Προσπάθειες


Κατεβάζω τα πόδια μου από το κρεβάτι και τα νιώθω να τρέμουν. Μαζί με αυτά τρέμει και το στομάχι μου. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω μα φτάσω μέχρι το μπάνιο. Δεν ξέρω αν θα βρω το κουράγιο να δω τον εαυτό μου να χάνεται μέσα σε εκείνη τη ρημαδιασμενη τη λεκάνη. Είναι τόσα πολλά αλλ και συνάμα τόσο λίγα.  Που είναι ο Θεός που έκανα τις προσευχές μου για να με ακούσει; Τι έκανα έτσι ώστε να πρέπει να περνάω αυτό το βασανιστήριο;

Βλέπω πάνω στο κομοδίνο τα χάπια. Τα σιχαίνομαι αυτά τα χάπια...Θα το παλέψουμε πρώτα με την αγωγή Μελανι, έχε πίστη και όλα θα πάνε καλά...είπαν οι γιατροί αλλά κοιτάξτε με γαμωτο ;;Ποια πίστη  ; Έχω αρχίσει να χάνω ... Θα γίνεις καλά κόρη μου...Θα τα καταφέρουμε...μου είπε η μάνα μου χθες... Άραγε είδε ποτέ της τα όμορφα μαλλιά μου να πεθαίνουν το πρωί να πάνω στο καταραμένο το μαξιλάρι; Όλοι καταλαβαίνουν...
Όλοι συμπάσχουν...
Όλοι ελπίζουν...
Όλοι κρίνουν...
Όλοι υποθέτουν...
Όλοι συμβουλεύουν...
Όλοι σε νιώθουν...

ΑΡΧΙΔΙΑ! ΨΕΜΑΤΑ! Κανείς δεν νιώθει τι περνάω...Κανείς από αυτούς δεν βρίσκεται μέσα στο κορμί μου ... Κανείς δεν νιώθει το τρέμουλο τα πρωινά. Τις ναυτιες. Το τσούξιμο στα μάτια. Κανείς δεν βλέπει τα γαμημένα τα μαλλιά του να πέφτουν !!!

Κατά τα άλλα σε νιώθουν....Ειναι λυπηρό...κι αυτή είναι η μαγική λέξη. Λύπη, λύπηση, συμπόνια ίσως;; Δεν θέλω τη λύπηση κανενός.

Βαζω τα χέρια μου στο κρεβάτι. Σηκώνομαι πριν αδειάσω τη ζωή μου στο χαλί. Φτάνω με το ζόρι ως τη πόρτα του μπάνιου ενώ η θέρμη που γεμίζει τα πνευμόνια μου γίνεται κάψα και με καίει...Γίνεται ουρλιαχτό που ούτε αυτό έχω τη δύναμη να βγάλω...

Πόσα όνειρα έκανα θεέ μου ... Όνειρα που πλέον τα πετάω στο κουβά. Όνειρα που οδηγούν σε μονόδρομο. Όνειρα που πρέπει να απαρνηθω, πρέπει να διαγράψω, πρέπει να τα κάνω να σωπασουν. Πάντοτε σιχαινομουν τη σιωπή. Τώρα την αναζητώ...Ακούω τα μέσα μου να χουρχουριζουν και θέλω να σωπασουν...

Ξέρω πως δεν έχω πολύ. Τους άκουσα να μιλάνε. Θέλουν να με πάρουν μακριά, να κάνω όλες εκείνες τις μαλακιες για να ζήσω.  ΠΟΙΟΣ ΣΑΣ ΕΙΠΕ ΌΤΙ ΘΑ ΖΗΣΩ;;;

Οι άνθρωποι ξεκινάνε την μέρα τους κάθε πρωί σκεπτόμενοι την κούραση της δουλειάς, την γκρίνια του παιδιού τους, το ταξί που θα πάρουν γιατί το αυτοκίνητο χάλασε, το αγόρι στο σχολείο που δεν θα τους κοιτάξει ούτε και σήμερα, τους λογαριασμούς που τρέχουν και δεν έχουν λεφτά να πληρώσουν, το άγχος ότι δεν θα ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις...Σκέφτονται ότι δεν θέλουν να ζουν επειδή κάποιος εκεί έξω απαρνιεται την αγάπη τους ...Επειδή κάποιος εκεί έξω τους πλήγωσε... Επειδή δεν πήραν καλούς βαθμούς...Θεούλη μου ... Η λίστα δεν τελειώνει. Η λιστα μεγαλώνει, μεγαλώνει με όλους αυτούς τους ανουσιους προβληματισμούς...
Προβληματισμούς που ανθρωποι σαν εμένα θα έδιναν τα πάντα για να έχουν...Λένε πως αν δε το ζήσεις δεν το καταλαβαίνεις. Δεν το εκτιμάς...Ποιο; Μα το δώρο της φύσικα ... Σου δίνεται η ευκαιρία να ζήσεις χωρίς να περάσεις από την θέση μου κι εσύ;; Εσύ γκρινιάζεις! Εσύ μοιρολογας! Εσύ εικαζεσαι ότι πονάς επειδή δεν βρίσκεις ανταπόκριση στον έρωτα... Είναι τόσο γελοίο στα μάτια μου πλέον όλο αυτό...Τόσο μικρό... τόσο τιποτενιο...

Πανω σε αυτο το πλανήτη είμαστε φιλοξενουμενοι...Είμαστε κόκκοι άμμου ... Η ζωή θα συνεχιστεί κι εμείς σκεπτόμαστε αρνητικά για ηλίθιους λόγους!

Δεν αντέχω... Οι λέξεις ακούγονται θλιμμένες μέσα στο μυαλό μου αλλά  ειλικρινά δεν αντέχω. Τα φάρμακα με έχουν γονατίσει... Γίνομαι φάντασμα. Γίνομαι σκιά...

Η Μελανι έφτασε με το ζόρι μέχρι το μπάνιο αλλά κατέρρευσε πριν φτάσει. Τα πρωινά της ξυπνηματα είχαν αρχίσει να γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Όλο και πιο φριχτά. Άρχισε να κάνει εμετό πάνω στα λευκά πλακάκια του μπάνιου. Έβριζε για τα χάπια. Έβριζε για την αδυναμία της. Έβριζε για τη ζωή. Μια κοπέλα που ήταν πάντοτε η χαρά...Που πάλευε για τα θέλω της. Που πάλευε για την αγάπη, τώρα κατέρρεε...

Την ίδια στιγμή

. Η Νισα άλλαξε γρήγορα τα ρούχα της , επέλεξε ένα κοντό σορτς, και ένα κολλητό τοπακι. Μετά τον μικρό καυγά που είχε με τον Λιαμ στη σχολή, τον έπεισε να πάει σπίτι της για να κάνουν την εργασία. Τον έπεισε να βρεθεί στο στόμα του λύκου. Ήθελε να τον διεκδικήσει. Βλέποντας την συμπεριφορά της Μελανι εκνευρίζοταν μαζί της... θεωρούσε πως τον πληγώνει...

"Νισα;Να μπω;" τον άκουσε και χαρωπή του απάντησε να μπει. Μόλις όμως μπήκε η χαρά της κόπηκε.

"Συγνωμη αλλά δεν ήθελα να σου στείλω μήνυμα πως δεν θα έρθω, σκοπεύω να πάω σπίτι της Μελ. Θα κάνουμε την εργασία αύριο καλά;" είπε αλλά δεν χρειάστηκε να το πει. Μπαίνοντας με άδεια χέρια, χωρίς τετράδια και σημειώσεις ήταν αρκετό.

Έπνιξε τον θυμό της και του χαμογέλασε

"Εντάξει Λιαμ , δε πειράζει. Αύριο θα σε περιμένω..." είπε και πήγε κοντά. Τον πλησίασε αρκετά και του έπιασε το χέρι "Ελπίζω όλα να πάνε καλά...Και να μη σε διώξει Λιαμ...Δεν καταλαβαίνει πως απομακρύνει τον άνθρωπο της με αυτή την ανώριμη συμπεριφορά. Δεν αντιμετωπίζει τα προβλήματα της και αυτό με στεναχωρεί...Εγώ θα είμαι εδώ, αν θέλεις μπορείς να έρθεις μετά..." του γλυκομιλησε και τον φίλησε στο μάγουλο. Ο Λιαμ απομακρύνθηκε ήρεμος και την κοίταξε

"Δεν σκοπεύω να φύγω ακόμα κι αν μου το ζητήσει Νισα , ίσως την πείσω να κοιμηθώ εκεί...Να θυμηθούμε τα παλιά, να της δώσω ένα λόγο..."

"Ένα λόγο για τι Λιαμ ;" τον διέκοψε απότομα "πεθαίνει! Ίσως η άρνηση σου να το δεχτείς δεν την βοηθάει καθόλου! " Εκείνος την αγριοκοιταξε και έφυγε...

Λίγες ώρες αργότερα...

Στάθηκε στο πλατύσκαλο και χτύπησε σαν άντρας τη πόρτα. Περίμενε με αγωνία και μόλις εκείνη άνοιξε και είδε τον πατέρα της ,κόπηκαν τα φτερά  του.

"Με συγχωρείτε...Εγώ ήθελα..."

"Πήγαινε..." τον διέκοψε και έκανε απλά στην άκρη... Ο Λιαμ έμεινε για λίγο σοκαρισμένος από την αντίδραση του αλλά μπήκε γρήγορα μέσα και έτρεξε προς τα πανω. Μπήκε στο δωμάτιο της χωρίς να χτυπήσει.

"Μελ;; Μωρό μου ;" είπε βλέποντας την ξαπλωμένη στο πλάι . Δίπλα της υπήρχε ένας κουβάς κι εκείνη έκλαιγε... "Σςςς ήρθα μάτια μου ..." έμοιαζε χαμένη. Ο Λιαμ την ανασηκωσε και την αγκάλιασε. Το κορμί της μύριζε περίεργα. Μύριζε όξινα. Τον ξένισε για λίγο η μυρωδιά αλλά δεν το έβαλε κάτω. Είχε να τη δει μέρες. Τα μαλλιά της είχαν χάσει τη γυαλάδα τους. Τα μάτια της έμοιαζαν κενά.

"Λιαμ ...Λιαμ γύρνα από...απ.." Η Μελανι άρχισε να κάνει εμετό κι εκείνος σηκώθηκε σοκαρισμένος. Από Τα ομως την πλησίασε και κράτησε τα μαλλιά της. Σκούπισε με το μαντήλι που υπήρχε στο κομοδίνο τα χείλη της και χωρίς να το θέλει, στη σκέψη να τα φιλήσει τον έπιασε πανικός. Είχε δει πολλά στη ζωή του αλλά ποτέ κάποιον με τέτοια αρρώστια από κοντά...

Πήγε στο μπάνιο και έφερε μια πετσέτα. Καθάρισε λιγάκι το χαμό από το κρεβάτι της και άνοιξε τη ντουλάπα.

"Μην ανησυχείς μωρό μου .θα σε καθαρίσω..."μουρμουρησε και έβγαλε ένα ζευγάρι καθαρά ρούχα. Την ξεντυσε απαλά και την άλλαξε. Έβγαλε ένα καθαρό σεντόνι και βάζοντας το από κάτω τους σκαρφάλωσε στο κρεβάτι και την έκλεισε στην αγκαλιά του

"Έχε μου εμπιστοσύνη. Θα το περάσουμε μαζί καλά;" είπε κι εκείνη για πρώτη φορά ενευσε καταφατικά.

"Θέλω να ζήσω..." του είπε κι εκείνος γέλασε ολόκληρος..

"Θα ζήσεις...Θα ζήσουμε...Μαζί...Θα σε πάω εγώ αν θέλεις σε εκείνες τις μαλακιες που πας. Αρκεί να με αφήσεις Μελ, μη με διώχνεις..." εκείνη τον έσφιξε όσο μπορούσε και έκλεισε τα μάτια της.

"Κέρδισες Λιαμ..." του είπε κι εκείνος χωρίς να ξέρει τι άλλαξε, ένιωσε πλήρης.. 

Σας φιλώ.... 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top