4. Tip : Hapiness Can Be Too Loud
Τότε (1919)
«Πώς ήταν ο κύριος Andreasson;» ρωτάει η κυρία διευθύντρια αθώα. Η Ester βγάζει την μάσκα της και παίρνει μια ανάσα, μπαίνοντας πια στον σπίτι. Η διευθύντρια την κοιτούσε ερευνητικά και η Ester παραήταν έξυπνη για να μην το καταλάβει.
«Πολύ καλά, ευχαριστώ. Ήρθε να επισκεφτεί την μικρότερη αδερφή του.»
«Δεν φαντάζομαι να ανησυχεί για την διατροφή σου; Η μητέρα σου σε έχει αναθρέψει με τις ίδιες αρετές που προσπαθούμε να μάθουμε στις άλλες κοπέλες εδώ. Αποπνέεις σεβασμό, πράγμα που παλεύουμε εμείς να επιβάλλουμε.»
Η Ester γνώριζε καλύτερα από το να μοιραστεί τις σκέψεις της όταν έπαιρναν την επικίνδυνη μορφή τους στο κεφάλι της. Βεβαίως, ο σεβασμός κερδίζεται και δεν επιβάλλεται. Αλλά η φωνή τής μητέρας της την εμπόδιζε από οποιαδήποτε ενέργεια να δώσει φωνή σε αυτά που σκεφτόταν. Η κυρία διευθύντρια δεν θα χαιρόταν ιδιαίτερα με το θράσος της.
«Ευχαριστώ κυρία. Η μητέρα αφιέρωσε πολύ χρόνο για τους τρόπους.» είπε η Ester. Η αλήθεια ήταν αυτή, αλλά η Ester είχε πολλά πρόσωπα κατάλληλα για όσους την περιέβαλαν. Δεν ήταν κακός άνθρωπος, απλά διέθετε πολλές πτυχές στην προσωπικότητά της και ήταν αδύνατον να την σταματήσεις από το να τις φανερώσει όλες την ιδανική στιγμή. Το φαινομενικά ωραίο πρόσωπο που κυνηγούσε να παρουσιάσει η μητέρα της στους άντρες που την διεκδικούσαν, δεν ήταν τόσο αθώο.
Η πραγματικότητά της είχε πάρει μια αναπάντεχη στροφή από εκείνον που ακολουθούσε ένα μήνα πριν.
Το κάστρο, πάντοτε σκοτεινό στο πέρασμά της, ήταν κρύο παρά το ανοιχτό τζάκι στα κυρίως δωμάτια. Η Ester ένωσε τις παλάμες της και άρχισε να φυσάει πάνω του προκειμένου να ζεσταθεί. Το παλτό της βρισκόταν πλέον στην κρεμάστρα. Η ίδια έπεσε θύμα του άγριου κρύου και παραλίγο να φορέσει το παλτό της ξανά για να γλιτώσει από αυτό.
Η υπηρέτρια την είδε να παίρνει ανάσες και αντιλήφθηκε πως η νεαρή κυρία κρύωνε. Ζεστό νερό υπήρχε από το πρωινό, η μεσήλικη γυναίκα έτρεξε να φτιάξει ένα τσάι και να το σερβίρει στην όμορφη Ester. Εκείνη την ευχαρίστησε ευγενικά.
Πέρα από την επίσκεψη τού αδερφού της, η οποία την έβαλε σε σκέψεις και δεν την χαροποίησε όσο περίμενε, η μέρα της ήταν γεμάτη. Ήταν η πρώτη μέρα που θα ξεκινούσαν τα μαθήματα μετά από την μόνιμη εγκατάστασή της στο κάστρο. Η διευθύντρια της είχε επιτρέψει λίγες μέρες να ξεκουραστεί από το ταξίδι της και να τακτοποιηθεί για την διαμονή της. Η Ester δεν αρνήθηκε την ευκαιρία και αντιθέτως, πήρε την ευκαιρία για να γνωρίσει λίγο τις κοπέλες -την Ingrid και την Anna- και να μάθει τα κατατόπια τού κάστρου και τής γύρω περιοχής.
Ευτυχώς -για την ίδια- και δυστυχώς -για την μητέρα της- δεν είχε πραγματοποιηθεί τίποτα επίσημο και λαμπρό για να προσπαθήσει η Ester να κοινωνικοποιηθεί. Μπορεί να μην της άρεσε η ιδέα του γάμου και όποιας δέσμευσης με κάποιον άντρα που επιθυμεί τα λεφτά της και το όμορφο πρόσωπό της αλλά γνώριζε πως αν δεν έπαιρνε αυτή θέση οι συνέπειες δεν θα ήταν ευχάριστες για αυτήν.
Το περίεργο και ίσως γοητευτικό για την κοπέλα ήταν πως η αιτία τής επαναστατικότητας που παρουσίαζε στο θέμα ήταν εξαιτίας της στάσης τής μητέρας. Ο πατέρας μπορεί να μην έκανε ξεκάθαρη την θέση του αλλά δεν την πίεζε όσο η Maja. Η πίεση την έκανε να θέλει να ζήσει μόνη της ελεύθερη, κάτι που αν άκουγε η μητέρα της θα την έστελνε στον τάφο της.
«Μια λαμπρή κοπέλα σαν εσένα δεν μπορεί να χαραμίζει τα χρόνια της δίχως να αναζητάει το άλλο της μισό.»
Μερικές φορές ένιωθε πως ο σύζυγος ήταν το μόνο πράγμα που δεν επιθυμούσε να έχει στην ζωή της αλλά ήταν το μόνο πράγμα που δεν έφευγε από τις σκέψεις της. Η Ester ξεφύσηξε όσο έπινε το ζεστό ρόφημα και προετοιμαζόταν για το μάθημα που θα ξεκινούσε από λεπτό σε λεπτό.
Και πράγματι, η Kerstin εμφανίστηκε για να την ενημερώσει πως θα ξεκινούσαν την σχολική τους μέρα με αριθμητική σε μία από τις αίθουσες.
Η ώρα έφτασε 9 όταν η Ester πήγε στην αίθουσα που γινόντουσαν τα μαθήματα. Η τάξη-δωμάτιο βρισκόταν στον δεύτερο όροφο, όπου υπήρχαν τα δωμάτια των κοριτσιών που κατοικούσαν στο κάστρο ως μαθήτριες. Ο πρώτος όροφος ήταν υπό την υποπτεία υπηρετών και αποτελούσε την πανσιόν τού κάστρου.
Το δωμάτιο είχε έναν πίνακα κιμωλίας κολλημένο στον πίνακα. Ένα μακρύ τραπέζι με σκαμπό υπήρχε στην μέση. Η Ester είδε όλες τις κοπέλες ήδη τοποθετημένες εκεί. Η Ingrid και η Anna της χαμογέλασαν από την άλλη άκρη τού τραπεζιού αλλά η θέση δίπλα τους ήταν πιασμένη. Η Ester κάθισε δίπλα στην Wilma. Δεν της είχε ποτέ ξαναμιλήσει αλλά η Ester δεν έχασε δεν ευκαιρία να συστηθεί και να κάνει έντονη την παρουσία της.
Μακριά από τις σκέψεις τής Ester, οι άλλες 5 κοπέλες που βρίσκονταν στο τραπέζι μαζί της, είχαν τρομοκρατηθεί στην εικόνα της. Η ξανθιά καινούρια κοπέλα μύριζε πλούτο από την αρχή και σε καμία δεν άρεσε αυτό. Όλες τους βρίσκονταν σε ικανοποιητική οικονομική κατάσταση αλλά δεν είχαν όσα ρούχα είχε η Ester και καμία τους δεν ήταν όσο όμορφη ήταν αυτή.
Η Ester ανησυχούσε μήπως φαινόταν κακιά με το αυστηρό, σιωπηλό και επιβλητικό βλέμμα της να επιτηρεί τα πάντα αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως η αιτία για το γεγονός πως οι κοπέλες ήταν κάπως απόμακρες ήταν επειδή την ζήλευαν. Η Ester Andreasson μπορεί να έβλεπε ένα όμορφο πρόσωπο στον καθρέφτη αλλά όλοι οι άλλοι έβλεπαν πολλά περισσότερα πάνω της.
«Καλημέρα Ester.» προσπάθησε να γίνει ευγενική η Welma κάτω από το βλέμμα τής κυρίας διευθύντριας να την ζαλίζει.
«Καλημέρα.»
Όταν η Ester αποδείχτηκε ξυράφι στην αριθμητική, καμία δεν ξαφνιάστηκε ιδιαίτερα.
⚜
«Παίζεις κάποιο όργανο Ester;»
«Πιάνο.» απαντάει απλά.
Η Ingrid εντυπωσιάζεται και η Anna δεν χάνει την ευκαιρία της να εγκωμιάσει την Ester. Η Anna, λίγα χρόνια μικρότερη από την Ester, έβλεπε την ξανθιά κοπέλα μπροστά της ως το πρότυπο προς μίμηση. Η λεπτεπίλεπτη και σιωπηλή φύση τής Ester ήταν δύσκολη να υιοθετηθεί από τον οποιονδήποτε. Για την Anna, έμοιαζε βασανιστήριο. Η μόνη φορά που συγχωρούσε το μεγάλο στόμα της ήταν όταν προσπαθούσε να εντυπωσιάσει την Ester.
Η Ester άρχιζε να νιώθει ζεστά δίπλα της, λίγες μέρες ήταν αρκετές για να κερδίσει η Anna την συμπάθειά της.
«Αχ Ester! Τι ρομαντικό!»
Η Ester γέλασε σιγανά και η Ingrid συμφώνησε μαζί της. «Η μητέρα αγαπάει την μουσική, πλήρωσε πολλούς δασκάλους για να με αναλάβουν από όταν ήμουν έξι.»
«Οπότε ξέρεις να παίζεις, ποιο είναι το αγαπημένο σου;»
«Ποιο κομμάτι;»
«Μάλιστα! Σίγουρα θα έχεις κάποιο αγαπημένο. Που να σε κάνει χαρούμενη.»
«Δεν αγάπησα κάποιο ιδιαίτερα, η μητέρα ζητούσε συνήθως τα βράδια να της τραγουδήσω και να της παίξω τα δικά της αγαπημένα. Εσύ Ingrid; Γνωρίζεις από μουσική;»
Η Ingrid δεν γνώριζε τίποτα από μουσική, αλλά όταν σήκωνε ψηλά το πηγούνι της και κοιτούσε τους καλλιτέχνες στα μάτια ήταν σαν να ήξερε. «Ελάχιστα. Ποτέ δεν καταδέχτηκα να δώσω τον χρόνο που χρειαζόταν στα όργανα. Τα χρόνια πέρασαν και εγώ έμεινα πίσω να τα χαζεύω.»
«Να χαζεύεις τα όργανα ή τους καλλιτέχνες;»
«Ester! Ντροπή!» γελάει η Anna και κρύβει το πρόσωπό της στα χέρια της λες και θαρρείς εκείνη ήταν που ντροπιάστηκε.
Η Ingrid απλά κοκκίνισε, κρύβοντας την φιγούρα της πίσω από τον καναπέ. Οι κοπέλες έπαιρναν ένα μικρό διάλειμμα από το σχολείο και ξεκουράζονταν σε ένα από τα μεγάλα δωμάτια τής πανσιόν. Το δωμάτιο ήταν τριπλάσιο από τα δωμάτια τού πάνω ορόφου όπου και κοιμόντουσαν. Χρωματισμένο σε ένα όμορφο μπεζ χρώμα, με υφασμάτινες κουρτίνες σε ένα πανέμορφο βαθύ κόκκινο, με ξύλινα, καφέ και γυαλιστερά έπιπλα. Το πάτωμα γλιστρούσε σχεδόν και όλες τους μπορούσαν να το δουν να λάμπει, έτοιμο να υποδεχτεί κάποιο προσωρινό πελάτη. Η μικρή ανακατωσούρα που άφηναν τα κορίτσια πίσω τους ήταν ένας από τους πολλούς που η Ingrid και η Anna δεν επιτρεπόντουσαν να μπουν στα δωμάτια τού δευτέρου ορόφου. Η άφιξη τής Ester στο κάστρο και στην παρέα δεν αναιρούσε τον κανόνα, φυσικά και όχι, η Ester μπήκε αυτόματα στην μαύρη λίστα από το προσωπικό τής πανσιόν όταν αντιλήφθηκαν την παρέα της. Η Anna, όταν πρότεινε να περάσουν οι κοπέλες τον χρόνος τους εδώ, είπε περιληπτικά όλα τα κηρύγματα τής Kerstin για το συγκεκριμένο θέμα. Η Ester χαμογέλασε ύποπτα και φρόντισε να κάνει την παρουσία της φανερή μετά την αποχώρησή τους από το δωμάτιο.
«Και γιατί την ενοχλεί τόσο; Το κάστρο είναι σπίτι σας.» ρωτάει η Ester.
«Το κάστρο είναι σπίτι μας αλλά στα δωμάτια δουλεύει το προσωπικό, το οποίο φροντίζει για όλες μας κάθε μέρα πέρα από την συντήρηση τού κάστρου και της πανσιόν. Η Kerstin δεν θέλει να τους βαραίνει περισσότερο, ειδικότερα εφόσον ο Ingvar είναι υπεύθυνος για πολλές από τις υποχρεώσεις τού κάστρου. Η Kerstin γνωρίζει τον Ingvar από παιδί και του έχει αδυναμία.»
«Αδυναμία; Για αυτό τον αφήνει να κάνει τα ψώνια και φροντίζει τις κακομαθημένες τού κάστρου;»
«Κακομαθημένες; Πάρτο πίσω!»
Οι κοπέλες γελάνε και ο ήχος αυτός αντηχεί σε όλο το κάστρο αλλά κανείς δεν έρχεται για αυτές.
Η Ester τους μιλάει περισσότερο για την μουσική που αγαπάει η μητέρα της και την εξυπνάδα τού πατέρα της, για το χιούμορ τού αδερφού της. Η Anna κάνει αστεία, η Ingrid παρακολουθεί την παρέα χαμογελαστή. Όταν έρχεται η ώρα να φύγουν, η Ester μένει πίσω. Τα κορίτσια την αφήνουν για να κατέβουν στον κάτω όροφο και να συνεχίσουν τα μαθήματα ραπτικής με οδηγίες τής Kerstin. Εκείνη είχε μάθει από τις δικές της υπηρέτριες και η παρουσία της δεν ήταν υποχρεωτική κάτω. Στον χρόνο της μόνη, αρχίζει να παρατηρεί το δωμάτιο που βρισκόταν. Τα χρώματα την αγκάλιαζαν προσεκτικά και εκείνη τα υποδεχόταν θερμά. Το κρεβάτι καθόταν στην μέση τού δωματίου, στρωμένο και τέλειο, τα κορίτσια δεν είχαν προλάβει να καθίσουν πάνω του και να το χαλάσουν. Η Ester παρατηρεί το όμορφο άσπρο χρώμα των σεντονιών και γυρνάει το κεφάλι της. Για μια στιγμή χαμογελάει μόνη της. Κάνει δύο βήματα προς το κρεβάτι και κλείνει τα μάτια της.
«Τι όμορφη μέρα! Σε ένα χιονισμένο κάστρο στην όμορφη Σουηδία.» λέει στον εαυτό της και στροβιλίζεται.
Πιάνει τον εαυτό της να θέλει να φωνάξει δυνατά πόσο όμορφα νιώθει αυτήν την στιγμή. Με συντροφιά τής δύο κοπέλες, με τα απλά αστεία τους και πολύ μακριά από την μητέρα της ένιωθε ελεύθερη. Το στήθος της ένιωθε όμορφα με έναν τρόπο που δεν αναγνώριζε. Ήταν άραγε ο ενθουσιασμός για την καινούρια ζωή στο κάστρο; Σε ένα μέρος όπου δεν ήθελε να πλησιάσει αλλά κατέληξε να θεωρεί σπίτι της σε μία εβδομάδα. Ένιωθε όμορφα εδώ, μέσα στο κρύο και σε ανθρώπους που νοιάζονταν για πράγματα πέρα από το χρήμα και το φύλο της.
Το χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπό της. Η Ester γυρνάει την πλάτη της στο δωμάτιο και στρέφεται προς το κρεβάτι για άλλη μια φορά. Είναι μεγάλο, πολύ μεγαλύτερο από το κρεβάτι πίσω στο σπίτι της ή από εκείνο που είχε στον πάνω όροφο τού κάστρου. Αφήνει τον εαυτό της να σκεφτεί σαν παιδί.
Όταν ο Ingvar Ander Eld μπαίνει στο δωμάτιο απροσδόκητα, η Ester δεν τον ακούει. Περιέργως, η μορφή τής μικρής κυρίας βρίσκεται πάνω στο κρεβάτι, τα παπούτσια της είναι πεταμένα στο πάτωμα, το φόρεμα της πετάει καθώς εκείνη πηδάει με δύναμη πάνω και κάτω. Τα μάτια της κλειστά, τα χείλη της για άλλη μια φορά στολισμένα με ένα χαμόγελο ικανό να λιώσει όλους τους πάγους τής Σουηδίας. Ο Ingvar σοκαρίζεται, τόσο με το θέαμα μιας κοπέλας -σχεδόν γυναίκας- να πετάει όσο και με την ενθουσιασμένη έκφραση τής δεσποινίδας Ester. Μιας κοπέλας η οποία μπροστά του έχει εμφανιστεί μόνο ψυχρή και αγέλαστη, τελείως αντίθετη με αυτήν που βλέπει τώρα. Κάτι στις σκέψεις του τού έλεγε πως μόλις τον έβλεπε, δεν θα διατηρούσε την τωρινή της γοητευτική και ευτυχισμένη μορφή.
Σιωπηλά, ο Ingvar μπαίνει στο δωμάτιο. Η Ester τον αγνοεί, συνεχίζοντας τον μονόλογο τής ευτυχίας της. «Βρίσκεσαι μόνη σου και αγγίζεις τον ουρανό-» πηδάει αρκετά για να πλησιάσει το ταβάνι, δεν φτάνει. «-προσπαθείς να αγγίξεις τον ουρανό. Και δεν σε κυνηγάει καμία μητέρα, κανένας αδερφός να κάνεις κάτι που θα μετανιώσεις.»
«Είσαι ελεύθερη να πάρεις μια ανάσα Ester.» ψιθυρίζει στον εαυτό της.
Οι στιγμές ήταν από τις λίγες που δεν ένιωθε το βάρος μιας υποχρέωσης, να ικανοποιήσει τον πατέρα και την μητέρα της. Ίσως να ήταν και η πρώτη που είχε νιώσει εδώ και καιρό. Και διόλου παράξενο ήταν, η κρύα φύση που έδειχνε στους άλλους την εμπόδιζε να δεχτεί ζεστά τους ανθρώπους και τις στιγμές μαζί τους. Με τον εαυτό της δεν προσποιούταν, έδειχνε ακριβώς αυτό που ήταν : ένα παιδί μακριά από τους γονείς του.
Όταν η ανάσα που πήρε, εξαφανίστηκε από την κούραση, άνοιξε τα μάτια της και παρατήρησε ξανά τον χώρο από την κορυφή τού δωματίου. Σε μια καρέκλα, με μία κούπα τσάι βρισκόταν ο Ingvar, ένας από τους υπηρέτες και την κοιτούσε.
Πέφτει από το κρεβάτι και χάνει τα λόγια της. Ο νεαρός τρέχει να την κρατήσει πριν πέσει τελείως από το κρεβάτι, η Ester τρομάζει. «Δεν είναι αυτό που φαίνεται!»
Εκείνος χαμογελάει χαζά κοιτάζοντας τον τρόμο της. «Μάλιστα.»
Η Ester εγκαταλείπει το κρεβάτι και διώχνει τα χέρια τού Ingvar από το σώμα της. Όρθια τώρα, αντιλαμβάνεται πόσο ανώριμη ήταν και πόσο χαζή, για να μην κοιτάξει για τόση ώρα το δωμάτιο. Η Kerstin θα μπορούσε να είχε μπει και να την έβλεπε να παίζει σαν παιδί, η μαμά της θα το μάθαινε. Βιαστικά, προσπαθεί να ισιώσει το τσαλακωμένο φόρεμά της και να φτιάξει το μπερδεμένο μαλλί της.
«Εγώ-» σταματάει.
«Γνωρίζετε από διασκέδαση δεσποινίς Ester;»
Η Ester σταματάει να νιώθει ντροπή και αντίθετα, εξοργίζεται. «Πώς τολμάς!»
Εκείνος χαμογελάει ντροπαλά και απομακρύνεται μακριά της, πράγμα που την ανακουφίζει, αλλά δεν φεύγει από το δωμάτιο όπως περίμενε. Όχι. Αφήνει το βλέμμα της και επικεντρώνεται στο ξέστρωτο κρεβάτι. Η Εster τον παρατηρεί να το πλησιάζει και πετρώνει όταν αντιλαμβάνεται πως σκοπεύει να το τακτοποιήσει. Τι ντροπή!
«Τι κάνεις; Θα το κάνω εγώ, εγώ το κατέστρεψα!»
«Κάνω την δουλεία μου.»
«Η οποία είναι;»
«Να σας φέρω ένα ζεστό ρόφημα και να σας ενημερώσω πως η παρουσία σας ζητήθηκε στον κάτω όροφο.»
«Ποιος ο λόγος;»
«Νομίζω πως κάποιος ζήτησε λίγη μουσική, η δεσποινίς Αnna είπε πως γνωρίζετε να παίζετε εξαίσιο πιάνο.»
«Ρωτάω γιατί ήρθες εδώ! Γιατί με κοιτούσες;»
«Όπως είπα και πριν, καταστρέψατε το κρεβάτι, η επιτήρηση των δωματίων είναι μέσα στις υποχρεώσεις μου στο κάστρο. Επιπλέον, ζητήθηκε να σας καλέσω στον κάτω όροφο, κάνω αυτό που μου είπαν.»
Ο νεαρός απλώνει τα χέρια του και ξεκινάει να τακτοποιεί. Η Ester δεν αντέχει και παίρνει θέση, φτιάχνοντας άτσαλα την άλλη πλευρά. Εκείνος το εκτιμάει, αν και καταλήγει να ξαναφτιάχνει την δική της μεριά. Το χέρι του, μακρύ και σταθερό, αγγίζει το δικό της κατά λάθος. Εκείνος την κοιτάζει προσεκτικά. «Με συγχωρείτε.»
Εκείνη επιστέφει στο φόρεμά της και φοράει τη σοβαρή περσόνα που είχε μάθει να αναγνωρίζει ο Ingvar από μακριά.
«Δεσποινίς Ester, καλύτερα να κατεβείτε. Η κυρία Kerstin μάλλον θα αναρωτιέται που είστε.»
Εκείνη υπακούει σιωπηλά, ανήμπορη να τον κοιτάξει στα μάτια. Πόσο ντρεπόταν! Ένας άντρας, ένας υπηρέτης, την είχε δει σε κατάσταση τρέλας. Τι θα έλεγε η μητέρα αν την έβλεπε;
«Βεβαίως, κατεβαίνω.» μονολογεί. Περπατάει λίγα βήματα προς την πόρτα, πριν την διακόψει το ελαφρώς ευγενικό βήξιμο τού νεαρού μπελά. Εκείνη τον κοιτάζει, εκείνος τής δείχνει την κούπα του τσάι που είχε αφήσει στο τραπέζι για αυτήν και γέρνει το κεφάλι του προς την μεριά τού κρεβατιού. Η Ester τον παρατηρεί και αμέσως αντιλαμβάνεται τι προσπαθεί να της πει. Κοκκινίζει και το άσπρο χρώμα σελανίτη που στόλιζε το δέρμα της, εξαφανίζεται.
«Τα παπούτσια μου.» δηλώνει απλά, μην έχοντας να πει τίποτα άλλο. Ο Ingvar αντιλαμβάνεται τα αισθήματά της και αποφεύγει να την κοιτάξει, δεν θα άντεχε να την κάνει να νιώσει χειρότερα.
«Γειά σου Ingvar.» αποχαιρετά και εξαφανίζεται από το δωμάτια, με τα παπούτσια στο χέρι, και τις πατούσες της γυμνές στο πάτωμα που κρύου κάστρου.
Ο νεαρός μέτρησε δέκα αναπνοές πριν αρχίσει να γελάει χαμηλά με τον εαυτό του, όσο έφτιαχνε το χάος τής Ester.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top