κεφάλαιο 7 Μια πληγη που δεν θα σβήσει .

Ο Σούρεν , η Σέμμα , η Κάηρα και ο Σάολο, ηταν επιτέλους αισιοδοξοι για τις ζωές τους καθώς μολις είχαν γλιτώσει απο τους ανθρώπους και κατεφθύνονταν προς ένα φιλικό χωριό ανθρώπων του δάσους.

Ο Γκράμθαρ, ο άγριος αντρας, έφυγε χωρίς πολλές καθυστερίσεις. Αν και ο Σαολο τον είχε κάνει ήρωά του και ο Σούρεν τον θυμ΄νταν με θαυμασμό κι ευγνωμοσύνη , η Σέμμα ακόμη είχε τις αμφιβολίες της. Τι κι άν ο άντρας τους είχε στήσει παγίδα? Η ίδια δεν είχε ακούσει ποτέ για αυτό το χωριό ανθρώπων του δάσους. Τι κι αν δεν υπήρχε χωριό και ηταν όλα ενα καλοστημένο σχέδιο? 

Ο Σούρεν προχωρούσε με σιγουριά αλλα και με προσοχή . Δεν ήθελε να βρεθούνε προ εκπλήξεως συναντώντας κανέναν άνθρωπο.Περπατούσαν αρκετή ώρα και η Σέμμα άρχισε να ανησυχει τόσο που σταμάτησε ξαφνικά και γύρισε να κοιτάξει τους άλλους 3 μπαίνωντας μπροστά τους.

Σεμμα: αρκετά, φτάνει.

Σούρεν:Σεμμα? τι τρέχει?

Σέμμα: δεν εμπιστεύομαι αυτόν τον άνδρα! κι άν μας έχει στήσει παγίδα?

Σούρεν: τι λες?? γιατί να το κάνει αυτο? αν ήθελε να μας κάνει κακό πιστέυεις δεν μπορούσε να το έχει κάνει μόνος του? είδες ποσο ισχυρός ήταν!

Σέμμα: .. εχεις δίκιο μα...(τότε ένας ήχος ακούστηκε σαν κάποιος να πλησίαζε)Το άκουσες αυτό?

Σούρεν: ε? ναι.. εκείνοι θα είναι ! οι άνθρωποι των δασών!(ποδοβολητό ακουστηκε σάν κάποιος με μεγάλο βάρος να έτρεχε προς εκείνους)

Σέμμα: δεν ξερω.. αυτοί δεν ειναι ελαφροπάτητοι?? κανει πολύ θόρυβο!

/εκείνη τη στιγμή μία φιγούρα φάνηκε απο τους πυκνούς θάμνους. Ηταν μια μεγάλη φιγούρα, πανω απο 2 μέτρα σε ύψος με χρώμα κάτι μεταξύ σε σκόυρο πρασσινο και καπια καφε απόχρωση. Καθώς έτρεχε μπορούσαν να φανούν τα κοφτερά του δόντια και ενα πέτρινο τσεκούρι που κρατούσε. Ηταν ένα Ορκ. Ο Σούρεν σάστησε, φωναξε στην Σέμμα να προσέξει  μα ήταν αργά. το όρκ με ένα σάλτο έφτασε αρκετά κοντα και χτύπησε τη Σέμμα στο κεφάλι με το όπλο του. Τα μάτια της  έσβησαν και έπεσε στο χώμα . Απο όσο φαινόταν, δεν θα ξανασηκώνονταν, ποτε. Ο Σούρεν γούρλωσε τα μάτια και το στόμα του άνοιξε σαν να ήταν έτοιμος να ουρλιάξει μα φωνή δεν έβγαινε απο το στόμα του. Τα παιδιά τρομαξαν τόσο που ούρλιαξαν δυνατά και κρύφτηκαν πίσω απο τον Σούρεν.

Το όρκ πλησίασε και στάθηκε κοντά στη σωρό της Σέμμα. Δεν έδειχνε έτοιμος να επιτεθεί.γέλασε δυνατά και έστρεψε το βλέμμα του στον παγωμένο απο το σόκ Σουρεν./

Ορκ : ωραία. έχω καιρό να φάω κρέας νάνου.το τελευταίο μας γέυμα ήταν δυο απο εκείνους τους κοκαλιάριδες.

Σουρεν: Σ...σέμμα...οχι....

Ορκ: χμμμ... τι είναι αυτά? παιδία? χαχαχαχα κατααλαβα. δεν έχουν καλό κρέας. μπορούν να φύγουν, δε με ενδιαφέρουν. Εσυ όμως..

Σούρεν: Θα πεθάνεις.

/Ο Σούρεν σφύγκει το όπλο του και επιτήθεται στο όρκ όμως το όρκ αμήνεται στο χτύπημα και με μία κλωτσιά σωριάζει τον Σούρεν κάτω.Ο Σούρεν σηκώνεται αλλα μόνο για να δεί κατι που θα τον πονούσε περισσότερο απο το χτύπημα που μόλις δέχτηκε. Ο Σάολο όρμηξε στο Ορκ καθώς είχε στεναχωριθεί πολυ απο το θάνατο της Σέμμα . το Ορκ χωρις όμως κανέναν δισταγμό του επιτέθηκε. Ενα χτύπημα θα ήταν αρκετό για να τελειώσει τη ζωη του παιδιού στα 7 του χρόνια.Ο Σούρεν αισθάνθηκε ένα μεγάλο χτύπημα στην καρδιά του και τα μάτια του έκαιγαν στο θέαμα. Το Ορκ όμως δέν σταμάτησε εκεί καθως πλησίαζε την μικρη Κάηρα.

Ο Σούρεν σηκώθηκε γρήγορα. δεν μπορούσε να αφήσει κι άλον θάνατο. Ορμηξε στο όρκ και φώναξε στην Κάηρα να τρέξη όμως αυτή δεν μπορούσε να κουνηθεί απο τον τρόμο. Το όρκ γέλασε χαιρέκακα. η επίθεση του Σούρεν όμως βρήσκε στόχο . το τσεκόυρι του σόυρεν χτυπά το όρκ που προσπάθησε να απεκρουσει με το δικό του όπλο. Η λεπίδα χώθηκε βαθιά στο  χέρι του πράσσινου φονιά , λίγο ακόμα και θα του το είχε κόψει . Εκείνος κραυγάζει και κλωτσά δυνατά τον Σούρεν ο οποίος σωριάζεται άλη μια φορα στο έδαφος. πλησιάζει το κοριτσάκι και το χτυπά στο κεφάλι δυνατά με το πόδι του. Η Κάηρα δεν μπορούσε να αντέξει ενα τέτοιο χτύπημα κι έπεσε νεκρή. Ο Σούρεν δεν μπορούσε να το αντέξει . Ενιωσε πως ζαλίζεται και πήγε να λιποθυμισει. Ολα ήταν θολα γύρω του και το ορκ τον πλησίζε. εκείνη τη στιγμη όμως 7 βέλη τον πέτυχαν. 5 στο στήθος , ενα στο λαιμό κι ένα στο κεφάλι. 

Το Ορκ δεν πρόλαβε να βγάλει ούτε κραυγη. Ενα μουγκρητο μόνο ξέφυγε οταν το κουφάρι του χτύπησε το έδαφος.Ο Σούρεν το είδε και εκείνη τη στιγμή , ολα μαύτισαν γύρω του. 

Τα μάτια του άνοιξαν. οι σκέψεις του θωλες. λιγη ώρα χρειάστηκε να θυμηθεί τι είχε συμβεί. Κοίταξε γυρω και είδε το Ορκ πεθαμένο, Τον μικρό Σάολο στο έδαφος και 4 ψηλούς, αδύνατους άνδρες.Η Κάηρα και η Σέμμα δεν ήταν πουθενά. Σηκώθηκε με όση δύναμη του ειχε μείνει.

Σούρεν : τι... συμβαινει εδώ...

/Ο ένας απο τους 4 άνδρες τον πλησίασε. Είχε καθαρό προσωπο και φαίνονταν πολύ νέος, Το χρώμα του ήταν ουτε πολύ λευκο μα ουτε και πολύ σκούρο, Γύρο στο 1.85 και φαίνονταν να ζυγίζει 1.5 σακί πέτρες με το ζόρι. (γυρω στα 60 κιλά.) Τα μαλλιά του έφταναν μέχρυ τα γόνατά του και ήταν πιασμένα με σκινακι σε 10 διαφορέτικα σημεία/

Ανδρας: Είσαι καλα νανε φίλε?

Σούρεν: εχασα... τους φίλους μου... πέθαναν .. όλοι..

Ανδρας : λυπάμαι... μόλις σε είδαμε τρέξαμε αμέσως μα ήταν ήδη αργά. Παρόλα αυτά δεν πέθαναν ολοι...

Σούρεν: τι??

Ανδρας : αυτος ο μικρούλης είναι ακόμα ζωντανός..

Σούρεν: τι??? αλήθεια?

Ανδρας: ναι. Τα κόκαλα στο σώμα του είναι τα περισσότερα σπασμένα μα ζεί. θα τον φροντίσουμε καλα και σε ένα χρόνο περίπου θα είναι πάρα πολύ καλύτερα.

Σούρεν: απίστευτο...

Ανδρας: Εδώ είναι η περιοχή μας και συχνά είναι ασφαλης. όμως αυτές τις μέρες τα Ορκς έχουν κατέβει απο εκείνο το βουνό . Σκότωσαν 5 απο τους κυνηγόυς μας...εισασταν πολύ άτυχοι που ήρθατε τώρα...

Σούρεν: οι άνθρωποι... καταστρεψανε το χωριό μας.

Ανδρας: αυτο είναι λυπηρο...

Σούρεν: Καημένη Σεμμα... καημένη Κάηρα..μα θα πρέπει να σε ευχάριστήσω..

Ανδρας: Σαλαηναν..το όνομά μου.

Σούρεν: Σούρεν το δικό μου.

Σαλάηναν: ελάτε μαζί μας. στο χωριό θα είμαστε ασφαλής.

/Ο Σουρεν έχασε δυο απο τους φίλους του. μα ο μικρός Σάολο ήταν ζωντανός. Δεν είχε επιλογη. Θα ακολουθούσε τους ανθρώπους του δασους.Ισως και να εμενε μόνιμα μαζι τους. Στο μυαλό του τωρα , δεν είχε πολυ σημασία το μέλον .


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top