεπτα σε κοιτούσα και σκεφτόμουν το ποσό άτυχος ήσουν στη ζωή σου αν μιλούσες με το «σεις» και με το «σας» σε όλους όσους έβλεπες.
«Δεν ενδιαφέρομαι.» σου είχα απαντήσει.
«Δεν ενδιαφέρεσαι για ποιο πράγμα;» με ρώτησες.
Μα καλά, πόσο ηλίθιος ήσουν; Όχι πολύ μιας και λίγο αφότου οι λέξεις βγήκαν από το στόμα σου, συμπληρώσεις κάποιες μαγικές λέξεις.
«Ενδιαφέρομαι για έναν φίλο σε αυτόν τον άγνωστο τόπο.» είπες. «Βλέπεις είμαι ταξιδιώτης. Και θέλω να δω τη μέρα και τη νύχτα παρέα με έναν σταθερό αυτού του μέρους.»
Συνέχισα απλά να σε κοιτάω.
Ο κύριος Μιχάλης ήρθε με τη κρύα μπύρα σου. Χαμογέλασες, χείλη και μάτια και ολόκληρη η ύπαρξη σου έλαμψε. «Σε ευχαριστώ πολύ καλέ μου άνθρωπε!»
Ένα μικρό γελάκι βγήκε από μέσα μου. Ο κύριος Μιχάλης μου έκανε μια κίνηση, νόμιζε πως ήσουν τρελός. Είχε ακουστεί πως κάποιος το έσκασε από το ψυχιατρείο της πόλης. Με κάθε ξένο και άγνωστο, όλοι νόμιζαν πως ήταν ο τρελός. Εσύ όμως;
Εσύ μόνο τρελός δεν ήσουν. Τουλάχιστον όχι με αυτόν τον τρόπο. Από όσο γνωρίζω δεν σκότωσες όλη σου την οικογένεια και τη γάτα σου, ή κάνω λάθος;
«Λοιπόν, τι διαβάζεις;» ρώτησες.
Έβαλα τον σελιδοδείκτη στο χαρτί με τις υπέροχες λέξεις στο οποίο βρισκόμουν. Το κόκκινο βιβλίο ακούμπησε απαλά πάνω στο λερωμένο τραπέζι, μα δεν κοιτούσες εκείνο, κοιτούσες εμένα. Έψαχνες κάποια απάντηση από τα χείλη μου, όχι από τα χέρια μου.
«Είναι από έναν άγνωστο συγγραφέα.» εξήγησα όταν σου είπα τον τίτλο. «Όλοι νομίζουν πως μιλάει για τον δικό του έρωτα. Κανείς δεν ξέρει όμως.»
Ήπιες από τη μπύρα σου. «Αυτοί είναι οι πιο ωραίοι έρωτες. Μυστήριοι και έντονοι, σαν αυτό το χρώμα. Όμορφο το κόκκινο, δεν νομίζεις;»
Δεν ήξερα τον λόγο που επέλεξες να μου μιλήσεις εκείνο το απόγευμα. Δεν κατάλαβα ποτέ τον λόγο που ήρθες στο τραπέζι μου, είπες το όνομα σου και αποφάσισες να βάλεις τον περίεργο εαυτό σου στη ζωή μου. Μα το έκανες. Και το δέχτηκα.
«Δεν νομίζω. Πιστεύω πως είναι υπέροχο και πέρα από κάθε λογική πανέμορφο.» σου απάντησα.
Χαμογέλασες ξανά, σαν να ήταν μια συνήθεια που είχες από μωρό. Μάλλον ποτέ δεν έκλαψες, ποτέ δεν ένιωσες πόνο. Χαμογέλασες, ήπιες από τη μπύρα σου ξανά και ξαναρώτησες : «Λοιπόν, πώς σε λένε;»
«Έρις.» ψιθύρισα διστακτικά. «Όλοι με τα περίεργα ονόματα εδώ καθίσαμε.»
«Περίεργα; Αυτά είναι που μένουν! Αυτά είναι που θυμάσαι.» χτύπησες το χέρι σου στο τραπέζι με πάθος. «Αναμνήσεις που μένουν, στιγμές που ποτέ δεν πεθαίνουν. Έρις, θα σε θυμάμαι για πάντα!»
Ήσουν τόσο περίεργος, τόσο παθιασμένος με τα πάντα. Ένας ταξιδιώτης που ήταν παθιασμένος με τη ζωή. Ήθελες να ταξιδέψεις στη ψυχή μου, να δεις κάθε πτυχή της, να ανακαλύψεις κάθε σπηλιά της. Ήθελες να θυμάσαι τα πάντα, θα απέφευγες τα μαχαίρια, θα πηδούσες πάνω από τη φωτιά και θα θυμόσουν τα πάντα, τα πάντα, τα πάντα.
«Εσύ θα με θυμάσαι;»
«Έτσι όπως είσαι, θα σε ξεχάσω;» αναρωτήθηκα. Τόσα χρόνια αργότερα, απάντησα μόνη μου αυτή την ερώτηση.
Δεν σε ξέχασα ποτέ αγαπημένε άγνωστε ταξιδιώτη.
«Ε λοιπόν τότε, θα με βοηθήσεις να μη ξεχάσω αυτό το μέρος;» ρώτησες. Δεν πρόλαβα να απαντήσω, έβγαλες έναν χάρτη -μα ποιος χρησιμοποιεί τους χάρτες πλέον;- τον άφησες πάνω στο τραπέζι παραμερίζοντας τα πάντα και με ένα μολύβι μου έδειξες τα κυκλωμένα μέρη. «Είναι βλέπεις η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, και λίγο πιο πέρα έχει έναν πύργο και...»
Θεέ μου, ήσουν τόσο σοβαρός! Δεν το πίστευα στα μάτια μου, ένας άγνωστος να θέλει να δει την πόλη μας. Την πόλη την οποία το καλοκαίρι όλοι άφηναν, είχε πολλή ζέστη, είχε καθόλου νυχτερινή ζωή, είχε ένα σωρό ηλίθιους ανθρώπους και ακόμη περισσότερους! Και εσύ ήθελες να μάθεις τα πάντα για το μέρος που όλοι παρατούν!
Και ρώτησες, και ρώτησες, και έψαξες, και έμαθες και ήθελες να εξερευνήσεις τον κόσμο και ένα βήμα πιο πέρα. Μου άρεσε να σε ακούω να μιλάς, με αυτή τη φωνή που είχε ένα ταλέντο να με μαγεύει, με εκείνον τον λόγο που είχε ένα ταλέντο να με κάνει να χαμογελάω μέσα στη μουντή ζωή μου.
Μου άρεσε να σε ακούω να μου μιλάς, γιατί η φωνή σου έμπαινε μέσα στο μυαλό μου, έμενε εκεί και με έκανε να θέλω να μου τραγουδήσεις και να μου ψιθυρίσεις και να χαμογελάς πάνω στο δέρμα μου.
Δέκα λεπτά σε ήξερα, εσύ και η ηλίθια ομιλία σου με έκανε να θέλω να πέσω από τη κορυφή του βουνού.
Ο κύριος Μιχάλης μου υπενθύμισε πως μπορεί να ήσουν εκείνος ο τρελός για τον οποίον όλοι μιλούσαν, μα εγώ χαμογέλασα μόνο ευγενικά καθώς σε ακολουθούσα προς την έξοδο του μπαρ. Με το βιβλίο μου αγκαλιά, την όποια αξιοπρέπειά μου κρυμμένη στη τσέπη του παντελονιού μου και εσένα στο πλάι, μόνο αυτά χρειαζόμουν για να χαθώ στην μοναδική μάτια σου.
Ένα δώρο για σένα λοιπόν, αγαπημένε άγνωστε ταξιδιώτη, για να θυμηθείς ξανά όλα αυτά που ξεχάσαμε με τα χρόνια. Η ζωή είναι μικρή για να ξεχνάμε εκείνο το ένα βράδυ που απέκτησε νόημα ένα περίεργο όνομα, ένας περίεργος μελαχρινός άγνωστος άνδρας, μια περίεργη κοκκινομάλλα κοπέλα και ένας τρελός που κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν.
Ένα δώρο για εσένα, όλα αυτά τα ξεχασμένα.
Θυμάμαι όμως τη μορφή σου. Εκείνα τα δύο γαλανά μάτια που αγάπησα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top