Το πετράδι της μοίρας

Μια φορά και έναν καιρό, κάπου στο βασίλειο της Απεραντοσύνης, σε έναν πύργο, υπήρχε ένα δωμάτιο. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα ξύλινο τραπέζι. Επάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα βιβλίο. Ένα ανοιχτό βιβλίο.

Δεν επρόκειτο για ένα απλό βιβλίο. Από όσα γνώριζαν τα πέντε βασίλεια, επρόκειτο για ένα αρχαίο βιβλίο που δεν μπορούσε να το ανοίξει κανείς για να διαβάσει το περιεχόμενό του. Μέχρι που τελικά άνοιξε.

Σήμερα.

Τότε, στο δωμάτιο μπήκε ένας υψηλόσωμος άνδρας, που φορούσε ένα μεγάλο ένδυμα, ενώ το κεφάλι του το έκρυβε με μία κουκούλα.

Σκυμμένος πλησίασε το βιβλίο. Έβγαλε την κουκούλα και τότε ο άνδρας - ένας ηλικιωμένος άνδρας - ακούμπησε με το δεξί χέρι απαλά το βιβλίο, μέχρι που είπε:
«Ήρθε η ώρα λοιπόν να μάθουμε τι μας έκρυβαν τόσα χρόνια οι πρόγονοί μας».

Ξεκίνησε να διαβάζει το βιβλίο με αγωνία να μάθει το μυστικό των προγόνων του.

Έμεινε προσηλωμένος. Η κάθε λέξη τον τάραζε. Όμως, τη μελέτη διέκοψε μια γυναικεία μορφή. Μια κοπέλα, με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια.

Πλησίασε τον ηλικιωμένο άνδρα και του είπε:
«Μπαμπά; Τι γίνεται;».
«Lidia. Κόρη μου. Βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι πολύ καλό».
«Δηλαδή;».
«Κάπου στο βασίλειο υπάρχει κρυμμένο ένα πετράδι. Το πετράδι της μοίρας».
«Ορίστε;».

Ο Modus, όπως είναι το όνομα του, έπιασε τα χέρια της Lidia και της μίλησε για ένα ημερολόγιο που, σύμφωνα με τους προγόνους του, όταν θα τέλειωνε το ημερολογιακό έτος που διένυαν, θα καθοδηγούσε όποιον διάβαζε το βιβλίο, στο πετράδι της μοίρας.

Η Lidia απόρησε.
«Τι είναι αυτό το πετράδι;».
«Αυτό κόρη μου μας δίνει την ευκαιρία να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, τον καιρό που ο Alistair έγινε άρχοντας του βασιλείου, αφότου νίκησε τον άρχοντα του σκότους. Ήρθε η ώρα ο Modus να κυριεύσει τα πέντε βασίλεια».

Η Lidia έμεινε άφωνη.
«Μπαμπά, τι λες;».
«Κόρη μου. Ήρθε η ώρα να γίνω ο άρχοντας των πέντε βασιλείων!».
«Και τόσο καιρό γιατί δε προσπάθησες να κάνεις δικά σου τα βασίλεια;»
«Κόρη μου, μη ξεχνάμε ότι με είχαν φυλακισμένο στο βασίλειο για τρία χρόνια.
Αλλά που να το θυμάσαι. Αφού το μόνο που σε ένοιαζε ήταν να δεις ξανά τον Alistair. Αλλά όχι. Όλα θα αλλάξουν. Όλα!».

Η Lidia τότε, εξοργισμένη, σηκώθηκε και έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο, δίνοντας την ευκαιρία στον πατέρα της να πει:
«Μικρή είναι ακόμα. Θα μάθει. Μέχρι τότε, πρέπει να βρω το πετράδι. Και που θα πάει. Θα το βρω».

...

Παράλληλα, στο Las Vegas, ο Μπιλ ή αλλιώς Alistair, ήταν πια ένας χαρούμενος οικογενειάρχης. Είχε και έναν γιο, τον Bob, ενός έτους πια.

Ο Μπιλ καθόταν ήσυχος στον καναπέ του σπιτιού του, περιμένοντας τη γυναίκα του να γυρίσει με τον γιο του από το εμπορικό κέντρο της περιοχής ,όταν άκουσε έναν θόρυβο.
«Είναι κανείς εκεί;», φώναξε.

Σηκώθηκε από τον καναπέ και αντίκρισε μια λάμψη να έρχεται από την αποθήκη του σπιτιού. Αμέσως κατάλαβε τι σήμαινε αυτό.
Πλησίασε γοργά την αποθήκη του σπιτιού και μπήκε μέσα. Εκεί, αντίκρισε μια πύλη.

Μια γνωστή πύλη.
«Δε το πιστεύω. Χρειάζονται τον Alistair. Ναι αλλά ποιος;».

Τότε, εμφανίστηκε στο χώρο η Lidia, που πλησίασε τον Μπιλ και του είπε:
«Alistair, επιτέλους σε βρίσκω».
«Ποια είσαι εσύ;».

Η Lidia τον πλησίασε. Αναστέναξε. Δίχως να χάσει χρόνο, του μίλησε για το πετράδι της μοίρας, αφήνοντας τον Μπιλ άφωνο και με απορίες.
«Τι πράγμα;».
«Αυτό που άκουσες Alistair.Κινδυνεύεις».

Ο Alistair αναστέναξε.
«Ωραία,εντάξει κινδυνεύω.Αλλά ποια είσαι εσύ που ήρθες εδώ σήμερα και μου το λες αυτό;».
«Με λένε Lidia και είμαι η κόρη του Modus».

Ο Μπιλ εξακολουθούσε να παραμένει γεμάτος απορίες.Έβλεπε μπροστά του τη Lidia να του μιλάει για ένα πετράδι και για τον κίνδυνο που διατρέχει ξαφνικά.Δεν ήξερε τι να πει.

Να την πιστέψει;Δε ξέρει.Το βλέμμα της δεν έδειχνε να λέει ψέματα.Και αυτό,εν τέλει,τον βοήθησε να σκεφτεί λογικά.

Όσο μπορούσε βέβαια.
«Και γιατί προσπαθείς να τον σταματήσεις;»,της είπε τελικά.
«Γιατί είναι μοχθηρός. Κακούργος. Θα κάνει κακό στα υπόλοιπα βασίλεια», είπε και συνέχισε λέγοντας,ενώ αγκάλιαζε τον Μπιλ:
«Alistair, πρέπει να βιαστείς. Δεν έχεις πολύ χρόνο. Ο πατέρας μου έμαθε που βρίσκεται το πετράδι και τώρα πάει να το πάρει. Βιάσου».

Ο Μπιλ συνειδητοποίησε ότι δεν έχει άλλη επιλογή. Έπρεπε να σταματήσει τον Modus.Έπρεπε να βοηθήσει τη Lidia να σώσουν τα βασίλεια.Ξανά.

Με τη Lidia να τον κοιτάει δακρυσμένη,ο Μπιλ ήξερε πλέον τι έπρεπε να κάνει.Και,έτσι,πήρε την απόφαση να πράξει το σωστό.

Γι'αυτό, γύρισε και είπε:
«Ωραία λοιπόν. Πάμε».

Τα λόγια του Μπιλ έκαναν πολύ χαρούμενη την Lidia, που τον αγκάλιασε και τελικά τον φίλησε στο μάγουλο, κάτι που τον έκανε να κοκκινίσει.

Τελικά, ο Μπιλ, ή μάλλον ο Alistair, επέστρεψε μετά από πολύ καιρό στο βασίλειο της Wolfang, πριν φύγει για το βασίλειο της Απεραντοσύνης.

Προχώρησε γοργά μες το κάστρο του βασιλείου, μέχρι που έφτασε έξω από ένα δωμάτιο. Γύρισε το σώμα του και, κάνοντας νόημα στην Lidia να μείνει έξω, μπήκε μέσα στο δωμάτιο.

Ο Alistair πλησίασε μια μεγάλη τοιχογραφία που είχε σχηματισμένη την εικόνα της Matilda. Ακούμπησε την τοιχογραφία και είπε:
«Να 'μαι λοιπόν. Ξανά εδώ. Έτοιμος για άλλη μια μάχη. Θα τα καταφέρω. Το ξέρω».

Ο Alistair,τότε,άφησε ελεύθερο το χέρι του και συνέχισε λέγοντας:
«Έχω μια απορία. Πως ξέρετε ποιος είμαι πραγματικά; Πως έρχεστε στο δικό μου κόσμο;». Έμεινε τελικά με την απορία.

Γύρισε το σώμα του και απομακρύνθηκε από το δωμάτιο, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε το πνεύμα της Matilda δίπλα στην τοιχογραφία της.
«Είναι πολλά που δε ξέρεις Alistair. Αλλά θα τα μάθεις όλα. Κάποια στιγμή». Αυτό ήταν το μοναδικό που είπε, φεύγοντας και εκείνη από το δωμάτιο.

Ο Alistair βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε με την Lidia σε δύο καφέ άλογα. Την βοήθησε να ανεβεί στο πρώτο άλογο και τότε έφυγαν για το βασίλειο της Απεραντοσύνης.

Ο δρόμος τους οδήγησε σε μια μεγάλη έρημο που υπήρχε ένα τεράστιο κάστρο. Είχαν φτάσει αισίως στο βασίλειο της Απεραντοσύνης.

Ο Alistair, απορημένος, γύρισε και ρώτησε την Lidia:
«Πες μου ότι ξέρεις που θα βρω το πετράδι;».
«Κοντά στο μνημείων των τριών αδελφών».
«Και που βρίσκεται αυτό το μνημείο;».
«Είναι πολύ κοντά».

Η Lidia είχε,εν τέλει,δίκιο. Το μνημείο ήταν πιο κοντά από ό,τι φανταζόταν ο Alistair. Όταν έφτασαν τελικά, κατέβηκε από το άλογο του και έδωσε εντολή στη Lidia να μη πλησιάσει το μνημείο. Ήταν πολύ επικίνδυνα για εκείνη.

Εκείνη, τότε, κατέβηκε από το άλογο, πλησίασε τον Alistair και του είπε:
«Θα τα καταφέρεις;».
«Φυσικά. Μην ανησυχείς για μένα».
Η Lidia χαμογέλασε. Τον αγκάλιασε και με ένα φιλί στο μάγουλο τον άφησε να φύγει.

...


Την ίδια στιγμή,ο Modus κρατούσε στο χέρι του το πετράδι της μοίρας, κάτι που τον έκανε να πει:
«Επιτέλους. Ήρθε η ώρα να κατακτήσω τα πέντε βασίλεια. Ήρθε η ώρα να αλλάξω τη μοίρα μου».

Με το πετράδι της μοίρας να βρίσκεται στα χέρια του,δεν υπολόγιζε ότι δεν ήταν μόνος του στο χώρο.
«Με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι», τον διέκοψε ο Alistair.

Ο Modus γέλασε πονηρά και, εν τέλει,είπε:
«Ξέρεις τι; Μου φαίνεται ωραίο σαν ιδέα να σε σκοτώσω δύο φορές. Να το ευχαριστηθώ εις διπλούν».
«Άσε κάτω το πετράδι και έλα να με αντιμετωπίσεις».

Ο Modus γέλασε μοχθηρά.
«Πολύ ευχαρίστως».

Έτσι, ξεκίνησε μια μεγάλη μάχη. Από τη μια ο Alistair, κρατώντας την ασπίδα του και το ξίφος του, και από την άλλη ο Modus, κρατώντας και εκείνος ένα ξίφος.

Η μάχη ήταν δύσκολη. Ο Modus ήταν δυνατός και συνάμα ένας δύσκολος αντίπαλος. Αυτό έκανε τον Alistair να πει:
«Είσαι καλός αλλά έχω αντιμετωπίσει και πιο δύσκολο αντίπαλο από εσένα».

Κάποια στιγμή, ο Alistair έχασε ελάχιστα την ισορροπία του, με αποτέλεσμα ο αντίπαλος του να του ρίξει μια γροθιά και ύστερα μια δυνατή κλωτσιά. Ύστερα, συνέχισε να τον χτυπά με αλλεπάλληλες γροθιές, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα ο Alistair να ματώσει, να ζαλιστεί και να πλησιάσει ένα από τα μνημεία.
«Τι έγινε; Τα παρατάς τόσο εύκολα, ξακουστέ ιππότη;», ειρωνεύτηκε ο Modus και ετοιμάστηκε να χτυπήσει με το ξίφος τον τραυματισμένο αντίπαλό του, όταν ακούστηκε ένας θόρυβος.
«Μπαμπά, όχι!»
«Lidia!»
«Κόρη μου. Τι κάνεις εδώ;»
«Ήρθα να σώσω τα πέντε βασίλεια»
«Lidia,όχι»

Ο Modus γέλασε.
«Χα. Το ήξερα. Ο έρωτας σου γι'αυτόν εδώ σε έφερε σήμερα μπροστά μου. Μα όλα τελείωσαν».
«Δε θα σε αφήσω να τον σκοτώσεις».

Τότε, η Lidia, κρατώντας ένα ξίφος που κουβαλούσε μαζί της, επιτέθηκε στον πατέρα της. Όμως, όπως αποδείχθηκε, ο πατέρας της ήταν πιο δυνατός, κάτι που τον βοήθησε να την ρίξει σε μια γωνία.

Τότε ήταν που την πλησίασε και έδειξε το σκληρό πρόσωπο του. Αν έπρεπε να σκοτώσει την ίδια του την κόρη, θα το έκανε.

Ο Alistair σηκώθηκε και έτρεξε προς τον Modus, που ήταν έτοιμος να σκοτώσει την κόρη του. Τελικά, σταμάτησε τον αντίπαλό του προτού αφαιρέσει τη ζωή από την ξανθιά, γαλανομάτα κοπέλα.

Τον ξάπλωσε σε μια γωνία και άρχισε να τον χτυπά αλύπητα, μέχρι που ένιωσε ότι έπρεπε να σταματήσει. Τότε ήταν που ο Alistair έγειρε πίσω ενώ ο Modus είπε:
«Σκότωσε με. Τελείωσε αυτό που ξεκίνησες. Αφού αυτό θέλεις»,
«Όχι, μη!», φώναξε η Lidia.
«Συγγνώμη, εσύ δεν τον πολεμούσες προ λίγου;», απόρησε ο Alistair.
«Ήθελα μόνο να τον σταματήσω, όχι να τον σκοτώσω».
«Μην την ακούς. Σκότωσε με. Αφού αυτό θέλεις».

Ο Alistair τους κοίταξε. Ήταν μπροστά σε μια μεγάλη απόφαση. Δεν είχε πολύ χρόνο όμως.Ποιο ήταν το σωστό;Να επιλέξει το θάνατο ή τη λύτρωση;Τι ήταν πιο σωστό για εκείνον;Για τον Μπιλ,ίσως,να ήταν η λύτρωση.Η σωτηρία.

Για τον Alistair;Ποιο ήταν το σωστό;Δε ξέρει.

Ή μάλλον,ξέρει.Γι'αυτό,μέσα στη δύσκολη στιγμή,που δεν του επέτρεπε να σκεφτεί με ψυχραιμία,πήρε την απόφαση του.

Αποφάσισε να μη σκοτώσει τον Modus, κάνοντας την ξανθιά, γαλανομάτα κοπέλα να σχηματίσει ένα πλατύ χαμόγελο.

Ο Modus, τότε, γέλασε μοχθηρά.
«Το ήξερα. Είσαι πολύ δειλός για να κάνεις κάτι τέτοιο».

Ο Alistair, όμως, δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του κουβέντα.
«Θα σε φυλακίσω στα μπουντρούμια της Wolfang».
«Τι πράγμα; Τι λες; Για πόσο καιρό θα με φυλακίσεις;».
«Για όσο χρειαστεί. Lidia, πήγαινε και φέρε το σχοινί που έχω στο άλογο. Θα τον πάμε δεμένο μέχρι τα μπουντρούμια».

Έτσι έγινε τελικά. Τον πήγανε δεμένο στα μπουντρούμια του βασιλείου της Wolfang, ως τιμωρία για τα μοχθηρά του σχέδια.Ήταν το πιο σωστό σχέδιο που μπορούσε να σκεφτεί.

Αν με ρωτούσε κάποιος αν θα ήθελα να είχε επιλέξει κάτι άλλο,δε θα απαντούσα.Ή μάλλον,θα απαντούσα.

Για την αφήγηση θα μου ήταν πολύ δύσκολο να επιλέξει κάτι διαφορετικό.Αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.

...

Αφότου ο Modus βρέθηκε στο μπουντρούμι του,ο Alistair άφησε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο το πετράδι της μοίρας. Ήταν το πιο ασφαλές μέρος.

Απομακρύνθηκε από το δωμάτιο και πλησίασε το μπαλκόνι του κάστρου. Αντίκρισε την θέα. Χαμογέλασε. Γύρισε και είδε την Lidia να πλησιάζει.
«Σε ευχαριστώ για όλα», της είπε.
«Για ποιο πράγμα με ευχαριστείς;».
«Που με βοήθησες στη μάχη».
«Alistair, εγώ πρέπει κανονικά να σου πω ευχαριστώ».
«Όχι δε πρέπει. Αφού φυλάκισα τον πατέρα σου».
«Και αυτός είναι ένας λόγος για να σε ευχαριστήσω. Που τον σταμάτησες. Ξέρεις, δε ξέρω τι θα έκανα αν πέθαινες».
«Θα ζούσες ελεύθερη».
«Όχι Alistair. Θα πέθαινα. Γιατί για μένα είσαι η ελευθερία μου. Οι σκέψεις μου. Η ζωή μου».

Ο Alistair χαμογέλασε. Της φίλησε τα χέρια. Πήγε να φύγει. Δε πρόλαβε. Η Lidia τον σταμάτησε πριν φύγει για τον δικό του κόσμο. Δε μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνον.

Τον είχε ερωτευτεί. Όπως και εκείνος την είχε ερωτευτεί.

Ο Alistair, τότε, αποφάσισε να μείνει για ένα βράδυ στο βασίλειο, κάτι που τον οδήγησε στο να κοιμηθεί με την Lidia.

Το επόμενο πρωί, ο Alistair σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να φύγει, αλλά και πάλι δε πρόλαβε.
«Που πας;».
«Πάω να φύγω».
«Γιατί; Δε περάσαμε όμορφα;»
«Ήταν υπέροχα. Αλλά πρέπει να φύγω. Στο δικό μου κόσμο έχω μια γυναίκα και ένα παιδί να φροντίσω».

Η Lidia σηκώθηκε από το κρεβάτι και πλησίασε τον Alistair. Του χάιδεψε το μάγουλο και του είπε:
«Alistair, μη ξεχνάς ότι όταν βρίσκεσαι εδώ, ο χρόνος σταματάει στο δικό σου κόσμο. Είναι να σαν να μην έγινε τίποτα εδώ».

Ο Alistair γύρισε το σώμα του και είπε:
«Και όσο θα λείπω τι θα κάνεις;».
«Θα σε περιμένω καρτερικά να γυρίσεις»

Ο Alistair χαμογέλασε.Τότε, γύρισε το σώμα του και έφυγε από το δωμάτιο, κοιτώντας τη νέα βασίλισσα της Wolfang. Τη Lidia.

Απομακρύνθηκε από το χώρο και κατευθύνθηκε προς την πύλη. Πριν επιστρέψει στον κόσμο του, γύρισε το σώμα του ξανά και κατευθύνθηκε προς τα σκαλιά που οδηγούσαν στα μπουντρούμια.

Κατέβηκε γοργά τα σκαλιά και προχώρησε προς το κελί του Modus.
«Δε περίμενα ότι θα έρθεις να με δεις», ήταν τα πρώτα λόγια του Modus όταν αντίκρισε τον Alistair.
«Ήρθα να δω αν βολεύτηκες στο κελί».

Ο Modus γέλασε ειρωνικά.
«Μου αρέσει που έχεις χιούμορ. Αλλά να ξέρεις ότι δε θα μείνω πολύ εδώ μέσα».
«Γιατί; Σκέφτεσαι να αποδράσεις;».
«Όχι. Διότι εσύ δε θα με αφήσεις να μείνω εδώ μέσα για πολύ καιρό».
«Με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι».

Ο Alistair,αφού γύρισε το κορμί του να φύγει,απομακρύνθηκε από το κελί,όταν άκουσε τον Modus να του λέει:
«Δε είσαι ικανός να κατέχεις την εξουσία των πέντε βασιλείων».

Ο Alistair σταμάτησε. Γύρισε τότε και είπε:
«Γιατί είσαι ικανός εσύ να την κατέχεις;».
«Μπορεί να λες ό,τι θες αλλά να ξέρεις ότι δεν είναι τόσο εύκολο να εξουσιάζεις πέντε βασίλεια».
«Δεν είπα ποτέ ότι θα είναι εύκολο το έργο μου».
«Έτσι κι αλλιώς, δε θα χρειαστεί να το πεις. Θα το δεις από μόνος σου».

Ο Alistair ήταν έτοιμος αυτή τη φορά να απομακρυνθεί γενικά από τα μπουντρούμια όταν άκουσε τον Modus να του λέει για άλλη μια φορά:
«Να προσέχεις την κόρη μου».

Ο Alistair σταμάτησε. Δε πρόλαβε να γυρίσει όταν άκουσε τον Modus να συνεχίζει την πρότασή του.
«Νομίζεις δε ξέρω τι έγινε το βράδυ;»
«Ό,τι και να έγινε, δε σε αφορά», απάντησε σε έντονο ύφος ο Alistair.
«Η κόρη μου έκανε μια λάθος επιλογή. Θα μπορούσε να εξουσιάζει τα πέντε βασίλεια μαζί μου. Αλλά όχι. Αποφάσισε να κάνει του κεφαλιού της».
«Η Lidia έκανε την καλύτερη επιλογή. Ακολούθησε την καρδιά της. Αυτό έπρεπε να κάνει και αυτό έκανε».

Για άλλη μια φορά, πήγε να απομακρυνθεί όταν άκουσε, ξανά, τον Modus να λέει:
«Θα δεις ότι και οι δύο πήρατε λάθος αποφάσεις. Όλα με την ώρα τους».

Ο Alistair δεν απάντησε. Αντιθέτως, έφυγε από τα μπουντρούμια.

Έφυγε από το κάστρο αλλά δε γύρισε πίσω στο δικό του κόσμο. Πήγε όμως σε μια μικρή οικία. Ή μάλλον, όχι σε μια οικεία. Αλλά στον τάφο της Matilda.

Πλησίασε το μνημείο της, που βρισκόταν δίπλα στο μνημείο και στον τάφο του Donne, του πρώτου άρχοντα. Έσκυψε. Της μίλησε για τη Lidia. Στο τέλος, συγκινημένος, παραδέχτηκε ότι του λείπει. Όμως, δε μπορούσε να κάνει κάτι για να τη φέρει πίσω.

Ακούμπησε απαλά το μνημείο και ύστερα έφυγε. Όμως, έγινε κάτι που δε πρόλαβε να δει. Πάνω από το μνημείο εμφανίστηκε ένα πνεύμα. Μια γυναικεία αφορμή. Η Matilda.

Στο διπλανό μνημείο εμφανίστηκε άλλο ένα πνεύμα. Μια ανδρική μορφή. Ο Donne.
«Είναι άξιος συνεχιστής του έργου μου».
«Έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει κάθε κίνδυνο».
«Μου θυμίζει πάντως σε πολλά πράγματα εμένα. Τη γυναίκα μου και εγώ την έσωσα σε μια μάχη. Και εκείνη ερωτευμένη μαζί μου».

Η Matilda γέλασε.
«Μη ξεχνάμε κύριε,πάντως,ότι στο δικό του κόσμο είναι παντρεμένος και έχει και παιδί».
«Όπως το πες. Στο δικό του κόσμο. Άσε τον να ζήσει τη ζωή του εδώ πέρα όπως θέλει».
«Πάντως, δε σας κρύβω ότι φοβάμαι μήπως τα υπόλοιπα βασίλεια εξεγερθούν και ζητήσουν ανεξαρτησία».
«Και να γίνει κάτι τέτοιο θα το αντιμετωπίσει. Το ξέρω».

Αυτά ήταν τα τελευταία τους λόγια πριν χαθούν ξανά.

Ο Alistair έφτασε δίπλα στην πύλη. Κοίταξε πίσω. Θα του λείψει η νέα του γυναίκα.Όμως, έπρεπε να προχωρήσει. Είχε και μια οικογένεια να συντηρήσει.

Πέρασε την πύλη και επέστρεψε στο δικό του κόσμο. Έφυγε από την αποθήκη και επέστρεψε πίσω στο σαλόνι, την ώρα που η γυναίκα του με το παιδί του επέστρεφαν σπίτι.
«Αγάπη μου, γυρίσαμε»
«Καλώς τους», είπε ενώ αγκάλιαζε τον γιο του.
«Πως περάσατε;»
«Ωραία ήταν. Απλά είχε πολύ κόσμο. Εσύ; Πως πέρασες;»

Ο Alistair δεν απάντησε στην ερώτηση της. Αντιθέτως, της πρότεινε κάτι που την άφησε έκπληκτη.
«Ξέρεις τι; Σκέφτηκα να γράψουμε άλλο ένα βιβλίο με πρωταγωνιστή τον Alistair».
«Αλήθεια; Σκέφτηκες και την πλοκή;».
«Φυσικά».
«Για πες τη μου».

Ο Alistair, ή μάλλον ο Μπιλ, μίλησε στη γυναίκα του για έναν έρωτα και μια μάχη για ένα πετράδι. Μια ιστορία για το βιβλίο τους που ο Μπιλ την ήξερε καλά. Το είχε βιώσει.
«Αγάπη μου, τι ωραίο. Πως το σκέφτηκες;».
«Έχω έμπνευση», αποκρίθηκε ο Μπιλ και συμπλήρωσε:
«Τέλος πάντων. Λέω να σας βγάλω για φαγητό. Τι λες;».
«Γιατί όχι;»

Πέρασε καιρός και ο Μπιλ με τη γυναίκα του εκδώσαν το νέο τους βιβλίο. Στο βασίλειο, παράλληλα, πήγε για άλλη μια φορά. Αλλά θα ξαναπάει. Έχει να βασιλεύσει πέντε βασίλεια. Και να φροντίσει μια γυναίκα. Τη νέα του βασίλισσα. Την Lidia.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top