Chapter 31
*Τραγούδι για αυτό το κεφάλαιο σε επανάληψη:
Bobby Andonov - War is Love*
__________________________________
Το σώμα της Eva πλέον κόντευε να καταρρεύσει, νόμιζε πως άμα σταματούσε να περπατάει, αν καθόταν για να ξεκουραστεί θα πέθαινε ή θα έμενε παράλυτη. Το σώμα της πονούσε παντού, ο ώμος της πλέον απλώς είχε έναν έντονο συνεχόμενο πόνο. Δεν μπορούσε να τον κουνήσει μα ούτε και ένιωθε κάτι άλλο εκεί. Ένιωθε απλώς έναν πόνο στο μέρος αυτό. Τα πόδια της είχαν μουδιάσει και ψηλά στα μπούτια της ένιωθε έναν βαθύ τσούξιμο.
Η αυγή έφτασε. Ο ήλιος ανέβαινε σιγά σιγά πίσω από την πολιτεία του Dallas. Το Texas σε λίγη ώρα θα καλωσόριζε τον ήλιο, θα έλαμπε από το φως του μα εκείνη όχι. Εκείνη θα εξακολουθούσε να καλύπτεται από το σκοτάδι που αισθανόταν, με μάρτυρα το φεγγάρι και μόνο για μία ακόμη φορά. Τον εαυτό της δηλαδή.
Άρχισε να ανεβαίνει μια σκουριασμένη σκάλα σε ένα κτήριο, για να φτάσει στην κορυφή του και να δει που βρίσκεται ακριβώς στην πόλη. Είχε φτάσει. Μετά από τόσες ώρες είχε φτάσει στη πόλη, μετά από τόσο πόνο, έλλειψη δύναμης, έλλειψη κουράγιου. Έφτασε στο πάνω μέρος του κτηρίου, στην ταράτσα και κοίταξε πέρα μπροστά της.
Το φως του ήλιου έλαμψε πάνω της, τα πράσινα μάτια της φαίνονταν πιο φωτεινά έτσι και ακόμη κι αν την τύφλωνε το φως συνέχιζε να στέκεται εκεί ακίνητη παρατηρώντας το οπτικό πεδίο μπροστά της. Ξεραμένο αίμα είχα παραμείνει στα μάγουλα της και τα διαμαντένια σκουλαρίκια της έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου.
Αναστέναξε και ένιωσε ακόμη πιο αδύναμη από πριν, αν μπορούσε ακόμη δηλαδή. Τα μάτια της βούρκωσαν και κάτι μέσα της την έκανε να νιώσει πως ακόμη κι αν «τα κατάφερε»..κάτι άλλο δεν πήγαινε καλά. Ο ήλιος ανέβαινε πιο ψηλά και έλαμπε δυνατότερα τώρα, έλαμπε δυνατότερα από ..έκπληξη. Ο ήλιος μόλις παρακολούθησε στο φως του τα μαρτύρια που γινόντουσαν κάτω από το σκοτάδι με τη συντροφιά του φεγγαριού.
Ζήτησε από τον οδηγό του ταξί που την πήρε να την αφήσει ακριβώς έξω από το ξενοδοχείο που έμεναν μιας και δεν είχε κουράγιο για περπάτημα. Ακόμη και που καθόταν στο πίσω κάθισμα της ένιωθε το ίδιο τίποτα, ο ίδιος πόνος παντού. Σε μία στιγμή μάλιστα κόπιασε, νόμισε πως είχε ξεχάσει και το όνομα του ξενοδοχείου όπου έμεναν.
Ο ταξιτζής την κοίταγε καθόλα την διάρκεια περίεργα και καχύποπτα από τον καθρέφτη ακριβώς από πάνω του, εκείνη προσπάθησε να καλύψει το σώμα της με το μεγάλο πανωφόρι της μα το ξεραμένο αίμα στο πρόσωπο της το είχε ξεχάσει. Την ρώτησε μια φορά εξ αρχής αν ήταν σίγουρη πως θα ήθελε να πάει στο ξενοδοχείο και εκείνη αδιάφορα του είπε πως εκεί ήθελε να πάει και μόνο. Ήθελε να τον δει. Να βεβαιωθεί πως ήταν καλά τουλάχιστον εκείνος..και έπειτα ας της έκαναν το οτιδήποτε.
Όταν έφτασε έξω από το ξενοδοχείο, διέκρινε την Anne να κάθεται έξω από αυτό κοιτώντας γύρω της και που και που και το ρολόι χειρός της ανήσυχη. Άνοιξε την πόρτα και άκουσε τον ταξιτζή πίσω της να της λέει την τιμή της ταρίφας του ταξί. Δεν έδωσε σημασία αν και ήξερε πως δεν είχε χρήματα πάνω της για να τον πληρώσει.
Η Anne την κοίταξε αμέσως με ορθάνοιχτα μάτια μόλις βγήκε έξω από το ταξί. Κάτι στο βλέμμα της, την έκανε να σαστίσει. «Που-που είναι ο Harry;» την ρώτησε αμέσως τρεμάμενα. Η Anne δεν απάντησε.
«Σε περίμενα. Βασικά περίμενα να τελειώσει και ο Will από τη περιποίηση του στο νοσοκομείο για να έρθει να σε βρει, αλλά μέχρι να τελειώσει σε περίμενα εγώ εδώ μπας και έρθεις για να σου πω..Και ήρθες..» της μίλησε γρήγορα και μπερδεμένα η Anne.
Κάτω από το φως της ημέρας έδειχνε πιο γερασμένη, το δέρμα της ήταν πιο κιτρινωπό παρά λευκό και τα μάτια της είχαν χάσει κάθε λάμψη τους. Ένιωσε λύπη για εκείνη, κάποτε την έκανε περήφανη και ήταν το πρότυπο της για γυναίκα και τώρα η ίδια την έμπλεξε σε αυτά τα πράγματα, την έκανε να ανησυχεί για το εάν ο γιος της θα ζούσε κάθε επόμενο λεπτό.
Είχε καταστρέψει όποιον βρισκόταν γύρω της πραγματικά. Από μικρή κατηγορούσε τον εαυτό της και τώρα νόμιζε πως ίσως πράγματι ήταν αλήθεια. Κατέστρεφε τους ανθρώπους που την πλησίαζαν γύρω της. Τον πατέρα της. Τον αδερφός της. Τη μητέρα της. Ακόμη και όταν γνώρισε τον Connor, την Aria και το Fabian, τότε πόνος έφτασε και στη δική τους ζωή.
Είχε καταστρέψει τον Harry ..και τώρα έμαθε πως κατέστρεψε και την κόρη της..βάζοντας τη σε κίνδυνο χάρης αυτού του μικροτσίπ. Το ήξερε, κατέστρεψε τον έρωτα της για έναν λόγο... Επειδή πόλεμος είναι η αγάπη. Και η αγάπη είναι πόλεμος.
Δεν κατάλαβε πότε βρέθηκε ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο κάτω. Άκουγε φωνές, ένα χέρι να κρατά το δικό της, ένα χέρι που δεν ήταν του Harry αλλά θα ήθελε να ήταν, το χέρι αυτό ήταν κρύο και άγριο, έβλεπε θολά, πολλά θολά πρόσωπα γύρω της. «Μα που είναι ο Harry;..» άκουσε τον εαυτό της να ψιθυρίζει αδύναμα. «Δεν είναι εδώ. Δεν είναι.» της απάντησε γρήγορα η Anne και από εκεί και έπειτα τίποτα..
Όχι πόνος, λίγο μούδιασμα και έπειτα σκοτάδι, σκοτάδι όμως μοναχικό, συνεχόμενο και βαθύ. Δίχως φεγγάρι. Δίχως ήλιο να περιμένει να λάμψει πίσω του. Δίχως τίποτα.
Ο Harry είχε ξυπνήσει. Του φαινόταν περίεργο που έβλεπε τον εαυτό του σε αυτήν την κατάσταση. Δεν τον είχε πειράξει ούτε η σφαίρα που τον είχε χτυπήσει κοντά στο γόνατο, ούτε και τα λίγα τραύματα που είχε. Βέβαια μετά από μιάμιση μέρα που είχε περάσει σχεδόν από το πρωινό που ήρθε στο νοσοκομείο αυτό, αυτά φαίνονταν πως θεραπεύονταν με την περιποίηση και την φροντίδα που δεχόταν από τις νοσοκόμες.
Φορούσε ένα ρούχο νοσοκομείου όπως κάθε ασθενής εκεί, είχε αρκετά σωληνάκια και ορό πάνω του και ένιωθε περίεργα, όχι άσχημα, κάπως μουδιασμένος παντού μα όχι πόνο. Δε θα έπρεπε να πονάει; Όχι σωματικά, ήξερε πως αυτό θα ερχόταν όπου να ναι..μα να πονάει στην ψυχή;
Η Eva δεν είχε ξυπνήσει ακόμη και αυτό από τη μία τον ανακούφιζε -γιατί θα αργούσε να μάθει την αλήθεια- αλλά από την άλλη τον ανησυχούσε. Του είχαν πει πως ήταν εντάξει τώρα, ήταν απλώς πολύ αδύναμη γι'αυτό λιποθύμησε.
Μα γιατί δεν ξυπνούσε όμως; Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε τον εαυτό του να χαθεί στις σκέψεις για την απόχρωση και τη σκίαση που θα έχουν τα μάτια της όταν τον κοιτάξει αφότου μάθει την αλήθεια.
Όταν έμαθε ο ίδιος την αλήθεια δεν το πήρε τόσο άσχημα όσο ίσως θα το έπαιρνε άμα το μάθαινε κάποια χρόνια πριν. Αμέσως του είχε έρθει το σχέδιο στο μυαλό του. Για την μεγάλη πλέον κόρη του και τον έρωτα του. Θα πάλευε, θα πάλευε όσο άντεχε η καρδιά του. Ο γιατρός του είχε εξηγήσει αναλυτικά μα όσο μπορούσε πιο κατανοητά.
Έτσι γίνεται με όσους έχουν κάνει μεταμόσχευση καρδιάς, του είχε πει.
Θα μπορούσαμε να κάνουμε εγχείρηση μα είναι εκατό τις εκατό ριψοκίνδυνο, ήταν μια πρόταση από τις επόμενες που ακολούθησε.
Η καρδιά σας είναι ήδη τεχνητή ίσως πεθάνετε αμέσως, του είχε πει. Ο Harry απλώς τον άκουγε, ούτε έκλαιγε, ούτε ένιωθε άσχημα.
Είναι κάτι στις αρτηρίες σας, του είχε προσθέσει.
Δε θα μπορούσα να το σώσω με κάποια φαρμακευτική αγωγή ίσως; Του είχε κάνει και ο Harry μια άλλη πρόταση.
Πράγματι ίσως βοηθήσουν τα φάρμακα κατά ένα βαθμό αλλά όχι αρκετά όσο μια εγχείρηση-αυτό που θα χρειαζόταν απαραίτητα θα ήταν μια εγχείρηση, του είχε εξηγήσει.
Τότε ας το κάνουμε με τα φάρμακα όσο κρατήσει, ο Harry νόμιζε πως θα τελείωνε εκεί όλο αυτό. Αρκετό καιρό μετά όμως και αφότου είχε θέσει το σχέδιο του σε εφαρμογή τον είχε ξανά επισκεφτεί το γιατρό και έπειτα συνάντησε και έναν καλό συνεργάτη του στο Dallas του Texas μιας και έπειτα θα περνούσε τον περισσότερο καιρό του εκεί ο Harry.
Ίσως λίγοι μήνες σας απομείνουν-δε θα αντέξει η καρδιά σας άλλο-μικραίνει, του είχε πει ο νέος του γιατρός, αυτός που έχει πλέον στο νοσοκομείο αυτό.
Όχι έναν χρόνο καλύτερα; Ρώτησε σκεφτικός ο Harry. Τον ένοιαζε μόνο ότι ίσως δεν προλάβαινε, ίσως δεν προλάβαινε να φτάσει στο τέλος το σχέδιο που είχε ξεκινήσει να εφαρμόζει.
Μπορεί και όχι, είχε αποκριθεί στενόχωρα ο γιατρός.
Μα γιατί στενοχωριόταν; Σκέφτεται τώρα ο ίδιος καθώς κοιτάει το άδειο δωμάτιο γύρω του. Κέρδισα πολύ περισσότερα από όσο νομίζει. Θα μπορούσα να μη ζούσα καν τώρα, να μην είχα μεγαλώσει την κόρη μου, να μην είχα κερδίσει πίσω τον έρωτα μου, να μην είχα ξανά χτίσει τη σχέση μου με την μητέρα μου. Σκεφτόταν.
Ξεφύσησε και κοίταξε πίσω προς το παράθυρο. Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος μα τον Harry δεν τον ενοχλούσε και τόσο αυτό, όλη του τη ζωή την πέρασε στην Αγγλία, αυτός ο καιρός ίσα ίσα τον έκανε να νιώθει οικεία, σπίτι του.
Ο πόνος που ένιωθε στο στήθος του, στην καρδιά του δεν ήταν το ίδιο σουβλερός όσο πριν, πιο πολύ τώρα σαν ένα σύννεφο και αυτός γύρω από την καρδιά του που την περικύκλωνε όλο και πιο πολύ σιγά σιγά.
Η καρδιά του ήταν σαν τον ήλιο. Η αρρώστια σαν τα σύννεφα σιγά σιγά θα την κάλυπταν τόσο που πλέον δε θα έβλεπε κανείς τον ήλιο, θα χανόταν μα πάντα θα υπήρχε η αίσθηση πως θα ήταν εκεί, γιατί πάντα ακόμη και με τη συννεφιά θα υπήρχε το φως του και όχι σκοτάδι.
Το σχέδιο του ήταν σε σωστή εφαρμογή, απλώς έπρεπε ο ίδιος να το τελειώσει γρήγορα πλέον. Να σώσει την κόρη του και τον έρωτα του. Και μέχρι στιγμής πίστευε πως τα πήγαινε καλά. Έβγαλε την Eva από τη φυλακή για να τη δώσει πίσω στην κόρη του, να έχει κάποιον η Eva και κάποιον η κόρη του τώρα..Τώρα που ο Harry θα πέθαινε.
[#ΝewUpdate: Ελπίζω να σας άρεσε. Πλησιάζουμε στο τέλος, δεν το πιστεύω! Μην ξεχνάτε να κάνετε FAVORITE/COMMENT!! #alivers4life]
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top