07. The Mind Of A Century-old Ghost And Her Lover

Τώρα (2019)

Η Ester αγγίζει το κεφάλι της και το κρατάει σαν να νιώθει πως θα πέσει. Μα παρά την κατάστασή της, όταν ξαναμιλάει ο νέος μικρός μπελάς, εκείνη τον ακούει.

Γυρνάει προς την μεριά μιας φωνής -παιδική και τσιριχτή- και οι πρόσφατες ανακαλύψεις της την κάνουν να αναρωτιέται για την καταγωγή τού παιδιού. Ήταν και αυτός Andreasson; Από τον γαμπρό ή την νύφη ερχόταν; Και τελικά, ποιος ήταν συγγενής της, η νύφη, ο γαμπρός ή η ταυτότητα τού ενός Andreasson ήταν εντελώς τυχαία;

Η Ester δεν μπορούσε να μαντέψει το οικογενειακό δέντρο μετά τον θάνατό της καθώς αφότου άφησε την «τελευταία» της ανάσα στο κάστρο, ο Henrik δεν επισκέφτηκε τον χώρο ποτέ ξανά. Βέβαια, δεν μπορούσε να γνωρίζει αν επισκέφτηκε το μικρό μνημείο πίσω από την ιδιοκτησία τού κάστρου όπου την έθαψαν οι κάτοικοι τού κάστρου. Παρά την ξαφνική της συγκίνηση, η         Ester δεν χρώσταγε τίποτα στην οικογένειά της, ούτε καν στον Henrik. Η μνήμη της μπορεί να θόλωνε στις λεπτομέρειες αλλά οι τελευταίες στιγμές με την μητέρα και τον πατέρα της δεν είχαν αίσιο τέλος. 

Ο αδερφός της ζήτησε την ταφή της στον οικογενειακό τάφο, μόνο για να απορριφτεί το αίτημά του από όλη την οικογένεια. Η Ester δεν θα το ξεχνούσε ποτέ αυτό αλλά αυτά ήταν όλα -μάλλον- τα παιδιά τού αδερφού της, και τα ένιωθε όσο κοντά δεν ένιωσε ποτέ την μητέρα της.

Η συγκίνησή της μετατράπηκε σε έκπληξη και σχεδόν αμέσως σε καθαρό και απόλυτο φόβο. Για πρώτη φορά μετά από εκατό χρόνια, ένα ζευγάρι μάτια είχε κλειδώσει πάνω στο πρόσωπό της. Η πράξη την κεραυνοβόλησε, κάθε αίσθηση κίνησης εξαφανίστηκε σαν να είχε ξεχάσει πως κινούνταν οι μυς τού σώματός της. 

Αλλά αντί να εκμεταλλευτεί την ανθρώπινη επαφή, αυτό το θαύμα που παρακαλούσε να συμβεί για δεκαετίας, εκείνη δεν μπορούσε να το διαχειριστεί.

Η όμορφη καλλονή αναρωτήθηκε αν είχε δει σωστά, θυμίζοντας στον εαυτό της πως ήταν καταδικασμένη να μείνει στο σκοτάδι μονάχη της. Αλλά τα παιδικά μάτια δεν την άφησαν να κοιτάξει αλλού. Την κοιτούσαν περίεργα, δίχως ίχνος αναγνώρισης, έτοιμα να κάνουν ερωτήσεις. Και εκείνη φοβήθηκε. Δεν είχε ξεχάσει να μιλάει, άφηνε τον εαυτό της να παραμιλάει πάρα πολλές φορές για να μην χάσει το μυαλό της μέσα στην σιωπή, αλλά δεν ήξερε να μιλήσει σε ένα παιδί. Ένα παιδί που έμοιαζε δέκα χρόνια μικρότερό της, αν αγνοούσες το νοητικό χάσμα ενός αιώνα. Η Ester ήταν ένα θαύμα τής φύσης, ανεξήγητο και αόρατο στο κοινό μάτι πέρα από την ίδια, αντιμέτωπο με ένα άλλο θαύμα, πιο συνηθισμένο μα εξίσου- συνταρακτικό.

Είχε ξεχάσει πόσο ανακούφιση τής χάριζαν τα γαλάζια μάτια και τι αίσθηση τής χάριζε η χαρά μέσα σε αυτά. Τα τελευταία μάτια που είχε δει να την κοιτάζουν ήταν γεμάτα με δάκρυα, εκείνο το κρύο βράδυ του 1920, όταν κοιμήθηκε και ξύπνησε στον κόσμο των νεκρών. Τα παιδικά μάτια τού μικρού ήρωα ήταν γαλανά και διέθεταν μια περίεργη ομοιότητα, μία γλυκύτητα που αγαπούσε σε δύο άντρες πίσω στην εποχή της. Θα μπορούσε να είναι ο μικρός της αδερφός.

«Εσύ φίλη τής Kristina είσαι;»

Η Ester τα χάνει. Τι κι αν δεν απαντούσε; Το παιδί τι θα έλεγε; Θα ζητούσε να την βγάλουν έξω; Πώς; Αφού δεν μπορούσε να πατήσει πόδι έξω από το κάστρο, το ήξερε καλά αυτό. Και πώς θα την έβγαζαν έξω αν δεν την έβλεπαν; Ο μικρός ήταν η εξαίρεση. Βρισκόταν στον γάμο για ώρα και κανένας δεν της είχε δώσει σημασία- εκτός από αυτόν.

Πώς ήταν δυνατόν να την βλέπει;

«Τι;»

«Σε ρωτάω αν είσαι φίλη τής Kristina. Δεν σε έχω ξαναδεί, αλλά δεν μου έχει μιλήσει o Aron για εσένα.»

«Εσύ... είσαι φίλος με την Kristina;»

«Τι; Όχι! Ίου! Είμαι αδερφός της, δυστυχώς. Όμως τώρα που παντρεύεται τον Aron θα μου αφήσει το δωμάτιο της και θα παίζω παιχνίδια εκεί. Θα βάλουμε το playstation και τηλεόραση και θα βλέπουμε και ταινία!» Παραμιλάει. Η Ester ξέρει ήδη για την τηλεόραση, αλλά η άλλη λέξη που είπε- της ήταν άγνωστη. 

«Ναι, τι συναρπαστικό.» Ψιθυρίζει, βάφοντας την φωνή της με ενθουσιασμό. Η φωνή της τρέμει, όπως και τα χέρια της. Δεν ξέρει πως να αντιδράσει, αν πρέπει να το παίξει φυσιολογική και να προσπαθήσει να τον πείσει πως δεν είναι φάντασμα ή να τον αφήσει να βγάλει δικά του συμπεράσματα.

Ο νεαρός πάντως δεν ήταν ανόητος, παρά το νέο πρόσωπό του. Όταν ξαναμίλησε, η φωνή του θύμισε τον αδερφό της και αυτό την έκανε να χάσει την ανάσα της.

Ήξερε πως ο Henrik είχε πεθάνει χρόνια πριν και τον θρηνούσε για καιρό, πριν καν πεθάνει μάλιστα. Μα μια τέτοια θύμηση την φέρνει απροετοίμαστη. Είχε γλιτώσει από τέτοια αισθήματα ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.

«Είσαι πολύ όμορφη, γιατί δεν σε έχω ξαναδεί; Πας στο σχολείο με την Kristina;»

Η Ester δεν ήξερε να απαντήσει. Η αδερφή του φαινόταν αρκετά μεγάλη για να έχει αφήσει το σχολείο. Τι έλεγε το μικρό αγόρι; 

«Βεβαίως. Από εκεί γνωρίζω την αδερφή σου, μικρό παιδί.»

«Μικρό παιδί; Δεν είμαι μικρό παιδί! Είμαι άντρας! Όταν η Kristina πήγε στο πανεπιστήμιο για πρώτη φορά με έφερε μαζί της γιατί φοβόταν.»

Πανεπιστήμιο. Η Ester σιγουρεύτηκε πως πρόκειται για πλούσιους. Οι Andreasson κράτησαν τα λεφτά τους, το μεγάλο στόμα τού μικρού το σιγούρευε. 

«Τι διαβάζει η αδερφή σου στο Πανεπιστήμιο;»

«Μεγάλα βιβλία, έχει πολλά κόκκαλα να μάθει. Έχει και έναν σκελετό στο δωμάτιό της. Τώρα που θα μετακομίσει στον Aron, θα πάρει και τα υπόλοιπα πράγματά της. Εσύ δεν έχεις τα ίδια βιβλία με εκείνην;»

«Εγώ έχω περισσότερα.»

«Μην με κοροϊδεύεις!»

«Δεν σε κοροϊδεύω. Είμαι εξαιρετική μαθήτρια.»

«Ποια είναι η τετραγωνική ρίζα τού τέσσερα; Εγώ το έμαθα από το βιβλίο μου. Εσύ μου φαίνεσαι πολύ μεγάλη για παραμύθια.»

Η Ester απελπίζεται. Τα παραμύθια τού σήμερα είχαν αριθμητική; Για μια στιγμή χαίρεται που είχε αφήσει το σχολείο τόσο πίσω της.

«Το δύο.» Απαντάει, μόνο για να κάνει τον εαυτό της να μοιάζει έξυπνη. Αγαπημένη συνήθεια.

«Ποια είναι η πρωτεύουσα την Ρουμανίας;»

«Ιάσιο.»

«Λάθος! Είναι το Βουκουρέστι.»

«Κάνεις λάθος.»

«Ίσως δεν είσαι όσο έξυπνη νομίζεις!»

Ή ίσως, τα πράγματα στον κόσμο είχαν αλλάξει περισσότερο από όσο νόμιζε. Το κάστρο της ήταν παγωμένο στον χρόνο και μαζί του και αυτή. Τι ήξερε αυτή για τον κόσμο;


Τότε (1919)

«Τι ξέρεις εσύ από διασκέδαση;»

«Εγώ; Τίποτα, βεβαίως. Πώς θα μπορούσα να ξέρω;»

Ο υπηρέτης την κορόιδευε. Δεν το έκανε ξεκάθαρο, μα η Ester το καταλάβαινε αμέσως. Ο Ingvar μπορεί να κρυβόταν όσο ήθελε πίσω από κουρέλια και ψεύτικα χαμόγελα αλλά η Ester κοιτούσε πέρα από αυτά, πώς θα μπορούσε να τον εμπιστευτεί αλλιώς; Ο Ingvar κέρδισε την εμπιστοσύνη της αλλά ακόμα και έτσι δεν δίσταζε στιγμή να την υποβαθμίζει με σχολιασμούς σχετικά με την «μεγαλοσύνη» της.  Εκείνη ήξερε καλύτερα, μα ο υπηρέτης διασκέδαζε πολύ έτσι. Σχεδόν ανυπομονούσε κάθε μέρα να τής μιλήσει, μόνο και μόνο για να δει εκείνο το ενοχλημένο χαμόγελό της κάθε φορά. Μα δεν του παραπονιόταν και εκείνος δεν το σταματούσε ποτέ.

Οι μέρες στο κάστρο περνούσαν αργά. Ίσως γιατί η συντροφιά της περιορίστηκε στην Anna και γιατί ο Ingvar δεν θεωρούνταν καν φίλος της. Ήταν εργαζόμενος που παραμελούσε την δουλειά του για να κάνει σαχλά αστεία μαζί της. 

«Ναι βέβαια, το κάστρο δεν είναι πολύ διασκεδαστικό, ειδικά για έναν άνθρωπο τού επιπέδου σου.»

«Αντιθέτως, βρίσκω διασκέδαση στα λόγια σας. Ψυχαγωγία πέρα από αυτήν δεν χρειάζομαι.»

«Ω Ingvar, μια κυρία δεν κάνει να είναι αγενής, μην με κάνεις να αστειευτώ τόσο που δεν θα γελάσεις καν.»

«Οι επιθυμίες σας, πάντα πραγματικότητα.»

Γελάει και την αφήνει πίσω του. Η Ester γελάει μαζί του και πέρα από αυτό. Η παρουσία του άρχισε να συνηθίζεται, από την στιγμή που χόρευε στο κρεβάτι και εκείνος την τσάκωσε μέχρι τώρα. Ακόμα και εκείνος σταμάτησε να την κοιτάζει όπως παλιά. Έπαψε να την παρατηρεί τόσο έντονα και πλέον η προσοχή του αφοσιώνεται παντού πέρα από αυτήν. Γελάει μαζί της και κοιτάει τον τοίχο, τα χέρια του, το χιόνι να πέφτει έξω από το κάστρο. Ποτέ εκείνην. Και αυτό την έκανε να νιώθει άνετα. Τα μάτια μερικές φορές μιλάνε περισσότερο από τα ίδια τα λόγια. Και τα δικά του φοβoύνταν τι θα της έλεγαν. Κάποια σοφία που κρυφάκουσε στο κάστρο; Ή μήπως ένα αστείο άξιο να λιώσει την καρδιά της;

Ο Ingvar φύλαγε πολλά στο κεφάλι του και σε αυτό η κοπέλα είχε δίκιο. Έγνοιες ίδιες με κάθε υπηρέτη, εμπειρίες όπως κάθε παιδιού που έμεινε ορφανό νωρίς, μα οι επιθυμίες του διέφεραν. Η σκιά στο κεφάλι του, ο παράδεισος που ονειρευόταν όταν άφηνε τον εαυτό του, δεν είχε πρόσωπο αλλά ήταν χρυσή. Μια εικόνα που έλαμπε. Είχε καμπύλες και σχήμα πλάσματος που δεν αναγνώριζε. Ακόμα και μες το κεφάλι του, όταν το έβλεπε ήθελε να κλείσει τα μάτια. Τον γέμιζε χαρά και αν προσπαθούσε να το εξηγήσει δεν θα τα κατάφερνε. Όχι τέλεια, ο παράδεισος είναι και θα είναι ανάξιος για κάθε υλική και ανθρώπινη υπόσταση, ενώ ακόμα και στο πνεύμα αδυνατούσε να προσφέρει περισσότερη αγαλλίαση. 

Η Ester δεν θα καταλάβαινε. Και ας προσπαθούσε. Τα κουρέλια του φύλαγαν τρύπες για σκέψεις που η στενότητα και ιδιοτυπία τής Ester δεν θα μπορούσε ποτέ να υιοθετήσει. 

Μερικές φορές ψιθύριζε λόγια ανάξια για τα αφτιά τού κόσμου. Και όταν το έκανε ντρεπόταν. Ο Ingvar μεγάλωσε για να γίνει καλύτερος από αυτό, από τέτοιες σκέψεις. Αλλά δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Οι σκέψεις και οι πειρασμοί ήταν πολλοί και η ομορφιά που ήθελε να χαρεί ακόμα περισσότερη. Η πολλή σκέψη δεν βοήθησε ποτέ κανέναν και εκείνον σίγουρα τον μπέρδευε περισσότερο. Τι του έλεγε το κεφάλι και αυτός δεν μπορούσε να το καταλάβει;

Τι του φώναζε τώρα και αυτός δεν άκουγε όσο περπατούσε στα δωμάτια τού πρώτου ορόφου; Κατέληγε πως πλησίαζε τον διάβολο, αλλιώς οι σκέψεις του δεν θα τον απασχολούσαν τόσο. Τέτοια αφοσίωση, τον προβλημάτιζε...

Μα μετά γελάει με ένα αστείο τής Marta, τής μαγείρισσας, και νιώθει καλύτερα. Η Kerstin του χαμογελάει τα πρωινά και αυτός ανακουφίζεται. Η Anna του μιλάει με το στόμα ανοιχτό όταν εκείνος τής γεμίζει το ποτήρι στα γεύματα και η Ester δίπλα της την μαλώνει.

Και η Ester τον ξεμπέρδευε. Τα έκανε όλα πιο απλά, ίσως επειδή ό,τι αφορούσε εκείνην ήταν περίπλοκο. Εκείνος γυάλιζε με ένα χρώμα, όσο αυτή φορούσε κάθε απόχρωση. 

Οπότε όταν άρχιζε να νιώθει καλύτερα για την ζωή του και κατάλαβε γιατί...

Ήταν πολύ αργά.

(Πολύ) αργά.

Αργά για να αντιδράσει. Για να αλλάξει γνώμη. Για να κάνει οτιδήποτε.

Η συνέχεια φάνταζε πολύ επίπονη στα μάτια του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top