10. No Answers, More Questions
Τώρα (2019)
Όταν ο νεαρός την εγκατέλειψε, η Ester ένιωσε μόνη και όχι με τον τρόπο που είχε συνηθίσει. Για πρώτη φορά ένιωσε τον κόσμο να γυρνάει γύρω από αυτήν και όχι δίπλα της.
Ήταν τρελό, είχε συνηθίσει την αόρατη παρουσία της μπροστά στα θνητά μάτια. Κανένας δεν την άκουγε, δεν την έβλεπε. Τα δωμάτια που είχε κάνει δικά της, δεν τα πλησίαζε κανένας. Η μόνη στιγμή που ένιωθε αληθινή ήταν όταν την αγνοούσαν, σκόπιμα. Τα φαντάσματα δεν τα αποζητά κανένας και οι απέθαντοι φροντίζουν στο σύνολο να μην είναι προσιτοί. Οπότε όταν κάποιος τους πλησίαζε, κάτι τους έκανε να φύγουν σύντομα μακριά.
Η Ester δεν ήταν δυνατό φάντασμα, το είχε καταλάβει από την αρχή. Για πρώτη φορά στην ζωή της -περιλαμβανομένης και την μεταθανάτια- δεν ξεχώριζε. Αντιθέτως, μερικές φορές σκεφτόταν πως ο θάνατος της και η διαμονή της στην ζωή ήταν απλά τιμωρία. Τιμωρία για την συμπεριφορά της στον άνθρωπό της. Ένας τρόπος να ζήσει στην αφάνεια, όπως δεν έζησε ποτέ άλλοτε.
Το παιχνίδι αυτό, της ζωής και του θανάτου, δεν είχε κανόνες ακριβώς. Αντίπαλος ήταν μονάχα ο χρόνος που απλωνόταν στην αιωνιότητα και αν έχανες απέναντί του... ήσουν αιώνια καταδικασμένη.
Στιγμές σαν αυτές ήταν οι χειρότερες. Γιατί είχε συνηθίσει να είναι μόνη της, μα τώρα, μόνο στην σκέψη να ζήσει το υπόλοιπο τής ζωής της έτσι έμοιαζε πιο βάρβαρο από οτιδήποτε άλλο.
Η Ester αποφάσισε να αφήσει το βράδυ και την διασκέδασή του για τους ζωντανούς και να αποσυρθεί στην κρεβατοκάμαρά της.
⚜
Αλλάζοντας την διαδρομή της, αντί για το δωμάτιό της πάει σε ένα άλλο δωμάτιο. Ησυχία ακούγεται πίσω από την πόρτα. Εκείνη περνάει μέσα από αυτήν δίχως πρόβλημα.
«Μπορεί να με δει!»
Η Anna Koskull, το μοναδικό άλλο φάντασμα πέρα από την Ester, έμοιαζε ατάραχη. Και για πρώτη φορά, η Ester δεν το άντεχε αυτό.
«Αποφάσισες να εμφανιστείς επειδή σε κούρασε η μοναξιά ή επειδή κατάλαβες πως σε χρειαζόμουν;» ρωτάει η Ester νευρικά. Η φιγούρα της πέφτει, όπως κάθε άλλη φορά που χάνει την δύναμή της.
Μπορεί η ζωή ως φάντασμα να ήταν ιδανική αλλά μερικές φορές ο χρόνος ήταν καλύτερος από το τίποτα. Το παιχνίδι όμως στην περίπτωση τής Ester ήταν γελοίο. Το κάστρο ήταν δικό της πια, μα δεν άνηκε μόνο σε αυτήν. Γυρνώντας πίσω στις ρίζες του, το κάστρο είχε καταληφθεί από το φάντασμα τής Anna Koskull δεκαετίες πριν εμφανιστεί το πνεύμα τής Ester. Μα τα φαντάσματα δεν άντεχαν την συντροφιά τού άλλου.
Η Anna ήταν η σύζυγος τού ανθρώπου που αποφάσισε να χτίσει το κάστρο και η Ester ήταν απλά ένα κορίτσι που πέθανε στον ίδιο χώρο με αυτήν.
«Αγαπητή μου Ester, μυρίζω τον πανικό σου από την οροφή τού κάστρου. Ήμουν καθισμένη στην κορυφή του και εσύ με τραβούσες κάτω. Νιώθω πως αυτήν την φορά εσύ δεν αντέχεις την μοναξιά σου.»
«Anna. Άκου σε με.»
«Σε βλέπει κάποιος ζωντανός. Το νιώθω.»
Η Ester παραδίνεται. Σηκώνει τα χέρια της ψηλά και το ύφασμα που φώτιζε την διαφανή φιγούρα της, αλλάζει μορφή. Το πανέμορφο φόρεμά της αλλάζει μορφή μέσα σε μια στιγμή. Το κόκκινο εξαφανίζεται και το αστραφτερό ύφασμα μετατρέπεται σε μία απλή ρόμπα.
«Βρίσκεσαι εδώ Ester για πολύ καιρό. Σου εμφανίστηκα την στιγμή που με χρειαζόσουν περισσότερο και από τότε δεν σε άφησα από τα μάτια μου.»
Η ατμόσφαιρά αλλάζει απότομα, ο αέρας παγώνει και η αίσθηση μοιάζει αλλιώτικη και για τα δύο φαντάσματα. Κάτι άλλαζε και όπως φαινόταν, το κέντρο ήταν αυτές. Η Anna κοίταξε την Ester και στα μάτια της, η ξανθιά θεότητα είδε αγάπη. Τόση αγάπη που της θύμιζε την δικιά της Anna. Την Anna τής εφηβείας της. Την καλύτερή της φίλη.
«Ήρθε η ώρα να πάμε σπίτι;»
«Σύντομα. Έχουμε αφήσει κάποιες υποθέσεις ανοιχτές.»
⚜
Τότε (1919)
Η Anna την έβλεπε από μακριά, όσο εκείνη προσπαθούσε να την αγνοήσει. Η καρδιά της ήταν βαριά, όσο ποτέ άλλοτε.
Αυτό που δεν μπορούσε να συζητήσει με κάποιον πέρα από την Anna ήταν αυτό που την έτρωγε και η αίσθηση δεν ήταν ευχάριστη. Κάθε άλλο, ήταν οδυνηρή και την έκανε να αναρωτιέται αν άξιζε. Αν η θυσία που σκεφτόταν να κάνει, το ρίσκο που ήθελε η μητέρα της να πάρει ... αν άξιζε. Γιατί αν εγκατέλειπε τα πράγματα τώρα, δεν θα μπορούσε ποτέ να γυρίσω πίσω και αν το έκανε, δεν ήθελε να το μετανιώσει.
Ποτέ δεν πίστευε πως ο γάμος θα ήταν η δικιά της κόλαση. Ή τουλάχιστον ο πιο κοντινός τρόπος να βρεθεί σε αυτήν.
Η Anna δεν σχολίαζε τίποτα. Για πρώτη φορά, το μικρό παιδί δεν ήθελε να ανοίξει το στόμα του. Ίσως γιατί η σιωπή της Ester ήταν αρκετή, μπορεί και επειδή σιωπή ήθελε να της χαρίσει και εκείνη, σαν φίλη της, να την βοηθήσει να αποδεχτεί το μοιραίο : θα παντρευόταν και το καλύτερο για αυτήν θα ήταν να παντρευόταν σύντομα.
Εβδομάδες νωρίτερα, την τελευταία εβδομάδα τού Φλεβάρη, η Ester είχε ανοίξει την καρδιά της στην Anna και πλέον ήταν μάρτυρας όσο άφηνε την καρδιά της εκτεθειμένη στα μάτια των ανθρώπων. Η σιωπή της ήταν αποδοχή, υποψιαζόταν, μα η Ester δεν το σχολίαζε ποτέ.
«Αξίζει η δυστυχία μου για την δικιά της;» Δεν της είχε απαντήσει.
Και αυτό που σου ράγιζε την καρδιά δεν ήταν η επιμονή της πως θα ήταν δυστυχισμένη αλλά ο τρόπος που προετοιμαζόταν για την δυστυχία, πριν παραδοθεί οριστικά σε αυτήν.
Τώρα βρισκόταν σε ένα από τα δωμάτια στον κάτω όροφο και έβγαζε την ψυχή της στο πιάνο. Ένα όργανο που ποτέ της δεν αγάπησε ιδιαίτερα, καθώς οι χορδές του ποτέ δεν άκουσαν το τραγούδι που έλεγε η καρδιά της. Και τώρα που αρνιόταν να μείνει σιωπηλή, η ορχήστρα ακουγόταν σε όλο το σπίτι.
Τσάι εμφανίστηκε για να ζεσταθεί και εκείνη το δέχτηκε με ένα ευγενικό νεύμα. Η Ester, πεισματάρα όσο ποτέ, προσπάθησε να πάψει να σκέφτεται. Ο Ingvar τοποθέτησε το φλιτζάνι τσάι μπροστά της και στην συνέχεια έμεινε στην άκρη τής αίθουσας να κοιτάζει. Έπρεπε να φύγει μα :
Δεν θέλει.
Και κάποια στιγμή όσο εκείνη ψυχορραγούσε πάνω στα πλήκτρα τού πιάνου ... τα δάκρυα της έπαψαν να χύνονται.
Κάποια στιγμή σκέφτηκε εκείνη την μελωδία. Σιγοτραγουδώντας την και δίνοντάς την ζωή στο πιάνο, σταμάτησε να κοιτάζει γύρω της. Ζεστή από την έκσταση και τον ενθουσιασμό αφοσιώθηκε στο όργανο. Τα χέρια της, δεξιά-αριστερά, κινήσεις γρήγορες και δίχως παύσεις.
«Τα δάχτυλά σας μαγεύουν τα αφτιά τού κόσμου.»
Χαμογελάει, η σκιά τής ομορφιάς της λάμπει. «Ο κόσμος είναι πολύ αναστατωμένος για να με ακούσει, Ingvar.»
«Σας ακούω εγώ δεσποινίς Ester.» Κουνάει καταφατικά το κεφάλι της και κάτω από το φως τού ήλιου που ερχόταν μέσα από τις κουρτίνες, τα μάγουλά της αρχίζουν να καίνε.
«Ευχαριστώ για το τσάι Ingvar.»
«Η καλύτερη συνταγή για εσάς, δεσποινίς.»
«Ingvar, θέλω να σε ρωτήσω κάτι.» λέει διστακτικά και δίχως να περιμένει απάντηση ξαναμιλάει. «Δεν είσαι υπηρέτης εδώ, έτσι;»
Ο νεαρός σοβαρεύει απότομα. Ισιώνει τον κορμό του και τα μάτια του προσπαθούν να αποδεσμευτούν από την προσοχή τής Ester. Νιώθει ξαφνικά άβολα και αυτό τον παραξενεύει με αρνητικό τρόπο. Η Ester είχε καταφέρει να γίνει το άτομο που μπορούσε να μιλάει δίχως να αμφιβάλει για τον εαυτό του ακόμα και αν οποιαδήποτε σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσά τους είχε θεμέλια χτισμένα με σαπισμένο χρυσό.
Η Ester σκόπιμα έφερνε μπροστά το θέμα που πάντα οι δυο τους αγνοούσαν. Άφησε το πιάνο και δόθηκε ολοκληρωτικά σε εκείνον. Εκείνος δεν μπορούσε να κοιτάξει αλλού. Τα μάτια της έλαμπαν στο ίδιο χρώμα που έβαφε τον ουρανό στα όνειρά του, σχεδόν τον ζάλιζαν.
Αντίθετα με εκείνον, εκείνη έβλεπε πέρα από το χρώμα στα δικά του μάτια. Έβλεπε μια μορφή σκληρή που προστάτευε η χαλαρή στάση του, ζεστασιά μαζί με μια γλυκύτατη ευγένεια που έμοιαζε φυσική.
«Μπορώ να φύγω από εδώ αν θέλω.» απαντάει, ρίχνοντας στάχτη στον καφέ παράδεισο που ήταν τα μάτια του. Η Ester είχε καταλάβει πόσο εύκολα ήταν να χαθεί σε αυτόν και προσπάθησε να ξεφύγει.
«Γιατί δεν το κάνεις;»
«Πού να πάω; Δεν με περιμένει κανένας, δεν έχω κανέναν.» είπε με την δυσαρέσκεια να χρωματίζει την φωνή του και να παίρνει ζωή στα χαρακτηριστικά τού προσώπου του.
Δεν της ήταν αρκετό.
«Ενώ εδώ τι έχεις;» τον προκαλεί απελπισμένα, η φωνή της αγνώριστη. Μακριά το δέος και ο θαυμασμός για την ομορφιά του. Δεν καταλάβαινε τους κόμπους του, καθετί μυστήριο και απαιτούσε απάντηση, μια λύση, για να προχωρήσει παρακάτω.
Το πιάνο και η μαγεία του ήταν σιωπηλή από ώρα τώρα. Οι σκέψεις της είχαν πάρει το τιμόνι για άλλη μια φορά, μα τώρα προορισμός δεν ήταν τα προβλήματά της αλλά κάποιου άλλου. Του Ingvar Ander Eld.
«Δεν είναι πολλά, το ομολογώ, σε σύγκριση με το τι έχετε εσείς δεσποινίς Ester.»
«Σκέτο. Φώναζέ με Ester.»
«Αλλά ένα ζεστό κρεβάτι, ένα χαμόγελο από εσάς είναι αρκετό. Υπεραρκετό.»
«Ο κόσμος παραείναι πλούσιος για να περιορίζεσαι στα πιο απλά αγαθά.»
«Και γιατί όχι; Το απλό είναι εξίσου γοητευτικό. Εξάλλου, έχω καταλάβει πως η ευτυχία δεν βρίσκεται στα λεφτά.» σκέφτεται φωναχτά. Η χαλαρή έκφρασή του επιστρέφει και η δεσποινίς του ανακουφίζεται.
Η συζήτηση άλλαζε μορφή συνεχώς, απροσδόκητα μεν, αλλά ήταν αυτό που χρειαζόταν.
«Όχι;»
«Όχι.»
«Κατά βάθος συμφωνώ μαζί σου.»
«Θα σου έδινα τον κόσμο Ester, αν μπορούσα να τον χωρέσω στα χέρια σου.»
Του χαμογέλασε δειλά. «Κανένας δεν μπορεί να με κατηγορήσει για απληστία όταν με κάνεις να νιώθω τόσο χαρούμενη, τόσο απλά.»
Κανένας δεν μιλούσε για απληστία όμως, όχι ακόμα.
Η στιγμή διακόπηκε όταν μια φωνή -έμοιαζε μα αυτήν της Kerstin- φώναξε το όνομα τού Ingvar. Εκείνος αντέδρασε αμέσως, ελεύθερος από το ξόρκι τής Ester. Της χαμογέλασε ξανά, ευτυχισμένο και αυτή τού έστειλε ένα παγερό φιλί στον αέρα, σφραγίζοντας μια συμφωνία ανάμεσα στους δυο.
Βαδίζεις σε επικίνδυνα νερά, Ester. Θα της έλεγε η ψυχή τού κάστρου αν είχε φωνή. Αλλά την αγκάλιασε, δίνοντας σάρκα και μορφή στην απλή ευφορία της.
Είναι η ευτυχία απληστία; Η απάντηση ήταν όχι, όχι για την Ester. Αλλά κάτι προϊδέαζε την αλλαγή στην στάση της.
Το πρόβλημα για την Ester, αυτό που (θα) την στοίχειωνε τουλάχιστον, δεν ήταν η ευτυχία. Ήταν κάτι απλό και εξίσου περίπλοκο.
Η αποδοχή τής μοίρας σου δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Σε κάποιους δεν φτάνει αυτή η ζωή για να συνεχίσουν, θέλουν χρόνο. Και ο χρόνος ήταν σχετικός όταν βρισκόσουν μπροστά στο 'για πάντα'.
(Σημείωση: Το καινούριο πανέμορφο εξώφυλλο είναι φτιαγμένο από την @i_seira_mou_tora_ )
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top