20+1. 'Cause Your Happiness Comes From A Kiss
Στο μαύρο ευχόταν να ζούσε. Γιατί στο μαύρο πίστευε πως δεν θα ένιωθε, στο μαύρο θα κρυβόταν και στο μαύρο θα ήξερε πώς να πάψει να κλαίει.
Τα δάκρυά του δεν ήταν μαύρα, κι ας είχαν τέτοιο βάρος. Τον συντρόφευαν διαμαντάκια, διάφανες σφαίρες που του ψιθύριζαν πως κάποτε θα σταματούσαν να πέφτουν. Σφαίρες που έμοιαζαν να τρυπάνε την καρδιά του, να πετάνε στον ρυθμό μιας νότας απαίσιας και δυστυχώς ξεχασμένης.
Θα ψιθύριζε στον εαυτό του αν ο ήχος τον ανακούφιζε στο ελάχιστο. Αν μιλούσε στον εαυτό του, ίσως να κατάφερνε να πέφτει.
Το χιόνι έμοιαζε να αγκαλιάζει τα πόδια του. Σαν να ευχόταν να τον αρπάξει και να τον βυθίσει... μιας και κανένας δεν θα ήταν εκεί να τον μαζέψει.
Ο Ingvar είχε μητέρα για μονάχα δέκα λεπτά σε ολόκληρη την ζωή του. Και τα δέκα αυτά λεπτά δεν τα θυμόταν οπότε δεν ήξερε γιατί ήλπιζε σε μια ανακούφιση. Σε κάποιο σημάδι πως δεν ήταν καταδικασμένος να χάνει κάθε άνθρωπο που αγαπούσε.
Το παγκάκι χαραγμένο και στολισμένο με πάγο ήταν η θέση που του άνηκε, όσο θρηνούσε. Και η διαδικασία ήταν μοναχικό μονοπάτι, για λίγο τουλάχιστον.
Η ιστορία μας ξεκινάει με την άφιξη τής Anna Koskull, την επίσκεψή της στο νεκροταφείο. Την επίσκεψή της στην καρδιά τού Ingvar.
Βασική προϋπόθεση τής επίσκεψης είναι πάντα ο χρόνος. Αυτοί που έρχονται με αυτό το πρόσχημα, να ξέρεις ότι πάντα θα φύγουν.
«Χάνω άτομα που πίστευα πως θα έχω για πάντα.» ψιθυρίζει ο Ingvar το πρώτο βράδυ πλάι στην Anna. H φωνή του έσβηνε αδύναμη, σαν σπίθα διαμαρτυρίας που πονούσε να αντιδράσει.
«Την μητέρα σου δεν την γνώρισες ποτέ, άρα δεν απογοητεύτηκες ποτέ.» του απαντάει γρήγορα η Anna. Πρακτική και στενόμυαλη, δεν θα σταματούσε να μιλάει με αλήθειες επειδή πήρε ένα ορφανό παιδί στην αγκαλιά της.
«Γνώρισα έναν πατέρα όμως, έναν που είχε γνωρίσει την μητέρα μου, την είχε αγαπήσει και της είχε χαρίσει δύο παιδιά. Και μετά το ένα παιδί πέθανε, η γυναίκα του το ίδιο και ο ίδιος έμεινε με το πλάσμα που ήταν ένας συνδυασμός τής τραγωδίας του και τής γυναίκας που αγαπούσε περισσότερο στο κόσμο.»
«Μην κατηγορείς τον εαυτό σου για τον θάνατο. Στους ανθρώπους να αποδίδεις ευθύνες για πολλά πράγματα, για το πόσο σκληροί, το πόσο άδικοι και αναίσθητοι μπορούν να γίνουν, πόσο μπορούν να σε πληγώσουν. Αλλά μην τους κατηγορείς για τον θάνατο. Γιατί κάποιοι ήταν άρρωστοι, κάποιοι δυστυχισμένοι και σε άλλους απλά τελείωσε ο χρόνος. Δεν ελέγχουμε τον χρόνο, αν το κάναμε, θα ζούσαμε για πάντα.»
«Το να ζήσω για πάντα θα σήμαινε πως θα έπρεπε να ζήσω μακριά τους-» συνειδητοποιεί «-για πολύ καιρό.»
Εκείνη δεν μόρφασε στην αλήθεια. Όχι όταν σε μια παρόμοια (θα) ζούσε και η ίδια. «Σε κάποιους το να ζήσουν για πάντα θα σήμαινε πως δεν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν αυτούς που αδίκησαν.»
«Εγώ θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη.» μονολογεί παιδιαρίστικα. Η Anna δεν το δέχεται.
«Η συγγνώμη είναι απλά μια λέξη Ingvar, μην στηρίζεσαι σε αυτήν. Σε καμία λέξη μάλιστα. Να τους κοιτάζεις τους ανθρώπους και να τους δείχνεις πως τους αγαπάς. Και αν φοβάσαι να τους αγαπάς, αγάπα τους όπως και να έχει. Τον φόβο τον ξεπερνάς με τον φόβο. Οπότε αν αγαπήσεις κάποιον, δεν θα χρειαστεί να του το πεις ποτέ γιατί ακόμα και αν χαθούν, αν σε αφήσουν, το βλέμμα σου θα τους μιλήσει αντί για εσένα. Και ίσως να τους κυνηγήσει αρκέτα ώστε στο τέλος να μείνουν. Τα δεσμά τής καρδιάς φυλακίζουν χειρότερα από κάθε φυλακή.»
«Δεν θέλω να κυνηγήσω κανέναν.»
«Ίσως σε κυνηγήσουν αυτοί.» γράφει στον αέρα τής φούσκας του. Η πραγματικότητά του διαλυόταν, τα θεμέλεια έτοιμα να σπινθηρίσουν.
«Επειδή με αγάπησαν;»
«Επειδή σε αγάπησαν.»
Στην αγάπη όμως που είχε ζήσει δεν είχε απάντηση. Γιατί η αίσθηση έμοιαζε να κρύβει ερώτηση και εκείνος χανόταν σε αυτήν. Στην ερώτηση που πάντα θα τον κυνηγούσε, για χάρη εκείνης δεν έφυγε ποτέ από το πλάι τής Anna Koskull. Έμεινε πλάι της για δέκα ολόκληρα χρόνια και την συντρόφευε ακόμα και όταν το κάστρο ήταν άδειο από την παρουσία της...
Στην Ester, την τέταρτη αγάπη του και την τέταρτη που σημάδεψε ο θάνατος, ένα βράδυ είχε ομολογήσει την αλήθεια. Το πρόσωπό του ήταν στοιχειωμένο από ενοχές, μεταμφιεσμένο σε ρομαντισμό. Η Ester τον φιλούσε αργά και εκείνος κάθε στιγμή δίπλα της έκλεβε την χαρά από την συντροφιά κάθε τυχερού που δεν είχε προλάβει να την γνωρίσει ακόμα.
Δεν της μίλησε, καθώς τέτοιες στιγμές μούδιαζαν κάθε λέξη πραγματική. Απλά την κοίταξε. Μολονότι ο φωτισμός δεν ήταν ο καλύτερος και το μισοσβησμένο κερί δημιουργούσε περισσότερο σκιές παρά εικόνες, εκείνος κοίταξε κάθε υποψία που προσωποποιούσε την παρουσία της. Η καρδιά του ήταν πρισμένη, φθηνή ευτυχία που πίστευε πως δεν άξιζε. Της έδωσε ένα βλέμμα που δεν είχε ξαναχαρίσει ποτέ σε κανέναν παρά μόνο έναν.
Το βλέμμα ήταν τυφλό από αγάπη, μέσα στο σκοτάδι λαμπερό όσο ποτέ. Πήρε το αίσθημα και το έβαλε στο πρόσωπό του, σαν να χάραζε την καρδιά του φανερά στον κόσμο μονάχα για να του δείξει το βάθος και το πλάτος και το ύψος και κάθε διάσταση που θα μπορούσε να αναδείξει πόσο την αγαπούσε.
Στις λέξεις άρεσε το ρομάντζο αλλά τα μάτια του ήταν μια κληρονομία ανιδιοτέλειας ικανή να χαρίσει και να μην ζητήσει ποτέ τίποτα πίσω. Σε αυτήν μερικές φορές πνιγόταν, για αυτήν πάντα πάλευε.
Τα μάτια της ήταν ο θησαυρός που έκρυβε στα χέρια του, καθώς η αγκαλία του ήταν το μεγαλύτερο μυστήριο των δυο.
Στα χαρτιά, η Ester κρινόταν αυστηρά. Λες η ευτυχία της κόστιζε χρυσό. Στην πραγματικότητα άξιζε λίγα περισσότερα δευτερόλεπτα και λίγες περισσότερες ευκαιρίες. Ο Ingvar όμως ήταν μια ραμμένη τραγωδία, μια που οι πάντες έτρεχαν μακριά του καταδικασμένοι σε μια μοίρα ονόματι αιώνιος θάνατος.
«Η καρδιά σου τρέχει.» ψιθυρίζει ανήσυχα η Ester, κάνοντας παύση στο φιλί τους. Μόνο τότε ο Ingvar, συνειδητοποίησε πως το χέρι της ήταν πάνω από την καρδιά του. Τα δάχτυλα της, λεπτά και λιωμένα πάνω στην κάψα τού δέρματός του, σημάδευαν αριστοτεχνικά το δέρμα του. Αν καιγόταν ήταν σίγουρος πως αυτή του έβαζε φωτιά και εξίσου σίγουρος ήταν πως δεν θα της ζητούσε ποτέ να σταματήσει.
«Άσε την να τρέχει τότε.»
Και η καρδιά του ήταν ανοιχτή εκείνη τη στιγμή. Το στήθος του γυμνό. Αν το έβλεπε, η Ester θα καταλάβαινε πως μπορούσε να του την κλέψει και αν κοιτούσε στα μάτια του, θα μάθαινε πως ο Ingvar θα την άφηνε.
Οπότε η καρδιά του μεγάλωσε με τα φιλιά της, τα ψίχουλα αγάπης που θα κέρδιζε μέχρι την καταδίκη της. Και τελικά έκλεισε ερμητικά όταν ξαφνικά την έχασε.
Το τελευταίο φιλί τους είχε γεύση βροχής.
Τα χρώματα τής παλέτας που πρωταγωνιστούσαν στον ουρανό ήταν ίδια με αυτά που θα ζωγράφιζαν την βροχή. Πράγματι, η βροχή έπεφτε ανελέητα και η Ester την κοιτούσε κουρασμένη. Βρισκόταν στο δωμάτιο τού Ingvar, όπως σχεδόν κάθε άλλο πρωινό εκείνης τής εβδομάδας. Είχε σχεδόν ξημερώσει και ο Ingvar είχε φύγει ώρα πριν για να αγοράσει τα λαχανικά για το μενού τής ημέρας. Η Ester δεν τον είχε ακούσει να φεύγει οπότε η κατασκοπεία της από το παράθυρό του ήταν ένα είδους διαμαρτυρίας.
Όταν θα ερχόταν, ήθελε να δει πως τον περίμενε ακόμα...
Μα σήμερα, η βροχή άλλαζε τα σχέδια. Η Ester πράγματι τον περίμενε αλλά ο άσχημος καιρός θα καθυστερούσε τον νεαρό από το να επιστρέψει στο κάστρο. Είχε πάρει το άλογο μαζί του και μέσα στις λάσπες θα αργούσε να γυρίσει μαζί με το καρότσι. Ο δρόμος ήταν ανώμαλος, αν θα τα κατάφερνε να επιστρέψει μέσα στην επόμενη ώρα θα ήταν θαύμα.
Ο Ingvar ήταν υπομονετικός άνθρωπος. Και σε αντίθεση με την Ester, ήταν επίσης πρόθυμος να δουλέψει σαν σκυλί για να καταφέρει ή να ολοκληρώσει κάτι. Οπότε όταν η βροχή άρχισε να γίνεται πιο έντονη, ο Ingvar δεν φάνηκε στον ορίζοντα ακόμα και όταν η ώρα είχε περάσει και το κάστρο είχε σχεδόν σηκωθεί ολόκληρο. Η Ester δεν κουνήθηκε από το κρεβάτι τους παρά μόνο όταν τον είδε να επιστρέφει. Το άλογο περπατούσε και εκείνος έμοιαζε με μια βρεγμένη κουκίδα που προσπαθούσε να προστατέψει τα πράγματα από την αγορά.
Η Ester ντύθηκε βιαστικά και κατέβηκε να τον βοηθήσει. Όταν βρέθηκε στην πίσω έξοδο τού κάστρου, κανένας δεν ήταν εκεί για να την δει να φεύγει ή για να την σταματήσει.
Η φυγή της τον βρήκε έτοιμο να την στείλει πίσω. «Θα βραχείς Ester, γύρνα πίσω!»
«Έφερα ομπρέλα.»
«Δεν μπορώ να έρθω, έχω να επιστρέψω το άλογο.»
Έχοντας κατέβει τις σκάλες, τον συναντά κάτω. Κουβαλάει μερικά καφάσια, τα φερνει στα χέρια του και βιάζεται να ανέβει τις σκάλες, η Ester μένει πίσω. Με την ομπρέλα στο χέρι, δεν ξέρει πώς να βοηθήσει. Τα καφάσια είναι βρεγμένα και γεμάτα λάσπες. Μέχρι να αποφασίσει η Ester να τα αγγίξει, ο Ingvar έχει ξανακατέβει έτοιμος να πάρει και τα υπόλοιπα.
Η δεσποινίδα με επιδερμίδα που δεν είχε φύγει ποτέ από τις αποχρώσεις τού άσπρου έμεινε να τον κοιτάζει. «Ευχαριστώ για την βοήθεια, δεσποινίς Andreasson.»
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω με αυτά-»
«Το ξέρω.»
«Ανέβα πάνω να σε βοηθήσω λοιπόν.»
Το θάρρος της τον ξαφνιάζει. Το πρόσωπό του κοκκινίζει και ξαφνικά δεν μπορεί να την κοιτάζει να του χαμογελάει κάτω από την ομπρέλα. Ο ίδιος ακόμα βρεχόταν και η Ester ακόμα χαζά δεν τον προστάτευε.
Της χαμογελάει, το άλογο ξεχασμένο και τα καφάσια στην κουζίνα ανενόχλητα. Κάνει ένα βήμα μπροστά, η ομπρέλα πλέον στα χέρια του, η Ester μια ανάσα μακριά από το στήθος του.
«Να με βοηθήσεις;»
Η Ester τον φιλάει πρώτη. Εκείνος γελάει και κάνει πως δεν την θέλει δίπλα του, ενώ στην πραγματικότητα ούτε η βροχή θα μπορούσε να τον πάρει μακριά της.
Ήταν λες και ο μαγνήτης που τόσο καιρό κρατούσε τις διαφορές τους μακριά έγινε άχρηστος από χέρι δικό τους. Η αλήθεια ήταν απλή, για όσο περνούσε από το χέρι του δεν θα σταματούσε ποτέ να την φιλά. Οπότε αν μπορούσε να ξεφύγει το τέλος τού κόσμου για να είναι στα χέρια της, αν μπορούσε να αναπνεύσει με τις νότες που ξεδίπλωνε στο πιάνο και με κάθε ανάμνηση που πηδούσε από τα όνειρά της, θα το έκανε.
Για όνομα τού Θεού, ήταν μπροστά στο κάστρο (στην πίσω πλευρά του μάλιστα) και την φιλούσε απογυμνωμένος από συναίσθημα. Σαν να πνιγόταν και σαν να ήθελε να πεθάνει για αυτήν με την ίδια σταγόνα που τον άφηνε ζωντανό.
Στην πρώτη σταγόνα που έλαμψε, έβαλε το χέρι του στην κλείδα της, αφήνοντας την θερμότητα να την δελεάσει. Στην δεύτερη, ψηλάφησε το πλάι τού προσώπου της και στην τρίτη αποφάσισε να επιτεθεί στα χείλια της που τόσο αθώα παραδίνονταν στην βροχή, στο ψύχος και τις σταγόνες της.
Η Ester τον έριξε προς τα πίσω θαραλλέα. Η πλάτη του στην βροχή, τα χέρια του οργώνοντας την δικία της κοιλάδα, ψάχνοντας και ψιθυρίζοντας.
Μπροστά στην οργή που φυσούσε ο ουρανός, δεν θα στεκόταν αντίπαλος. Οπότε την σήκωσε στις σκάλες, κολλώντας την στην πόρτα, μακριά από την βροχή αλλά παραλίγο. «Κρυώνεις;»
«Ναι, ναι. Εσύ;»
Ο Ingvar χαμογελάει γλυκά, ένα ίχνος ερωτισμού όμως στην εικόνα του. «Ας σε ζεστάνουμε τότε δεσποινίς Andreasson.» Το χέρι του μέσα από την φούστα της τρέμει με τις κινήσεις του να τρέχουν στο δέρμα της. Και στην συνέχεια απλά την φιλάει, δίπλα στην βροχή. Η γλώσσα του τρέχει στην δικιά της, λες και έχει να ιδωθεί μαζί της χρόνια και όχι μερικές ώρες. Αλλά στους ρυθμούς τους, δεν έτρεχε κανένας. Στις αναπνοές τους δεν διαμαρτυρόταν κανένας τους, ειδικά όταν τού ενός γινόταν πάνω στο σώμα τού άλλου. Έπειτα αυτός την σηκώνει και μάκρια από τα αδιάκριτα μάτια του κάστρου την παρασέρνει. Την κρύβει στο δωμάτιο του, όπου την φιλάει πάντου.
Πρώτα στα χείλη, γιατί από τα λόγια και τις όμορφες λέξεις της γοητεύτηκε πρώτα. Μετά την κλείδα της, γιατί από εκεί ξεγλιστρούσε στο στήθος... και κάποτε κατέληγε να φιλάει τα χέρια της, κρατώντας τα ζεστά με τον αέρα αγάπης που έβγαζε.
Μα πάντα κατέληγε στα χείλη της ξανά. Λες και το δέρμα τους ήταν κλειδί για ξεχωριστή πύλη στον Παράδεισο.
Ευχαριστώ τόσο για τις 1.000+ προβολές στο A Reunion Of Ghosts και ευχαριστώ τόσο που αγαπήσατε το βιβλίο τόσο. Τα Χριστούγεννα κλείσαμε ένα χρόνο αλλά από δικές μου περιπέτειες υγείας σας φέρνω το κεφάλαιο 5 μέρες αργότερα. Σας αγαπώ παιδιά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top