Εμφύλιος πόλεμος

Μια φορά και έναν καιρό, κάπου στο βασίλειο της Πέρας Γης, κάπου στο τέλος του κόσμου, όπως είναι γνωστό στα υπόλοιπα βασίλεια, δεσπόζει ένα κάστρο. Μέσα στο κάστρο υπάρχει μια μεγάλη αίθουσα, με ένα μεγάλο, σε μέγεθος, τραπέζι. Το βασιλικό τραπέζι.

Εκεί μαζεύτηκαν ξαφνικά τρία άτομα. Ο Dorfus, στρατιωτικός του βασιλείου της Απεραντοσύνης, ο Merdon, στρατιωτικός του βασιλείου της Πέρας Γης και ο Darven, στρατιωτικός του βασιλείου του Νερού.

Κάθισαν όλοι μαζί στις βασιλικές καρέκλες της αίθουσας, με την οργή ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των δύο από τα τρία άτομα.
«Κύριοι», ξεκίνησε να λέει ο Merdon, «σας βλέπω αναστατωμένους. Τι σας συμβαίνει και θελήσατε να με δείτε επειγόντως;».

Ο Dorfus σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα και αμέσως χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι.
«Ανάθεμά σε εσύ και ο αναθεματισμένος άνεμος του βασιλείου σου».
«Dorfus, ηρέμησε. Μη ξεχνάς ότι αυτό το βασίλειο ονομάζεται αλλιώς το βασίλειο του ανέμου».
«Κύριοι, τι θέλετε ακριβώς;».
«Την ανεξαρτησία μας θέλουμε», απάντησε τελικά ο Darven, «Αυτό θέλουμε».
«Τι εννοείτε κύριοι;».

Ο Dorfus χτύπησε ξανά το χέρι του στο τραπέζι και είπε:
«Θέλουμε όλα τα βασίλεια να ανεξαρτητοποιηθούν. Δε πάει άλλο. Δε γίνεται να ακολουθούμε τις εντολές ενός ανθρώπου που ακούει στο όνομα Alistair».
«Όλα τα βασίλεια; Ακόμα και εκείνο του σκότους;».
«Όλα. Πρέπει να γίνουμε ανεξάρτητοι».
«Και πως θα γίνει αυτό;».
«Αν δε δεχτεί, με πόλεμο!».

Ο Merdon τους κοίταξε. Το σκέφτηκε.Του ζητούσαν να βρεθεί ενώπιον του Alistair και να πάρει στα χέρια του την εξουσία του βασιλείου του.

Στην αρχή δεν ήξερε τι να απαντήσει.Δεν ένιωθε ότι ήταν σωστό.Όμως,εν τέλει,πήρε μια απόφαση. Μια δύσκολη απόφαση.
«Ωραία λοιπόν. Πάμε να του μιλήσουμε».

Την ίδια στιγμή,στον πραγματικό κόσμο,ο Μπιλ καθόταν με τον γιο του και έβλεπαν τηλεόραση.Ή μάλλον,ο γιος του έβλεπε τηλεόραση.Ο Μπιλ απλά τον παρατηρούσε και προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει ότι πλέον είχε φτάσει δύο χρονών.

Κάποια στιγμή, ο Μπομπ, ο γιος του,διέκρινε μια λάμψη φωτός. Ανήμπορος να μιλήσει, έδειξε με το δάχτυλό του στον πατέρα του τη λάμψη.
«Τι είναι αυτό αγάπη μου;».

Κοίταξε λίγο καλύτερα και συνειδητοποίησε ότι το φως προερχόταν από την αποθήκη του σπιτιού.
«Μικρέ, σε αφήνω λίγο», είπε ενώ άφηνε τον γιο του στον καναπέ.

Έφυγε από το σαλόνι και πλησίασε την αποθήκη. Μπήκε μέσα και είδε την λάμψη να τον καθοδηγεί στο βασίλειο της Wolfang.Αυτή τη φορά, δεν εμφανίστηκε κάποιος στο δικό του κόσμο.

Μπήκε μέσα και έτρεξε στο κάστρο του βασιλείου, εκεί που τον περίμενε ήδη η γυναίκα του, η Lidia.
«Αγάπη μου,ήρθες».

Την φίλησε.
«Τι έγινε;».
«Τρεις κύριοι θέλουν να σου μιλήσουν».
«Κατάλαβα. Που βρίσκονται;».
«Στην αίθουσα με το τραπέζι».
«Ωραία. Πηγαίνω να δω τι θέλουν. Εσύ περίμενε εδώ».

Ο Alistair προχώρησε γοργά προς την αίθουσα όπου περίμεναν ήδη ο Dorfus, ο Merdon και ο Darven. Κάθισε και αυτός στο τραπέζι.
«Καλώς ορίσατε. Τι με θέλετε;»,τους είπε.
«Ξέρεις ποιοι είμαστε εμείς;».
«Κάτι έχει πάρει το αυτί μου. Απλά τι με θέλετε;».

Ο Dorfus σηκώθηκε από την καρέκλα, έσκυψε προς τον Alistair και είπε:
«Άκου να δεις. Εμείς εδώ ήρθαμε για ένα συγκεκριμένο λόγο».
«Ο οποίος είναι;».
«Η ανεξαρτησία μας».
«Ορίστε;».
«Ο Dorfus έχει δίκιο. Εμείς και ο Merdon ήρθαμε να ζητήσουμε την ανεξαρτησία μας. Την ανεξαρτησία των βασιλείων μας».

Ο Alistair γέλασε.
«Δε θα είστε με τα καλά σας».
«Δε πα να βασιλεύεις το βασίλειο της Wolfang και το βασίλειο του Σκότους, εμείς ζητάμε την ανεξαρτησία των δικών μας βασιλείων».

Ο Alistair σηκώθηκε αγριεμένος και,αμέσως,έδειξε με τις φωνές του τη διαφωνία του.
«Και ποιος σας είπε ότι θα δεχτώ;».
«Αν δε δεχτείς, θα υπάρξουν απρόβλεπτα αποτελέσματα».
«Φύγετε από εδώ κύριοι. Σιγά μη σας φοβηθώ».
«Πρόσεχε τι πας να κάνεις;».
«Φύγετε είπα».

Έτσι έγινε τελικά. Όλοι έφυγαν από την αίθουσα, με τελευταίο τον αγριεμένο Alistair.Εκείνος έτρεξε αμέσως στη Lidia,όπου της εξήγησε τι είχε μόλις συμβεί.

Εκείνη άκουγε έκπληκτη τα λόγια του άνδρα της,έχοντας ήδη φτάσει σε ένα συμπέρασμα.

Η εντολή οδηγεί σε εμφύλιο πόλεμο.

Με τον Alistair να είναι έτοιμος για όλα,είχε ήδη σκεφτεί να προστάξει τους πολεμιστές του βασιλείου να είναι έτοιμοι για μάχη.

Θα στείλει,όπως είπε,και έναν δούλο στο βασίλειο του Σκότους να προστάξει τους υπόλοιπους στρατιώτες να είναι κι αυτοί έτοιμοι για μάχη.

Έτσι έγινε τελικά. Έτρεξε και βρήκε ένα δούλο που ήταν εκείνη την ώρα κοντά στην πόρτα που οδηγούσε στα μπουντρούμια και,αμέσως,του εξήγησε τι έπρεπε να κάνει.
«Όπως σου είπα. Τρέχα, μη χάνεις χρόνο».

Η συνέχεια; Αναμενόμενη. Πρόσταξε όλους τους πολεμιστές του βασιλείου να είναι έτοιμοι για μάχη.

...

Δύο μέρες αργότερα, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος στον ορίζοντα. Τότε, ένας δούλος έτρεξε προς την κρεβατοκάμαρα του Alistair. Ξεκίνησε να την χτυπά με δύναμη.
«Ανοίξτε. Ανοίξτε»,φώναζε.

Ο Alistair σηκώθηκε από το κρεβάτι και άνοιξε την πόρτα.
«Τι έπαθες πολεμιστή;»
«Κύριε, μας επιτίθενται».
«Ποιοι;».
«Από τα βασίλεια της Πέρα Γης, της Απεραντοσύνης και του Νερού».
«Τι με κοιτάς τότε; Ξέρεις ποια είναι η εντολή μου. Υπερασπιστείτε αντάξια το βασίλειο».
«Και οι πολεμιστές από το βασίλειο του σκότους;».
«Θα έρθουν κι αυτοί να πολεμήσουν. Τρέξτε όμως. Μη κάθεστε έτσι».

Η Lidia σηκώθηκε και εκείνη από το κρεβάτι και πλησίασε τον Alistair.
«Έχουμε πόλεμο;».
«Ναι».
«Και εσύ τι θα κάνεις;».
«Θα πάω να πολεμήσω».
Η Lidia έμεινε άφωνη.Τον αγκάλιασε. Έκλαψε στην αγκαλιά του.
«Όχι. Σε παρακαλώ. Μη το κάνεις».

Εκείνος, τότε, με τη σειρά του, της φίλησε τα χέρια.
«Πρέπει να πολεμήσω και το ξέρεις».
«Και αν πεθάνεις τι θα κάνω;».
«Μην ανησυχείς. Δε θα πεθάνω. Όχι σήμερα».

Τότε, έφυγε από το δωμάτιο. Έτρεξε γοργά προς το μεγάλο μπαλκόνι του κάστρου. Έστρεψε το βλέμμα του προς τον ορίζοντα.Αναφώνησε μονάχα μια λέξη.

Έρχονται.

Τότε, γύρισε και φώναξε στους πολεμιστές του το σχέδιο υπεράσπισης του βασιλείου.Όπως είπε,μέχρι να έρθει βοήθεια από το βασίλειο του Σκότους,εκείνοι θα βρίσκονται συνεχώς σε θέση άμυνας.

Όταν,όμως,δοθεί εντολή από τον ίδιο τον Alistair,και αφού οι πολεμιστές από το βασίλειο του Σκότους θα πολεμούν,θα βγουν και εκείνοι στο πεδίο της μάχης.

Έτσι έγινε τελικά. Πολεμιστές από τα βασίλεια του Νερού, της Απεραντοσύνης και της Πέρας Γης ξεκίνησαν να πολεμούν με σκοπό να γίνουν ανεξάρτητα βασίλεια. Από την άλλη, το βασίλειο της Wolfang αντιστεκόταν. Και αντιστεκόταν καλά.

Όλη την ώρα της μάχης, ο Alistair καθόταν στο κάστρο και παρακολουθούσε τους πολεμιστές του να αντιστέκονται. Τότε ήταν που η γυναίκα του,η Lidia,τον πλησίασε αναστατωμένη.
«Alistair, χάνουμε άνδρες».
«Το ξέρω. Όμως, δε χάνουμε τη μάχη».
«Αγάπη μου, πρέπει να σταματήσει όλο αυτό».
«Τώρα αυτό είναι αδύνατο».
«Όχι αγάπη μου. Δεν είναι. Είναι εφικτό και το ξέρεις».

Η συζήτηση διεκόπη όταν ένας πολεμιστής πλησίασε και είπε ότι έφτασαν πολεμιστές από το βασίλειο του Σκότους. Τότε, ο Alistair έδωσε μια εντολή. Μια συγκεκριμένη εντολή.
«Πάρτε το κανόνι και ρίξτε μια στον αέρα για να ξεκινήσει η επίθεση».

Αυτό έγινε τελικά. Με το που βρέθηκε η οβίδα του κανονιού στον αέρα, οι πολεμιστές του βασιλείου του Σκότους ξεκίνησαν την επίθεσή τους. Μια ξαφνική επίθεση. Κάτι που έδωσε την ευκαιρία στους πολεμιστές του βασιλείου της Wolfang να ξεκινήσουν και εκείνοι να πολεμούν.

Ο πόλεμος, ή μάλλον ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των πέντε βασιλείων, έγινε αιματηρός. Πολύ αιματηρός.

Ο Alistair δε πήγε να πολεμήσει όπως είπε. Καθόταν και παρακολουθούσε από το κάστρο τις μάχες. Η γυναίκα του, από την άλλη, καθόταν σε μια γωνία και έκλαιγε μόνη της, μέχρι που την πλησίασε ο Alistair, που την είχε δει να κλαίει.
«Τι έπαθες;».
«Τι έπαθα; Με ρωτάς τι έπαθα; Τι θες να πάθω; Ξέρεις ότι οδήγησες πέντε βασίλεια σε εμφύλιο πόλεμο;».
«Ήταν η μόνη λύση και το ξέρεις».
«Η μόνη λύση; Είσαι σοβαρός; Δε μπορούσες να προτείνεις κάτι άλλο;».
«Να προτείνω κάτι άλλο; Τι λες;».
«Θα μπορούσατε να βρείτε μια λύση».

Ο Alistair αναστέναξε.
«Όχι. Δε θα μπορούσαμε. Δε τους δίνω κανένα δικαίωμα να κάνουν ό,τι θέλουν στα βασιλεία τους».
«Δε το πιστεύω. Δε γίνεται να το λες αυτό εσύ», απάντησε η Lidia και έφυγε με σκυμμένο κεφάλι.
«Έτσι είναι η ζωή ενός άρχοντα αγάπη μου».

Ο Alistair έφυγε από τον χώρο και προχώρησε γοργά κοντά στην πόρτα που οδηγεί στα μπουντρούμια. Όμως, μια φωνή τον έκανε να σταματήσει.
«Είναι λάθος αυτό που κάνεις και το ξέρεις».

Γύρισε απότομα αλλά δε μπόρεσε να καταλάβει ποιος του μίλησε.
«Ποιος είναι εκεί;», φώναξε.
«Έκανες ένα πολύ μεγάλο λάθος».
«Ποιος είσαι; Εμφανίσου».
«Πρέπει να σταματήσεις αμέσως».

Ο Alistair δε μπορούσε να καταλάβει ποιος του μιλούσε. Όμως, μια φωνή μέσα του έλεγε να προχωρήσει μέχρι το δωμάτιο με τις τοιχογραφίες.
«Βρε μήπως είναι κανείς στο δωμάτιο με τις τοιχογραφίες; Αλλά δε νομίζω. Αφού πέρασα από εκεί ξανά. Αν ήταν θα τον έβλεπα. Αλλά μήπως να πήγαινα να δω;», έλεγε από μέσα του.

Τελικά, το πήρε απόφαση. Προχώρησε γοργά προς το δωμάτιο. Μπήκε μέσα αλλά δεν βρήκε κανέναν.
«Είναι κανείς εδώ;».
«Έκανες ένα μεγάλο λάθος».

Ο Alistair γύρισε απότομα το σώμα του αλλά δε βρήκε ξανά κανέναν. Όμως, άκουσε ξανά την ίδια φωνή. Μια γνώριμη φωνή.
«Matilda, εσύ είσαι;», φώναξε αλλά δε πήρε απάντηση.
«Όπου και να είσαι εμφανίσου».
«Είμαι πολύ στενοχωρημένη με σένα».

Ο Alistair γύρισε και αντίκρισε την μορφή της Matilda.
«Τι λες; Τι λάθος έκανα;».
«Ξεκίνησες έναν εμφύλιο πόλεμο».
«Και που είναι το κακό;».
«Που είναι το κακό; Έβαλες τα πέντε βασίλεια να πολεμήσουν το ένα το άλλο για το λάθος λόγο;».
«Λάθος λόγο; Τι λες;».
«Αγόρι μου, μπορεί να πολέμησες τον άρχοντα του Σκότους, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε πρέπει να συζητήσεις με τους υπόλοιπους στρατιωτικούς για τα δικαιώματά τους».
«Ποια δικαιώματά τους; Ξέρεις τι; Νομίζω ο Donne θα ήταν χαρούμενος με εμένα. Το ίδιο θα έκανε στη θέση μου».
«Κάνεις πολύ μεγάλο λάθος. Για να ξέρεις, είχαν ζητήσει ξανά το ίδιο δικαίωμα στον προκάτοχό σου. Όμως, εκείνος τους πρότεινε να έχουν ως μοναδικό δικαίωμα την τιμωρία οποιουδήποτε έπεφτε σε κάποιο παράπτωμα. Είναι το μόνο δικαίωμα που έχουν», του φώναξε οργισμένα.
«Και εγώ τι θέλεις να κάνω;».
«Να κάτσεις να σκεφτείς σοβαρά το λάθος σου. Θυμήσου τι είσαι στον δικό σου κόσμο. Βρες τη λύση. Ξέρω ότι μπορείς. Νίκα το κακό. Σε κυρίευσε η δόξα. Η δύναμη. Αντιμετώπισε το κακό. Έχεις τη δύναμη να το σταματήσεις. Βρες μια λύση για να είναι όλα τα βασίλεια ίσα. Ξέρω ότι μπορείς».

Την κοίταξε. Κοίταξε το ξίφος του. Το πέταξε κάτω.Είχε μόλις καταλάβει το λάθος του.
«Τι έκανα;».

Η Matilda τον πλησίασε.
«Τίποτα δεν έχει τελειώσει. Ξέρω ότι μπορείς να βρεις τη λύση. Τελείωσε τον εμφύλιο».
«Αυτό θα κάνω», απάντησε και έφυγε τρέχοντας από την αίθουσα.

Πλησίασε ξανά τη γυναίκα του, την αγκάλιασε και είπε:
«Συγγνώμη. Συγγνώμη. Είχες δίκιο».
«Σε συγχωρώ. Αλλά πρέπει να βρεις μια λύση. Έχει χυθεί πολύ αίμα».
«Το ξέρω. Έχω σκεφτεί κάτι. Πρέπει να πάω να μιλήσω με τους άλλους».

Τότε, εμφανίστηκε στο δωμάτιο ένας στρατιώτης που κρατούσε στην πλάτη του έναν αιμόφυρτο αντίπαλό του.
«Άσε τον κάτω. Θέλω να του μιλήσω», είπε ο Alistair πλησιάζοντας παράλληλα τον αιμόφυρτο άνδρα.
«Να σου πω, ξέρεις που βρίσκεται αυτός που σου έδωσε την εντολή να πολεμήσεις;».

Ο άνδρας δεν απάντησε.
«Σε ρώτησα κάτι».

Τελικά πήρε απάντηση.
«Στο βασίλειο της Πέρας Γης. Στο κάστρο του βασιλείου. Όλοι εκεί βρίσκονται».
«Είδες; Δεν ήταν τόσο δύσκολο. Πήγαινε τον στα μπουντρούμια αμέσως».

Τότε, γύρισε και είπε στη γυναίκα του:
«Πως θα πάω στο βασίλειο της Πέρας Γης; Ο πόλεμος ακόμα μαίνεται».
«Υπάρχει ένα μονοπάτι από την πίσω μεριά του κάστρου που οδηγεί στο βασίλειο. Το άλογο σου είναι από πίσω. Βγες από την πίσω πόρτα και πήγαινε».

Αυτό έκανε τελικά. Πήρε το άλογο του και, κρυφά, κατευθύνθηκε προς το βασίλειο της Πέρας Γης.

Όταν έφτασε έξω από το κάστρο, άφησε το άλογο και μπήκε τρέχοντας μέσα στο κάστρο.

Ο Alistair δε μπορούσε να βρει που βρίσκονταν οι τρεις στρατιωτικοί. Όμως, για καλή του τύχη, εμφανίστηκε ένας άνδρας που, όταν είδε τον Alistair, πήγε να φύγει. Δε πρόλαβε όμως.
«Που βρίσκονται τρεις στρατιωτικοί;».
«Δε ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς».
«Πες μου. Είναι ανάγκη».

Ο άνδρας αναστέναξε.
«Στο τέλος του διαδρόμου δεξιά».

Ο Alistair,τότε,έφυγε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Σταμάτησε και άκουσε τους τρεις άνδρες να συζητούν.
«Τι θα κάνουμε τώρα;».
«Τι θα κάνουμε; Απορείς Merdon; Θα πολεμούμε μέχρι να γίνει αυτό που πρέπει».

Ξαφνικά,ο Alistair κλώτσησε την πόρτα και μπήκε μέσα.
«Αμάν, εσύ».
«Θέλω να σας μιλήσω».
«Εμείς όμως δε θέλουμε».
«Πρέπει να μιλήσουμε επειγόντως για τη συνέχεια του πολέμου».
«Συγγνώμη. Εσύ δεν είσαι αυτός που δε σήκωνε κουβέντα για συζητήσεις;».
«Έκανα λάθος αλλά ήρθε η ώρα να επανορθώσω. Μπορώ να κάτσω;».

Οι τρεις άνδρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.Έπρεπε να αφήσουν τον Alistair να τους μιλήσει;Δε ξέρουν.Ειδικά εν καιρώ πολέμου.

Δε ξεχνούν ότι,όταν είδαν ζητήσει από εκείνον την ανεξαρτησία των βασιλείων,εκείνος θυμωμένος τους είχε διώξει από το βασίλειο.Γι'αυτό το λόγο,έχουν μπει σε σκέψεις.

Όμως,μήπως να τον αφήσουν να μιλήσει;Μπορεί,εν τέλει,να τους πει κάτι καλό.Που να τους συμφέρει.

Μετά από λίγη σκέψη,οι τρεις άνδρες συμφώνησαν να αφήσουν τον Alistair να τους μιλήσει.
«Κάθισε»,του είπαν.

Ο Alistair πήγε και κάθισε δίπλα στον Darven,στρατιωτικό του βασιλείου του Νερού.
«Λοιπόν, τι θέλεις να μας πεις;».
«Έκανα ένα πολύ μεγάλο λάθος. Ανθρώπινες ψυχές χάνονται εξαιτίας μου».
«Και εδώ τι ήρθες να κάνεις; Να μας ζητήσεις να σε συγχωρέσουμε;».
«Όχι. Ήρθα για άλλο λόγο».
«Δηλαδή;».
«Ήρθα να σας κάνω μια πρόταση. Να σας προτείνω έναν τρόπο διακυβέρνησης».

Ο Dorfus, τότε, σηκώθηκε πάνω και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι.
«Δε θα είσαι με τα καλά σου. Μετά από όλα αυτά έρχεσαι σήμερα εδώ και μας λες τέτοιο πράγμα;».
«Κάτσε κάτω αμέσως», φώναξε ο Darven και συνέχισε λέγοντας, «και για πες».
«Έχω μια πρόταση που πιστεύω θα σας αρέσει».
«Δηλαδή;».

Ο Alistair αναστέναξε.Είχε φτάσει η στιγμή να τους αποκαλύψει τη σκέψη που είχε.

Όπως είπε,θέλει από εδώ και πέρα τα βασίλεια να είναι ανεξάρτητα.Κάθε βασίλειο να έχει το δικό του βασιλιά, που θα επιλέγει εκείνος πως θα κυβερνάται το κάθε βασίλειο.

Όμως,είπε,σε περίπτωση πολέμου ή οποιασδήποτε παραβίασης που χρήζει τιμωρίας,τότε θα έρχονται σε εκείνον που,σαν ένας υπέρτατος άρχοντας,θα δίνει κάποια συγκεκριμένη εντολή.

Πιστεύει,όπως είπε,ότι είναι μια πρόταση που ικανοποιεί και τους τρεις.

Ή μάλλον,όχι όλους.
«Εγώ διαφωνώ».
«Dorfus, κάτσε κάτω. Εδώ μιλάμε για μια εξαιρετική πρόταση».
«Συμφωνείτε με την πρόταση μου; Να τελειώνει επιτέλους και ο πόλεμος;».
«Φυσικά και συμφωνούμε. Έχω μια ερώτηση όμως. Και στα δικά μας βασίλεια ποιος θα είναι ο άρχοντας;».
«Εσείς οι τρεις από εδώ και πέρα είστε οι άρχοντες των δικών σας βασιλείων».
«Ορίστε; Και εσύ;».
«Εγώ θα συνεχίσω να βασιλεύω την Wolfang και το βασίλειο του Σκότους. Συν ότι θα είμαι κάτι σαν υπέρτατος άρχοντας σε όλους εσάς. Λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι;».

Οι τρεις στρατιωτικοί χαμογέλασαν.Είχαν μόλις ακούσει την πιο ενδιαφέρουσα πρόταση ως προς το ζήτημα της ανεξαρτησίας.Μια πρόταση που τους ικανοποιούσε όλους.Γι'αυτό,και οι τρεις απάντησαν με μια λέξη.

Σύμφωνοι!

Έτσι, ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε. Ο Alistair αποφάσισε να εφαρμόσει ένα γνωστό, σε εκείνον, σύστημα. Το σύστημα διακυβέρνησης των Η.Π.Α.

...

Πέρασαν λίγες μέρες και η ειρήνη είχε αποκατασταθεί στα πέντε βασίλεια. Ο Alistair καθόταν πια ήσυχος με τη γυναίκα του, την Lidia.
«Αγάπη μου», του είπε, «Είδες που μπόρεσες να βρεις τη λύση;».
«Ευτυχώς τα κατάφερα».
«Άλλη φορά μη κάνεις καμία βλακεία πάλι και καταλήξουμε σε πόλεμο».
«Πήρα το μάθημα μου».

Την αγκάλιασε. Την φίλησε. Κοίταξαν μαζί το ηλιοβασίλεμα από το μεγάλο μπαλκόνι του κάστρου. Ήταν η ώρα που θα γύριζε ο Alistair στον πραγματικό κόσμο.
«Φεύγω».
«Να ξανάρθεις να με δεις».
«Μην ανησυχείς. Θα ξανάρθω».

Απομακρύνθηκε από το μπαλκόνι και πήγε προς την αίθουσα με τις τοιχογραφίες. Μπήκε μέσα και φώναξε:
«Matilda, θέλω να σου μιλήσω».

Η επιθυμία του έγινε πραγματικότητα.
«Έπραξες το σωστό».
«Χάρις σε σένα».
«Και στη γυναίκα σου».
«Και σε αυτήν».
«Ωραία πρόταση διακυβέρνησης».
«Να είσαι καλά. Την ξέρω καλά τούτη τη μορφή».
«Καλό αυτό. Αλλά άκουσε με,άλλη φορά να πράξεις με βάση το κοινό καλό».
«Άλλη φορά θα έρχομαι πρώτα σε σένα. Τέλος πάντων, φεύγω. Θα τα πούμε ξανά την άλλη φορά που θα επιστρέψω».
«Να προσέχεις».
Ο Alistair έφυγε από την αίθουσα και περπάτησε γοργά προς την πύλη. Κοίταξε πίσω. Γέλασε με τη σκέψη ότι οδήγησε πέντε βασίλεια σε πόλεμο. Έφυγε. Επέστρεψε στο δικό του κόσμο.

Γύρισε ξανά στο γιο του.
«Τι έγινε μικρέ; Θες να δούμε κάτι άλλο στην τηλεόραση;».

Τότε, ακούστηκε η πόρτα. Ήταν η γυναίκα του που μόλις είχε γυρίσει σπίτι.
«Αγάπες μου, γύρισα», είπε αφήνοντας στο τραπέζι τρεις σακούλες.
«Καλώς την.Τι ψώνισες;».
«Τα απαραίτητα.Εσείς;Πως περάσατε;».
«Βλέπαμε τηλεόραση. Τίποτα το σημαντικό.Πάντως,είχα μια σκέψη».
«Ωχ, δηλαδή;».
«Φαντάζεσαι να ήμουν αρχηγός ενός κράτους και ξαφνικά να οδηγούσα το ίδιο το κράτος μου σε πόλεμο;».

Η Matilda γέλασε.
«Μπιλ, μεγάλη φαντασία έχεις».
«Το ξέρω. Τέλος πάντων, έχω όρεξη να σας μαγειρέψω κάτι. Τι λες;».
«Όπως θες».

Έτσι, ο Alistair έσωσε, στο περίπου, τα βασίλεια. Όπως είχε υποσχεθεί, πήγε ξανά στη Wolfang. Αυτή τη φορά όμως άρχισε να επισκέπτεται πιο συχνά την αίθουσα με τις τοιχογραφίες για να μιλάει με την Matilda.Το ήθελε.

Είχε πάρει και έναν όρκο. Να μη οδηγήσει ξανά τα πέντε βασίλεια σε εμφύλιο. Ήξερε ότι θα τα καταφέρει. Έτσι κι αλλιώς, αυτό είναι το σωστό. Το ξέρει καλά. Το ξέρει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top