Chapter 1

*Τραγούδι για αυτό το κεφάλαιο σε επανάληψη:

Evanescence - My Immortal*

____________________________________

Τα βήματα του αργά, οι κινήσεις του βαριεστημένες, το ασημί κλειδί μπήκε στην κλειδαρότρυπα και στρίβοντας μερικές στροφές είχε πια την πρόσβαση να μπει στο σπίτι του. Το αριστερό του πόδι έκλεισε την πόρτα πίσω του ενώ το δεξί του χέρι πέταξε το κλειδί στο έπιπλο δεξιά του κάνοντας το να βγάλει ένα τρανταχτό ήχο από το χτύπημα του στο γυαλί που το κάλυπτε.

Αναστενάζοντας έβγαλε τις σκούρες λασπωμένες αρβύλες του από τα πόδια του και προχώρησε έως την κουζίνα όπου τοποθέτησε μια μεγάλη κατσαρόλα με νερό πάνω στο γκάζι να βράσει. Μουρμουρίζοντας και βρίζοντας σιγανά στον εαυτό του ανέβαινε την σκάλα αργά με προορισμό το υπνοδωμάτιό τους, μπήκε μέσα και αμέσως άλλαξε διάθεση, λες και κάτι εκεί μέσα τον άλλαζε, λες και έκρυβε κάτι εκεί μέσα που τον έκανε άλλο άνθρωπο.

«Καλησπέρα αγάπη μου.»  έτριψε το χέρι του στο κούτελο του και αναστέναξε, έριξε το σώμα του κάτω στο σκληρό στρώμα του κρεβατιού τους και κοίταξε το ταβάνι.

«Πως είσαι;» ρώτησε χαμογελώντας πλατιά, πιστέψτε με όμως πάρα μα πάρα πολύ ψεύτικα. Τρία χρόνια μετά οι ίδιες στιγμές, η ίδια απόφαση να την κρατήσει κοντά του με τον δικό του τρόπο, έτσι όπως μόνο εκείνος ήθελε.

Οι φωτογραφίες στο ταβάνι είχαν χαλάσει κάπως από την υγρασία και το μεγάλο χρονικό διάστημα που πέρασε αλλά πάντα εκείνος τις έφτιαχνε, τις ανανέωνε, δημιουργούσε πάλι ότι χάλαγε για να μείνουν όλα ίδια. Για να μείνει εκείνη ίδια στο πλευρό του όπως ήθελε.

Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και παίρνοντας μια κορνίζα από το κομοδίνο με την φωτογραφία της μέσα σε αυτή έσμιξε τα φρύδια του κοιτάζοντας τη. Την έβλεπε ίδια, την έβλεπε να γελά, να χαμογελά, την έβλεπε όπως τότε. Και είχε μείνει η ίδια.. μέσα όμως από το γυαλί, μπορούσε να διακρίνει την όψη του, μπορούσε να διακρίνει τα πλέον πιο ώριμα χαρακτηριστικά του προσώπου του.

Μπορούσε να διακρίνει τα πιο πυκνά φρύδια του, τα πιο σκοτεινά σμαραγδένια μάτια του, τα μαλλιά του που είχαν μακρύνει αρκετά ενώ τα άφηνε ακούρευτα, και τα γένια του που μέρα την μέρα γινόντουσαν πιο πυκνά. Άλλαζε. Ήταν ξεκάθαρο πως το έκανε αλλά εκείνη.. η κοπέλα εκείνη παρέμενε ίδια! Το χέρι του πέταξε με δύναμη την κορνίζα στον απέναντι τοίχο και την έκανε να σπάει μονό μιας.

«Γιατί; Γιατί;» έλεγε στον εαυτό του. «Γιατί να προσπαθώ;» γρύλισε στον εαυτό του ενώ έκατσε πάλι πίσω στην άκρη του κρεβατιού. Αν και συνέχιζε να την αγαπά, συνέχιζε να την αγαπά πάρα πολύ δεν το άντεχε αυτό. Δεν άντεχε να ξέρει πως ίσως τον κοροϊδεύουν, ίσως στον δρόμο όταν περπατάει ‘μαζί της’ και της μιλάει τον κοροϊδεύουν. Δεν ήθελε να νιώθει έτσι. Δεν ήθελε να τον σχολιάζουν. Δεν ήθελε να την σχολιάζουν.

Το μισούσε αυτό, το μισούσε πάρα μα πάρα πολύ. Άρχιζε να κουράζεται, άρχιζε να νιώθει πως ίσως τελικά  έπρεπε τότε να την αφήσει πίσω του, να διαλύσει τις στιγμές και τις σκέψεις που του είχε αφήσει πίσω και να προχωρήσει… Μόνος. Χωρίς εκείνη. Χωρίς να την έχει μαζί του.

Δεν του άρεσε που εκείνος ,άλλαζε..μεγάλωνε και εκείνη έμενε η ίδια δίπλα του. Για κάποιον ανεξήγητο και περίπλοκο λόγο δεν μπορούσε να το αποδεχτεί, να την βλέπει στις φωτογραφίες τόσο όμορφη, χαρούμενη, γελαστή..ενώ εκείνος είχε αλλάξει, ένιωθε άσχημος, λυπημένος, νεκρός.

Η κοπέλα εκείνη τον κρατούσε ζωντανό, του έδινε οξυγόνο για να αναπνεύσει, του έδινε ζωή για να ζήσει μα πιο πολύ του έδινε αγάπη για να αγαπήσει… Τώρα δεν του είχε μείνει τίποτα, είχε μείνει κενός και αυτό τον πονούσε.

Το σώμα του στάθηκε μπροστά από τον καθρέφτη, τον ίδιο καθρέφτη που είχε εκείνη  στο διαμέρισμα της, μόλις αντίκρισε τον εαυτό του πάνω στο γυαλί τα χείλη του στράβωσαν και τα φρύδια του έσμιξαν. Κάτι έλειπε. Κάτι δεν ήταν το ίδιο όπως παλιά, εκτός από εκείνον και κάτι άλλο είχε αλλάξει. Μια μικρή ανάσα ξέφυγε από τα χείλη του και τα κουρασμένα βλέφαρά του έκλεισαν για λίγο...

Τα  δυνατά χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από το κορμί της, μια απαλή αλλά συγχρόνως διακριτική μυρωδιά εισχώρησε στα ρουθούνια του… το κεφάλι της κοπέλας γύρισε αργά προς τα δεξιά και στηρίχτηκε στον ώμο της, αμέσως εκείνος αντίκρισε δύο πράσινα φωτεινά μάτια να έχουν ‘ενωθεί’ με τα δικά του, το χρώμα που είχαν ήταν απλά μαγευτικό , είχε εκείνα τα μάτια, εκείνα τα όμορφα μάτια που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν εύκολα τον παράδεισο.. αφού όταν τα κοίταζες χανόσουν, ένιωθες ευφορία, ευτυχία..απερίγραπτα συναισθήματα.

Τα βλέφαρα του τρεμόπαιξαν για λίγο και αφού άνοιξαν για ελάχιστα δευτερόλεπτα φανερώνοντας τον   ’κοκκινωπό’ πράσινο θησαυρό που φύλαγαν έκλεισαν πάλι…

Έμεινε να χαζεύει λίγο τις όψεις τους στο καθρέφτη που ήταν μπροστά τους μέχρι που το σώμα της όμορφης κοπέλας γύρισε αργά και το στέρνο της ακούμπησε στο γυμνασμένο δικό του, το αριστερό χέρι της κύλησε στο μάγουλο του και τον χάιδεψε ελαφρά, αμέσως μια ξεχωριστή αίσθηση στάλθηκε σε όλο του το ‘είναι’.. Η καρδιά του φτερούγησε, ένα σύννεφο από πεταλούδες πετάρισαν ψηλά στο στομάχι του ενώ τα πόδια του έτρεμαν ελαφρά με ένα όμορφο χαμόγελο να αρχίσει να δημιουργείται στα χείλη του.

Τα βλέφαρα του άνοιξαν για μια τελευταία φορά και αμέσως τα μάτια του σκοτείνιασαν και το όμορφο χαμόγελο έσβησε.. τίποτα από ότι φαντάστηκε δεν υπήρχε, μόνο ένα κενό στα χέρια του που είχαν δημιουργηθεί λες και αγκάλιασαν το μικροκαμωμένο σώμα της. Το στέρνο του άρχισε να ανεβοκατεβαίνει ενώ τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του αγρίεψαν.

Ήθελε να ουρλιάξει, να φωνάξει, ήθελε να καταστρέψει ότι υπήρχε γύρω του και το έκανε. Το αριστερό σου χέρι έπεσε ως γροθιά πάνω στο γυαλί και το έσπασε αμέσως με το χέρι του να γεμίζει με αίματα και μικροσκοπικά κομματάκια από γυαλί.

Το βλέμμα του κενό από κάθε συναίσθημα καθώς πήρε μια μεγάλη βαλίτσα από την ξύλινη ντουλάπα που υπήρχε πιο δίπλα.. πετώντας μέσα πολλά δικά του πράγματα, όταν πια γέμισε έως πάνω τύλιξε το ματωμένο χέρι του με ένα λευκό πανί και τράβηξε το φερμουάρ της παίρνοντας τη στο χέρι του.

Λίγο πριν βγει από το υπνοδωμάτιο πήρε και κάτι τελευταίο, κάτι που του άνηκε, την φωτογραφική του μηχανή. Έμεινε για κάποια λίγη ακόμα ώρα μες το σπίτι και καταφέρνοντας αυτό που ήθελε..έφυγε από αυτό γρήγορα.

Το σώμα του μπήκε στην θέση του οδηγού μες το μαύρο νέο μοντέλο πλέον range rover βάζοντας αμέσως το κλειδί στη μίζα για να βάλει μπρος στη μηχανή. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και πιάνοντας με το χέρι του τον καθρέφτη που βρισκόταν από πάνω του, κοίταξε πίσω του, σε ένα συγκεκριμένο σημείο, πίσω στο σπίτι που βρισκόταν στην άκρη του δρόμου. Στο σπίτι του... αυτό που καιγόταν  την ίδια στιγμή ολοσχερώς, δίχως να τον νοιάζει, δίχως να τον νοιάζει το γιατί, δίχως να τον νοιάζει για το τι θα προκαλούσε στο μέλλον. Παρά μόνο θέλοντας να κάψει κάθε ανάμνηση που του είχε μείνει μέσα σε εκείνες τις τεράστιες φλόγες...

(Αυτό ήταν το πρώτο κεφάλαιο alivers.. Παρακαλώ δείτε το τρέιλερ του ALIVE 2 όσοι δεν το έχετε δει και κάντε favorite&σχόλιο. Bye. ily x)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top