Μοιραία συνάντηση

Μια φορά και έναν καιρό,κάπου στο Λας Βέγκας,ζούσε ο Μπιλ Γουίλιαμς με την οικογένεια του. Μετά από πολύ καιρό ήταν ελεύθερος. Είχε περάσει καιρός που το βασίλειο της Wolfang αντιμετώπισε κάποια μεγάλη απειλή.

Αυτό έκανε χαρούμενο τον Μπιλ, που περίμενε με αγωνία τη γέννηση του παιδιού του. Του διάδοχου του Alistair. Δεν έμενε πολύς καιρός. Δύο μήνες μόνο.

Ένα βράδυ του Ιούλη, η Matilda, η γυναίκα του Μπιλ, καθόταν ήσυχη στο σπίτι τους. Εκείνος έλειπε. Θα αργούσε να γυρίσει. Έτσι, η γυναίκα του βρήκε την ευκαιρία να βάλει για ύπνο τον τριών χρονών γιο τους.
Τον άφησε στο κρεβάτι του, τον φίλησε και του είπε:
«Καλή νύχτα αγάπη μου. Όνειρα γλυκά».

Βγήκε από το δωμάτιο και μετακινήθηκε προς την κουζίνα. Τότε ήταν που αντίκρισε μια λάμψη φωτός.
«Τι είναι αυτό;», απόρησε. Αυτό την έκανε να πλησιάσει την αποθήκη. Μπήκε μέσα και είδε ανοιχτή μια πύλη. Τη γνωστή πύλη.

Η Matilda, απορημένη, μπήκε μέσα στην πύλη και πάτησε για πρώτη φορά το κατώφλι του κάστρου της Wolfang. Μαγεύτηκε από το τοπίο.
«Τι είναι όλο αυτό;».

Λίγο πριν μπει μέσα στο κάστρο,στάθηκε για μια στιγμή και παρατήρησε το τοπίο γύρω της.Αντίκρισε τους καταρράκτες του βασιλείου,το δάσος που αχνοφαινόταν από το βασίλειο της Πέρα Γη,ακόμα και τα διάφορα μονοπάτια που οδηγούσαν σε διαφορετικούς προορισμούς.

Έχοντας ακόμα απορία για το που βρισκόταν,πέρασε τη γέφυρα έξω από το κάστρο και,τότε,εισήλθε μέσα στο χώρο.Για πρώτη φορά,η Maltilda βρισκόταν μέσα στο κάστρο της Wolfang.

Προχώρησε κι άλλο μέσα στο κάστρο,μέχρι που τελικά συνάντησε την Lidia.
«Χαίρετε.Ψάχνετε κάτι;».
«Δε ξέρω. Ήρθα κάπως τυχαία εδώ πέρα».
«Τι εννοείτε;».
«Βρήκα μια πύλη ανοιχτή και όταν την πέρασα, ήρθα εδώ μέσα».

Τα λόγια της Matilda έκαναν τη Lidia να καταλάβει ποια ήταν εκείνη η μυστηριώδης γυναίκα που στεκόταν μπροστά της. Δεν είπε τίποτα όμως για τον Alistair. Ούτε για τη Wolfang.
«Κατάλαβα. Λοιπόν, καλώς ήρθες στο βασίλειό μας. Είμαι η Lidia», είπε δίνοντας το χέρι της.
«Χάρηκα, Matilda. Πρέπει να παραδεχτώ πάντως κάτι.Είναι πολύ ωραίο αυτό το μέρος.Και ας μη γνωρίζω το όνομά του».
«Άλλη ώρα θα μάθεις. Έλα πάμε από εδώ. Μου είπανε ότι κάποιος θέλει να με δει. Πάμε παρέα».

Η Lidia γνώριζε καλά ποια στεκόταν μπροστά της.Ξαφνικά,αγχώθηκε ότι κάτι μπορεί στο τέλος να αποκαλυφθεί.Είναι όμως έτσι;Δε ξέρει.

Το μόνο που ελπίζει είναι να μη μάθει την αλήθεια η Matilda.Έτσι κι αλλιώς,δεν έχει σκοπό να της πει τίποτα.

...


Την ίδια στιγμή,πίσω στο Λας Βέγκας,ο Μπιλ γύριζε πίσω στο σπίτι του. Όταν μπήκε μέσα, δε βρήκε κανέναν.
«Αγάπη μου, είσαι εδώ;», είπε.

Συνέχιζε να ψάχνει τη γυναίκα του,χωρίς αποτέλεσμα όμως.
«Matilda που είσαι;».

Μπήκε στο υπνοδωμάτιο του μικρού του γιου όπου τον είδε να κοιμάται.Απόρησε.Αφού ο γιος του κοιμόταν,η γυναίκα του που μπορεί να βρισκόταν;

Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε να κάνει είναι να ψάξει όλους τους χώρους του σπιτιού.Όμως,σκέφτηκε ότι,ίσως,θα ήταν καλό να της τηλεφωνήσει.

Αυτό ήταν έτοιμος να κάνει όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μια λάμψη. Στη γνωστή λάμψη.

Προχώρησε γοργά προς την αποθήκη και πλησίασε την πύλη, μπαίνοντας στο βασίλειο της Wolfang. Πλησίασε τότε τον Andrew, έναν δούλο, που του είπε:
«Andrew, να σου πω. Είδες πουθενά τη γυναίκα μου;».
«Άρχοντα μου καλώς ήρθες. Τη μεγαλειοτάτη την είδα προ λίγου να προχωρά με μια γυναίκα».
«Γυναίκα;».
«Ναι. Μια υψηλόσωμη γυναίκα, στο ύψος σας δηλαδή. Μακριά μαλλιά και μελαχρινή».

Τα λόγια του Andrew δημιούργησαν διάφορες σκέψεις στον Alistair. Σκέψεις που δε του άρεσαν.
«Περίμενε. Είπες ότι είδες μια μελαχρινή γυναίκα να κάθεται με τη γυναίκα μου;».
«Ναι άρχοντα μου».
«Μήπως άκουσες πως τη λένε εκείνη την κυρία;».
«Δε πρόλαβα να ακούσω καλά το όνομα. Αλλά μου φάνηκε γνωστό».
«Μήπως την έλεγαν Matilda;».
«Α ναι. Έτσι την έλεγαν», απάντησε και ξαφνικά το ξίφος που κρατούσε στο χέρι του ο Alistair, και μόλις είχε βγάλει από το ζωνάρι του, έπεσε κάτω.
«Κύριε όλα καλά;».

Ο Alistair αναστέναξε.
«Andrew, που είναι τώρα και οι δύο;».
«Δε ξέρω κύριε. Κάπου άκουσα ότι πήγαιναν προς την πίσω είσοδο του κάστρου».

Ο Alistair τρελάθηκε. Δε μπορούσε να πιστέψει τι είχε συμβεί.Δεν ήθελε,όμως,να χάσει χρόνο.Εκείνη τη στιγμή αποφάσισε να πάει στο μέρος που επισκέπτεται πάντοτε σε τέτοιες στιγμές.

Στο δωμάτιο με τις τοιχογραφίες.

Έτρεξε και καατευθύνθηκε προς το δωμάτιο με τις τοιχογραφίες. Μπήκε μέσα και φώναξε:
«Matilda. Matilda έλα γρήγορα».
«Alistair. Τι γίνεται;»
«Τι γίνεται; Τι γίνεται; Η γυναίκα μου μπήκε στο βασίλειο. Το καταλαβαίνεις;».
«Ξέρω Alistair. Είδα που ήρθε και μίλησε με τη Lidia. Αλλά μην ανησυχείς. Δεν αποκαλύφθηκε τίποτα».

Ο Alistair αναστέναξε ξανά.Είχε διάφορες απορίες που σκόπευε να εκφράσει στη Matilda.Και αυτό πρόκειται να κάνει.
«Συγγνώμη,ο χρόνος δε σταματά κανονικά; Γιατί είμαστε και οι δύο στο βασίλειο;».
«Alistair, μη ξεχνάς ότι μόνο όταν είσαι εσύ εδώ σταματά ο χρόνος».

Με την απάντηση της Matilda να μην αλλάζει το κλίμα,διάφορες σκέψεις περιτριγύριζαν τον Alistair. Του ήταν δύσκολο να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει.

Με τον Alistair να δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει τι γινόταν,η Maltilda τον πλησίασε,τον έπιασε από τον ώμο και του είπε:
«Και τώρα τι θα κάνεις;».
«Θα ψάξω να τους βρω πριν ανακαλυφθούν τα πάντα.Δεν έχω χρόνο.Φεύγω πριν να είναι αργά».

Έτσι έγινε τελικά. Βγήκε από την αίθουσα και άρχισε να τρέχει μέσα στο κάστρο, μέχρι που συνάντησε, ξανά, τον Andrew, που αυτή τη φορά φαινόταν και εκείνος ανήσυχος.
«Alistair, έχουμε θέμα».
«Κι άλλο θέμα;».
«Άρχοντα μου, θυμάσαι τι σου είπα προ λίγου;».

Ο Alistair αναστέναξε. Συνειδητοποίησε αμέσως ότι κακό συνέβαινε.
«Μη με κρατάς σε αγωνία.Που είναι;Πες μου».

Ο Andrew τον κοίταξε. Δίστασε να μιλήσει.Χαμήλωσε το βλέμμα του.Οταν βρήκε τελικά το θαρρος,σήκωσε το βλέμμα του και είπε:
«Μας δόθηκε αυτός ο πάπυρος».

Ο Alistair πήρε στα χέρια του τον πάπυρο. Τον άνοιξε και άρχισε να το διαβάζει.Έμεινε άφωνος.

Ό,τι δε καταφέραμε την προηγούμενη φορά,θα το πετύχουμε τώρα.

Ο Alistair τρελάθηκε.Ο πάπυρος του έδειχνε ότι οι δύο γυναίκες ήταν σε κίνδυνο...

Ο Andrew που παρατηρούσε τον φοβισμένο Alistair,δε στάθηκε αμίλητος.Αντιθέτως,πήρε τη σκυτάλη και είπε:
«Άρχοντα μου πως θα μάθεις που τις έχουν; Αφού στον πάπυρο δε γράφει καμία τοποθεσία».

Ο Alistair δεν απάντησε. Παρόλα αυτά, κατάφερε να θυμηθεί κάτι σημαντικό. Πολύ σημαντικό.
«Ο πάπυρος είναι φτιαγμένος από ένα ειδικό κομμάτι χαρτιού».
«Και αυτό τι σημαίνει;».
«Το υλικό προέρχεται από ένα συγκεκριμένο δέντρο που βρίσκεται μόνο στη νότια πλευρά του βασιλείου της Πέρας Γης. Αυτό είναι. Εκεί τις έχουν!».

Ο Alistair πέταξε κάτω τον πάπυρο και έτρεξε προς το πίσω μέρος του κάστρου.Δεν είχε πολύ χρόνο.Έτσι,πήρε το άλογο του και έφυγε για το βασίλειο της Πέρας Γης.

Ο Alistair αγωνιούσε. Οι δύο του γυναίκες βρίσκονταν σε κίνδυνο. Έπρεπε να βιαστεί για να τις σώσει πριν να είναι αργά. Αλλά πρωτίστως μη μάθει η Matilda την αλήθεια.

Κάτι που εκείνη την ώρα θα ήταν δύσκολο.
«Θα σας σώσω. Το ξέρω. Δε θα πεθάνετε σήμερα».

Ήταν σίγουρος ότι θα τις σώσει. Την ήξερε τη δουλειά. Γνώριζε τι να κάνει μπροστά στην απειλή.Και θα κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα.


...

Λίγες στιγμές αργότερα,ο Alistair έφτασε κοντά σε μια εγκαταλελειμμένη καλύβα. Λίγο πιο πέρα υπήρχε ένα μεγάλο δέντρο. Στο δέντρο βρίσκονταν δεμένες η Matilda και η Lidia, ενώ δίπλα τους βρισκόταν ένας υψηλόσωμος άνδρας.

Ο Alistair κατέβηκε από το δέντρο και πλησίασε τον άνδρα που εκείνη την ώρα έλεγε:
«Σήμερα θα πεθάνετε. Το ακούτε;».
«Πολλά θες Ronald. Και νόμιζα ότι ησύχασα μετά το νόμο που θέσπισα. Αλλά εσείς στο βασίλειο της Πέρα Γη δε βάζετε μυαλό», απάντησε ο Alistair.

Παράλληλα, η Matilda έμεινε άφωνη αντικρίζοντας το θέαμα του άνδρα της, ενώ η Lidia έσκυψε το κεφάλι της, έχοντας καταλάβει ότι η αλήθεια μαθεύτηκε. Και με το χειρότερο τρόπο.
«Από την αρχή ξέραμε όλοι ότι δεν είσαι ικανός για να έχεις την εξουσία Alistair»,αποκρίθηκε ο Ronald.

Όσο περνούσε η ώρα, η Matilda συνειδητοποιούσε όλο και πιο πολύ τι συνέβαινε.
«Alistair; Αμάν, αυτό είναι. Ο ήρωας από τα βιβλία είναι ο Μπιλ! Έτσι εξηγούνται όλα»,είπε η Matilda,όταν συνειδητοποίησε τι πραγματικά συνέβαινε.

Ο Alistair,την ίδια στιγμή,πήρε στα χέρια του το ξίφος του και είπε:
«Πολλά θες. Όσοι προσπάθησαν να με νικήσουν δε τα κατάφεραν. Είσαι σίγουρος ότι θες να προσπαθήσεις;».

Ο Ronald γέλασε μοχθηρά.
«Βεβαίως».

Η μάχη τελικά ξεκίνησε όταν η Matilda φώναξε:
«Μπιλ, όχι», ενώ η Lidia το συνέχισε λέγοντας:
«Πρόσεξε Alistair».

Ο Alistair ξεκίνησε να πολεμά τον εχθρό που κρατούσε στα χέρια του κι αυτός ένα ξίφος, ενώ στην πλάτη του είχε ένα τόξο με βέλη.

Ο Alistair προσπάθησε να τον πετύχει στο θώρακα, όμως εκείνος έκανε πίσω, αρπάζοντας το τόξο και ένα βέλος, ρίχνοντας το προς τον Alistair, που πρόλαβε και έβαλε μπροστά του την ασπίδα του.

Την ίδια στιγμή, η Lidia προσπάθησε να απολογηθεί για όσα συνέβαιναν.Μάταια όμως.
«Συγγνώμη. Συγγνώμη για όλα».
«Συγγνώμη;Τολμάς και ζητάς συγγνώμη; Μου είπατε ψέματα».
«Δε μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δεν έπρεπε να μάθεις την αλήθεια».
«Δεν έπρεπε να μάθω την αλήθεια; Είσαι σοβαρή;».
«Άκουσε με.Ο Alistair ή ο Μπιλ τέλος πάντων το έκανε για να σε προστατεύσει. Σε αγαπάει. Άκουσε με».

Ο Alistair,παράλληλα,συνέχιζε να πολεμά και τελικά κατόρθωσε να πετύχει τον Ronald στο στήθος. Έπεσε κάτω αιμόφυρτος. Κατόρθωσε όμως να μιλήσει:
«Alistair, άκουσε με. Δε σου αξίζει η εξουσία».
«Κάνεις λάθος. Μου αξίζει και με το παραπάνω».
«Έχεις πολλούς εχθρούς. Θα σε κυνηγάνε μια ζωή».
«Μέχρι τότε θα ζω.Ελεύθερος».

Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του Ronald που ξεψύχησε.Με τον Ronald αιμόφυρτο στο έδαφος,ο Alistair έτρεξε και πήγε στο δέντρο όπου έλυσε τις δύο γυναίκες.
«Ευτυχώς είστε καλά», είπε περιμένοντας να ακούσει από τη γυναίκα του κάποια καλά λόγια. Αντιθέτως,η Matilda του έριξε μια σφαλιάρα και απομακρύνθηκε.
«Που πας; Μη φεύγεις. Άκουσε με λίγο».
«Τι να ακούσω; Μου είπατε ψέματα».
«Σε παρακαλώ. Άκουσε με».
«Μπιλ,σταμάτα. Σε παρακαλώ αν γίνεται πείτε μου την αλήθεια. Μόνο την αλήθεια».

Ο Μπιλ την κοίταξε.Ήξερε ότι βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση.Δε μπορούσε να κρυφτεί άλλο.Πλέον,θα έπρεπε να αποκαλύψει τα πάντα.Και αυτό θα κάνει.

Πήρε τελικά μια βαθιά ανάσα και είπε όλη την αλήθεια. Όλη την αλήθεια από την αρχή. Δεν είχε άλλη επιλογή.
«Δε σας πιστεύω».
«Matilda, πρέπει να καταλάβεις ότι ο χρόνος σταματάει στο δικό σας κόσμο όταν ο Alistair βρίσκεται εδώ».
«Σας παρακαλώ μη μιλάτε άλλο. Φτάνει».

Η Matilda πήγε να φύγει αλλά ο Μπιλ την έπιασε από το χέρι.
«Που πας; Άκουσε μας. Το έκανα για να μας προστατεύσω».
«Μπιλ, σταμάτα. Φτάνει. Δε θέλω να ακούσω τίποτα».

Ο Alistair θύμωσε. Πέταξε κάτω το ξίφος του και έτρεξε προς την καλύβα.Ένιωθε ότι τα είχε κάνει όλα μαντάρα.Ότι εκείνος έφερε την κατάσταση σε αυτό το σημείο.

Είναι όμως έτσι;Δε ξέρω.Και δεν σκοπεύω να κάτσω να σκεφτώ ποιος έχει ευθύνη για όσα συνέβησαν.

Με τα νεύρα να τον έχουν κυριεύσει,μπήκε μέσα και φώναξε:
«Matilda έλα εδώ. Γρήγορα».
«Alistair, είδα τι γίνεται έξω».
«Και που είδες τι κατάλαβες; Η γυναίκα μου έμαθε τα πάντα. Προσπαθώ να την ηρεμήσω αλλά μάταια».

Η Matilda αναστέναξε.
«Και τώρα τι θα κάνεις;».
«Τώρα τι θα κάνω; Το ρωτάς; Δε πάει άλλο αυτή η κατάσταση. Κάθε φορά βάζω σε κίνδυνο τη ζωή των αγαπημένων μου ανθρώπων. Θα πάω να πάρω το πετράδι της μοίρας. Θα γυρίσω πίσω το χρόνο»

Ο Alistair αναστέναξε.
«Δε θα το κάνεις αυτό και το ξέρεις. Δε γίνεται. Θα χάσεις τα πάντα».
«Ας τα χάσω».
«Alistair, υπάρχει λύση και το ξέρεις».
«Τι λύση;».

Η Matilda τον πλησίασε.Τον έπιασε από τον ώμο και του είπε:
«Υπάρχει ένα απόμακρο νησί που όμως ανήκει στο βασίλειο της Wolfang. Εκεί ζούνε άνθρωποι που έχουν αναπτύξει το δικό τους πολιτισμό. Κανείς δεν έρχεται ποτέ στη Wolfang. Θα πας να μείνεις εκεί με τη Lidia και θα μεγαλώσετε το παιδί σας, ενώ θα αφήσετε να εννοηθεί ότι θυσιαστήκατε για το καλό των βασιλείων».
«Τι λες; Και πως θα πάμε εκεί;».
«Βρίσκεται στο νησί ένας καπετάνιος από το νησί. Βάλτε τον στο κόλπο και φύγετε».
«Και εσύ τι θα κάνεις;».
«Όποτε με χρειάζεσαι θα εμφανίζομαι. Πήγαινε τώρα να ανακοινώσεις στις γυναίκες σου αυτό που σου είπα. Αλλά να πεις ότι ήταν δική σου ιδέα».
«Και πως το λένε το νησί;».
«Το νησί ονομάζεται Taprak.Αλλά το θέμα είναι άλλο.Τι θα κάνεις τελικά;»

Ο Alistair έμεινε σκεπτικός. Έπρεπε να πάρει μια μεγάλη απόφαση.Να άφηνε τη Wolfang μια για πάντα;Αν μείνει πίσω,θα επαληθευτούν τα λόγια του Ronald,που έλεγε ότι θα έχει πάντοτε εχθρούς;

Δε ξέρει.Όμως,πρέπει άμεσως να πάρει μια απόφαση.Και τελικά,αποφάσισε τι θα κάνει.

Βγήκε από την καλύβα και πλησίασε τις δύο γυναίκες.
«Τι έγινε Alistair;», τον ρώτησε η Lidia.
«Πήρα μια απόφαση».
«Δηλαδή;».

Ο Μπιλ τις κοίταξε. Ξεκίνησε να λέει τι αποφάσισε. Κάτι που άφησε άφωνες τις δύο γυναίκες.
«Μπιλ τι λες;».
«Αυτό πρέπει να γίνει και το ξέρετε».

Ακολούθησε μια λογομαχία. Όχι στον ίδιο βαθμό με πριν, αλλά ήταν και αυτός έντονος. Ο Μπιλ δεν ήθελε να αλλάξει την απόφαση του. Πίστευε ότι αυτό ήταν το σωστό.

Η Lidia με τη Matilda,παράλληλα,συμφώνησαν για πρώτη φορά στο ίδιο πράγμα: ότι έπρεπε να γυρίσουν πίσω στη Wolfang. Αλλά ο Μπιλ ήταν ανένδοτος.
«Αυτό πρέπει να γίνει και το ξέρετε. Είναι η μόνη λύση».
«Είσαι σίγουρος; Σκέφτηκες τι θα γίνει στα βασίλεια αν μάθουν ότι πεθάναμε;».
«Θα τα βρουν μια χαρά μόνοι τους. Είμαι σίγουρος».

Τελικά, οι δύο γυναίκες συμφώνησαν με τον Μπιλ.Βλέποντας ότι ο Μπιλ δεν πρόκειται να αλλάξει γνώμη,αποφάσισαν να ακολουθήσουν τη διαταγή του.

Έτσι, ανέβηκαν στο άλογο και κατευθύνθηκαν προς τη νότια πλευρά του νησιού, όπου βρισκόταν και το πλοίο. Εκεί, κατόρθωσαν να μη γίνουν αντιληπτοί από το πλήθος.

Όταν έφτασαν, κατέβηκαν από το άλογο και ο Alistair,χαιδεύοντας το,του είπε:
«Γύρνα πίσω. Θα τα ξαναπούμε. Κάποια στιγμή».

Τότε, ανέβηκαν στο ξύλινο κατάστρωμα του πλοίου και πλησίασαν έναν άνδρα που τους φάνηκε για τον καπετάνιο.
«Είστε ο καπετάνιος;», τον ρώτησε η Matilda.
«Βεβαίως. Είμαι ο Todd. Εσείς ποιοι είστε».
«Είμαι ο Alistair και από εδώ η Lidia και η Matilda. Σε χρειαζόμαστε».
«Τι με θέλετε;».

Ο Alistair τον πλησίασε και του αποκάλυψε τα σχέδιά του. Κάτι που δε βρήκε σύμφωνο στην αρχή τον Todd.
«Είστε σοβαροί;».
«Πρέπει να μας βοηθήσεις».
«Και πως θα σας βοηθήσω; Λέγοντας ψέματα; Μου λέτε να σας πάω και να ξαναγυρίσω για να μεταδώσω τα νέα του υποτιθέμενου θανάτου σας;».
«Ναι», απάντησε η Lidia.
«Δε ξέρω. Ζητάτε πολλά».
«Έλα Todd. Σε παρακαλούμε».
Ο Todd το σκέφτηκε. Διχως να περάσει πολύ ώρα,πήρε την απόφαση και είπε ναι.
«Ωραία. Συμφωνώ. Κρυφτείτε μέσα στο δωμάτιό μου. Θα σας φωνάξω όταν φτάσουμε. Φεύγουμε σε λίγο».

Έτσι έγινε τελικά.Είχε φτάσει η στιγμή να κουνήσουν μαντήλι και να φύγουν μακριά.Μια νέα ζωή ξεκινούσε.

...

Λίγες ώρες αργότερα έφτασαν στο νησί. Κατέβηκαν από το πλοίο και κατευθύνθηκαν, με τον Todd, σε μια καλύβα.
«Θα σας φιλοξενήσω εγώ.Εδώ θα μεγαλώσετε το παιδί σας. Εγώ πάω να φύγω. Ξανά».

Ο Alistair έμεινε με τις δύο γυναίκες στην καλύβα. Αυτή τη φορά άκουσε τα καλά λόγια που περίμενε από τη γυναίκα του.
«Καλωσορίσατε στη νέα μας ζωή».
«Μπιλ, δε πρόκειται να ξεχάσω ό,τι έχει συμβεί».
«Matilda, τα είπαμε και τα συμφωνήσαμε. Πάμε τώρα να γυρίσουμε πίσω. Τώρα που κοιμάται το παιδί έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε ήσυχα».

Η Matilda βγήκε από την καλύβα αλλά όχι ο Μπιλ. Εκείνος γύρισε και είπε στη Lidia:
«Σε ευχαριστώ για όλα».
«Μη με ευχαριστείς».
«Θα γυρίσω κάποια στιγμή. Θα μεγαλώσουμε το παιδί μας ελεύθερα».
«Θα σε περιμένω».

Τη φίλησε. Βγήκε από την καλύβα και πλησίασε τη Matilda που του είπε:
«Ξέχασα να σε ρωτήσω. Πως λένε το νησί;».
«Taprak»,της είπε και απομακρύνθηκαν από το σημείο.

Η Matilda πέρασε την πύλη και ο Μπιλ ήταν έτοιμος να την περάσει και εκείνος όταν εμφανίστηκε η Matilda, η νεράιδα όμως.
«Έπραξες το σωστό».
«Αυτό έπρεπε να κάνω και το ξέρεις».
«Πάντως, είναι πολλά που δε ξέρεις ακόμα».
«Τι εννοείς;».

Δεν πήρε ποτέ απάντηση αφού η νεράιδα έφυγε.

Τελικά, έφυγαν από το νησί και γύρισαν πίσω στον πραγματικό κόσμο. Την ίδια ώρα, ο Todd ταξίδευε πίσω στη Wolfang. Όταν έφτασε, κατέβηκε από το καράβι και έτρεξε προς το κάστρο του βασιλείου. Φανερά λαχανιασμένος, έτρεξε να ανακοινώσει τα κακά μαντάτα. Ο πρώτος που έμαθε τα νέα ήταν ο Andrew.
«Τι λες άνθρωπέ μου;».
«Αυτό που άκουσες».
«Δεν είναι δυνατόν. Και εσύ πως το ξέρεις;».
«Ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που τους είδε ζωντανούς. Αυτό μου είπε να σας πω».
«Είσαι σίγουρος;».
«Ναι κύριε μου».

Ο Andrew δε μπορούσε να το πιστέψει. Έτρεξε να πει και εκείνος τα νέα.

Όλοι έμαθαν τα μαντάτα μέσα στο κάστρο. Ακόμα και μέσα στα μπουντρούμια έφτασε η είδηση. Ο Modus, ο πατέρας της Lidia, υποπτευόταν ότι κάτι είχε σκαρωθεί.
«Alistair...Τι σκάρωσες πάλι; Τι έβαλες την κόρη μου να κάνει;».

Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα σε όλο το βασίλειο. Θρήνος έπεσε. Ο Todd πρόλαβε και έφυγε ξανά. Η δουλειά του είχε τελειώσει.

...

Πίσω στο Λας Βέγκας, ο Μπιλ προσπαθούσε να βάλει τα πράγματα πίσω στη θέση τους.
«Όλα θα αλλάξουν. Στο υπόσχομαι».
«Μπιλ, δε μπορώ να ξεχάσω ότι μου είπες ψέματα».
«Σου είπα όλη την αλήθεια. Έπρεπε να σας προστατεύσω. Πρέπει να με πιστέψεις».
«Δε ξέρω τι να πιστέψω πια».
«Αγάπη μου, σε εκείνον τον κόσμο δεν ήμουν ο Μπιλ. Ήμουν κάποιος άλλος».
«Τέλος πάντων. Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα πηγαίνεις εκεί μόνο για να μεγαλώσετε το παιδί».
«Αφού τώρα πια δεν υπάρχει άλλος λόγος για να πηγαίνω».
«Και μην υπάρξει».
«Δε θα υπάρξει».

Τελικά, έπεσαν και οι δύο για ύπνο. Όμως, ο Μπιλ δε μπορούσε να κοιμηθεί. Μια σκέψη τον βασάνιζε. Έτσι, κάποια στιγμή σηκώθηκε και πήγε να καθίσει στην κουζίνα. Ήθελε μόνο να καταλάβει ένα πράγμα.
«Τι εννοούσε η Matilda όταν μου είπε ότι είναι πολλά που δε ξέρω; Τι μου κρύβει;».

Λίγο καιρό αργότερα γεννήθηκε και ο γιος του. Ο Alistair και η Lidia ήταν πανευτυχείς. Για καλή τους τύχη τους βοηθούσαν και οι ντόπιοι στην εκτροφή του παιδιού.

Ο Μπιλ πηγαινοερχόταν πιο συχνά πια στο νησί. Με τη σκέψη όμως πάντα στα λόγια της Matilda. Ήθελε να μάθει τι εννοούσε η νεράιδα. Αλλά μέχρι τότε, ας μεγαλώσει τα παιδιά του. Και τα δύο.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top