Κεφάλαιο 2
«Είναι όντως νεογέννητα γατάκια», ψιθυρίζει η Λητώ, σκυφτή, έτσι όπως είναι, πάνω από το θάμνο.
Σαν από κάποιο παράλληλο σύμπαν μια γάτα κείτεται ανάμεσα στα κούτσουρα, χνουδωτή και πολύχρωμη. Μαζεμένες γύρω της είναι πέντε μικροσκοπικές μπάλες από γούνα. Είναι υπερβολικά μικρά - δεν έχουν ανοίξει καλά-καλά τα μάτια τους.
Αν πριν από δυο μέρες κάποιος της έλεγε πως θα περνούσε το πρωινό της να παρακολουθεί μερικά μωράκια μαζί με έναν άγνωστο άντρα στο σπίτι της γιαγιάς της όσο η κόρη της είναι κλειδωμένη στο αυτοκίνητο και ο Λάμπρος λογικά διοργανώνει ομάδα έρευνας, θα γελούσε. Δυνατά. Είναι αποδεικτικό της ισχύουσας ψυχικής της κατάστασης το γεγονός πως δεν της φαίνεται καν παράλογο.
Το σκυλί πιέζει τόση ώρα την μουσούδα του στο γόνατο της και καθώς η Λητώ κάνει να οπισθοχωρήσει μετακινείται. Αποφεύγει την ουρά του για μερικά χιλιοστά. «Σκατά», βρίζει υπόκωφα και γυρνάει προς το μέρος του. Την κοιτάει με τεράστια μαύρα μάτια και εκείνη αναστενάζει, χαϊδεύοντας ανάμεσα στα μάτια του.
Μπορεί να φανταστεί ήδη το ύφος της Άρτεμις: όχι μόνο βρήκε ένα σκύλο στην αυλή τους αλλά και μια πανέμορφη γάτα με πέντε μωρά. Δεν θα καταφέρω να τη μετακινήσω ποτέ ξανά από το σπίτι, σκέφτεται. Θα κλειδωθεί εδώ. Θα δεθεί στα κάγκελα, θα σκαρφαλώσει στο ψηλότερο δέντρο. Δεν υπάρχει επιστροφή.
«Πότε γέννησε;» ρωτάει μια απόλυτα λογική ερώτηση.
«Προχθές», απαντάει το αγόρι. Δείχνει αμήχανος, τώρα που τον παρατηρεί καλύτερα η Λητώ. Είναι ψηλός, μισό κεφάλι ψηλότερος από την ίδια, με σκούρα μαλλιά και μαύρα γένια στην ίδια απόχρωση. Τα έχει προσεγμένα σε ένα ατημέλητο στιλ και ο σκελετός των γυαλιών του είναι γαλάζιος. Δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερος από 22.
Μάλλον επειδή το σκέφτεται, η ερώτηση της ξεφεύγει με ένα μικρό σπάσιμο, σαν τσιριχτό στο τέλος. Απόλυτα κομψά.
«21», της απαντάει. Τον παρακολουθεί καθώς πειράζει την άκρη του μανικιού του. «Συχνά μου λένε πως φαίνομαι μικρότερος».
«Είναι εντάξει», του απαντάει, σηκώνοντας τον αντίχειρα προς τα πάνω. Δεν έχει καν ενοχές για αυτή τη χειρονομία. Η ζωή της είναι γελοία ούτως ή άλλος, μερικές παιδιάστικες κινήσεις δεν μπορούν να την χειροτερέψουν. «Και εμένα μου λένε πως φαίνομαι μικρότερη. Είμαι 24».
«Συμπεριφέρεσαι σαν 12», της απαντάει, σοβαρά.
«Χέυ», κάνει η Λητώ και νιώθει ένα χαμόγελο να μαζεύεται στα χείλη της. «Δες λες τέτοια πράγματα σε κάποια που μόλις γνώρισες». Και στο ανέκφραστο βλέμμα του συνεχίζει, «Κάνω πλάκα. Προφανώς και δεν παρεξηγώ. Αν παρεξηγούσα θα σε είχα ρωτήσει τι κάνεις στον κήπο μου, κύριε Άγνωστε».
Περίμενε πως θα τον είχε κάνει να αισθάνεται πιο βολικά, πιο ευχάριστα, λιγότερο αμήχανα, χωρίς τύψεις για την παραβίαση του ιδιωτικού της χώρου. Δεν την νοιάζει και ιδιαίτερα το σπίτι: έλειπαν τόσο καιρό, προφανώς και κάποια στιγμή κάποιος θα έμπαινε στον κήπο τους. Δεν τον είχαν καν κλειδωμένο. Και το λαχείο που της έπεσε δεν φαίνεται καν προβληματικό, ο τυπάς δεν μοιάζει απειλητικός. Ίσα-ίσα δείχνει ανησυχητικά τρομοκρατημένος. Η Λητώ αισθάνεται πως αν κάνει να ακουμπήσει το μπράτσο του θα βάλει τα κλάματα. Οπότε το κρατάει κοντά και φοράει το πιο λαμπερό, ενθουσιώδες και καλοσυνάτο χαμόγελο της.
«Είμαι η Λητώ. Η ιδιοκτήτρια», λέει.
«Α», απαντάει το αγόρι. Για μερικές στιγμές μένουν αμίλητοι και ύστερα η Λητώ ξεροβήχει. «Το όνομα σου;»
«Μάνος».
«Ω, τέλεια». Κουνάει το κεφάλι της.
Ο κήπος γύρω της είναι ήσυχος, το μοναδικό που ακούγεται ένα το θρόισμα των φύλλων και το μακρινό κλαψούρισμα από τα γατάκια. Μπορεί να αγγίξει σχεδόν την ηρεμία, να τη χτυπήσει μαλακά με τα ακροδάχτυλα της, σαν γυάλινο τοίχος απλώνεται από το σημείο που στέκει. Αν τη χτυπήσει πολύ δυνατά θα σπάσει, προς το έδαφος θα κατρακυλήσει σε εκατομμύρια μικρά θρύψαλα. Οπότε κρατάει κοντά τα νοητά της δάχτυλα και αφήνει το απαλό αεράκι να φυσήξει στο πρόσωπο της. Για μερικές στιγμές είναι εντάξει και ύστερα τα μάτια της Λητούς ανοίγουν απότομα.
Έχει ξεχάσει την Άρτεμις στο αυτοκίνητο. Γαμώτο.
Γυρνάει απότομα, κάτω από το ξαφνιασμένο βλέμμα του Μάνου και τρέχει σχεδόν προς την έξοδο. Νιώθει τόσο χαζή: δεν έχουν περάσει ούτε πέντε ώρες καλά-καλά και ήδη τη θέτω σε κίνδυνο, σκέφτεται, που είσαι Λάμπρο να με καμαρώσεις. Πίσω από το τζάμι του οδηγού, η Άρτεμις πειράζει το τιμόνι. Έχει βγάλει τα lego της από την τσάντα και τα έχει απλώσει σε ολόκληρο το εσωτερικού του αυτοκινήτου, ανάμεσα στα πόδια της κάθεται η πριγκίπισσα Λέια. Τουλάχιστον είναι ζωντανή, σκέφτεται η Λητώ, και δεν έχει καταφέρει να ανοίξει τη μηχανή του αυτοκινήτου.
Της ξεκλειδώνει με ένα απολογητικό χαμόγελο.
«Όλα εντάξει;» την ρωτάει.
«Η Λέια είναι θυμωμένη μαζί σου», απαντάει η Άρτεμις με ένα κατσούφιασμα. «Δεν ήθελε να μείνει στο αυτοκίνητο».
«Μπορείς να ζητήσεις από τη Λέια συγνώμη εκ μέρους μου», της κάνει η Λητώ. «Και να της πεις ότι έχω ένα δώρο;»
Τα μάτια της Άρτεμις αστράφτουν σε αυτό. «Δώρο;» ρωτάει καθώς ανασηκώνεται από τη θέση της.
«Δώρο», συμφωνεί η Λητώ. «Ποια από τις δυο σας θέλει να δει νεογέννητα γατάκια;»
Η απάντηση είναι «Και οι δυο» και σε λιγότερο από δέκα δευτερόλεπτα η Άρτεμις βρίσκεται σκαρφαλωμένη πάνω στα κούτσουρα να παρακολουθεί τη γάτα με τα μωρά της, η μια παλάμη μπροστά από το στόμα της για να καλύψει τους ήχους ενθουσιασμού. Όσο η Άρτεμις κάθεται εκεί, η Λητώ βρίσκει το χρόνο να ανοίξει το σπίτι, αφήνοντας τον δροσερό χειμωνιάτικο αέρα να εισχωρήσει στο δωμάτιο. Σαν πνοή κάποιου μαγικού πλάσματος, το τοπίο καθαρίζει για να φανερώσει ένα σκονισμένο σαλόνι με παλιά, ξύλινα έπιπλα και ένα, εδώ και καιρό, αχρησιμοποίητο τζάκι.
«Μάνο;» κάνει γυρνώντας στις φτέρνες της καθώς κουνάει το χέρι μπροστά στο πρόσωπο για να διώξει τη σκόνη. «Μπορείς να με βοηθήσεις να ανοίξω τα παράθυρα;»
Ίσως, υπό φυσιολογικές συνθήκες, να αμφέβαλλε ως προς την απόφαση της να τον συμπεριλάβει στη διαδικασία. Είναι, εν πάση περιπτώσει, ένας ξένος άντρας. Ωστόσο, οι συνθήκες δεν είναι φυσιολογικές και η Λητώ δεν το επεξεργάζεται περαιτέρω.
Ανοίγουν όλα τα παράθυρα, αφήνοντας τον χώρο να αεριστεί και να καθαρίσει, όσο η Άρτεμις παίζει με το σκυλάκι στην αυλή. «Τον λένε Πεκίνο», τους είχε συστήσει ο Μάνος. «Σαν την πόλη;» είχε ρωτήσει η Άρτεμις καθώς η Λητώ την κοιτούσε με ορθάνοιχτο στόμα. «Που ξέρεις το Πεκίνο;» την είχε ρωτήσει. «Έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ για την Κίνα με τη γιαγιά», της είχε απαντήσει με ένα στραβό βλέμμα. Και τότε η Λητώ είχε γυρίσει στο Μάνο. «Μη ρωτήσεις πως κατέληξε έξυπνη», του είπε. «Είναι η μόνη. Γενικά είμαστε μια οικογένεια ηλιθίων». Ο Μάνος είχε δείξει μπερδεμένος.
«Ίσως θα ήταν καλύτερο να πάμε να τσιμπήσουμε κάτι», λέει η Λητώ λίγο αργότερα. Δίπλα της ο Μάνος βάζει στη σειρά τα μαξιλάρια στον καναπέ. «Έχετε ταβέρνες εδώ; Μάνο;»
«Εμ, ναι στην πλατεία», απαντάει αλλά δεν δείχνει ιδιαίτερα ενθουσιασμένος με την προοπτική.
Κοιτάει το σπίτι γύρω της: θα χρειαστούν ώρες για να δημιουργήσει οποιουδήποτε είδος τάξη μέσα στην ακαταστασία. Τα πράγματα τους εξακολουθούν να είναι στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου: οι τέσσερις βαλίτσες, οι δυο κούτες βιβλία, η σακούλα με τα παιχνίδια της Άρτεμις. Μπορεί μονάχα να φανταστεί πως θα δείχνει ο χώρος αν τα φέρει και αυτά μέσα, να τα χώσει στη σκόνη και τη δυσοσμία των δωματίων. Άλλωστε το στομάχι της έχει αρχίσει να γουργουρίζει και είναι ζήτημα χρόνου προτού η Άρτεμις θυμηθεί τη δίψα της και αρχίσει να παραπονιέται. Τα γατάκια δεν θα κρατήσουν το ενδιαφέρον της για πάντα.
«Μπορείτε να έρθετε στο σπίτι», λέει ο Μάνος ξαφνικά. «Θα ειδοποιήσω τη μητέρα μου».
Η πρόταση κάνει τη Λητώ να ανασηκώσει το φρύδι.
«Δεν θα της φανεί παράξενο να φέρεις μια άγνωστη γυναίκα και την κόρη της για φαγητό έτσι στο άκυρο;»
«Μπορεί», συμφωνεί εκείνος. «Αλλά έχω φέρει και πιο παράξενα πράγματα στο σπίτι».
«Χα», μουρμουρίζει η Λητώ σε απάντηση. Δεδομένου πως μόλις τον βρήκε στο σπίτι μιας άγνωστης να ταΐζει νεογέννητα γατάκια δεν θέλει καν να γνωρίζει ποια είναι τα άλλα χόμπι του. «Εντάξει», λέει, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Το πολύ να καταλήξω στο αστυνομικό τμήμα».
-
Δεν είναι κάτι σπάνιο για τη Λητώ αυτό: να παίρνει παρορμητικές αποφάσεις. Είχε καταλήξει σε σπίτια αγνώστων σε διάφορες περιστάσεις της ζωής της, ιδίως όσο ήταν έφηβη και αποφασισμένη να ζήσει στα όρια, να ισορροπήσει στην άκρη των γκρεμών που θα έκαναν τη μητέρα της να βάλει τα κλάματα. Είχε καταλήξει σε διάφορα ξένα διαμερίσματα, σε βρώμικους καναπέδες και παράξενα πάρτι, σε δωμάτια στοιβαγμένα με ανθρώπους και αυλές απλωμένες κάτω από το σκούρο ουρανό. Ποτέ, ωστόσο, δεν είχε εμφανιστεί σε μια περιποιημένη χωριάτικη βεράντα με την κόρη της από το ένα χέρι, ένα άγνωστο νεαρότερο αγόρι να την κατευθύνει και ένα σκύλο που τον λένε Πεκίνο να τρέχει ανάμεσα στα πόδια τους.
Νιώθει σαν μέρος σουρεαλιστικού πίνακα έτσι όπως το μεσημεριανό χειμωνιάτικο φως αγγίζει τα μαλλιά της φλιταρισμένο από τα φύλλα μιας μουριάς.
«Μαμά;» ρωτάει η Άρτεμις. «Τι κάνουμε;»
Κουνάει το κεφάλι. «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα», απαντάει.
Η πόρτα ανοίγει διστακτικά και στο κατώφλι της εμφανίζεται μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας. Τα μαλλιά της έχουν αρχίσει να γκριζάρουν γύρω από τους κροτάφους και στις γραμμές του προσώπου της μπορεί να αναγνωρίσει την ομοιότητα με τον Μάνο. Τους κοιτάει για μερικές στιγμές, διερευνητικά από πάνω μέχρι κάτω, τα δάχτυλα της άσπρα γύρω από την άκρη της πόρτας. Σμίγει τα φρύδια.
«Καλημέρα», λέει.
«Καλησπέρα», τη διορθώνει η Άρτεμις. Τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να διαπιστώνει τη βασική διαφορά ανάμεσα στις δυο λέξεις και δεν έχει πάψει να εκνευρίζει τους γύρω της με τη νέα γνώση. Η γυναίκα ούτε που φαίνεται να ενοχλείται, αντιθέτως χαμογελάει. Έντονα.
«Χαθήκατε;» ρωτάει.
Η Λητώ της χαμογελάει σε απάντηση.
«Ονομάζομαι Λητώ Ξανθοπούλου και από εδώ η Άρτεμις». Σηκώνει τα ενωμένα χέρια τους για έμφαση. «Είμαι η εγγονή της Ευσταθίας, που έχει το σπίτι απέναντι».
«Α, ναι», κάνει η μητέρα του Μάνου ανοίγοντας επιτέλους εντελώς την πόρτα. «Ναι. Τι κάνεις κοπέλα μου; Σε θυμάμαι που ήσουν μικρή, που είχατε έρθει με τη γιαγιά σου για καφέ. Δεν θυμάσαι, ε; Θα ήσουν πολύ μικρή. Έχεις και έναν αδερφό νομίζω, ε;»
«Ναι, έχω», συμφωνεί η Λητώ.
«Και μια αδελφούλα από ό,τι βλέπω». Η γυναίκα χαμογελάει πιο έντονα. «Γεια σου αγάπη μου», κάνει στην Άρτεμις που την κοιτάει εξεταστικά, το μπράτσο της τυλιγμένο γύρω από την πάνινη κούκλα της.
Για μερικές στιγμές η Λητώ θέλει να τη διορθώσει. Και ύστερα αναλογίζεται τη μορφή του βλέμματος της, πως θα αλλάξει αν της εξηγήσει πως το εξάχρονο κορίτσι που έχουν μπροστά τους δεν είναι η αδερφή της αλλά η κόρη της. Δεν υπάρχει τρόπος να πει ψέματα για την ηλικία της, η μητέρα του Μάνου την είχε γνωρίσει από μικρή. Προφανώς θα μπορέσει να αναγνωρίσει τον πραγματικό αριθμό των χρόνων της, εκείνη το καταραμένο 24. Έτσι καταπίνει την εναντίωση και χαμογελάει σταθερά. Ελπίζει μονάχα να μην την προδώσει η Άρτεμις με κάποιο ξέμπαρκο "μαμά".
«Αχ πόσο χάρηκα που σας είδα», λέει η μητέρα του Μάνου.«Περάστε μέσα. Εγώ είμαι η Ελένη, εντάξει; Δεν ξέρω αν το θυμάσαι. Τι κάνει η γιαγιά σου;»
Αφήνει τη γυναίκα να τους παρασύρει μέσα στο σπίτι με ήσυχη κουβέντα. Κάνει ζέστη στο σαλόνι, η σόμπα καίει μανιωδώς και τα χαλιά απορροφούν τη θερμοκρασία του δωματίου κάνοντας το χώρο να φαίνεται οικείος. Λες και έχουν βρεθεί ξανά εκεί. Μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της, στην ηλικία της Άρτεμις, με χτυπήματα στα γόνατα να χοροπηδάει στον καναπέ όσο η γιαγιά της πίνει καφέ με την κυρία Ελένη. Δεν θυμάται τίποτε από αυτά προφανώς. Της φαίνονται παράξενοι οι άνθρωποι που μπορούν να ανακαλέσουν με σιγουριά εικόνες από την παιδική τους ηλικία. Εκείνα τα χρόνια είναι σαν ξεφτισμένες φωτογραφίες για την ίδια, βουτηγμένες σε κουβάδες από νερό.
Βγάζουν τα παλτό τους όταν συμβαίνει. Η πόρτα ανοίγει απότομα και ύστερα κλείνει με γδούπο. Κοπανάει στον τοίχο. Ένα κορίτσι έχει μπει φουριόζο στο δωμάτιο και με μεγάλες δρασκελιές διασχίζει το χώρο, τους προσπερνάει και κάνει να σκαρφαλώσει τις σκάλες για τον πάνω όροφο.
«Εύα!» φωνάζει η κυρία Ελένη. «Εύα, τι έγινε;»
«Παράτα με και εσύ!» φωνάζει η Εύα και τα βήματα της αντηχούν σαν βόμβες καθώς τρέχει στα σκαλοπάτια. Με την άκρη του ματιού της, η Λητώ μπορεί να δει τον Μάνο να ζαρώνει.
«Αυτό το παιδί...» μουρμουρίζει η κυρία Ελένη. «Δώσε μου δυο λεπτά», λέει στη Λητώ και ύστερα κατευθύνεται επίσης προς τον πάνω όροφο.
«Είναι εντάξει;» ρωτάει τον Μάνο τώρα που στέκουν μόνοι τους, να περιμένουν στο σαλόνι.
Εκείνος ανασηκώνει τους ώμους του. «Όχι», απαντάει. «Τον τελευταίο καιρό ποτέ δεν είναι».
Σημείωμα: welp ήμουν εκτός Αθήνας τετραήμερο και τώρα βρήκα χρόνο να ανεβάσω. Σο τρία πράγματα:
α) μπορείτε να καταλάβεται ποια σειρά έβλεπα την περίοδο που μου ήρθε η ιδέα για την ιστορία από το όνομα του σκύλου
β) ο Μάνος έχει αυτισμό και θα αναφερθεί ξεκάθαρα στην ιστορία απλώς επειδή δεν είμαι απόλυτα σίγουρη αν ξέρω τι κάνω (δεν ξέρω από κοντά άτομα με αυτισμό και λάικ όλη η έρευνα είναι από ίντερνετ) αν κάποιος από εσάς έχει αυτισμό (ή εε έχει γνώσεις επί του θέματος) ψάχνω constructive criticism. Στείλτε μου στο tumblr αν κάτι σας ενοχλεί: darkside-cookies-913
γ) δεν έχω αποφασίσει ακόμη ονόματα για τα γατάκια οπότε αυτή είναι η ευκαιρία σας να συνεισφέρεται με προτάσεις
Αριάδνη!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top