𝟑. Η βροχή της άνοιξης.
"Someone told me long ago
There's a calm before the storm
I know, it's been comin' for some time
When it's over, so they say
It'll rain a sunny day
I know, shinin' down like water"
( Creedence Clearwater Revival - Have You Ever Seen The Rain )
Και τώρα τι;
Τρεις λέξεις που είχαν την δική τους σημασία για την Irene. Αρχικά, ήταν τρεις. Υπήρχε κάτι στο σχήμα των τριών που την γοήτευε. Μία ολοκλήρωση που την γέμιζε. Όλα ήταν στην θέση τους και τίποτα δεν περίσσευε. Στο μυαλό της το 3 ήταν ο ιδανικός αριθμός. Το νούμερο συμβόλιζε την αρμονία, την σοφία, αλλά και τον χρόνο. Το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Την γέννηση, την ζωή και τον θάνατο. Αρχή, μέση, τέλος.
Αυτή την ερώτηση την είχε κάνει και η ίδια πολλές φορές στον εαυτό της. Όχι σε άσκοπες στιγμές όμως. Αυτό το ερώτημα γινόταν μόνο σε σημεία καμπής. Όταν κρίσεις άλλαζαν τα δεδομένα και αποφάσεις έπρεπε να παρθούν. Ή όταν μονοπάτια άνοιγαν για αυτήν διάπλατα τις πύλες τους και έρχονταν δύσκολες μέρες. Δύσκολες, γιατί το βάρος της ελεύθερης βούλησης την καταπλάκωνε μέχρι να γίνει λιώμα και η βούληση δεν ήταν τελικά και τόσο ελεύθερη. Όπως όταν είχε μετακομίσει στην Νέα Υόρκη. Και τώρα τι; Όταν είχε κυκλοφορήσει ο πρώτος της δίσκος. Και τώρα τι; Όταν έκανε την πρώτη της επιτυχία. Και τώρα τι; Την πρώτη συναυλία. Και τώρα τι; Την περιοδεία στην Αμερική. Και τώρα τι; Την περιοδεία στην Ευρώπη. Και τώρα τι;
Όλα τα σημεία καμπής της ζωής της μέχρι σήμερα συνοδεύονταν από ένα "Και τώρα τι;". Για αυτό μόλις άκουσε την πολυπόθητη αυτή φράση από το στόμα του Winston με την βρετανική προφορά του, μία σπίθα άναψε στο υποσυνείδητό της. Διακριτική μα πανίσχυρη.
"Δεν έχω ιδέα." Ψέλλισε με το κεφάλι της γερμένο στο κρύο τζάμι. Είχε βολευτεί πολύ στο αμάξι ενός ατόμου που γνώρισε πριν από λιγότερο μία ώρα με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο.
"Δεν μπορώ να σε πάω στο ξενοδοχείο σου, αλλά ούτε να σε αφήσω τελείως μόνη σου κάπου. Είναι βράδυ. Θα χαθείς." Τόνισε τις τελευταίες λέξεις. Ή έτσι άκουσε η Irene.
"Μην ανησυχείς για εμένα. Το πιο πιθανό είναι να με βρουν πάλι οι παπαράτσι και να μην είμαι μόνη." Χαμογέλασε κουρασμένα. Ο Winston δεν το βρήκε ιδιαίτερα αστείο. Πιο πολύ λυπηρό. Έδιωξε αυτό το συναίσθημα, γιατί και ούτε αυτός είχε καλύτερη ζωή.
"Άκου." Ξεκίνησε αμήχανα. Είχε ήδη γίνει κόκκινος και μόνο στη σκέψη της ιδέας που είχε να προτείνει. "Δεν θέλω να γίνω περίεργος, ούτε θέλω να σε κάνω να νιώσεις άβολα. Το ξέρω ότι με γνώρισες πριν λίγη ώρα, αλλά να... σκέφτηκα μήπως θα ήθελες να έρθεις σπίτι μου."
Η Irene ανασήκωσε το σώμα της. Είδε τα χέρια του να σφίγγουν νευρικά το τιμόνι σαν να μετάνιωσε που της ζήτησε κάτι τέτοιο βλέποντας την αντίδραση του κορμιού της. Η κοπέλα μπήκε σε σκέψεις. Ήταν επικίνδυνο να πάει στο σπίτι ενός αγνώστου. Από την άλλη, δεν φαινόταν να υπάρχει άλλη λύση. Επιπλέον, ο άγνωστος δεν της φαινόταν για μανιακός δολοφόνος/βιαστής. Το μόνο έγκλημα που θα μπορούσε να διαπράξει θα ήταν να ξεχάσει την ζώνη ασφαλείας (όπως και έγινε) και να είχε συλλογή με μάλλινα παππουδίστικα ζιβάγκο. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της σκεπτόμενη το τελευταίο.
"Ναι. Είναι ηλίθια ιδέα. Συγγνώμη." Της είπε βλέποντάς την να γελά μόνη της νομίζοντας πως βρήκε την λύση που πρότεινε χαζή.
"Όχι!" Αρνήθηκε η τραγουδίστρια. Το ύφος του άλλαξε. "Θα ήταν μεγάλη χαρά και ανακούφιση να έρθω σπίτι σου. Αν δε σε πειράζει φυσικά! Δεν θέλω να σου γίνομαι βάρος. Ξέρω ότι το έχω ήδη κάνει και νιώθω άσχημα."
"Μην το σκέφτεσαι καθόλου." Την καθησύχασε. "Πιο αργά το βράδυ η κίνηση θα έχει ελαττωθεί στους δρόμους και οι παπαράτσι θα έχουν πάει σπίτι τους. Οι Άγγλοι τηρούν τα ωράρια εργασίας τους... τις περισσότερες φορές. Οπότε μπορείς να τηλεφωνήσεις για να έρθει κάποιος να σε πάρει από το σπίτι μου ή μπορώ να σε γυρίσω εγώ στο ξενοδοχείο όταν έρθει η κατάλληλη ώρα."
"Αν είναι έτσι όπως τα λες θα ήταν καλή ιδέα." Συμφώνησε με τον τρόπο σκέψης του. "Σε ευχαριστώ πολύ για όλα. Δεν ήσουν υποχρεωμένος να κάνεις ούτε τα μισά."
"Δεν κάνει τίποτα. Χαίρομαι που φάνηκα χρήσιμος. Καταλαβαίνω πως σήμερα ήταν μία κακή μέρα και για τους δύο μας."
Κακή μέρα. Είχε ζήσει και χειρότερες. Η σημερινή μέρα αν και αλλόκοτη ήταν σαν μία έξοδος κινδύνου από την πολύβουη καθημερινότητάς της τα τελευταία χρόνια. Δεν θυμάται την τελευταία φορά που βγήκε έξω μόνη της χωρίς συνοδεία ή χωρίς να έχει ενημερώσει κάποιον βοηθό ή manager. Αν ήθελε να διασκεδάσει το έκανε στα κρυφά. Έτρωγε και έπινε στα κρυφά. Χόρευε στα κρυφά. Έλεγε άκομψα αστεία και έβριζε στα κρυφά. Όχι από φόβο. Αλλά επειδή ήθελε να γλιτώσει την γκρίνια των γύρω της. Ζούσε συνέχεια με πρόγραμμα, αυτό το βράδυ όμως όλα ήρθαν πάνω κάτω. Δεν είχε ωράριο. Δεν είχε περιορισμούς.
Κατά την διάρκεια της διαδρομής έπιασε ψιχάλα. Οι στάλες χτυπούσαν ρυθμικά το παρμπρίζ και τα τζάμια δημιουργώντας την δική τους μελωδία. Ο Winston έβαλε σε λειτουργία τους υαλοκαθαριστήρες για να μπορεί να διακρίνει τον δρόμο. Δεν είχαν περάσει πολλά λεπτά από τότε που άρχισε η ψιλή βροχή και ο νεαρός άνοιξε ελάχιστα το παράθυρό του. Η Irene ξαφνιάστηκε με την παράλογη κίνηση. Δεν φαινόταν άτομο που του αρέσει να βρέχει τα περιποιημένα ρούχα του. Το απορημένο βλέμμα στο πρόσωπό της τον έκανε να της εξηγήσει αυτή του την συνήθεια.
"Μου αρέσει η μυρωδιά της βροχής." Της είπε και η κοπέλα αντέγραψε την κίνησή του. Τράβηξε πολύ λίγο κάτω το τζάμι του παραθύρου. Ο κρύος αέρας την έκανε να ξυπνήσει από τον λήθαργό της. Το αυτοκίνητο μύρισε φύση και δροσιά. Παράξενος καιρός για αρχές Μαρτίου, αλλά συνηθισμένος για την Αγγλία. "Λέγεται πετριχώρ."
"Πώς;" Τον ρώτησε επειδή δεν κατάλαβε την λέξη.
"Πετριχώρ." Επανέλαβε. "Είναι η οσμή που αναδύεται από το έδαφος όταν πέφτουν πάνω του οι σταγόνες της βροχής. Ετυμολογικά προκύπτει από τις ελληνικές λέξεις πέτρα και ιχώρ. Στην ελληνική μυθολογία ο ιχώρας ήταν το χρυσό υγρό που έρεε στις φλέβες των θεών αντί του αίματος."
Θα μπορούσε να τον ακούει να της μιλάει για ώρες. Ήθελε να τον ρωτήσει ένα σωρό πράγματα, ας ήταν και ανούσια, μόνο και μόνο για να της μιλάει. Οι σταγόνες της βροχής σε συνδυασμό με την μυρωδιά την νανούριζαν. Χαλάρωσε το σώμα της στο κάθισμα και με μισάνοιχτα μάτια παρατηρούσε τα τοπία που περνούσαν γρήγορα από μπροστά της. Εικόνες που θα χαράσονταν στην μνήμη της και αν είχε την τύχη να γεράσει, κάποια στιγμή στο μέλλον θα αναπολούσε αυτή την διαδρομή, που μύριζε φθινόπωρο και ας ήταν άνοιξη.
Πριν την πάρει τελείως ο ύπνος, έφτασαν στον προορισμό τους. Ο Winston πάρκαρε το αυτοκίνητο στο ίδιο σημείο όπου το έβαζε πάντα γιατί η δύναμη της συνήθειας δεν πολεμιέται εύκολα. Βεβαιώθηκε πως πήρε την τσάντα του και κλείδωσε το αμάξι μόλις βγήκαν. Η γειτονιά ήταν πραγματικά γαλήνια. Καμία σχέση με το κέντρο του Λονδίνου. Εκείνη κοιτούσε δεξιά και αριστερά τις πολυκατοικίες και τα κτήρια γύρω της. Παραλίγο να γλιστρήσει εξαιτίας της βρεγμένης ασφάλτου, όμως διατήρησε ευτυχώς την ισορροπία της τελευταία στιγμή. Ακολούθησε τον νεαρό άνδρα μπροστά της, καθώς πήγαιναν προς την κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας του.
"Δεν το πιστεύω!" Αναφώνησε έκπληκτη η Irene μόλις κατάλαβε τι της είχε διαφύγει τόση ώρα.
"Τι έγινε;" Ξαφνιάστηκε και έμεινε ακίνητος με τα κλειδιά πάνω στην κλειδαρότρυπα.
"Δεν ξέρω το όνομά σου!" Του είπε το πιο λογικό. "Δεν συστηθήκαμε ποτέ κανονικά."
"Ω ναι..." Το σκέφτηκε για λίγο. Μόνο αυτός ήξερε το όνομά της. "Ας το κάνουμε τώρα."
"Ωραία." Η τραγουδίστρια άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του για χειραψία. "Είμαι η Irene. Χάρηκα."
"Winston." Συνέχισε και δέχτηκε το χέρι της. "Παρομοίως."
"Τώρα μπορείς να ανοίξεις." Τον σκούντηξε και αυτός χαμογέλασε. Τουλάχιστον τώρα ο άγνωστος είχε όνομα.
Η είσοδος της πολυκατοικίας ήταν σχετικά μικρή και σκοτεινή. Το πάτωμα και οι τοίχοι, ως ένα σημείο, ήταν επενδυμένα με σκούρο ξύλο. Σε μία γωνία στο βάθος υπήρχε μία μικροσκοπική πόρτα που μάλλον ήταν αποθήκη ή το λεβητοστάσιο όπως υπέθεσε η Irene. Είχε χρόνια να μπει σε τόσο κοινό κτήριο. Της θύμισε το πρώτο της διαμέρισμα στην Νέα Υόρκη. Μάλωσε τον εαυτό της που είχε ξεχάσει πως έμοιαζαν οι κοινές πολυκατοικίες. Είχε καλομάθει υπερβολικά στο πολυτελές ρετιρέ της.
Ο Winston της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Για μία στιγμή μπερδεύτηκε μόλις τον είδε να ανεβαίνει από την σκάλα, αλλά μετά συνηδειτοποίησε πως δεν υπήρχε ασανσέρ. Πήρε μία βαθιά ανάσα και προχώρησε από πίσω του, παρακαλώντας το σύμπαν (το οποίο δεν ήταν ιδιαίτερα επιεικές μαζί της σήμερα) να μην έμενε σε κάποιον από τους τελευταίους ορόφους. Τα πόδια της ακόμα πονούσαν από την σωματική ταλαιπωρία και ήθελα απλά να βγάλει τα παπούτσια της και να τα πετάξει. Παρατήρησε πως ο νεαρός μπροστά της πήγαινε πολύ αργά. Κάθε βήμα του ήταν μετρημένο, κάθε πάτημα στοχευμένο. Η Irene από την άλλη πάταγε άτσαλα στα ξύλινα σκαλιά ρίχνοντας το βάρος του σώματός της κουρασμένα. Η σκάλα έτριζε σε κάθε της βήμα τόσο πολύ που φοβόταν πως θα κατέρρεε στο επόμενο. Στάθηκε για ένα λεπτό για να πάρει μία ανάσα, ακριβώς έξω από μία πόρτα διαμερίσματος.
"Σε παρακαλώ μην κάνεις θόρυβο-" Της ψιθύρισε μόλις είδε που στάθηκε, μα δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή του.
"Winston; Γύρισες τέτοια ώρα; Πάλι σε κράτησαν ως αργά αυτοί οι παγαπόντηδες;" Η πόρτα του διαμερίσματος άνοιξε και εμφανίστηκε μία υπερήλικη κυρία με ένα εντυπωσιακό καπέλο στο κεφάλι και μικροσκοπικά γυαλιά μυωπίας. Το πρόβλημα όρασης που είχε την δυσκόλεψε στην αρχή να αναγνωρίσει πως υπήρχε μία νέα παρουσία στον χώρο. Η Irene που στεκόταν ακριβώς μπροστά από την πόρτα της, της χάρισε ένα μεγάλο ζεστό χαμόγελο. Η γριούλα μετακίνησε τα γυαλιά της για να την δει καλύτερα.
"Γειά σας." Την χαιρέτησε η κοπέλα φωνάζοντας λίγο παραπάνω για να βεβαιωθεί πως την άκουγε. Ο Winston έτριψε τα μάτια του κουρασμένα. Ήξερε πως δεν πρόκειται να έφευγαν ποτέ από εκεί πέρα.
"Γειά σου, κορίτσι μου." Η γιαγιά είχε μείνει έκπληκτη. "Είχες πανέμορφα μάτια. Στο έχουν πει ποτέ;"
"Ω! Σας ευχαριστώ πολύ." Γέλασε αμήχανα και κοίταξε τον Winston. "Μου αρέσει πολύ το καπέλο σας."
"Ευχαριστώ!" Σοκαρισμένη από το κοπλιμέντο που έλαβε, η ηλικιωμένη γύρισε στον νεαρό, ο οποίος είχε γύρει το σώμα του στην κουπαστή της σκάλας. "Είδες, Winston; Είπε πως της αρέσει! Κανείς δεν μου λέει τέτοια πια. Μόνο ο James. Μόνο αυτός μου έλεγε τέτοια. Απόψε θα έρθει! Δεν γίνεται να αργήσει άλλο. Πού θα πάει; Θα έρθει. Το ξέρω πως θα έρθει."
"Ναι, ναι." Την διαβεβαίωσε. "Τι κάνει ο κύριος Alfred;"
"Ήταν κάπως κακόκεφος σήμερα." Του είπε λυπημένη.
"Πώς και έτσι;" Την ρώτησε από ενδιαφέρον ενώ η Irene άρχιζε να μην καταλαβαίνει για ποιο πράγμα μίλαγαν πλέον.
"Θέλει και αυτός επιτέλους να γνωρίσει τον James. Τον περιμένω από το πρωί. Μαγείρεψα κιόλας. Πίτα του βοσκού! Το αγαπημένο του. Τσάι θα φτιάξω μόλις έρθει για να μην κρυώσει. Όλα έτοιμα τα έχω." Χαμογέλασε όμως η τραγουδίστρια που ήξερε να διαβάζει τους ανθρώπους διέκρινε μία πίκρα.
"Είμαι σίγουρος πως είναι πεντανόστιμη." Ο νεαρός κούνησε τα κλειδιά στο χέρι του. Σαν προειδοποίηση πως έπρεπε να φύγουν.
"Από πού πήρατε το καπέλο σας;" Η ερώτηση της Irene ξάφνιασε και τους δύο τους. Ήθελε να της μιλήσει λίγο ακόμα. Αισθανόταν την μοναξιά της. "Θέλω και εγώ να πάρω ένα τέτοιο και δεν βρίσκω πουθενά. Όλα είναι τόσο... απλά. Και βαρετά. Καθόλου κομψά."
"Μου το είχε κάνει δώρο ο James πολύ παλιά." Έβγαλε το καπέλο για να της το δείξει. Ήταν κίτρινο με πολύχρωμα φτερά και διχτυωτό βέλο. Φαινόταν παλιό αλλά καλοδιατηρημένο. "Το μαγαζί θα έχει κλείσει τώρα. Μου το έκανε δώρο στα γενέθλια μου. Το 1942."
Η Irene έμεινε άναυδη με την ημερομηνία. Μετά κατάλαβε πως η γιαγιά μπροστά της ήταν αρκετά μεγάλη για να ζούσε τόσο παλιά. Ο Winston της έκανε νόημα διακριτικά πως ήταν η ώρα να πηγαίνουν. Άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες χαιρετώντας την χαριτωμένη κυρία του κάτω διαμερίσματος. Η τραγουδίστρια έκανε πως της στέλνει ένα φιλάκι το οποίο την έκανε να γέλασει με την ψυχή της. Είπε κάτι τελευταία γλυκόλογα και έκλεισε την πόρτα βιαστικά για να μην φύγει έξω ο γάτος της.
"Winston;" Τράβηξε την προσοχή του όσο ανέβαιναν τις σκάλες. "Ποιός είναι ο κύριος Alfred; Και το σημαντικότερο, ποιός είναι ο James;"
"Ο κύριος Alfred είναι ο γάτος της." Της εξήγησε με ευκολία. Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα ήταν κάπως πιο δύσκολη. "Ο James είναι σύζυγός της."
"Και γιατί τον περιμένει; Ειδικά με το καπέλο μέσα στο σπίτι;" Η κοπέλα είχε μπερδευτεί με την αλλόκοτη συμπεριφορά της ηλικιωμένης.
"Γιατί δεν γύρισε ποτέ πίσω."
"Από πού;"
"Από τον πόλεμο." Της είπε ψύχραιμα. "Πέθανε στον πόλεμο."
Η Irene ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι της. Ο λαιμός της ξεράθηκα και τα μάτια της υγράθηκαν. Πόλεμος. Είχε πεθάνει στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Βασικά δεν είχε σημασία σε ποιον πόλεμο. Το μόνο που είχε σημασία είναι ότι είχε σκοτωθεί σε πόλεμο.
"Πάνε πάνω από 40 χρόνια. Από όσο ξέρω στην αρχή ήταν πιο ψύχραιμη. Με τα χρόνια άρχισε να τα χάνει... δεν έχει παιδιά και δεν παντρεύτηκε ξανά. Πιάνει την συζήτηση σε όλους και εγώ πίνω συνήθως τσάι μαζί της όποτε προλαβαίνω. Έχει ψυχή παιδιού." Συνέχισε. Μόλις είδε την αλλαγή στάσης της ανησύχησε. "Όλα καλά;"
"Ναι..." Απάντησε μετά από λίγη σκέψη. "Απλά είναι σοκαριστικό. Αυτό είναι όλο."
Την κοίταξε στα μάτια και είδε για πρώτη φορά καθαρά το χρώμα τους. Ήταν πράσινα. Ήταν πανέμορφα. Θα ήταν υπερβολή αν έστω και μόνο σκεφτόταν πως ήταν τα πιο όμορφα μάτια που είχε δει σε ολόκληρη την ζωή του σε αυτόν τον κόσμο. Όμως το σκέφτηκε χωρίς να ντραπεί. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και την άνοιξε ευχόμενος να μην είχε αφήσει το σπίτι αχούρι πριν φύγει για την δουλειά. Μπήκε πρώτος και άνοιξε το φως στο χολ. Η Irene τον ακολούθησε διστακτικά. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους και ένα νέο κεφάλαιο άνοιξε εκείνο το βράδυ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top