𝟏𝟎. Ο κόσμος της μοναξιάς και της μοναχικότητας.
"All I do is eat and sleep and sing
Wishing every show
was the last show
So imagine I was glad
to hear you're coming
Suddenly I feel all right
And it's gonna be so different
When I'm on the stage tonight"
( ABBA - Super Trouper )
Ο Winston πίστευε πως θα ήταν ευλογία αν πέθαινε στον ύπνο του. Τουλάχιστον αυτό πίστευε πριν ακούσει την Irene να τραγουδάει. Από εκείνη την μέρα και έπειτα, ευελπιστούσε πως το τέλος του θα τον έβρισκε να ακούει μουσική. Δεν μπορούσε να φανταστεί κάτι πιο όμορφο για να συνοδεύσει τις τελευταίες του στιγμές πάνω σε αυτόν τον κόσμο γεμάτο αισθήσεις. Το μεγαλείο της μουσικής ήταν αξεπέραστο. Αυτή η πανανθρώπινη εμπειρία τον έκανε να αισθάνεται πως αποτελούσε κομμάτι κάτι ανώτερου. Ενός υψηλότερου ιδανικού. Πως κάθε κύτταρό του είχε αξία. Αυτή την πληρότητα την αναζητούσε από την εφηβεία του. Δεν την έβρισκε εύκολα. Στην λογοτεχνία σπάνια, όσο και αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Στην ποίηση ποτέ. Στις δήθεν ανώτερες μπερδεμένες φιλοσοφίες, στο Πανεπιστήμιο, στην δουλειά του, στην οικογένεια του, στον κύκλο με τους λιγοστούς φίλους, στον ναυαγισμένο γάμο του ούτε μία στιγμή.
Αυτή η φωνή της. Φαντάστηκε πως μία τέτοια φωνή θα του αναγγείλει μία μέρα πως πλέον βρίσκεται στον παράδεισο. Ή στην κόλαση, δεν τον ένοιαζε και τόσο για το που θα κατέληγε. Γιατί αν άκουγε αυτή την μελωδία θα ήξερε ήδη πως είναι πλήρης. Και αυτό από μόνο του θα του ήταν αρκετό. Θα του αρκούσε το προνόμιο να βιώσει αυτή την σπουδαιότητα.
Είχε περάσει λίγη ώρα μετά την υπόκλιση της στην σκηνή. Ο περισσότερος κόσμος είχε ήδη αρχίσει να φεύγει. Εκείνος σαστισμένος ακόμα και ζαλισμένος από την πλημμύρα των διαφορετικών συναισθημάτων. Τα πόδια του άρχισαν να λειτουργούν ενστικτωδώς πριν προλάβουν καν να πάρουν εντολή από τον εγκέφαλο. Εξάλλου, ακόμα υπολειτουργούσε. Στριμώχτηκε άβολα ανάμεσα στα σώματα των περαστικών. Το μόνο που τον απέτρεπε από το να φρικάρει τελείως με την ανεπιθύμητη σωματική επαφή ήταν το ύψος του. Κοιτούσε πάντα ψηλά και ευθεία για να μην κάνει βλεμματική επαφή με κανέναν άγνωστο. Προσπέρασε μία παρέα έφηβων κοριτσιών, μία από τις οποίες τον γλυκοκοίταξε και οι φίλες της την σκούντηξαν ξεκαρδισμένες στα γέλια. Φυσικά αυτός νόμιζε πως τον κορόιδευαν. Δεν έδωσε σημασία και συνέχισε.
Λίγο οι οδηγίες που του είχε δώσει η Irene και λίγο η τύχη που ήταν με το μέρος του εκείνο το βράδυ, τον οδήγησαν στα παρασκήνια. Περίμενε μόνο για λίγη ώρα μέχρι να γίνει ένας υποτυπώδης έλεγχος του πάσου του. Ένας ψηλός μαυροντυμένος άνδρας τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με μισό μάτι. Μόλις περιεγράστηκε το πάσο του πήγε να ανοίξει το στόμα του για να του πει κάτι, όμως πριν μπορέσει να μιλήσει τον πρόλαβε μία κυρία. Κρατούσε στην αγκαλιά της έναν φάκελο με χαρτιά και είχε ένα ταμπελάκι στην μπλούζα της. Η γυναίκα ψιθύρισε κάτι στο γεροδεμένο άνδρα και ύστερα γύρισαν και τον κοίταξαν και οι δύο. Με ένα νεύμα άφησε τον Winston να περάσει. Σκέφτηκε πως η Irene είχε διευθετήσει το θέμα για εκείνον για ακόμα μία φορά. Από μέσα του την ευχαρίστησε, γιατί αν τον ρωτούσαν για ποιο λόγο ήταν εκεί δεν ήταν απόλυτα σίγουρος τι απάντηση θα έδινε.
Με όλες αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του πορεύτηκε στους στενούς διαδρόμους. Τα παρασκήνια ήταν γεμάτα από κόσμο που πηγαινοερχόταν. Ήταν βέβαιος πως έπεσε πάνω σε τουλάχιστον πέντε από όλους αυτούς, όμως κανείς δεν του έδωσε σημασία. Η ξένη παρουσία του τον έκανε να νιώθει σαν φάντασμα που κινείται μέσα στο κόσμο των θνητών. Τα ρούχα του, τα μαλλιά του, το ύψος του, μέχρι και το περπάτημά του μαρτυρούσαν πως δεν ανήκε εκεί πέρα. Προχώρησε απαρατήρητος προς μία μισάνοιχτη πόρτα στο τέρμα του διαδρόμου, όπου για έναν περίεργο λόγο είχε γαλήνια ησυχία. Κάπως περίεργη μα καθησυχαστική ταυτόχρονα. Στάθηκε μπροστά της ανασαίνοντας βαριά.
"Πέρασε." Την άκουσε να λέει από μέσα και σαγηνεύμενος από το κάλεσμά της τόλμησε να ανοίξει την πόρτα και να μπει μέσα.
Καθόταν μπροστά από έναν μεγάλο καθρέπτη που κάλυπτε σχεδόν όλο τον τοίχο. Τα μαλλιά της ήταν λυτά, οι μπούκλες που είχε στην σκηνή είχαν ως δια μαγείας πέσει. Φορούσε ακόμα εκείνο το σκούρο μοβ φόρεμα. Τώρα που την έβλεπε από κοντά στο φως η γυαλάδα του αναδείκνυε τα πράσινα μάτια της. Το κούμπωμα είχε κατέβει μέχρι την μέση της. Ξεδιάντροπα χάζεψε την γυμνή της πλάτη και τα σημάδια της. Μετά το βλέμμα του κινήθηκε προς το πρόσωπό της. Με ένα άσπρο μαντηλάκι έβγαζε το μακιγιάζ. Τα έντονα κόκκινα χείλη της επέστρεψαν όπως τα είχε συνηθίσει. Έσβησε κάθε ίχνος τεχνητού χρώματος και έβγαλε τις πέρλες που κρέμονταν από τα αυτιά της. Σηκώθηκε όρθια. Μισό βλέμμα του έριξε μονάχα βιαστικά πριν κρυφτεί πίσω από το παραβάν.
Ο Winston κοκκίνησε ολόκληρος. Ένιωσε τα μάγουλα, την μύτη και τα αυτιά του να καίγονται. Ντροπιασμένος έβαλε τα χέρια στις τσέπες του και γύρισε να κοιτάξει ευθεία τον καθρέπτη. Και μόνο η ιδέα πως πίσω από το παραβάν θα άλλαζε τον έκανε να θέλει να της δώσει ακόμα περισσότερη ιδιωτικότητα. Η Irene βγήκε μετά από λίγα λεπτά φορώντας ένα τζιν και ένα μάλλινο ζιβάγκο, παρόμοιο με ένα που είχε και αυτός.
"Θα με πάρεις να φύγουμε;"
Η ερώτησή της έκρυβε πέρα από αγανάκτηση, κούραση και προσμονή. Χρειάστηκε λίγη ώρα για να συνηθίσει την μεταμόρφωσή της από παγκοσμίου φήμης σταρ σε καθημερινή νεαρή κοπέλα. Μπέρδεψε τα λόγια του. Είχε ξεκινήσει εκείνη την ρημάδα την πρόταση τρεις φορές και όλες κατέληξαν το ίδιο άδοξα.
"Πού- εε πώς... γιατί όμως- πού θες να πάμε;"
"Πήγαινε με όπου θες. Αρκεί όμως να έχει ησυχία." Φαινόταν πως είχε χαμηλή ενέργεια. Δεν την αναγνώριζε σε σχέση με πριν. Έβαλε το αργοκίνητο μυαλό του να βολέψει. Επειδή ήταν τυχερός όμως σήμερα μία ιδέα πετάχτηκε με φωτεινά πελώρια γράμματα.
"Ξέρω ένα μέρος."
Τον εμπιστευόταν. Για αυτό τον λόγο τον ακολούθησε χωρίς να κάνει καμία περαιτέρω ερώτηση. Ούτε μίλησαν πολύ κατά την διάρκεια της διαδρομής στο αυτοκίνητό του. Η ίδια ήταν κάπως συγκινημένη όταν της ήρθαν μνήμες από την πρώτη τους γνωριμία. Δεν είχαν περάσει πολλές μέρες και όμως φαινόταν σαν να είχε μεσολαβήσει ολόκληρος αιώνες. Σαν να είχαν αλλάξει οι εποχές ένα σωρό φορές. Όλα ήταν ζωντανά. Τα χρώματα, οι μυρωδιές, οι ήχοι. Τα είχε ζήσει σίγουρα.
Αύριο θα έφευγε. Δεν του το είχε πει, είχε όμως την εντύπωση πως το γνώριζε. Η επόμενη συναυλία θα ήταν σε λίγες μέρες στο Παρίσι. Αν ήταν έτοιμη να αφήσει το Λονδίνο δεν το γνώριζε ούτε η ίδια. Αν θα ξαναγύριζε επίσης δεν το ήξερε. Αυτή η αβεβαιότητα την πόναγε. Τα τόσο ανάμεικτα συναισθήματα που είχαν γίνει ένα ατελείωτο χάος μέσα της. Στόχος της ήταν να προλάβει να βάλει στην θέση τους κάποια βασικά πράγματα πριν φύγει. Να προλάβει να του μιλήσει για όσα της επέτρεπαν οι συνθήκες.
"Έλα." Την προέτρεψε. Αυτή ήταν και η μοναδική λέξη που ειπώθηκε μετά από αρκετή ώρα ησυχίας κατά την διάρκεια της διαδρομής.
Μόλις βγήκε από το ζεστό αμάξι ο δροσερός αέρας την αναζωογόνησε. Πήρε μία ανάσα για να νιώσει τον καθαρό αέρα στα πνευμόνια της. Το χρειαζόταν μετά από τόση ώρα που την αποσυγκέντρωνε το ανδρικό άρωμα του Winston. Ήρθε δίπλα της και της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Μαζί άρχισαν να πορεύονται αργά και σταθερά σε ένα μεγάλο καταπράσινο πάρκο, ακολουθώντας ένα διακριτό μονοπάτι. Υπήρχαν θερμά φώτα που έκαναν το μέρος να μοιάζει φιλόξενο πάρα την απουσία του κόσμου.
"Τέτοια ώρα δεν έχει καθόλου κόσμο." Της είπε σαν να διάβαζε τις σκέψεις της. Ήταν αργά το βράδυ. Κανείς τους δεν ήξερε ακριβώς, αλλά υπέθεσαν πως θα ήταν μετά τις 2. "Όταν έχω αϋπνίες έρχομαι καμία φορά εδώ."
"Δεν φοβάσαι;" Τον ρώτησε εκείνο που αυτή θεωρούσε προφανές. "Δεν φοβάσαι να έρχεσαι εδώ την νύχτα μόνος; Δεν υπάρχει ψυχή εδώ."
"Φοβάμαι περισσότερο τους ανθρώπους."
"Μόνο εσένα θα φανταζόμουν να έλεγες κάτι τέτοιο." Χαχάνισε.
"Όταν ζεις σε μία τόσο υπερπληθή πόλη χρειάζεσαι μερικές στιγμές ησυχίας. Έχω βγει για πιω τσάι στις 6 το πρωί Κυριακής και έχω πάει για περίπατο στις 3 τα ξημερώματα στην γειτονιά του. Τίποτα δεν με τρομάζει, γιατί όλα αυτά τα έχω κάνει και σε ώρες αιχμής. Τότε είναι που με καταλαμβάνει μεγαλύτερος φόβος. Δεν με ενοχλεί η απουσία του κόσμου."
"Εδώ θα διαφωνήσουμε." Γύρισε να τον κοιτάξει. "Οι ώρες αιχμής είναι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί!"
"Σοβαρά τώρα;" Την κοίταξε συνοφρυωμένος. "Μερικές φορές δεν μπορώ να διακρίνω πότε κάνεις πλάκα και πότε όχι."
"Αλήθεια σου λέω. Οι ώρες αιχμής είναι μαγεία." Επέμεινε. "Οι δρόμοι πλημμυρίζουν με ανθρώπους, τα μέσα μεταφοράς, τα μαγαζιά, τα εμπορικά κέντρα, οι πεζόδρομοι, τα πεζοδρόμια, οι στοές, οι πλατείες, τα εστιατόρια, τα μπαρ, όλα αυτά γεμίζουν ζωή. Βγαίνεις για μία απλή βόλτα και προσπερνάς χιλιάδες άγνωστους κόσμους και ιστορίες που δεν θα μάθεις ποτέ. Παρατηρείς από μακριά σπίτια και διαμερίσματα που κρύβουν ολόκληρες ζωές. Σε διαλύει, Winston. Σε κάνει κομμάτια. Σου υπενθυμίζει πως είσαι μέρος ενός απείρως μεγάλου συνόλου. Πώς να νιώσει κανείς μοναδικός μέσα σε αυτό το χάος; Νιώθεις απλά τόσο μικρός και λίγος. Αν φύγεις από εδώ δεν θα αλλάξει απολύτως τίποτα. Όλα θα συνεχίζουν να κυλούν όπως και πριν. Με τους βίαιους αγχωτικούς ρυθμούς τους."
"Και αυτό είναι μαγευτικό;" Έπνιξε ένα γέλιο. "Αυτό είναι κυριολεκτικά από τα πιο τρομακτικά πράγματα που μπορεί να σκεφτεί κανείς. Όταν είσαι στην ησυχία σου όμως απλά απολαμβάνεις την γαλήνη. Καθόλου άγχος, καθόλου τρέξιμο και βιασύνη. Είσαι εσύ και οι σκέψεις σου. Δεν σε νοιάζει κανείς άλλος. Το κέντρο του κόσμου είσαι εσύ. Και τότε είναι που νιώθεις μοναδικός και σημαντικός. Γιατί δεν κολυμπάς στο πλήθος."
"Αυτό εμένα με θλίβει. Με κάνει να νιώθω λες και είμαι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο..."
"Ακριβώς! Ακριβώς για αυτό τον λόγο είναι σπαρακτικά υπέροχο!" Κούνησε τα χέρια του ανεξέλεγκτα από τον ενθουσιασμό του.
"Υποθέτω πως έχουμε τελείως αντίθετες απόψεις σε αυτό."
"Ναι." Της είπε. "Εσύ θες να τρέξεις μέσα στο πλήθος και εγώ να αποσυρθώ στην ερημιά."
"Για να είμαι αντικειμενική, θα πω πως έχω κάνει και τα δύο." Έβαλε τα χέρια στις τσέπες της καθώς προχωρούσε. "Και τα δύο μου έχουν προσφέρει πολλά θετικά. Απλά θέλω την απομόνωση για διάλειμμα από την πολυβουία της καθημερινότητάς μου. Δεν θέλω η καθημερινότητά μου να είναι η απομόνωση. Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ..."
"Ναι, κατάλαβα." Κούνησε το κεφάλι του θετικά. "Νομίζα πως ίσως και εσύ εκτιμούσες λίγο περισσότερο στιγμές σαν και αυτές. Ήρεμες, μακριά από κόσμο και φωνές."
"Το κάνω και μάλιστα το επιζητώ συχνά. Αλλά ξέρεις... έχω παρατηρήσει πως όταν βρίσκομαι μέσα στο πλήθος, στο χάος, στον κόσμο, όπως θες πες το, ανακαλύπτω πράγματα που δεν θα είχα την ευκαιρία να τα ανακαλύψω αν έπινα τσάι μόνη μου τα ξημερώματα για παράδειγμα." Ο Winston χαμογέλασε με το παράδειγμά της και περίμενε να συνεχίσει αυτό που έλεγε. "Όπως και να το κάνουμε είμαστε άνθρωποι. Είναι αδύνατο να μπορέσει να ζήσει κάποιος στο περιθώριο για όλη του την ζωή."
"Δεν ξέρω..." Φάνηκε διστακτικός. "Το περιθώριο ή το να είσαι σε μια γωνιά και να παρατηρείς τον κόσμο από μακριά μου έχει προσφέρει μεγαλύτερη ψυχική ηρεμία."
"Ναι, αλλά ακόμα και αν κάθεσαι όμορφα και ωραία στην γωνίτσα σου το σύμπαν δεν σε αφήνει ποτέ ήσυχο. Μπούκαρα κυριολεκτικά μέσα στο αμάξι σου όταν εσύ πήγαινες κανονικά σπίτι σου μετά την δουλειά!" Τον σκούντηξε παιχνιδιάρικα. "Αυτό που θέλω να πω είναι πως η ζωή συμβαίνει και θα συνεχίσει να συμβαίνει ακόμα και αν εσύ αποφασίσεις να πας σαν ερημίτης στο πουθενά. Ή σαν καλόγερος στο Θιβέτ, που ελπίζω να μην το κάνεις εντωμεταξύ, γιατί ο κόσμος θα χάσει έναν σπουδαίο και ταλαντούχο άνθρωπο."
Το γέλιο του Winston κόπηκε στην μέση μόλις άκουσε τις τελευταίες λέξεις να βγαίνουν από το στόμα της. Σπουδαίος. Ταλαντούχος. Όσο και αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να θυμηθεί έστω μία φορά στην ζωή του που κάποιος τον είχε αποκαλέσει έτσι. Στην οικογένειά του αυτοί οι χαρακτηρισμοί συνόδευαν πάντα τον αδερφό του. Στην δουλειά του, ανώτερους συναδέλφους που αναλάμβαναν σοβαρές στήλες. Μέχρι και στο γράψιμο, ένα από τα μοναδικά πράγματα που του έδιναν θέληση για ζωή, δεν μπορούσε να πει πως αυτά τον περιέγραφαν. Στον έρωτα ούτε κατά διάνοια. Το να τα ακούει από την Irene του φαινόταν αστείο.
"Υπερβάλεις νομίζω." Της είπε πικραμένος. "Όπως είπες και πριν μέσα στο πλήθος όλοι νιώθουμε λίγοι και ασήμαντοι. Έτσι και εγώ. Μόνο που εγώ και νιώθω και είμαι. Ίσως καταβάθος για αυτό να μου αρέσει η αίσθηση της απομόνωσης..."
"Δεν είσαι. Κανένας δεν είναι, ακόμα και αν νιώθουμε έτσι όλοι έχουμε κάτι μοναδικό."
"Συνήθως τέτοια λένε τα άτομα που όντως είναι προικισμένα σαν και εσένα, Irene." Έκανε μια παύση και σκέφτηκε από μέσα του αυτό που της είπε. Δεν ήθελε να επιμείνει άλλο, γιατί πίστευε πως δεν θα τον καταλάβαινε.
"Σου αρέσει η μοναξιά;" Τον ρώτησε λίγο μετά γυρίζοντας την συζήτηση στο κύριο θέμα.
"Μου αρέσει η μοναχικότητα."
"Θα πάρω το θάρρος να σε ρωτήσω αν έχεις ή θα ήθελες να επιχειρήσεις ποτέ να δώσεις άλλη μία ευκαιρία στον έρωτα." Το σκέφτηκε πολύ πριν του το πει. Ήθελε να συντάξει την ερώτησή της με προσοχή.
"Όχι." Απάντησε πιο γρήγορα και πιο άνετα από ότι περίμενε και ο ίδιος. "Τα έκανα ήδη μια φορά μαντάρα... αρκετά."
"Και τι πάει να πει αυτό;" Ξαφνιάστηκε.
"Απλά θέλω την ηρεμία μου." Της απάντησε.
Μετά από τόσο περπάτημα έφτασαν σε έναν υπερυψωμένο λόφο στο πάρκο. Τα φώτα της πόλης στόλιζαν τον μαύρο καμβά της νύχτας και οι πυγολαμπίδες πέταγαν ζωηρά γύρω από τα δέντρα και το πράσινο γρασίδι. Ο Winston έκατσε κάτω στο γκαζόν. Η Irene χωρίς ερωτήσεις τον μιμήθηκε. Κάθισαν και οι δύο δίπλα δίπλα. Θαύμασαν σιωπηλοί την θέα και την γαλήνη του τοπίου. Ύστερα, εκείνη μίλησε πάλι.
"Εγώ τα έχω κάνει χίλιες φορές μαντάρα. Και για εμένα δεν θα μου είναι ποτέ αρκετό."
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top