Η απαγωγή
Μια φορά και έναν καιρό, κάπου σε ένα νοσοκομείο του Las Vegas, ο Μπιλ Γουίλιαμς καθόταν στο γραφείο του και ατένιζε από το παράθυρο τη θέα της πόλης. Τότε ήταν που μπήκε μέσα ένας νοσηλευτής, που πλησίασε τον Μπιλ και, παίρνοντας στο χέρι του ένα φάκελο, είπε:
«Βλέπω κουράστηκες πάλι».
«Ξέρεις Ματ, είμαι από τις οκτώ το πρωί εδώ. Μέσα σε εννιά ώρες είχα δύο χειρουργεία. Και το ένα ήταν πιο δύσκολο από το άλλο».
Ο Ματ γέλασε.
«Τέλος πάντων. Εγώ θα φύγω. Εσύ;».
«Και εγώ. Έτσι κι αλλιώς είναι και το πάρτι του γιου μου σήμερα».
«Α ναι. Το ξέχασα. Πόσο γίνεται είπαμε;».
«Τριών.Σήμερα ο γιος μου γίνεται τριών.Γι'αυτό κάτσε να σηκωθώ να φύγουμε μαζί».
Έτσι έγινε τελικά.Ο Μπιλ έφυγε από το γραφείο και, στην συνέχεια,γύρισε σπίτι του.
Μπήκε μέσα στη στολισμένη κατοικία και πλησίασε τη γυναίκα του που καθόταν στην κουζίνα και μαγείρευε.
«Τι κάνει η γυναίκα μου;».
«Μαγειρεύει για τη γιορτή. Δηλαδή τι γιορτή. Αφού μόνο εμείς και ο Ντέιβ με την Μάργκαρετ, οι κουμπάροι μας, θα είμαστε».
«Γιορτή είναι και αυτό. Τέλος πάντων. Πάω να βρω τον μικρό εορτάζοντα».
Ο Μπιλ απομακρύνθηκε από την κουζίνα και προχώρησε προς το σαλόνι,όταν ξαφνικά αντίκρισε μια λάμψη. Μια γνωστή λάμψη.
«Ξέρω τι σημαίνει αυτό»,ψιθύρισε.
Έτρεξε προς την αποθήκη και μπήκε μέσα. Εκεί δε βρήκε κανέναν. Μόνο την πύλη ανοιχτή να τον περιμένει.
Ο Μπιλ πέρασε την πύλη και ως Alistair πάτησε το κατώφλι του κάστρου της Wolfang. Εκεί είδε πλήθος μαζεμένο, απορώντας τελικά με το τι συνέβαινε.
«Τι γίνεται;».
Προχώρησε γοργά και πλησίασε το πλήθος, το οποίο ξέσπασε σε χειροκροτήματα.
«Τι έγινε; Γιατί με χειροκροτείτε;».
Γύρισε το κεφάλι του και αντίκρισε στο βάθος τον στρατιώτη Andrew. Σε αυτόν πήγε τελικά.
«Andrew. Τι συμβαίνει;».
«Άρχοντα μου. Συγχαρητήρια».
«Συγχαρητήρια; Για ποιο πράγμα;».
«Δε τα έμαθες ακόμα;Θα γίνεις πατέρας!».
Ο Alistair έμεινε άφωνος.
«Τι λες;».
«Η γυναίκα σου είναι έγκυος».
«Πόσων μηνών έγκυος;».
«Από όσο ακούστηκε πέντε μηνών».
«Μα έχω να τη δω τέσσερεις μήνες. Γιατί δε μου είπε τότε ότι ήταν έγκυος; Τέλος πάντων. Που είναι τώρα;».
«Δε ξέρω άρχοντα μου. Δεν την έχω δει».
Ο Alistair με ένα πλατύ χαμόγελο απομακρύνθηκε από το χώρο και πήγε στο δωμάτιο με τις τοιχογραφίες.
Μπήκε μέσα και αμέσως φώναξε:
«Matilda, Matilda. Έλα εδώ γρήγορα».
Τότε, έκανε την εμφάνιση του το πνεύμα της Matilda, που πλησίασε τον Alistair και είπε:
«Αγόρι μου. Είδα ότι έμαθες τα χαρμόσυνα. Πως νιώθεις;».
«Πως νιώθω; Πως νιώθω; Πανευτυχής! Απλά δε ξέρω που είναι η Lidia για να πάω να την αγκαλιάσω».
«Όπου και να βρίσκεται πάντα να έχεις τα μάτια ανοιχτά».
«Γιατί το λες αυτό;».
Η Matilda χαμογέλασε.
«Πήγαινε. Δεν είναι ώρα γι'αυτά».
Ο Alistair,παρόλο που μόλις του είχε δημιουργηθεί η απορία για το τι σήμαιναν τα λόγια της Matilda, αποφάσισε να φύγει από το χώρο.
Έτσι,έφυγε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε γοργά προς τα μπουντρούμια. Πλησίασε το κελί του Modus και είπε:
«Modus. Σου χω νέα».
«Το να μου πεις εσύ ότι έχεις νέα δε μου φαίνεται καλό».
«Άστα αυτά τώρα και πες μου κάτι. Πως θα σου φαινόταν η ιδέα του να γινόσουν παππούς;».
Ο Modus γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε τον Alistair.Σηκώθηκε και,αμέσως,πλησίασε τα κάγκελα του κελιού.
«Τι είπες;»,είπε στον Alistair.
«Αυτό που άκουσες»,αποκρίθηκε εκείνος.
«Δηλαδή θες να μου πεις ότι η κόρη μου είναι έγκυος;».
«Εσύ τι λες;».
Ο Modus αναστέναξε.Μόλις είχε μάθει ότι η κόρη του είναι έγκυος.Και εκτός από αυτό,περιμένει το παιδί του Alistair.Του ανθρώπου που είχε πολεμήσει για να του πάρει την εξουσία.
Ο Modus τον κοιτούσε δίχως να μπορεί να πει κάτι.Του είχε έρθει ξαφνικό όλο αυτό.Όμως,παρόλο που δε μπορούσε να μιλήσει,το μυαλό του ταξίδευε με γρήγορους ρυθμούς.
Με τον Alistair να του έχει ανακοινώσει την είδηση της εγκυμοσύνης,το μυαλό του Modus πήγε αμέσως σε μια σκέψη που,σε εκείνον,δεν άρεσε πολύ,αλλά δεν είχε άλλη επιλογή.
Θα έπρεπε να αποκαταστήσει την κόρη του.
Να την παντρέψει,δηλαδή,με τον Alistair.
Ο Alistair έμεινε με το στόμα ανοιχτό.Ο Modus μόλις του είχε προτείνει να παντρευτεί τη Lidia.Κάτι που,στην αρχή,δε ξέρω αν του άρεσε σαν ιδέα.Αλλά,στη συνέχεια,την αποδέχτηκε.Έστω και αν έφυγε από το χώρο χωρίς να πει ότι αποδέχτηκε την πρόταση.
Αν ρωτήσετε εμένα πάντως,δε ξέρω αν θέλω να σας απαντήσω.Γιατί;Θα το μάθετε μια άλλη στιγμή.
Με τον Alistair να γυρίζει το σώμα του και να φεύγει,ο Modus γύρισε και φώναξε:
«Πες ό,τι θες. Αυτό είναι το σωστό και το ξέρεις».
Ο Alistair άρχισε να τρέχει μες το βασίλειο ψάχνοντας τη γυναίκα του, χωρίς όμως να κατορθώνει να την εντοπίζει.
Ξαφνικά,τον πλησίασε ένας δούλος που κρατούσε έναν πάπυρο.
«Κύριε, έχουμε θέμα», του είπε δίνοντας του τον πάπυρο.
Ο Alistair ξετύλιξε τον πάπυρο και άρχισε να τον διαβάζει.Έμεινε άφωνος.
«Έχουμε τη γυναίκα σου.Αν θες να την ξαναδείς ζωντανή, έλα στο παλαιό φρούριο νότια του βασιλείου της Απεραντοσύνης».
Ο Alistair πέταξε κάτω τον πάπυρο και έφυγε τρέχοντας και θυμωμένος προς την έξοδο του κάστρου. Έπρεπε να βρει τη γυναίκα του.Τώρα που κινδυνεύει, θα έπρεπε να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορεί.Για να σώσει εκείνη,αλλά και το παιδί τους...
Ο Alistair πλησίασε στο πίσω μέρος του κάστρου, ανέβηκε στο άλογό του και ξεκίνησε για το βασίλειο της Απεραντοσύνης.
Ο Alistair ένιωθε τον ζεστό άνεμο να τον χτυπά ενώ τον κατέκλυζαν διάφορες σκέψεις. Δεν έπρεπε να σώσει μόνο τη γυναίκα του, αλλά και το αγέννητο παιδί τους.
Λίγα λεπτά αργότερα,έφτασε τελικά στο παλαιό και παράλληλα μισογκρεμισμένο φρούριο. Κατέβηκε από το άλογο και έτρεξε μες τα ερείπια, ψάχνοντας τη γυναίκα του.
«Lidia. Lidia που είσαι;».
Ο Alistair προχώρησε και βρήκε ξαφνικά ένα κομμάτι ύφασμα.
«Αυτό είναι από το φόρεμα της Lidia. Θα το αναγνώριζα παντού».
Συνέχισε να ψάχνει τη γυναίκα του αλλά δε τη βρήκε πουθενά.Με την αγωνία να τον έχει καταβάλει,εμφανίστηκε ένας άνδρας που του είπε:
«Άδικα ψάχνεις να βρεις κάποιον εδώ πέρα. Μια κυρία που βρισκόταν εδώ πέρα δεμένη, την πήραν κάποιοι και έφυγαν».
«Ξέρεις προς τα πού πήγαν;».
«Πήραν αυτό το δρόμο που οδηγεί στην ανατολική πλευρά του βασιλείου του Νερού. Πρέπει να κατευθύνθηκαν προς το παλαιό νερόμυλο».
«Σε ευχαριστώ».
Ο Alistair,αφού αναστέναξε,ανέβηκε στο άλογο του και έφυγε για το βασίλειο του Νερού.Ένιωθε ότι δεν υπήρχε πολύς χρόνος.Έπρεπε να φτάσει το δυνατόν πιο σύντομα στο νερόμυλο.
Με τα δύο βασίλεια να βρίσκονται στις δύο άκρες,με το βασίλειο της Πέρα Γη να βρίσκεται στη μέση,ήξερε ότι έπρεπε να φτάσει όσο γίνεται πιο γρήγορα.Δυστυχώς,δεν υπάρχουν αμάξια σε αυτόν τον κόσμο που,ίσως,να τον βοηθούσαν.Μόνο άλογα.
Δε πτοούταν όμως.Και δεν τον ένοιαζε αυτό.Ήθελε μόνο να σώσει τη γυναίκα του.
...
Τελικά, λίγα λεπτά αργότερα,έφτασε έξω από το παλαιό ανεμόμυλο. Κατέβηκε από το άλογο και έτρεξε μέσα φωνάζοντας το όνομα της γυναίκας του.
Τότε ήταν που εντόπισε τη γυναίκα του στην απέναντι γωνία δεμένη.
«Lidia!», φώναξε ενώ παράλληλα έτρεχε προς το μέρος της.
«Alistair. Ήρθες».
«Ήρθα.Ήρθα να σε σώσω», απάντησε ενώ έκοβε με ένα μαχαίρι το σχοινί. Όμως,τους διέκοψε μια φωνή.
«Τι ήταν αυτό;»,απόρησε η Lidia.
Ο Alistair γύρισε και είδε έναν υψηλόσωμο άνδρα να πλησιάζει.Γέλασε.
«Καλά μου είπανε ότι θα έρθεις».
«Και μένα καλά μου είχαν πει ότι το βασίλειο της Απεραντοσύνης έχει ικανούς και μοχθηρούς στρατιώτες», απάντησε τελικά ο Alistair.
Τελικά, σηκώθηκε και πλησίασε πιο κοντά τον υψηλόσωμο άνδρα.
«Και για πες μου άρχοντα των πέντε βασιλείων. Πως σου φαίνεται που υποτίθεται εξουσιάζεις πέντε βασίλεια;».
«Εσύ πες μου Gorgon. Τι τρέλα σε έπιασε και απήγαγες τη γυναίκα μου; Ειδικά τώρα που είναι έγκυος;».
Ο Gorgon γέλασε μοχθηρά. Πήρε στα χέρια του το ξίφος του και είπε:
«Ήρθα να πάρω την εξουσία από τα χέρια σου. Βλέπεις, η γυναίκα σου ήταν το τέλειο δόλωμα. Όμως, ήταν παράλληλα έγκυος. Γι'αυτό, φρόντισα όταν την απήγαγα να τη δέσω με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να ζήσει ένας από του δύο. Και στην προκειμένη περίπτωση, λυπήθηκα το αγέννητο βρέφος».
Ο Alistair θύμωσε.
«Είσαι ένα τέρας».
Με τον Alistair να έχει θυμώσει, ένας θόρυβος διέκοψε τη συζήτηση.Ένα κομμάτι της οροφής του παλιού ανεμόμυλου έπεσε δίπλα στην Lidia.
Τότε ήταν που ανακάλυψαν ότι το κτίριο είχε πάρει φωτιά.
«Τι έκανες; Έβαλες φωτιά;».
«Πολλά λες. Έλα να με αντιμετωπίσεις».
Ο Alistair κοίταξε την Lidia. Άρπαξε το ξίφος του. Ξεκίνησε να πολεμάει.
Όσο το κτίριο φλεγόταν και καταστρεφόταν, ο Alistair προσπαθούσε να νικήσει τον Gorgon. Με μία κίνηση, πήγε να καρφώσει το ξίφος του στο στήθος του υψηλόσωμου άνδρα, αλλά απέτυχε.
«Μόνο αυτό ξέρεις να κάνεις; Εσύ που αποκαλείσαι άρχοντας;».
Η Lidia, παράλληλα, καθόταν φοβισμένη σε μια γωνία, περιμένοντας να βρει τρόπο να σωθεί, βλέποντας το μισό κτίριο να έχει τυλιχθεί στις φλόγες.Έπιανε την κοιλιά της με φόβο.Φοβόταν μη γινόταν τίποτα κακό...
Την ίδια στιγμή,ο Alistair φώναξε:
«Gorgon, δεν έχεις τη δύναμη να με νικήσεις».
Και,εν τέλει,είχε δίκιο.
Ο Alistair κατόρθωσε να καρφώσει το ξίφος του στην κοιλιά του αντιπάλου του, ρίχνοντας τον κάτω. Τότε, τον πλησίασε και του είπε:
«Σου είπα ότι δεν έχεις τη δύναμη να με νικήσεις».
«Είσαι γελοίος. Το ακούς; Γελοίος», απάντησε με όση δύναμη είχε.
Τότε, όμως, ένα μεγάλο, φλεγόμενο κομμάτι της οροφής έπεσε πάνω στον Gorgon, σκοτώνοντάς τον, με τον Alistair να κάνει πίσω την τελευταία στιγμή.
Ο Alistair, όμως, δεν ήξερε που βρισκόταν η γυναίκα του.
«Lidia. Lidia που είσαι;», φώναξε.
«Alistair, βοήθεια».
Ο Alistair γύρισε το σώμα του και είδε τη γυναίκα του εγκλωβισμένη σε μια γωνία, με φλεγόμενα κομμάτια του κτιρίου να την έχουν περικυκλώσει.
«Περίμενε εκεί. Έρχομαι».
Έτρεξε και,αμέσως,πλησίασε την περικυκλωμένη γυναίκα του.
«Μην ανησυχείς. Θα σε βγάλω από εκεί».
Κοίταξε γύρω και ανακάλυψε ότι γύρω από τα κομμάτια του κτιρίου που είχαν εγκλωβίσει τη γυναίκα του, υπήρχε χώρος για να περάσει και να πλησιάσει την Lidia.
Όπως και έγινε.
Πέρασε από την τρύπα που είχε δημιουργηθεί και πλησίασε τη γυναίκα του, που ήταν μακριά από την τρύπα, κάτι που δε τη βοήθησε να απεγκλωβιστεί από μόνη της.
Τότε, έτρεξε και πλησίασε τη γυναίκα του που ήταν δίπλα στις φλόγες.
«Alistair, γρήγορα».
«Θα σε πάρω στους ώμους μου και θα περάσουμε από την τρύπα που υπάρχει πιο κει», απάντησε ενώ άκουσε κι άλλα κομμάτια από το κτίριο να πέφτουν πάνω στην τρύπα».
«Έλα πάμε».
Πήρε τη γυναίκα του στους ώμους και άρχισε να τρέχει, περνώντας οριακά κάτω από την τρύπα, πριν πέσουν κι άλλα κομμάτια πάνω.
Τελικά, κατόρθωσαν να βγουν έξω από το φλεγόμενο κτίριο. Ξάπλωσαν στην ύπαιθρο και αντίκρισαν το κτίριο να καταστρέφεται ολοσχερώς.
Την ίδια στιγμή, η Lidia γύρισε, αγκάλιασε και φίλησε τον άνδρα της.
«Με έσωσες».
«Την τελευταία στιγμή».
«Κοίτα να δεις που έφτασε ο άλλος στην προσπάθεια του να πάρει στα χέρια του την εξουσία».
«Περασμένα ξεχασμένα. Έλα πάμε. Ας γυρίσουμε πίσω».
Τελικά, γύρισαν πίσω στη Wolfang, όπου ο Alistair είπε σε όλους ότι έσωσε τη γυναίκα του, χωρίς να δώσει περισσότερες πληροφορίες.Έτσι κι αλλιώς,είπε,δεν έχει σημασία να μάθει ο κόσμος τι συνέβη.
...
Την επόμενη μέρα,ένας γιατρός εξέτασε την Lidia. Τα αποτελέσματα;
«Και η γυναίκα και το παιδί είναι μια χαρά».
Ο Alistair,με το άκουσμα ότι και εκείνη και το μωρό ήταν καλά,μπήκε στο δωμάτιο και πλησίασε τη γυναίκα του.
«Θέλω να σου πω κάτι».
«Πες μου».
Ο Alistair αναστέναξε.Προσπαθούσε να της πει κάτι πολύ σημαντικό.Όμως,δυσκολευόταν.
Κοίταξε τη Lidia και,τότε,βρήκε το θάρρος και της είπε:
«Πως θα σου φαινόταν αν σε ζητούσα σε γάμο;».
«Alistair», απάντησε η Lidia αφού σηκώθηκε από το κρεβάτι.
«Μου κάνεις πρόταση γάμου;».
«Από ότι βλέπεις. Λοιπόν. Δέχεσαι να γίνεις γυναίκα μου;».
Η Lidia δάκρυσε.
«Ναι», απάντησε και αμέσως τον φίλησε.
Ο Alistair,μετά από αυτό,θα έπρεπε να προετοιμαστεί για το γάμο του.Το δεύτερο γάμο του.Ένα γάμο που,έτσι κι αλλιώς,θα είναι σαν μην έγινε ποτέ.
Αλλά δεν έχει σημασία αυτό τώρα.
...
Το νέο του γάμου μαθεύτηκε γρήγορα στο βασίλειο της Wolfang. Όλοι ανυπομονούσαν να έρθει εκείνη η μέρα. Η μέρα του γάμου του Alistair και της Lidia.
Την ίδια ώρα, ο Alistair μπήκε στο δωμάτιο με τις τοιχογραφίες, όπου φώναξε την Matilda.
«Matilda, σε χρειάζομαι».
«Αγόρι μου. Έμαθα ότι παντρεύεσαι. Συγχαρητήρια. Για πες τι με θέλεις».
«Που να πάμε να παντρευτούμε; Τι προετοιμασίες να κάνω;».
Η Matilda γέλασε.
«Μην ανησυχείς. Άκουσε με προσεχτικά.Στα πέντε βασίλεια όλοι έχουν θεό τον Donne. Θα παντρευτείτε στο κτίριο που βρίσκεται το μνημείο του. Θα σας παντρέψει ιερέας. Και θα δεις. Θα σας υποδεχτεί πολύς κόσμος».
Ο Alistair γέλασε.
«Κατάλαβα. Τέλος πάντων. Κάτι έχω στο μυαλό για το γάμο».
«Δηλαδή;».
«Θα δεις τότε. Πάω να φύγω».
Έφυγε από το δωμάτιο και έτρεξε προς τα μπουντρούμια. Μπήκε μέσα και πλησίασε το κελί του Modus.
«Τα έμαθες τα νέα;».
«Ποια νέα;».
«Θα παντρευτώ την κόρη σου».
Ο Modus, ενώ ήταν ξαπλωμένος, γύρισε το κεφάλι του και είπε:
«Μπράβο. Είδες που σου είπα να κάνεις το σωστό;».
«Ναι,η αλήθεια είναι όμως ότι ήρθα να σου ζητήσω και κάτι άλλο».
«Δηλαδή;».
«Θέλω να πας εσύ την κόρη σου εκεί που θα παντρευτούμε».
Ο Modus έμεινε άφωνος.Ο Alistair μόλις του ζήτησε να συνοδεύσει την κόρη του στο γάμο.Κάτι που δε περίμενε.
Ο Modus,στο άκουσμα της πρότασης του,σηκώθηκε πάνω και είπε:
«Τι πράγμα;».
«Θα σε αφήσω ελεύθερο την ημέρα του γάμου. Θα φέρεις την κόρη σου σε μένα, θα την παντρευτώ και ύστερα θα κάτσεις και στο γλέντι».
«Είσαι σίγουρος; Θα με αφήσεις για μια ολόκληρη μέρα ελεύθερο;».
«Είναι το σωστό και το ξέρεις. Οφείλεις να δεις την κόρη σου να παντρεύεται. Λοιπόν, συμφωνείς;».
Ο Modus χαμήλωσε το βλέμμα του.Ένιωθε ότι ο Alistair του έκανε μια σωστή πρόταση.Κάτι που,μια άλλη φορά,μπορεί να το σκεφτόταν.Όμως,έμεινε έκπληκτος.Δε περιμένε ότι ο Alistair θα σκεφτόταν ότι έχει δικαίωμα να συνοδεύσει την κόρη του στο γάμο.
Γι αυτό το λόγο,είπε ναι στην πρόταση του Alistair.
...
Οι μέρες πέρασαν και η ημέρα του γάμου έφτασε. Όλο το βασίλειο ανυπομονούσε για το γεγονός της χρονιάς, όπως πολλοί το αποκαλούσαν.
Ήδη από νωρίς, έξω από το κτίριο με το μνημείο του Donne είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Ο Alistair εμφανίστηκε λίγο μετά το μεσημέρι, επάνω στο άλογό του, φορώντας ένα μαύρο κουστούμι.
Ανυπομονούσε. Περίμενε με αγωνία την άφιξη της νύφης.
Εκεί που περίμενε, εμφανίστηκε και η Matilda, που του είπε ψιθυριστά στο αυτί:
«Όλα είναι μια χαρά. Άντε, με το καλό».
Τότε, ήχησε μια σάλπιγγα. Αυτό σήμαινε τον ερχομό της νύφης. Όπως και έγινε, με την άμαξα να κάνει την εμφάνιση της.
Όταν τα δύο άσπρα άλογα, τα οποία μετέφεραν την άμαξα, σταμάτησαν μπροστά στον Alistair, πρώτος κατέβηκε ο Modus, κρατώντας στο χέρι του τη Lidia, η οποία φορούσε ένα κάτασπρο, ολόσωμο φόρεμα.
Εν μέσω θερμών χειροκροτημάτων, ο Modus πλησίασε τον Alistair στον οποίο, την ώρα που του παρέδιδε την κόρη του,του είπε:
«Σου την παραδίδω λοιπόν».
Ο Alistair της έπιασε το χέρι, τη φίλησε και της είπε:
«Είσαι πανέμορφη».
«Και εσύ είσαι πολύ όμορφος απόψε».
Τότε, μπήκαν μέσα στην αίθουσα με τα μνημεία, με πολύ κόσμο να μένει έξω από το κτίριο,μιας και δε χωρούσαν πολλοί άνθρωποι.
Πλησίασαν τον ιερέα, που φορούσε ένα μαύρο ράσο και κρατούσε στο χέρι του ένα βιβλίο που αναγραφόταν:'Donne, οι ευχές ενός άρχοντα', και περίμεναν υπομονετικά να ξεκινήσει το μυστήριο.
Όπως και έγινε.
Ο ιερέας, αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν όλα έτοιμα,είπε:
«Συνάνθρωποι μου, ο γάμος είναι ένα μυστήριο. Όμως, είναι και χαρά. Γι'αυτό, θα σας διαβάσω τις ευχές του μεγάλου Donne, όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις».
Ο ιερέας άνοιξε το βιβλίο και ξεκίνησε να διαβάζει τις πρώτες σελίδες.
«Συνάνθρωποι μου, ελάτε κοντά μου. Ενωθείτε με τα δεσμά του γάμου, γιατί έτσι θα έρθετε κοντά σε μένα. Ο γάμος είναι ιερός. Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία».
Ο ιερέας,τότε,έκλεισε το βιβλίο και είπε:
«Με την εξουσία που μου δόθηκε, σας ονομάζω συζύγους. Μπορείς τώρα να φιλήσεις τη νύφη».
Ήταν πλέον γεγονός.Ο Alistair και η Lidia ήταν πλέον ανδρόγυνο.Κάτι που περίμεναν πολύ να γίνει.Και, εν τέλει,έγινε.
...
Με το τέλος της τελετής, έξω από το κτίριο είχαν στηθεί έξι στρατιώτες, τρεις από τη μία μεριά και τρεις από την άλλη, με υψωμένα τα σπαθιά την ώρα που έβγαινε έξω ο Alistair με τη Lidia.
Ενώ το πλήθος ζητωκραύγαζε, ο Alistair με τη Lidia μπήκανε μέσα στην άμαξα και φύγανε για το κάστρο, ενώ από πίσω, σε μια άλλη άμαξα, βρισκόταν ο Modus.
Λίγο πριν φτάσουν στο κάστρο,η Lidia γύρισε και ρώτησε τον Alistair:
«Πως νιώθεις;».
«Πανευτυχής. Εσύ;».
«Εγώ;Εγώ πως νιώθω;Το ρωτάς;Είναι η καλύτερη μέρα της ζωής μου. Παντρεύτηκα τον άνδρα της ζωής μου».
Ο Alistair δε πρόλαβε να απαντήσει,μιας και έφτασαν στο κάστρο. Κατέβηκαν από την άμαξα και κατευθύνθηκαν προς την αίθουσα που υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι. Εκεί θα γινόταν το γλέντι. Εκεί θα μαζεύονταν πολλοί άνθρωποι, κυρίως από το στρατό της Wolfang.
Υψηλόβαθμα στελέχη.
Στο κέντρο του τραπεζιού κάθισε ο Alistair και δίπλα του η Lidia, που δίπλα της κάθισε ο πατέρας της.
Το γεύμα του τραπεζιού ήταν πλούσιο, και αποτελούνταν κυρίως από ψημένες γαλοπούλες. Αλλά και το κρασί έρεε άφθονο.
Το γλέντι έμελλε να κρατήσει μέχρι το πρωί.
Κάποια στιγμή, ο Modus σηκώθηκε πάνω, έπιασε το χέρι της κόρης του και είπε:
«Κόρη μου, ήξερα ότι θα έρθει αυτή η μέρα κάποια στιγμή. Και να που ήρθε λοιπόν. Ξέρω, υπήρξαν στιγμές που μαλώσαμε, που δε σου φέρθηκα καλά, αλλά ας τα ξεχάσουμε. Σου εύχομαι να είσαι ευτυχισμένη. Σε αγαπώ πολύ».
Η Lidia, φανερά συγκινημένη, γύρισε και είπε στον πατέρα της:
«Και εγώ σε αγαπώ μπαμπά. Και στο υπόσχομαι ότι θα είμαι ευτυχισμένη».
Στη συνέχεια, ο Modus γύρισε και είπε στον Alistair:
«Alistair, έχεις δίπλα σου ένα χρυσό κορίτσι. Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα την προσέχεις».
«Το υπόσχομαι. Τώρα ειδικά που έρχεται και ο γιος μου, υπόσχομαι ότι θα είμαι δίπλα της».
Ναι,σε λίγο καιρό ο Alistair θα γινόταν πατέρας.Η αλήθεια είναι ότι και εγώ ανυπομονώ να έρθει στη ζωή ο γιος του.Και να μου πείτε,γιατί ανυπομονώ;
Αυτό αφήστε να το ξέρω εγώ καλύτερα.Έτσι κι αλλιώς,δεν έχει σημασία.
...
Τελικά, όταν το γλέντι τελείωσε, ο Alistair γύρισε με τον Modus πίσω στα μπουντρούμια. Τον έβαλε στο κελί του και αμέσως του είπε:
«Ωραία περάσαμε. Είδες και την κόρη σου να παντρεύεται».
«Πρόσεχε να μη μάθω ότι έπαθε τίποτα».
«Δε θα μάθεις. Στο λέω εγώ»,του είπε και,τότε,απομακρύνθηκε από το χώρο.
Γύρισε εν τέλει πίσω στη γυναίκα του που τον περίμενε πολύ ώρα στο κρεβάτι τους.Είχε έρθει η στιγμή,μετά από το γλεντι,να μείνουν μόνοι τους.
Όπως και έγινε.
...
Την επόμενη μέρα, ο Alistair γύρισε στον πραγματικό κόσμο, πάνω στην ώρα πριν ξεκινήσει το πάρτι. Προχώρησε προς την κρεβατοκάμαρα όπου βρήκε το γιο του
«Έλα μικρέ. Έχουμε γιορτή».
Τότε ήταν που ήρθαν και οι κουμπάροι του. Όλα ήταν έτοιμα για τη γιορτή.
Ο Μπιλ θα αργούσε να γυρίσει πίσω στη Wolfang. Αλλά θα επέστρεφε. Σε λίγο καιρό θα γινόταν πατέρας. Αλλά τα τώρα ο γιος του στον πραγματικό κόσμο έχει γενέθλια. Πρέπει να το γιορτάσει. Και όταν έρθει η ώρα να γίνει ξανά πατέρας, θα το γιορτάσει και τότε. Αλλά όλα με την ώρα τους. Όλα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top