𝟏. Η αυθάδεια της μοίρας.

"I'm stranded
At the edge of the world
It's a world I don't know
Got nowhere to go
Feels like I'm stranded"

( Van Morrison - Stranded )

Λονδίνο, 1988

Ο κόσμος της ήταν δύσκολος και η εικόνα που είχε για τον εαυτό της, συχνά έλιωνε κάπου νωρίς το βράδυ. Τα μεσάνυχτα έπλαθε καινούργια με στίχους, αρώματα και κρυφές σιωπές.

Η ώρα ήταν περίπου 9 (8:53 για την ακρίβεια) και η αποδιάρθρωση είχε ήδη ξεκινήσει. Το σώμα της πονούσε όμορφα. Ο λαιμός της ήταν στεγνός, ενώ τα γόνατα και οι φτέρνες μουδιασμένα από το χοντρό τακούνι που φόραγε όλη μέρα. Το πρόσωπό της είχε μία χλωμάδα αρρωστημένη, οι μυς κουρασμένοι από τα πολλά χαμόγελα και τα χείλη ξεραμένα. Δεν την ενοχλούσε τόσο το κρύο, αλλά η υγρασία. Φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό σχεδόν δύο νούμερα μεγαλύτερό της, λίγο ακόμα και θα σερνόταν στις πλάκες του πεζοδρομίου. Τα μαλλιά της τα είχε αφήσει ελεύθερα σε μία προσπάθεια να κρυφτεί πίσω από τις καστανές τούφες, που αν θυμάται καλά δεν χτένισε καθόλου πριν φύγει από το ξενοδοχείο. Είχε χρόνια να βγει μόνη της βόλτα το βράδυ σε ξένη πόλη, χωρίς να έχει ενημερώσει κανέναν. Σκέφτηκε να φορέσει τα γυαλιά ηλίου της για να νιώθει προστατευμένη, όμως μετά θυμήθηκε πως με αυτή την κίνηση θα ήταν σαν να φώναζε δυνατά στον κόσμο πως είναι η Irene J. Emerson.

Οι ώμοι της είχαν ελαφρώς καμπουριάσει από την ανασφάλεια. Το αργό περπάτημά της την έκανε να μοιάζει με πιθανό θύμα του σύγχρονου κόσμου. Κατά μία έννοια θα μπορούσε να θεωρείται, παρόλα αυτά οι δυνάμεις της δεν της επέτρεπαν να σκεφτεί διεξοδικά το ζήτημα. Το μόνο που αποζητούσε ήταν ένα ζεστό και απόμερο μπαρ. Είχε ανάγκη μερικές στιγμές ησυχίας από την πολύβουη ζωή της και την εξαντλητική μέρα της. Οπότε, τι καλύτερο από μία βόλτα στο βραδινό Λονδίνο, σε αναζήτηση μίας pub με καλή μουσική και λίγο κόσμο. Δύσκολο εγχείρημα, αλλά είχε καταφέρει και χειρότερα. Έσκυψε το κεφάλι της για να αποφύγει την βλεμματική επαφή μία παρέα νεαρών ανδρών που περπατούσαν στο απέναντι πεζοδρόμιο και έστριψε σε ένα πλακόστρωτο στενό.

"Βγάλε το παλτό, κούκλα μου! Άσε μας να δούμε το κορμάκι σου." Φώναξε ένας από αυτούς και άρχισε να σφυρίζει μαζί με τους φίλους του. "Δεν μας μιλάς, καριόλα;"

"Δεν πειράζει! Σε πηδάω και έτσι, πουτανάκι!" Έφτυσε σχεδόν ένας άλλος και εκκωφαντικά γέλια συνόδεψαν μερικά ακόμα σφυρίγματα, βρισιές και σιχαμένα σχόλια.

Η Irene συνέχισε την πορεία της κανονικά με σκυμμένο το κεφάλι. Σαν άλογο με παρωπίδες προχωρούσε στο βάθος του στενού χωρίς να κοιτάζει αλλού παρά μόνο ευθεία. Οι ιδρωμένες γροθιές της ήταν σφιγμένες στις τσέπες του παλτού. Η καρδιά της χτυπούσε πιο γρήγορα από ότι πριν. Μόνο όταν είχε απομακρυνθεί αρκετά και δεν τους άκουγε πλέον, γύρισε το κεφάλι της να δει αν την ακολούθησε κάποιος από αυτούς. Μόλις επιβεβαιώθηκε πως είναι μόνη της ηρέμησε. Για μία στιγμή στάθηκε στάσιμη για να δει προς τα που έπρεπε να πάει. Είχαν καταφέρει να διαλύσουν την συγκέντρωσή της. Να την γεμίσουν αμφιβολίες για το αν θα έπρεπε να είχε βγει μόνη της έξω. Ή γενικά έξω. Είχε περάσει καιρός από τότε που της είχαν κάνει χυδαία σχόλια στον δρόμο, γιατί πάντα πήγαινε παντού με άλλους και τα τελευταία χρόνια με bodyguards. Τις χυδαιότητες που πίστευαν για εκείνη ήταν πιο πιθανό να τις διαβάσει σε ένα άρθρο εφημερίδας παρά να της τις φωνάξουν στον δρόμο. Δεν ήξερε πραγματικά τι ήταν χειρότερο, αλλά μάλλον διάλεγε το δεύτερο, γιατί ήταν πιο άμεσο και πιο τρομακτικό, ακόμα και για εκείνη.

Δέκα βήματα σχεδόν πιο κάτω υπήρχε μία κρυμμένη, παρακμιακή θα έλεγε κανείς, pub. Δίπλα από την είσοδο βρισκόταν σχεδόν πεσμένος στο πεζοδρόμιο ένας άνδρας. Μουρμούριζε στίχους από ένα τραγούδι. Το γνώριζε αυτό το τραγούδι. Το είχε τραγουδήσει αυτό το τραγούδι. Στάθηκε διακριτικά πιο δίπλα του, αφήνοντας μία λογική απόσταση ασφαλείας. Έπιασε τον ρυθμό του ψιθύρου του. Συλλάβισε μαζί του τις λέξεις που σχημάτιζε με το στόμα του. Η διάθεσή της ανέβηκε. Ίσιωσε την πλάτη και τους ώμους της. Πέρασε το χέρι μέσα από τα μαλλιά της και τοποθέτησε μερικές τούφες πίσω από το αυτί της. Ο ψυχρός αέρας έσφιξε το ευαίσθητο δέρμα της. Κοίταξε διακριτικά μέσα από το θολό τζάμι το εσωτερικό του μαγαζιού. Φαινόταν μισοάδειο με μία δυνατή αίσθηση μυστηρίου να το κατακλύζει. Το ιδανικό μέρος για απόψε, σκέφτηκε.

Μόλις μπήκε μέσα την χτύπησε στο πρόσωπο η έντονη μυρωδιά του τσιγάρου και του αλκοόλ. Ζαλίστηκε για μία στιγμή μονάχα μέχρι που το συνήθισε. Με το βλέμμα της έψαξε να βρει ένα μέρος για να κάτσει και κατέληξε στο καταλληλότερο. Ένα τραπεζάκι στην γωνία της pub, ακριβώς δίπλα από την μεγάλη τζαμαρία. Αυτό που φάνηκε αστείο στην Irene ήταν το γεγονός ότι είχε μόνο μία καρέκλα. Σαν να περίμενε κάποιος πως θα ερχόταν και της είχε ετοιμάσει το ιδανικό σημείο. Περπάτησε με μπρίο προς την απομονωμένη γωνία και ακούμπησε την τσάντα της πάνω στο τραπέζι. Μερικά βλέμματα ήταν στραμμένα σε αυτήν. Αρκετά όταν ξεκούμπωσε το παλτό της και το κρέμασε στην πλάτη της καρέκλας. Δεν έδωσε σημασία, γιατί δεν φοβόταν. Όχι επειδή δεν ανησυχούσε, αλλά γιατί είχε κουραστεί πια.

Αφού βολεύτηκε στην θέση της, μπήκε σε σκέψεις για το τι ποτό θα ήθελε να παραγγείλει. Απέκλεισε την μπύρα γιατί είχε ήδη δοκιμάσει τις προηγούμενες μέρες αρκετές και κατέληξε σε μία πιο βαρετή, αλλά κλασική επιλογή, το κόκκινο κρασί. Έσκασε ένα χαμόγελο με το που θυμήθηκε αυτά που της είχε πει ο Stanley. Τα υστερικά ξεσπάσματα του manager της μαζί με τους δραματικούς μονολόγους του για το πόσες θερμίδες έχει ένα ποτήρι κρασί ήταν από αυτές τις αναμνήσεις που θα θυμάται μία μέρα στο μέλλον και θα γελάει. Το κάνει από τώρα βασικά. Δεν ήθελε να φανταστεί με τίποτα τι θα πάθανε αν μάθαινε πως έκρυβε σοκολάτες στις εσωτερικές θήκες της τσάντας της ή πόσα burgers έφαγε την περασμένη εβδομάδα πριν φύγει για την περιοδεία της στην Ευρώπη.

Με το χαμόγελο της επαναστατημένης έφηβης ήπιε μία δυνατή γουλιά από το κρασί της και έβγαλε από την τσάντα της μισή σοκολάτα που είχε αφήσει από το πρωί. Απόλαυσε το γλυκό σαν μικρό στερήμενο παιδί και αυθόρμητα γέλασε πάλι μόνη της. Στο μυαλό της έμοιαζε με σκανταλιάρικο κορίτσι που έφαγε το τελευταίο μπισκότο κρυφά από τα αδέρφια της. Σκούπισε τα χέρια της και έβγαλε από την τσάντα ένα μικροσκοπικό μολύβι με παχιά μύτη και ένα διαλυμένο σημειωματάριο. Το εξώφυλλο του είχε σχεδόν ξεκολλήσει. Οι γωνίες του ήταν φαγωμένες και στις άκρες είχε απομεινάρια από μελάνι. Ήταν άσχημο. Το αγαπούσε πολύ.

Ξεφύλλισε πρόχειρα τις προηγούμενες σελίδες γεμάτες από σκόρπιες σημειώσεις. Συνήθως μάζευε κομμάτια από λογοτεχνικά βιβλία και ποιήματα. Έσκιζε σαν ψυχρός δολοφόνος τα αποσπάσματα και τα φύλαγε μέσα στο σημειωματάριο. Ένας φίλος της, βιβλιόφιλος, κόντεψε να βάλει τα κλάματα όταν την είδε να κατακρεουργεί στην κυριολεξία ένα βιβλίο που της είχε κάνει δώρο στα γενέθλια της. Η Irene όμως δεν μπορούσε να προσκολληθεί συναισθηματικά με ένα σύνολο σελίδων δεμένων μεταξύ τους. Αυτό το έκανε με το περιεχόμενο τους, τις ιστορίες που διηγούνταν και τα μυστικά που της ψιθύριζαν.

Όλα αυτά και άλλα πολλά, που ούτε και η ίδια δεν θυμόταν μερικές φορές, αποτελούσαν πηγή έμπνευσης για την μουσική της. Συγκέντρωνε όσα περισσότερα μπορούσε. Αποσπάσματα από βιβλία, λέξεις και φράσεις πάνω σε χαρτοπετσέτες, απλοί ρυθμοί και μελωδίες, ξεραμένα λουλούδια στις τσέπες, καπάκια από μπουκάλια μπύρας, μολύβια, νομίσματα, περιτυλίγματα από σοκολάτες, πολύχρωμα στυλό που δεν χρησιμοποιούσε ποτέ, κοκαλάκια για τα μαλλιά και κουμπιά από ρούχα φίλων της. Όλα είχαν την σημασία τους, όσο ασήμαντα και αν φαίνονταν. Αυτή πίστευε πως κάθε τι έχει έναν σκοπό.

Στην πιο πρόσφατη σελίδα είχε κολλήσει μία ασπρόμαυρη φωτογραφία από ένα περιοδικό. Δεν καταλάβαινε ακριβώς τι είναι για αυτό της κίνησε το ενδιαφέρον τόσο πολύ. Δίπλα είχε σημειώσει τυχαίες σκέψεις της για την εικόνα. Σκέψεις που θα μπορούσαν να με λίγη δουλειά να γίνουν ένα νέο τραγούδι. Ο Stanley την συμβούλεψε να συγκεντρωθεί στην τωρινή περιοδεία και κυρίως στην πρώτη της συναυλία στο Λονδίνο. Της τόνισε πόσο σημαντικό ήταν αυτό για την καριέρα της. Άλλωστε, όπως υποστήριζε τουλάχιστον αυτός, θα είχε άπλετο χρόνο να ετοιμάσει το νέο άλμπουμ της όταν γύριζε στην Νέα Υόρκη. Η Irene αυτό το θεώρησε το πιο αστείο πράγμα που της έχει πει ποτέ άνθρωπος στον κόσμο και είχε ακούσει πολλά αλλόκοτα. Μακάρι να μπορούσε να βάλει φραγμούς στην έμπνευση και να γράφει τα κομμάτια της με το πάτημα ενός κουμπιού. Δεν περίμενε από τον Stanley να την καταλάβει, οπότε απλά του χαμογέλασε σαν καλό κορίτσι και έκανε ακριβώς το αντίθετο από αυτά που της είπε.

Η καστανομάλλα έπιασε όλα τα μαλλιά της πίσω με ένα ταλαιπωρημένο κοκαλάκι που δεν θυμόταν από πότε το είχε. Τα μάγουλά της είχαν ένα ροδαλό χρώμα από την ζέστη του μικρού χώρου και του κρασιού. Για να ξεκουράσει τα μάτια της σήκωσε το βλέμμα της από τις σημειώσεις και κοίταξε έξω από την τζαμαρία. Το βλέμμα της ακολούθησε δύο σταγόνες που ενώνονταν και γινόταν μία πάνω στο κρύο τζάμι. Ο δρόμος έξω από την pub φαινόταν άδειος λες και κατέληγε σε αδιέξοδο. Έκανε το κεφάλι της λίγο πιο δεξιά και παρατήρησε δύο άνδρες να στέκονται έξω από το μαγαζί. Κράτησε το βλέμμα της λίγο περισσότερο από ότι θα έπρεπε σαν κάτι να την έτρωγε μέσα της. Ένας από τους δύο άνδρες την έδειξε με το δάχτυλό του και ο άλλος φάνηκε να χαμογελά.

Το καμπανάκι του κινδύνου έκρουσε. Συνηθισμένη σε τέτοιες καταστάσεις υποπτεύθηκε πως αυτό μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα. Ή ότι θέλουν να την απαγάγουν, που αν και τραβηγμένο σενάριο, ήταν ένας μεγάλος και κάπως χαζός φόβος της. Ή ότι ήταν παπαράτσι έτοιμοι να ρουφήξουν κάθε στιγμή γαλήνης από την ζωή της και να καταστρέψουν ακόμα ένα ήσυχο βράδυ. Το χειρότερο και το πιο πιθανό ήταν πως σε λίγη ώρα από εκείνη την στιγμή θα μαζεύονταν μία ντουζίνα και παραπάνω από αυτούς έξω από την pub και η ίδια δεν μπορούσε να βγει με τίποτα από την κύρια είσοδο.

Πίσμωσε. Δεν θα τους άφηνε να πάρουν αυτό που ήθελαν. Όχι αυτή την φορά. Σηκώθηκε από την θέση της και άρχισε να μαζεύει βιαστικά τα πράγματά της. Ευχαρίστησε τον εαυτό της που είχε προλάβει να πληρώσει το κρασί και με μία κίνηση άρπαξε το πλατό της τρέχοντας σχεδόν προς τις τουαλέτες του μαγαζιού. Τα άκρα της έτρεμαν από τον τρόμο και το άγχος. Κοίταξε τον εαυτό της στον βρόμικο καθρέπτη και σκούπισε τα υγρά μάτια της. Πρώτη φορά στην ζωή της ήθελε να κλάψει από τα νεύρα. Κανείς δεν θα έπρεπε να είχε το δικαίωμα να της φέρεται έτσι. Σαν ένα προϊόν προς πώληση. Ένα κοινωνικό προϊόν που πουλάς και αγοράζεις. Η ώρα περνούσε και έπρεπε να βάλει το μυαλό της να δουλέψει. Θα έφευγε επειγόντως απο εκεί χωρίς να την βγάλουν ούτε μία φωτογραφία. Πίσμωσε πολύ.

Στίχοι από τραγούδια πλημμύριζαν το μυαλό της μα λύση καμία. Ξάφνου όπως σήκωσε το βλέμμα της στον τοίχο την είδε μπροστά της. Το παράθυρο. Κλισέ, αλλά σωτήριο στην προκειμένη περίπτωση. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ. Ένιωθε παγιδευμένη και ήθελε να δραπετεύσει από αυτή την φυλακή. Άνοιξε το τζάμι και κοίταξε την απόσταση από το έδαφος. Ευτυχώς δεν φαινόταν μεγάλη και το μέγεθος του παραθύρου την χωρούσε ίσα ίσα. Το πρώτο πράγμα που έκανε είναι να πετάξει έξω την τσάντα της. Ύστερα, με σταθερές κινήσεις έβαλε όση δύναμη είχε και έσπρωξε τον εαυτό της στην έξω πλευρά. Με προσοχή πάτησε στο έδαφος, ενώ τα πόδια της έτρεμαν και πήρε μία μεγάλη ανάσα. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Σήκωσε την τσάντα της και κοίταξε τον χώρο γύρω της.

Από ότι κατάλαβε βρισκόταν στην πίσω πλευρά της pub. Το μέρος ήταν κοντά σε δρόμο και ήταν τρομακτικά έρημο. Μόνο μερικά αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα σε αυτό το σημείο. Η Irene από τον φόβο της κατευθύνθηκε προς τον δρόμο ελπίζοντας πως θα αναγνώριζε από που είχε έρθει, έτσι ώστε να μπορούσε να γυρίσει με ασφάλεια στο ξενοδοχείο, πράγμα πολύ δύσκολο αφού οι παπαράτσι είχαν αρχίσει να περικυκλώνουν το μαγαζί. Οι φωνές τους ακούγονταν από παντού. Δυστυχώς οι φόβοι της είχαν βγει αληθινοί. Το σενάριο της απαγωγής δεν φαινόταν και τόσο κακή ιδέα, σκέφτηκε προσπαθώντας να διακωμωδήσει την τραγική κατάσταση που ζούσε. Στοιχείο της προσωπικότητάς της που εκνεύριζε μερικές φορές τον Stanley.

Πάνω που νόμιζε πως ήταν καταδικασμένη, τον είδε.

Αρχικά πρόσεξε μόνο την πλάτη του, καθώς περπατούσε προς το σταθμευμένο αμάξι του. Ήταν πολύ ψηλός και είχε μία δερμάτινη καφέ τσάντα. Αφού το ξεκλείδωσε μπήκε στην αριστερή πλευρά. Η Irene έχοντας εγκαταλείψει την προσπάθειά της να βρει μία λογική λύση στο πρόβλημα, άνοιξε με μία εξωφρενική φυσικότητα την πόρτα του συνοδηγού και μπήκε στο αμάξι. Ο ανυποψίαστος άνδρας, ο οποίος φαινόταν πως ταξίδευε σε έναν δικό του κόσμο, δεν αντιλήφθηκε την παρουσία της, παρά μόνο όταν πήγε να ακουμπήσει την τσάντα του στην θέση του συνοδηγού.

Μόλις την αντίκρισε το σώμα του τινάχτηκε σαν να το βάρεσε ρεύμα και η τσάντα έπεσε στα πόδια της άγαρμπα. Το κεφάλι του χτύπησε την οροφή του αυτοκινήτου με την απότομή του κίνηση, μίας και ήταν πολύ ψηλός για αυτό. Έβγαλε μία κραυγή πόνου και τρόμου ταυτόχρονα και έτριψε το πονεμένο σημείο του κεφαλιού του. Πήγε να μιλήσει, αλλά δεν έβγαιναν λέξεις από το στόμα του. Προσπάθησε να τις συλλαβίσει κιόλας μα ούτε αυτό λειτούργησε. Είχε μείνει άναυδος. Πριν προλάβει να αρθρώσει έστω μία πρόταση σωστά, του μίλησε εκείνη.

"Σε παρακαλώ. Πάρε με από εδώ."

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top