20+3. The Phantoms of The Living

Τότε (1919)

«Ποια πιστεύεις πως θα είναι η μεγαλύτερη τραγωδία τής ζωής σου; Κάποια που έζησες ή κάποια που σε περιμένει;» η Ester ρωτάει γιατί στις παύσεις που θέλει ο Ingvar για να απαντήσει, βρίσκει μια σιωπή πιο ήρεμη από οποιαδήποτε άλλη. Ίσως γιατί συντροφεύεται μαζί με τις σκέψεις του, ίσως γιατί ξέρει ότι θα σπάσει σύντομα και θα ακουστεί η φωνή του.

«Δεν ξέρω, ειλικρινά. Εσύ τι πιστεύεις;»

«Εμένα δεν με έχει σημαδέψει κάποια τραγωδία. Οπότε φαντάζομαι πως απλά δεν την έχω ζήσει ακόμα.» θα γέλαγε άμα ήταν αστείο. Μονάχα ψιθυρίζει, η σκέψη πως όσο πιο δυνατά μιλάει, τόσο πιο γρήγορα θα κινηθεί η μοίρα εις βάρος της. Θα σώπαινε τελείως αν δεν είχε τόσα πολλά να του πει.

«Δεν σημαδεύεσαι από την τραγωδία.» ο Ingvar ορθά επεμβαίνει. Οι ορέξεις της Ester για φιλοσοφικό πονοκέφαλο, ξεκάθαρες από την αρχή. Θέλει ξαφνικά να αλλάξει θέμα.

Οι δυο τους είναι καθισμένοι στο πάτωμα, η πλάτη τους αγγίζει το πλάι του κρεβατιού και μαζί βλέπουν την πόρτα που κοιτάζει έναν από τους διαδρόμους τού κάστρου. Δεν φωτίζεται τίποτα πέρα από την πόρτα τους γιατί όλοι κοιμούνται.

Μονάχα αυτοί ήταν ξύπνιοι γιατί οι τελευταίες ώρες τής νύχτας ήταν και οι λίγες που μπορούσαν να βρεθούν μόνοι. Τα χέρια τους ήταν ενωμένα, το κεφάλι της Ester ξεκούραστα πεσμένο στον ώμο του Ingvar.

«Γιατί όχι; Η τραγωδία κάνει τον άνθρωπο.»

«Όχι, όχι.» της λέει ο Ingvar. «Άμα ήμουν η τραγωδία μου, δεν θα με είχες δει ποτέ να χαμογελάω. Μην με ρωτήσεις τι κάνει η τραγωδία- δεν θα σου απαντήσω. Είμαστε όλοι κάτι πέρα από αυτήν και αυτή είναι αναπόφευκτα εμείς.»

«Μακάρι να μπορούσα να σε καταλάβω.»

Ο Ingvar αναστενάζει μελαγχολικά στο σκοτάδι και καρφώνει την σκιά τού κορμιού της με το βλέμμα του. Είναι οριακά έτοιμος να φιλήσει τα σημεία που νοσταλγικά παρατηρεί αλλά πιο πολύ τώρα θέλει να ακούσει την φωνή της.

«Δεν έχω καμία ανάμνηση τής μητέρας μου. Ξέρω ότι έχασα τον αδερφό μου που γεννήθηκε και πέθανε πριν από μένα. Ο πατέρας μου δεν με αγάπησε, για αυτόν ήμουν τα απομεινάρια μίας αγάπης που τώρα σάπιζε μπροστά του. Θέλω να πω ότι άμα ήμουν ο πόνος της παιδικής μου ηλικίας, δεν θα ήμουν τόσο τρυφερός μαζί σου.» εξομολογείται.

Σταμάτησε να την χαϊδεύει γιατί η Ester γύρισε εξολοκλήρου μπροστά του. Το στήθος της ακάλυπτο, το μαλλί της ξανθό και πανέμορφο άγγιζαν τις άκρες τού προσώπου της, βάζει τα χέρια της γύρω του και τον αγκαλιάζει.

Η κίνηση έχει μια ζέστη που έρχεται κατευθείαν από την καρδιά της. Η Ester έχει μάθει να κρύβεται από τους πάντες, υπεράνω κάθε συναισθηματικής σύνδεσης. Κρύα. Τώρα όμως, τον αφήνει να λιώσει γύρω της.

Δεν τον λυπάται, δεν αξίζει την λύπησή της. Θέλει να τον κρύψει όμως, κάπου που να μπορεί αυτή η ίδια να τον προστατεύσει γιατί για αυτήν, κανένας άλλος δεν ήταν ικανός να το κάνει.

«Διαφέρουμε όμως.» μουρμουρίζει αυτή αργότερα.

«Στο κύρος;» Ψιθυρίζει ο εραστής της... Όμως δεν ήταν αυτό. Και δεν ήταν ούτε τα λεφτά, γιατί την ρώτησε για αυτά, δεν ήταν ούτε η εκπαίδευση, δεν ήταν η κοινωνική θέση.

«Τότε τι;»

«Εσένα η ζωή σε μαλάκωσε για να μην πληγώσεις ποτέ κανέναν, εγώ δεν είμαι έτσι.»

Σε αυτό δεν τόλμησε να την αμφισβητήσει κι ας λάτρευε το τρέμουλο τής νευρικότητάς της. Την άφησε να πετάξει το παράπονο που την βάραινε, μονάχα για να την σφίξει αυτός αυτήν την φορά.

Η βραδιά είχε ξεκινήσει με μια απελπισμένη επαφή δύο ανθρώπων και τώρα κατέληγε ως κάτι πολύ μεγαλύτερο.  Σμίγουν στα σκοτάδια οι πληγωμένοι, άμα τους ψάξεις, χάνονται εύκολα επειδή λείπει η καρδιά τους. Και το φεγγάρι ποτέ δεν κρίνει.

-----------

Εγώ ήρθα γιατί η σκηνή ήταν μισογραμμενη δύο χρόνια τώρα και εγώ αντί να κάτσω να ξαπλώσω σαν άνθρωπος μετά την δουλειά, έκατσα και την τελείωσα.

Να μου πεις, σιγά τις 600 λέξεις ρε Μπέλα, Ε τι να σου πω τώρα.

Καλό φθινόπωρο <3

ΥΓ. Ξαναγράφω το βιβλίο για να το στείλω ενδεχομένως στο μέλλον ως πρόταση για έκδοση. Είτε γίνει είτε όχι εγώ είμαι στο μουντ του βιβλίου οπότε here you go.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top