06. The Sound Of Silence

Τότε (1919)

Όταν το δωμάτιο έπαψε να έχει φασαρία ήταν η στιγμή που η Ester σήκωσε το κεφάλι της να αντικρίσει τον κόσμο. Η παύση ήταν ανεπαίσθητη αλλά έμοιαζε να διαρκεί αιώνες. Περπάτησε γρήγορα και πλησίασε το πρώτο άτομο που αναγνώρισε. Η Ingrid τής χαμογέλασε σφιγμένα αλλά αυτή δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Όταν παρατήρησε τον νεαρό δίπλα στην φίλη της, παραπάτησε διακριτικά.

«Καλησπέρα σας.» Αναστενάζει άβολα και ρίχνει λίγο βάρος στο σώμα της, υποκλινόμενη μπροστά στον νεαρό.

Εκείνος χαμογελάει ευγενικά και η Ester χαίρεται για την φιλική μορφή του. «Βλέπω την δεσποινίδα Ester Andreasson μπροστά μου ή με ξεγελάνε τα μάτια μου; Η ομοιότητα με τον Henrik είναι αξιοθαύμαστη.»

«Ο αδερφός μου και εγώ μοιάζουμε σε πολλά πράγματα. Δυστυχώς όμως για αυτόν, εγώ κατάφερα να διατηρήσω το κύρος που απαιτείται για τις πρώτες εντυπώσεις. Ελπίζω να μην χάλασα τις προσδοκίες σας, κύριε ...»

«Jonas Nilsson.» ψιθυρίζει, το ίδιο χαμόγελο στο πρόσωπό του, ελάχιστα πιο διασκεδασμένο. Η Ester του φαινόταν υπερβολικά ιδιότροπη για την εντυπωσιακή φιγούρα που άκουγε συνέχεια από όλη την πόλη. Παρ' όλα αυτά, δεν έχασε την όρεξή του για συζήτηση. Η προσοχή του έφυγε παντελώς από την άλλη ξανθιά κοπέλα που του έκανε παρέα την τελευταία ώρα και αφοσιώθηκε στην Ester. Και οι δυο κοπέλες το κατάλαβαν αμέσως. Η προσοχή ενός αρσενικού ήταν σύντομη και όταν την έχανες, την έχανες για πάντα.

Η Ingrid έμεινε από ευγένεια να παρακολουθεί την συζήτησή τους, ενώ ερευνούσε τον χώρο της δειλά, έτοιμη να αρπάξει μια ευκαιρία και να απομακρυνθεί.

«Τολμώ να ομολογήσω δεσποινίς μου, το θάρρος και το θράσος σας παραείναι γοητευτικό για μια γυναίκα. Αλλά όχι αρκετό.» ακούγονται τα λόγια στο αφτί τής Ester. Η προσοχή της επιστρέφει στον Jonas, ο οποίος αντιμετωπίζει την καταιγίδα μπροστά του με ψηλό το κεφάλι. Αλλά η αντίπαλός του δεν χάριζε ευκαιρίες και σίγουρα δεν άφηνε τις προσβολές προς το άτομό της, ασχολίαστες.

«Και ποιος σας είπε πως ενδιαφέρομαι;»

«Συγγνώμη;»

Πανικός. Η Ester χαμογέλασε ψύχραιμα, η Ingrid ήθελε να την χτυπήσει. «Ester, θα σε παρακαλούσα να με ακολουθήσεις, βλέπω την Anna στην γωνία και φαίνεται να χρειάζεται την συντροφιά μας. Να μας συγχωρείτε.» Ανακοινώνει ευγενικά την αποχώρησή τους και δίχως να περιμένει απάντηση, αρπάζει την Ester από το μανίκι και την κατευθύνει προς την Anna. Η Anna, μόλις δεκαπέντε, ίσα που κατάφερνε να εντυπωσιάσει τα αρσενικά μάτια των καλεσμένων, δίπλα σε τόσες πολλές γυναικείες παρουσίες, με στήθος και επιβλητικότητα. Οι δύο φίλες της ήταν κάτι που χρειαζόταν αυτήν την στιγμή για λίγη ανακούφιση. 

Η Ingrid διακόπτει κάθε ερώτηση που θα έπαιρνε από την μικρή και την εξαφανίζει. Το ύφος της επιβλητικό και θυμωμένο. Ακολουθεί την θυμωμένη Ingrid και την σιωπηλή Ester προς τις σκάλες. Σταματώντας στον πρώτο όροφο και στο πρώτο δωμάτιο που βλέπουν μπροστά τους, οι κοπέλες μπαίνουν μέσα.

Η Ingrid κοκκινίζει και οι άλλες δύο μένουν ακίνητες, περιμένοντας να περάσει η μπόρα. «Ester! Δεν γίνεται να πιστεύεις ότι μπορείς να μιλάς σε κάποιον έτσι.» φωνάζει μα δεν παίρνει καμία απάντηση. «Ester! Δεν ξέρω ποια νομίζεις ότι είσαι αλλά οι πράξεις σου επηρεάζουν όλες μας!»

«Το αν χαλάσω την φήμη μου, δεν είναι δικό σας θέμα.»

«Λάθος. Μένουμε στο ίδιο σπίτι! Έχουμε την ίδια καθηγήτρια και μαθαίνουμε τρόπους από το ίδιο σχολείο. Αν σε χαρακτηρίσουν εσένα ανήθικη, ποιος πιστεύεις θα διστάσει να κάνει το ίδιο και σε εμάς;»

Σιωπή.

«Ingrid, δεν ήταν τόσο άσχημα.» προσπαθεί να την ηρεμήσει η Anna αλλά σύντομα αλλάζει άποψη.

«Ναι ήταν! Anna, πήγε να τον προσβάλει. Είδα το μέλλον μου να εξαφανίζεται μέσα σε μια στιγμή. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό Ester!»

«Προσπαθούσα να υπερασπιστώ την τιμή μου Ingrid και είναι πολύ απογοητευτικό να σε βλέπω να αντιδράς τόσο άσχημα σε αυτό.»

Το σχόλιο τής Ester την εκνεύρισε ακόμα περισσότερο.

«Ήρθες σε αυτό το κάστρο και σε υποδεχτήκαμε όσο πιο θερμά μπορούσαμε. Σε βάλαμε στην παρέα μας και δεν σε αφήσαμε μόνη σου λεπτό παρά την αδιαφορία σου για οτιδήποτε αφορούσε εμάς. Τώρα τολμάς, αφότου έλειπες για ώρα από το πάρτι, να έρχεσαι, να απαιτείς προσοχή από το ζευγάρι μου και να μιλάς για τιμή; Ester, ποια τιμή; Ήρθες εδώ για να παντρευτείς και όχι για να καταστρέψεις κάθε ευκαιρία μας να κάνουμε το ίδιο.»

Η Anna αναστέναξε, σχεδόν δακρυσμένη και φοβισμένη. Μισούσε τις εντάσεις και οι δύο φίλες της κοιτούσαν η μια την άλλη με τρομακτική σταθερότητα. Η Ester προκαλούσε περισσότερο από την Ingrid, τα φρύδια της ανεβασμένα και τα χείλια της κατεβασμένα κάτω, σαν απογοητευμένα και μη-εντυπωσιασμένα. Δεν την απασχολούσαν τα πικρά λόγια που φώναζε η μία στην άλλη, ευχόταν μόνο να σταματήσουν να φωνάζουν. «Ester! Ζήτα συγγνώμη!»

Η Ester δεν θα ζητούσε συγγνώμη όμως και αυτό το 'ξεραν και οι τρεις τους. Η Ingrid έφυγε από το δωμάτιο αλλά η Anna έμεινε πίσω, να κρατάει το χέρι τής Ester. Έμοιαζε φαινομενικά ψυχρή μπροστά σε κάθε πρόκληση, ενώ τώρα έτρεμε.

«Είσαι εγωίστρια, το ξέρω. Και η μαμά μου έτσι κάνει μπροστά στον μπαμπά. Μόνο που εκείνη ξέρει πότε να ζητάει συγχώρεση και πότε να απαιτήσει το δίκιο της.»

«Δεν μπορώ να ζητήσω συγγνώμη.» ψιθυρίζει αναστατωμένη η Ester και η μικρή συντροφιά της δεν της απαντάει. Αντιθέτως, την κρατάει και την αφήνει να πέσει στο πάτωμα παρέα της. Οι δυο κοπέλες ξεχνάνε τα φορέματά τους και ξαπλώνουν, τα δυο τους χέρια ενωμένα. Η αναπνοή της Ester χάνεται με την επαφή στο κρύο πάτωμα. Το δωμάτιο ήταν παγωμένο δίχως το ανοιχτό τζάκι και βεβαίως δεν μπορούσαν να το κάνουν αυτό εκεί. Η Anna καταλαβαίνει αμέσως και την σηκώνει μονομιάς. 

«Το φόρεμά σου είναι λεπτό, φυσικά και κρυώνεις.» συνειδητοποιεί αμέσως και τρέχει προς την πόρτα. Κάπως είχε καταλήξει πως η βραδιά ψυχαγωγίας τους είχε ολοκληρωθεί και πως δεν θα επέστρεφαν στο μεγάλο φωτεινό δωμάτιο. Διατάζει σιωπηλά την Ester να την ακολουθήσει.

Λίγα δωμάτια παραπέρα ένας νεαρός είχε μόλις πέσει για ύπνο μετά από μια κουραστική μέρα δουλειάς μόνο για να ξυπνήσει από δύο χτυπήματα στην πόρτα. Η Anna. «An- Δεσποινίς Anna, έχω πάρει άδεια από την κυρία Kerstin για να ξεκουραστώ.»

«Ingvar, βοήθησέ μας για δύο λεπτά. Μήπως μπορείς να βάλεις κάποια σόμπα στο δωμάτιο τής Ester; Φοβάμαι πως δεν νιώθει πολύ καλά.»

Η Ester μπορεί να κρύωνε ελάχιστα αλλά το τρέμουλο στα χέρια της ερχόταν από την αναστάτωση που της πρόσφερε ο προηγούμενος καυγάς. Η Anna αδιαφόρησε, πεπεισμένη να σταματήσει το τρέμουλο όπως και να έχει. 

Ο Ingvar υπάκουσε σιωπηλά, δίχως κανένα παράπονο και κανένα σχόλιο. Αθόρυβα, έφερε το μόνο θερμό σώμα στο κάστρο που δεν βρισκόταν στην αίθουσα χορού και το έβαλε στο δωμάτιο τής ξανθής κυρίας του.

Η Anna τον αποχαιρέτησε και του ευχήθηκε καλό βράδυ, ενώ η Ester διατήρησε την σιωπή της, λες και η φιλική συζήτηση για τους φόβους της δεν είχε υπάρξει μεταξύ εκείνης και του υπηρέτη. Εκείνος όμως δεν ενοχλήθηκε, παρά μόνο της ευχήθηκε προσωπικά μια καλή νύχτα με ένα χαμόγελο αφιερωμένο στο σκοτάδι που δεν είδε κανένας. 

Μόνες τους, η Anna βοήθησε την Ester να βγάλει το φόρεμά της και μετά το κορσέ, πριν την καθοδηγήσει με την νυχτερινή ρόμπα της. Ήταν γεγονός πως το τρέμουλό της είχε σταματήσει αλλά η Ester την άφησε να πάρει το πάνω χέρι.

Την άφησε να ρίξει κάτω τα μαλλιά της και να τα ξεμπλέξει, χτενίζοντάς τα στην συνέχεια. Αργά και μεθοδικά, λες και το είχε ξανακάνει άλλες χιλιάδες φορές. Η παρουσία της φίλης της καθάριζε τα δάκρυα από το στενάχωρο πρόσωπό της.

«Πώς αφήνω ένα παιδί να με προσέχει;» μουρμουρίζει η Ester ξαφνικά. Η Anna είχε την απάντησή της έτοιμη.

«Μερικές φορές, ακόμα και γυναίκες σαν εσένα χρειάζονται λίγη περισσότερη φροντίδα.»

«Είχε δίκιο για εμένα.»

«Μάλλον. Ίσως η Ingrid να ζηλεύει. Ξέρεις, τα πράγματα είναι εύκολα για εσένα. Λεφτά έχεις και δεν φοβάσαι τίποτα. Εκείνη όμως έχει πολλά να χάσει.»

«Οι άνθρωποι χάνουμε πράγματα συνέχεια. Τα λεφτά δεν είναι το παν.»

«Είμαστε γυναίκες, δεν είμαστε; Τα λεφτά είναι το δικό μας πρόβλημα, οι δικοί μου θέλουν να παντρευτώ καλά, για αυτό είμαι εδώ, σε αυτό το κυριλέ κάστρο. Για αυτόν τον λόγο είσαι και εσύ εδώ και ας το αρνείσαι.» λέει η Anna και η Ester την ακούει δίχως να της απαντήσει, επιστρέφοντας στην σιωπή της. Και με κάποιο τρόπο, ακόμα και η σιωπή της ήταν δυνατή.

Την ξάπλωσε στο κρεβάτι, σαν μικρό παιδί και της μίλησε για τον εαυτό της. Η Ester δεν έκλεισε ποτέ τα μάτια της, κοιτάζοντας το σκοτάδι, απολαμβάνοντας την θέρμη τού δωματίου. 

«Μα γιατί δεν είσαι η μικρή μου αδερφή; Θα περνούσαμε τόσο καλά πίσω στο σπίτι.»

«Αν ήμουν η μικρή σου αδερφή δεν νομίζω να με συμπαθούσες τόσο.»

«Έχεις δίκιο, θα συμπαθούσα περισσότερο το πιάνο που δεν άντεχα να έχω μπροστά μου.»

«Ίσως για αυτό να είσαι τόσο ψυχρή. Οι καλλιτέχνες, έχω ακούσει από τον πατέρα μου, έχουν τον σύνδρομο τής ανωτερότητας.»

Η Ester γελάει. Μα δεν αρνείται τίποτα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Η γοητεία βρισκόταν στο ψύχος της.

Στο πρωινό η Ester δεν εμφανίστηκε και η άδεια καρέκλα της δεν χαροποιούσε ούτε την Anna, ούτε την Ingrid. Η Kerstin αποφάσισε να μην το σχολιάσει, όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Αντί να παίρνει το πρωινό της, ο ξανθός μπελάς βρισκόταν στην άλλη πλευρά τού κάστρου, στην  κορυφή τού πύργου και σε ένα από τα δωμάτια που άνηκε στην αρχική ιδιοκτήτρια. Μπορεί να την επισκεπτόταν ο αδερφός της αργότερα, πριν ξεκινήσουν τα μαθήματα αλλά αυτή δεν ήθελε να δει κανέναν. Τα χρώματά της ήταν σκοτεινά και τα μάτια της θύμιζαν σιωπηλή θύελλα και άμα συγκρούονταν με άλλο πρόσωπο, δεν μπορεί να φανταστεί τι καταστροφές θα προκαλούσε. Γιατί ως γνωστόν, η Ester δεν φημιζόταν ούτε για την μεγαλοψυχία της και σίγουρα όχι για την υπομονή της.

Όπως και κάθε πρωί, το κάστρο ήταν παγωμένο και κάθε πρωινός επισκέπτης βίωνε το κρύο με κάθε βάρβαρη υφή του. «Κάνει κρύο.» ψιθυρίζει μια φωνή πίσω της. Η Ester πετάγεται από την καρέκλα της ξαφνιασμένη μα όταν γυρνάει να κοιτάξει πίσω της, δεν βλέπει κανέναν.

Ανοιγοκλείνει τα μάτια της παραξενευμένη αλλά δεν προχωράει περισσότερο, αντίθετα σηκώνει διστακτικά το φόρεμα της για να μην εμποδίζει τα πόδια της και μόνο τότε ξανακοιτάζει το δωμάτιο γύρω της, πριν αρχίσει να περιφέρεται. Ο χώρος ήταν ευρύχωρος και γεμάτος με πράγματα, τόσο σε κλειστά σεντούκια, τόσο και κάτω από έπιπλα καλυμμένα με υφάσματα για την σκόνη.

Το πάτωμα τής ψιθύριζε όσο αυτή περπατούσε πάνω του νευρικά. Μα η φωνή που της μίλησε, άφαντη. Άσκοπη η αναζήτησή της σε όλο το δωμάτιο, κατέληξε να σκέφτεται.

Όταν ξανακάθισε στην καρέκλα της, σε εκείνη την βελούδινη και βολική, το άτομο που κυνηγούσε και αναζητούσε λίγες στιγμές πριν : εμφανίστηκε. Μπροστά της, ο αδερφός της πήρε μορφή. 

Το χαμόγελό του την εξέπλησσε ιδιαίτερα αλλά όχι αρκετά για να βελτιώσει την διάθεσή της. Αγαπούσε τον αδερφό της όσο κανέναν στον κόσμο αλλά η παρουσία του από εδώ και πέρα σήμανε την στιγμή ενημέρωσης τής μητέρας της. Και όπως και κάθε πράγμα που αφορούσε την μητέρα της, εκείνη σίγουρα δεν ανυπομονούσε.

Ο Henrik, σε σύγκριση με την αδερφή του, περνούσε καταπληκτικά στο Växjö. Μπορεί η διαμονή του να εμπλεκόταν με τα συμφέροντα τής οικογένειας του για την Ester, αλλά αυτός περνούσε την ημέρα του μακριά από τα πόδια της. Πλούσιος νεαρός, μόλις δεκαεννιά σε ηλικία, είχε όλο τον κόσμο μπροστά του, σχεδόν φυλακισμένο στην παλάμη του. Καλοπερνούσε και δεν αρνιόταν στον εαυτό του τίποτα, παρά τις ανησυχίες που μπορεί να προκαλούσε στους γύρω κύκλους. Η αυτοπεποίθηση που δεν είχε αποκτήσει ποτέ πλάι στον πατέρα του, ερχόταν τώρα που ήταν μακριά του.

Και ενώ περίμενε να βρει την Ester βασίλισσα, σε ένα κάστρο με ανθρώπους με το μισό κεφάλι από αυτήν, εκείνη ήταν μοναχή της και δυστυχισμένη. Ο υπηρέτης τον είχε ειδοποιήσει πως η Ester δεν ήταν καλά από χτες το βράδυ, αλλά αυτό δεν τον απασχόλησε καθόλου. Τα ψέματα τής Ester δεν δούλευαν σε αυτόν.

«Γιατί βρίσκεσαι εδώ;»

«Κάνεις την λάθος ερώτηση. Αναγνωρίζω την εξυπνάδα σου αδερφή μου, μην το παίζεις κατώτερη μπροστά μου.»

Η Ester μειδιά και για μια στιγμή ξεχνάει κάθε θυμό και λύπη που την είχαν τυφλώσει με το πρωινό ξύπνημα. Διστακτικά πέφτει στην αγκαλιά τού αδερφού της και τον χαιρετάει έτσι, όπως έκανε πάντα. Θυμίζοντάς του πως τον αγαπάει. Ο ξανθός και μεγαλύτερος Andreasson εξηγεί μονομιάς για την σύντομη αναζήτησή του στο κάστρο. Η φωνή του, αυτή που την είχε ξυπνήσει από τις σκέψεις της νωρίτερα, είχε ακουστεί από το διπλανό δωμάτιο. Εκείνος είχε ανοίξει κάθε πόρτα στον όροφο -που ομολογουμένως δεν άνοιγαν και πολλά δωμάτια- μέχρι να την βρει σε αυτό.

«Έχεις μιλήσει με την μητέρα;» Και ξέρει, πριν καν ανοίξει το στόμα του ποια είναι η απάντηση.

Ναι.

«Ναι.» Την επιβεβαιώνει. «Έλαβα γράμμα χτες τα χαράματα. Το πάρτι που οργάνωνε το κάστρο χτες με εμπόδισε από το να σε ενημερώσω νωρίτερα. Φαντάστηκα πως ήσουν πολύ απασχολημένη με τις ετοιμασίες για να ασχοληθείς με τα πικρά σχόλια τής μητέρας.»

«Πράγματι.»

«Η μητέρα είναι καλά, το ίδιο και ο πατέρας. Ελπίζουν να τηρείς τους κανόνες απόστασης και να φοράς συχνά την μάσκα σου.»

«Μάλιστα.»

«Ρωτάνε επίσης για την συντροφιά σου και για το αν έχεις κάνει κάποια έξοδο.» Την απάντησή της, την ήξερε και εκείνος. Η σιωπή της ήταν η ίδια όπως κάθε φορά.

«Υπέθεσα πως θα απαντούσες έτσι, οπότε πήρα την πρωτοβουλία να σε προσκαλέσω σε ένα από τα δικά μου πάρτι.»

«Δικό σου;» Παραξενεύεται η ξανθιά θεότητα και ο Henrik τής χαρίζει ένα χαμόγελο. Πριν απαντήσει, κάνει έναν θόρυβο στον λαιμό του. Η Ester τον παρατηρεί ασύστολα.

«Όχι.» Απάντησε μονάχα ο Henrik. Η ξαφνική σιωπή του ήταν προβληματική σχεδόν στα μάτια τής Ester. Μα δεν τόλμησε να πει κάτι παραπάνω, την εμπόδιζε εκείνη η λάμψη στα μάτια του.

Εξάλλου, οι αριστοκράτες αναγνώριζαν ομορφιά και πλούτο εκ φύσεως. Η απληστία ήταν αστείο. Και ένα μάθημα που έπρεπε να μάθει και εκείνη.

Ω μα αυτοί οι αριστοκράτες. Πότε θα μάθουν;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top