Chapter 32
*Τραγούδι για αυτό το κεφάλαιο σε επανάληψη:
Damien Rice - The Blower's Daughter*
__________________________________
Η Eva έμαθε την αλήθεια περίεργα. Την έμαθε δύο ώρες αφότου ξύπνησε. Και αυτό με πίεση. Ρώταγε ξανά και ξανά που ήταν ο Harry, εάν ήταν καλά, και αν ήταν γιατί δεν ήταν μαζί της στο πλευρό της. Αν και αδύναμη σηκώθηκε και πήγε με τον ορό που κρατούσε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν ο Harry περπατώντας σαν χαμένη στους διαδρόμους.
Η Anne την ακολουθούσε πίσω της μα δεν την άγγιζε, ούτε της μίλαγε, βρισκόταν σε σοκ όπως και η ίδια. Έμαθε μαζί με τον Will πρώτα το τι είχε ο Harry. Τώρα το έμαθε η Eva και έπειτα θα έπρεπε να το πουν και στην Derma. Η μόνη πρόταση που άκουσε από το στόμα της Anne η Eva ήταν «Η καρδιά του δε θα αντέξει άλλο.» Αυτό. Τίποτε άλλο. Της έφτανε. Της έφτανε για να βεβαιώσει το άσχημο προαίσθημα που είχε σβολιάσει μέσα της το τελευταίο εικοσιτετράωρο.
Έφτασε έξω από το δωμάτιο του και απλώς στάθηκε εκεί ακίνητη κοιτώντας το χερούλι της πόρτας. Δίσταζε. Δίσταζε να μπει γιατί δεν ήθελε να τον δει σε άσχημη κατάσταση, κάπως όπου θα μετάνιωνε να τον θυμάται έτσι. Δάκρυα μαζεύτηκαν στα μάτια της και ρούφηξε τη μύτη της κοιτώντας κάτω. Ζαλιζόταν ακόμη πολύ και ένιωθε τώρα έναν άλλο περίεργο πόνο στο κορμί της.
Αναστέναξε και επέστρεψε το βλέμμα της στο χερούλι. «Θα μπεις; Να σου ανοίξω; Δεν μπορείς;» άκουσε την Anne να την ρωτά δίπλα της. Τον κατέστρεψα και εκείνον, σκέφτηκε. Τα δάκρυα μαζεύτηκαν περισσότερα στα μάτια της. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και έπειτα έβγαλε μια ανάσα που έσπασε στη μέση.
«Θα μπω μόνη. Πήγαινε ή..» ρούφηξε ξανά τη μύτη της κοιτώντας προς τα κάτω. «Ή μείνε. Κάνε ότι θες.» της είπε αδύναμα. Άγγιξε το χερούλι και ανοίγοντας αργά, μπήκε μέσα.
Το βλέμμα της ενώθηκε με το δικό του και ο Harry αμέσως άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και κατσούφιασε. Δεν δέχτηκε προειδοποίηση ή κάτι παρόμοιο για να προλάβει να ξέρει να αντιδράσει σε αυτό που περίμενε τόσες ώρες. Η Eva έκλεισε την πόρτα πίσω της και σέρνοντας δίπλα της τον όρο της ακούμπησε την πλάτη της ελάχιστα πάνω της.
Το κατσούφιασμα του Harry κόπηκε και κοίταξε το σεντόνι που τον σκέπαζε μπροστά του ανέκφραστος πια. Περίμενε να δει τα μάτια της, μουντά, με άλλη απόχρωση του πράσινου ή περίεργη σκίαση. Αυτό που είδε στα μάτια της αυτήν την φορά δεν του άρεσε καθόλου. Πρώτη φορά έβλεπε τα μάτια της τόσο κενά, ακόμη και όλες τις φορές στο παρελθόν, ακόμη και πιο βαθιά στο παρελθόν ναι..δεν τα είχε δει έτσι ξανά. Ούτε στους χειρότερους τσακωμούς τους.
Την κοίταξε για μία ακόμη φορά και τα έβλεπε ξανά ίδια. Δεν είχαν κάτι θετικό μέσα τους, ούτε ενέργεια, ούτε δυναμισμό, ούτε συναίσθημα. «Γιατί;» τον ρώτησε μαζί με ένα λυγμό να βγαίνει από το στόμα της. «Προσπάθησα.» της αποκρίθηκε αμέσως εκείνος. «Προσπάθησα να μείνω όσο το δυνατόν περισσότερο μπορούσα.» της είπε αργά.
Εκείνη έκλεισε τα μάτια της και έκλαψε. Θα ευχόταν να μην είχε ξυπνήσει ποτέ καλύτερα. Να έμενε αιώνια σε εκείνο το πεζοδρόμιο και να μην την έφερνε κανείς εδώ για να την κάνει να ξυπνήσει. Έκλαιγε πολύ. «Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι, ζωή μου.» της είπε σιγανά.
«Όχι..» άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε. Περπάτησε μέχρι την άκρη του κρεβατιού του. «Μη με λες έτσι. Εάν είμαι η ζωή σου γιατί να με αφήσεις; Δεν γίνεται να με-..» ένας ακόμη λυγμός που ήρθε από το βάθος του λαιμού της την διέκοψε.
«Μην κλαις.» της είπε σιγανά.
«Αυτό είναι που κάνουμε. Αυτό είναι που κάνει ο κάνε άνθρωπος. Μένει ζωντανός απλά ο ένας για τον άλλον.» της τόνισε.
«Έμεινα όσο το δυνατόν περισσότερο προσπάθησα ζωντανός... για εσένα. Και ακόμη είμαι και θα είμαι για καιρό ακόμη..δεν χρειάζεται να κλαις.» της είπε.
«Έλα κοντά μου.» ο τόνος του ήταν έντονα παρακλητικός. Η Eva έμεινε να τον κοιτά παγωμένη. «Δεν καταλαβαίνεις Harry..» έκλαιγε, έκλαιγε ακόμη πολύ. «Δεν μου το είπες πάλι. Δεν μου το είπες. Μου έκρυψες πάλι κάτι τόσο σοβαρό για την υγεία σου. Διακινδύνεψες. Διακινδύνεψες να σε χάσω ξανά!» του φώναξε όσο μπορούσε στο τέλος.
«Είμαι εδώ. Ζωντανός. Ακόμη. Για εσένα.» της τόνισε. Έσκυψε το κεφάλι της και έμεινε να κοιτάει το πάτωμα. «Δε θέλω να είμαστε έτσι. Δε θέλω να είσαι θυμωμένη μαζί μου τώρα. Όχι.» της είπε αργά.
«Γι' αυτό δε μάλωνες μαζί μου; Γι'αυτό μου έλεγες όλα εκείνα τα όμορφα λόγια; Γι' αυτό ήσουν τόσο καλός..το ήξερες και..» έκλαιγε πάλι νοερά, μπερδεύοντας τους λυγμούς με τα δάκρυα της και τα λόγια της. «Γι'αυτό με έβγαλες και από τη φυλακή!;» τον ρώτησε απότομα. «Για να σε δω να πεθ-..» σταμάτησε αμέσως τη πρόταση της. Του γύρισε την πλάτη και περπάτησε πίσω μέχρι την πόρτα.
Ο Harry νόμιζε πως θα φύγει, μα αυτή απλώς κρατούσε τον ορό της και ανάσαινε βαριά. «Το έκανα επειδή σε αγαπώ. Επειδή ήθελα να περάσω κι άλλο χρόνο μαζί σου. Επειδή σε αγαπώ πιο πολύ από όσο κάποιος άνθρωπος έχει αγαπήσει, αγαπάει ή θα αγαπήσει κάποιον. Επειδή είσαι ο λόγος που ζω. Και αυτός θα στο υπενθυμίζω κάθε μέρα.» τον άκουσε να μουρμουρίζει.
Τα δάκρυα έτρεχαν ανεξέλεγκτα στα μάτια της και πλέον είχε βουρκώσει και εκείνος. Επικράτησε για αρκετά δευτερόλεπτα μια απόλυτη ησυχία μεταξύ τους. «Έλα εδώ σε παρακαλώ.» την παρακάλεσε για μία ακόμη φορά.
Η Eva γύρισε διστακτικά το σώμα της πίσω προς εκείνον και τον κοίταξε παρατηρητικά τώρα. Ήταν πολύ λευκός στο πρόσωπο, πιο λευκός από ότι ήταν συνήθως. Τα μακριά μαλλιά του παρέμεναν το ίδιο όμορφα όπως και τα σμαραγδένια μάτια του μα κοιτώντας τα νόμιζε πως κι αυτά είχαν χάσει την «ουσία» της. Το χρώμα τους. Σαν να τα έβλεπε μουντά.
Δεν ήταν χλωμός, Όχι, χλωμός δεν ήταν όπως μπορούσε να παρατηρήσει. Αλλά τα μάτια του είχαν μεγάλες σακούλες από κάτω τους και ήταν και λίγο σκούρα εκεί.
«Δεν κοιμάσαι αυτές τις μέρες; Πονάς;» τον ρώτησε το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό. Ο Harry δεν μίλησε αρχικά, για ακόμη μια φορά τον έπιασε απροετοίμαστο. «Δεν πονάω τόσο έντονα. Τον συνηθίζω νομίζω, είναι κάτι συνεχόμενο που δεν φεύγει.» ξεκίνησε να της απάντα.
«Εσύ.» της πρόσθεσε χαμηλά. «Εσύ με άγχωνες και ξαγρύπναγα περιμένοντας σε να έρθεις να μιλήσουμε, να σε δω, να δω τα μάτια σου. Μου έχεις λείψει.» της ομολόγησε και τα μάτια του βούρκωσαν ακόμη μια φορά λέγοντας της αυτά τα λόγια. Τον κοίταξε στα μάτια και αναστέναξε. «Και εμένα μου έχεις λείψει.» του είπε.
Δεν μπορούσε να συνηδειτοποιήσει πως σε λίγο καιρό, σε κάποιο χρονικό διάστημα τέλος πάντων, δε θα μπορούσε να τον κοιτά στα όμορφα μάτια του και να του μιλά. «Έλα εδώ τότε.» της χαμογέλασε. Της χαμογέλασε και όλα αμέσως μέσα της γλύκαναν, έλιωσαν, κάθε παγωμένος πόνος έγινε ζεστός πόθος έρωτα για εκείνον.
«Έλα κάτσε μαζί μου.» της είπε. «Δεν θέλω να σε πονέσω.» του ψιθύρισε περπατώντας αργά πιο κοντά του. Σέρνοντας τον ορό μαζί της. «Δεν ξέρω εάν μπορούμε κιόλας.» του έκανε νόημα τον ορό δίπλα της. «Θα τα καταφέρνουμε. Πάντα τα καταφέρνουμε εμείς, ζωή μου.» της είπε και εκείνη την στιγμή αυτή ένιωσε να ζαλίζεται περισσότερο. Όσο τον πλησίαζε καταλάβαινε πόσο της είχε λείψει, ακόμη περισσότερο.
Ο Harry τραβήχτηκε στην άκρη του μικρού κρεβατιού και την περίμενε να κάτσει δίπλα του. Τον κοίταξε διστακτικά εκείνη. «Δε θα με πονέσεις. Δεν είμαι τραυματισμένος.» αναστέναξε βαριά. Με δυσκολία όπως μπόρεσε να διακρίνει η Eva.
«Δυσκολεύεσαι να αναπνεύσεις;» τον ρώτησε αμέσως. «Κα-κάποιες φορές.» της απάντησε. «Γιατί δε σου βάζουν οξυγόνο;» τον ρώτησε ξανά την στιγμή που αυτός την τράβηξε από το ύφασμα του ρούχου που φορούσε για να τη φέρει δίπλα του. Την ήθελε με τόση λαχτάρα κοντά του.
«Λογικά για να μη μου έχουν βάλει..ακόμη, κάτι θα ξέρουν.» της εξήγησε. Η Eva απλά έγνεψε και κάθισε προσεκτικά δίπλα του. Ο Harry ήρθε πιο κοντά της, είχε σωληνάκια στο ένα χέρι όπου κάποια επίσης οδηγούσαν και στο στέρνο του, και στο άλλο είχε τον ορό και έτσι δεν μπορούσε να την αγκαλιάσει όπως ήθελε.
Γύρισε όμως όσο μπορούσε και την κοίταξε καθώς καθόταν δίπλα του. Έγυρε μπροστά και την φίλησε στα χείλη, δεν ήταν κάποιο συνταρακτικό φιλί αλλά αρκούσε και για τους δύο. Της φίλησε για κάποια δευτερόλεπτα και όταν σταμάτησε «ξεκούρασε» το μέτωπο του πάνω στο δικό της. «Σε αγαπώ.» σχημάτισε άηχα με τα χείλη του αυτές τις δύο λέξεις. Της χαμογέλασε και εκείνη τον κοίταξε πονεμένα.
«Γύρε το κεφάλι σου πάνω στον ώμο μου αφού δεν μπορώ να σε αγκαλιάσω.» της είπε και ξάπλωσε το σώμα του λίγο πιο χαμηλά στο κρεβάτι για να βολευτούν και οι δύο καλύτερα. «Μα δεν..» πήγε να του φέρει αντίρρηση μα εκείνος αμέσως μίλησε. «Άκουσε με.» της είπε χαμηλόφωνα και αυτή τελικά το έκανε, δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς και δεν ήθελε να κάνει και αλλιώς κιόλας.
Έγυρε το κεφάλι της στον ώμο του και εκείνος άγγιξε το δικό του πάνω στο δικό της. «Δώσε μου το χέρι σου τώρα.» της είπε αργά. Εκείνη το έφερε αργά μπροστά του, πάνω από το σεντόνι. Το άγγιξε με το δικό του και την χάιδεψε αργά πριν μπλέξει τα δάχτυλα του με τα δικά της.
Έκλεισε τα μάτια του και εκείνη τα δικά της, αποκοιμήθηκαν έτσι, σχεδόν αγκαλιά, σχεδόν μαζί, σχεδόν χαρούμενοι, σχεδόν ξέγνοιαστοι. Μα ήρεμοι.
[#ΝewUpdate: Ελπίζω να σας άρεσε και αυτό. Το Alive 3, βρίσκεται σήμερα στην θέση #39 της κατηγορίας Fanfiction του Wattpad. Σας ευχαριστώ πολύ για ότι κάνετε όλα αυτά τα χρόνια για το ALIVE. Μην ξεχνάτε να κάνετε FAVORITE/COMMENT!! #alivers4life]
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top