20. The Grand Finale

Τώρα (2019)

«Μου λες πως ονομάζεσαι Ester Andreasson;» κοροϊδεύει. Η γυναίκα δεν μοιράζεται το χιούμορ της. Η στιγμή γλυκόπικρη σχεδόν.

«Ήσουν σημαντική για κάποιους ανθρώπους. Και την αγάπη αυτή δεν την άφησε κανένας απόγονος να ξεχαστεί.»

«Είσαι από την οικογένεια τού Ingvar.» μονολογεί αυθόρμητα. Κάτι στην ατμόσφαιρα την χτυπάει γιατί ξαφνικά δεν αντέχει άλλο. Δεν αντέχει τους ξένους ήχους, την αίσθηση αιωνιότητας που απλώνεται σε όλο το κορμί της και εκείνο το άγχος πως δεν θα βρει ποτέ την ηρεμία της μαζί με τους άλλους νεκρούς.

«Γλυκιά μου, δεν πρέπει να βρίσκεσαι εδώ.» της ψιθυρίζει η μάγισσα. Η φωνή της ρίχνει σπόρους ανησυχίας στο κεφάλι τής Ester και η ανάσα της έρχεται διακεκομμένη. Χαμένη ήταν δεκαετίες τώρα... το κεφάλι της δεν ήταν ασφαλές χώρος για να κρυφτεί και ο κάστρο θύμιζε φυλακή. Τώρα πια περισσότερο από ποτέ.

«Τα χρώματά σου τρέμουν.» συνέχισε.

Η Ester δεν καταλάβαινε τι γινόταν ακριβώς, γιατί η μάγισσα -séancer- της μιλούσε σαν να γνώριζε τα πάντα για αυτήν. Η αυτοπεποίθησή της ήταν προσβλητική και καθόλου ανακουφιστική. Αν γνώριζε κάτι, μα γιατί δεν μιλούσε, γιατί δεν τις έδινε απαντήσεις στα ερωτήματα που την κρατούσαν ζωντανή -όχι ακριβώς- εδώ και χρόνια.

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα από όσα έχουν συμβεί απόψε. Σε παρακαλώ, λυπήσου με και άφησε με να ζήσω ένα ακόμα ήρεμο βράδυ, τόσα έχω απολαύσει, άσε με να ζήσω λίγο ακόμα.»

«Να ζήσεις; Έτσι;» Η σκέψη και μόνο γεμίζει ερωτήματα την γυναίκα. Η Ester δεν δίνει σημασία.

«Αν δεν ζήσω έτσι, υπονοείς πως δεν θα ζήσω καθόλου. Αυτό δεν μου φαίνεται τόσο ευχάριστο.»

«Φοβάσαι;»

«Φοβάμαι καθετί ζωντανό.» δηλώνει απότομα.

«Γιατί;»

«Γιατί μόνο οι ζωντανοί μπορούν να κάνουν τους νεκρούς να ζηλέψουν. Η ανάγκη να κάνουμε κάτι περισσότερο, για κάτι που δεν έχουμε, σας καθιστά στόχους. Το μίσος και ο φόβος θολώνουν, δεν μπορείς να το αλλάξεις, οι γραμμές χάνονται και πίσω μένουν μόνο τα χρώματα από τα συναισθήματα. Και τα χρώματα τούτα αλλάζουν αποχρώσεις ανάλογα με τον φωτισμό. Καταλαβαίνεις;»

Το τι είχε θυσιάσει μέσα της για μια πνοή ελευθερίας... και όμως βρισκόταν πάλι στο ίδιο σημείο. Όπως σε εκείνο του Φλεβάρη, έτος 1919. Και αυτό της θύμισε απροσδόκητα το παιδί που ήταν κάποτε, μια άσχημη εικόνα τού τότε. «Είστε ότι θέλαμε πάντα να ήμασταν. Ζωντανοί. Και είναι αρκετό.» συνεχίζει η Ester τον μονόλογό της.

Όμως η ζωή δεν ήταν ποτέ έτσι... και αν την είχε πίσω στα χέρια της η Ester, θα την χειριζόταν ξανά αχάριστα. Ο άνθρωπος αποζητάει, δεν συμβιβάζεται.

Η γυναίκα της έκανε νόημα προς μια κατεύθυνση, η Ester την ακολούθησε πιστά, δίχως δεύτερη σκέψη. Ίσως ήταν το όνομα αυτό που την έκανε να την ακολουθήσει. (Eld/Andreasson) Όταν βρέθηκαν έξω από το κάστρο και η Ester πέρασε τα σύνορα τού κάστρου δίχως πρόβλημα, ένιωσε μια αλλαγή στον αέρα γύρω της.

Ξαφνικά δεν ένιωθε το κάστρο να την προσέχει και ούτε ένιωθε τους ανθρώπους που δούλευαν στο κάστρο να την περιτριγυρίζουν.

Της έδειξε μια πλάκα. Εκείνη αρνήθηκε να την διαβάσει. Η γυναίκα αναστέναξε, δίχως υπομονή. «Δικό σου μνήμα είναι! Για όνομα τού Θεού, δες το!»

Η Ester ήταν ζαλισμένη, νυχτοφιλημένη αιώνια. «Και τι; Δείγμα πως υπάρχει Θεός δεν είδα ποτέ!»

Η γυναίκα δεν της απάντησε, σφραγισμένα από σιωπή ήταν τα χείλη της. Γύρω τους, η νύχτα είχε κερδίσει την μέρα σε πόλεμο, το φεγγάρι είχε υπερνικήσει και το βράδυ έμοιαζε να απλώνεται τεμπέλικα μέχρι το ξημέρωμα. Τον αέρα, δεν τον ένιωθε να πέφτει πάνω της, αυτή η απώλεια την έκανε να νιώσει απαίσια.

Το θέαμα όμως ήταν χειρότερο. Το σοκ ήταν μεγάλο και ούτε η ίδια η Ester είχε κατανοήσει πόσο μεγάλη στιγμή είναι αυτή. Για χρόνια ολόκληρα φανταζόταν να βγαίνει έξω από τις πύλες και να περπατάει τις σκάλες τού κάστρου, να περπατάει προς την πανέμορφη λίμνη, να τρέξει στα μονοπάτια που χάιδευαν τα δέντρα. Μπορεί το Teleborg να φορούσε πρόσωπο εφιάλτη, μα μερικές φορές ήταν πρωταγωνιστής στα όνειρά της -στα καλύτερα μάλιστα- και τις σκέψεις τούτη την στιγμή τις είχα επηρεάσει η πριγκιπική μορφή αυτής τής όμορφης ιδιοκτησίας.

«Ποτέ δεν φαντάστηκα πως μου κάνανε μνήμα. Δεν χρειαζόταν. Δεν ήμουν η μόνη που πέθανε εκείνη την χρονιά.»

«Ήσουν μικρή και η μητέρα σου δεν ήθελε να φύγεις τόσο εύκολα.»

«Πώς το γνωρίζεις;»

«Έχω διαβάσει τα ημερολόγια τού Henrik.»

«Οι νεκροί και τα πράγματά τους δεν πρέπει να ενοχλούνται.»

«Ο Henrik ποτέ δεν έκρυβε πράγματα από την οικογένειά του. Τα ημερολόγια του ήταν πάντα ανοιχτά στους Andreasson.» Κάτι σε αυτό έκανε την Ester να χαμογελάει. Η αναφορά στον αδερφό της την γέμιζε με μια ανεξήγητη χαρά.

«Έκανε παιδιά;»

Η ερώτηση αποζητούσε διττή απάντηση. Μια για τον αδερφό της και μια για τον...

«Μάλιστα. Ο Henrik παντρεύτηκε μια Ingrid, αυτή όμως πέθανε πριν γεννηθώ εγώ. Ο γιος τους-»

«Μην- άσε το παρελθόν στο παρελθόν. Δεν θα αντέξω αν χτυπήσω τον εαυτό μου περισσότερο εκεί που πονάω.»

«Αυτό ήταν ανέκαθεν αυτό που σου έδωσε αυτήν την κατάρα.»

«Συγγνώμη;»

«Η αδυναμία σου να προχωρήσεις, να δώσεις τέλος δίχως να αφήσεις ανοιχτές υποθέσεις. Γιατί νομίζεις πως είσαι φάντασμα; Δεν μπορείς να αποδεχτείς την αλήθεια όταν σε πονάει.»

«Δεν με γνωρίζεις, δεν ξέρεις τίποτα για το ποια είμαι, τι έχω περάσει και τι έχω ζήσει αυτόν τον αιώνα. Έζησα τους δυο παγκόσμιους και είδα άλλους τόσους πολέμους να συμβαίνουν από απόσταση, από την τηλεόραση, κλειδωμένη σε ένα κάστρο. Οι άνθρωποί μου είναι νεκροί και εγώ δεν έζησα ποτέ μια μέρα στα δεκαεπτά. Είδα το κάστρο άδειο για χρόνια και μετά το ξαναείδα γεμάτο με κόσμο όπου δεν γνώριζα, δίχως να μπορώ να μιλήσω σε κανέναν. Για παρέα είχα μια γυναίκα, το άτομο που μισούσε περισσότερο από όλους ο έρωτας της ζωής μου. Και τίποτα δεν ήταν ευχάριστο, τίποτα. Η ζωή μου είναι μια σειρά από ανοιχτές υποθέσεις, το γνωρίζω!»

«Δεν μπορείς να αλλάξεις κάτι.»

«Μα και βέβαια όχι! Νομίζεις δεν το γνωρίζω;»

«Αν μπορούσα να εκπληρώσω μια ευχή σου, οποιαδήποτε, ποια θα ήταν;»

«Λίγο περισσότερο χρόνο.»

«Να κάνεις τι;»

«Να ζήσω λίγο περισσότερο.»

«Μα αυτό κάνεις!»

«Δεν είναι ζωή αυτό! Είμαι δυστυχισμένη.»

«Ο χρόνος δεν σε κάνει ευτυχισμένη! Ακόμα και πέντε λεπτά παραπάνω, δεν θα άλλαζαν τίποτα.»

«Θα άλλαζαν τα πάντα.»

«Χρόνο έχεις τώρα, τι σε σταματάει;»

«Δεν είναι ζωή αυτό.» απελπίζεται.

Η γυναίκα κουράζεται. Την στιγμή αυτή χάνει το κουράγιο της. «Ester Andreasson, διάβασε την πλάκα.»

Και προς έκπληξη και τον δυο, η Ester γύρισε να κοιτάξει την πλάκα. Την διάβασε φωναχτά, προσεκτικά.

Η συζήτηση συνεχίστηκε για ώρα και το κλάμα ήταν αμφίδρομο. Η Ester ένιωθε την καρδιά της να σπάει από την συνειδητοποίηση πως τόσα χρόνια είχε κρατήσει την λογική της επειδή δεν επέτρεψε ποτέ από τον εαυτό της να σπάσει. Η αναλογία θύμιζε κούκλες, μα ταίριαζε και στα φαντάσματα.

Πώς κατάφερε να ξεπεράσει τέτοια απώλεια; Η απάντηση ήταν πως δεν το έκανε. Τα απομεινάρια είχαν πεταχτεί κάτω από ένα χαλί και τώρα είχε έρθει ο καιρός για να βγουν τα πάντα στην φόρα.

Και το χειρότερο; Θύτης και θύμα ήταν μονάχα αυτή. Οι αναμνήσεις δικές της και κάθε απάρνηση τής αλήθειας, δικιά της απόφαση. Μια συνάντηση με τα φαντάσματά της. Ο πόνος στο στήθος της δεν θα χανόταν ποτέ;

Όταν η Ester κοίταξε μπροστά, το μάτι της στην λίμνη και στα γαλανά χρώματα που δεν έβλεπε μέσα στο σκοτάδι, και δεν κοίταξε πίσω.

Η πλάκα δίπλα της χρωματίστηκε χρυσή, χρώμα που κέρδισε από ένα αεράκι. Τα γράμματα καλλιγραφικά και πλέον φωτεινά.

Στην Ester Andreasson, 1903-1919, όπου πέθανε όμορφη και νέα. Κόρη και αδερφή.

Και στο τέλος έγραφε... λόγια γραμμένα από τον άνεμο και κάθε κρύα σταγόνα που στόλιζε το βράδυ.

Τώρα πλέον ελεύθερη.


ΤΕΛΟΣ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top