κεφάλαιο 5 "Ο Ορκος"

Ο Καν-το σηκώθηκε όρθιος μα ακόμα πονούσε. η φροντίδα του Ντάηρον και των αλλων ήταν καλη αλλα αυτός είχε αρκετές πληγες και θα χρειάζονταν αρκετό καιρό για να γίνει εντελώς καλα. Στάθηκε για λίγο και κοιτούσε το μέρος οπου θάβονταν οι φίλοι του. ηταν δύσκολο να πιστέψει πως αυτό συνέβη στα αλήθεια, ηθελε να σκέφτεται πως ήταν ψέμα, ενα κακό όνειρο , μα δεν ήταν. ο Ντάηρον τον κοίταξε , είχε πολλές ερωτήσεις μα όντας και ο ίδιος στεναχωριμένος και σε άρνηση του να δεχτεί αυτο που συνέβη, κατάλαβε πως έπρεπε να του δώσει χρόνο.

Οι άνθρωποι πέτυχαν αυτό που ήθελαν, κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το χωριουδάκι, δεν είχαν λόγο να ξαναγυρίσουν και αυτό θα έκανε το χωριό ασφαλές για λίγες μέρες. Παρόλα αυτα, θα ήταν αδύνατο στους τεσσερείς τους να μείνουν εκεί. η ανάμνηση των φίλων που χάσανε δεν θα τους άφηνε να ηρεμίσουν στο μέρος αυτο, και το πίο σημαντικό: καποιοι απο τους φίλους τους ισως και να ήταν ακόμα ζωντανοί .

το επόμενο πρωί , οι 4 έκατσαν κάτω να φάνε κάτι ωστε να έχουν δυνάμεις για ότι ακολουθούσε (οι νάνοι του χωριού πάντα πίστευαν πως όλα αρχίζουν με ένα καλό φαγητό. χωρίς αυτο, δεν έχεις δύναμη και φτάνεις πιο εύκολα τον εαυτό σου στα λιμέρια της αχρηστίας .). Ο Καν-το είχε πολλά να τους πεί.

Ντάηρον: εισαι καλύτερα Καν-το?

Καν-το: (κοιτα τον Ντάηρον με ένα πλάγιο βλέμμα σαν να έλεγε πως δεν ήταν σιγουρος και απαντα) ναι, ναι είμαι καλα.

Ταην: πως κατάφερες να επιβιώσεις την επίθεση?

Καν-το: όταν ενας ανθρωπος με έφτασε, σκέφτηκα, δεν είμαι μαχητης, είμαι χαμένος, μα ο άνθρωπος ηταν ακόμα περισσοτερο. πολλά χτυπήματα του τα απέφυγα έυκολα, ομως ένας ακόμη ήρθε, δυνατότερος, γρηγορότερος, με χτύπησε με την ασπίδα του δυνατά στο κεφάλι και ο άλλος με χάραξε στο στομάχι και στην πλάτη. Επεσα λοιπόν κάτω. μπορούσα να νιώσω τον πόνο στο στομάχι μου όμως η πληγή δεν ήταν βαθυά καθόλου. φαίνεται ηταν τόσο άχρηστος που απλώς με έξισε. ο πόνος στο κεφάλι μου όμως ήταν ισχυρός και έχασα τις αισθήσεις μου, ίσως και για καλό. όταν ξύπνησα, έμεινα κάτω. είδα πως η σφαγή συνεχίζονταν. οι άνθρωποι ήταν πολοί. πάνω απο 50. Δέν είχα ελπίδα. αποφάσισα να κλείσω τα μάτια και να περιμένω τον θάνατο να έρθει. Αντί όμως για τον θάνατο ήρθατε εσείς.

Νταηρον: δηλαδή ολη αυτην την ώρα εσύ ησουν κάτω παίζοντας τον νεκρό .

Καν-το: δεν είχα δύναμη να κάνω οτιδήποτε αλο.

Ντάηρον: δεν.. δεν βοήθησες κανέναν.

Καν-το: δεν μπορούσα.. δεν είμαι μαχητης.. και ήμουν τραυματισμένος.

Νταηρον: ξεχνάς το "δειλός".

Ράντηρ: Νταηρον, δεν μπορούσε να κάνει κατι. δεν χαιρεσαι που ο φιλος σου είναι ζωντανός?

Νταηρον:χαιρομαι μα..

Καν-το : οχι, έχεις δίκιο . είμαι δειλός..

Ταην: λοιπόν , αφου ήσουν κάτω "νεκρος" δεν θα ξέρεις τι έγινε σε αυτούς που δεν βρήκαμε νεκρούς ε?

Καν-το: οχι, αυτο το ξέρω. μπορεί να μην έβλεπα πολλα.. άκουγα όμως. και αυτο που άκουσα είναι οτι πολλους τους πήρανε μαζι για σκλάβους και καποιοι απο εμάς, νομίζουν 5 , κατάφεραν να το σκάσουν.

Ταην: σκλαβους? είπαν που?

Καν-το: είπαν κάτι για "μεγάλη πόλη"

Ταην: η πρωτέυουσα...σίγουρα!

Ντάηρον: και, οσοι το έσκασαν..

Καν-το : δεν τους κυνιγησαν. είπαν πως θα ήταν χάσιμο χρόνου.

Ντάηρον : χασιμο χρονου για αυτούς , για εμάς όμως οχι.

Τάην : να ψαξουμε να τους βρούμε.

Ντάηρον: Καν-το, η Μιρσα και ο Γκον-το...

Καν-το: αιχμαλωτοι. και οι δύο . τους άκουσα καθαρά.

/ο Νταηρον πάγωσε για μια στιγμή. Και οι τρείς φίλοι του ήταν ζωντανοί, ομως οι δύο θα πωλούνταν ως σκλαβοι. Κοίταξε τον Καν-το , τον Ταην και μετα τον Ράντηρ.Ηταν γεμάτος οργή, και στο μυαλό του, η λέξη άνθρωπος συνοδευονταν μονο απο μία λεξη: εκδίκηση.

Ντάηρον: θα βρούμε τους 5 φίλους μας. και όταν τους βρούμε... θα ελεφθερώσουμε τους υπολοιπους.

Ράντηρ: Νταηρον τι λες? αυτό είναι πολύ δύσκολο. δεν θα τους φτάσουμε καν.

Ντάηρον: ω θα τους φτάσουμε, είναι πολλοί, χρειάζονται ξεκούραση , να στήσουν φωτιές, σκινές. χανουν χρόνο σε αυτα σίγουρα ενω εμείς ξέρουμε την περιοχή πολύ καλα.

Ταην: ειναι ομως πάρα πολλοι, και είμαστε 4. δεν θα είναι ευκολο να βρούμε τους φίλους μας.μπορούμε να το κάνουμε αυτο, μα να πολεμίσουμε? ακόμα και 9 η 10 να είμαστε δεν ένουμε ελπίδα...

Καν-το: αν παλέψουμε θα πεθάνουμε.. ομως δεν πρέπει να αφήσουμε τους φίλους μας αβοήθητους. Πρέπει να τους βρούμε και αν οχι με μάχη, κάπως να τους ελευθερώσουμε. Ντάηρον, εγώ είμαι μαζί σου, ότι και αν αποφασίσεις. και ανακηρύσσω τον εαυτό μου, ακόλουθο σου, κι εσένα, αρχηγό μου.

Ντάηρον: τι? εμένα?

Ταην: (κρατά το τσεκούρι του σφιχτά και με δυνατή φωνη λέει) Ντάηρον! απέδειξες την ισχη σου και το κουράγιο σου! πάλεψες καλύτερα απο οσο μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να παλεύει . Εισαι μαθητής του Σόλιν , ενος άνδρα που εκτιμούσα οσο κανέναν , και , αν και μικρός, είσαι πανέξηπνος. Ανακηρυσσω τον εαυτό μου ακόλουθό σου κι εσένα τον έναν και μόνο αρχηγό μου που θα ακολουθώ μέχρυ να σταματησω να αναπνέω.

Ράντηρ: ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΓΕΛΟΙΟ!!( Ο Ράντηρ καρφώνει το σπαθί του στο έδαφος και σηλώνεται απότομα, οι τρείς τον κοιτούν ξαφνιασμένοι) .. πως είναι δυνατόν να κανατε εσεις οι δύο αυτον τον μικρό αρχηγό σας.. πρίν τον κάνω εγω...( ο Ράντηρ γονατίζει) Ανακηρυσσω τον εαυτό μου ακόλουθό σου .Και εσένα τον έναν και μόνο αρχηγό μου .Νταηρον! Το σπαθί μου πλέον, και σπαθί σου μικρε.

(ο Ντάηρον κοιτούσε τους τρείς και λεξεις δέν μπορούσαν να βγούν απο το στόμα του. Ο "όρκος του ακόλουθου" δίνονταν απο τους βετεράνους πολεμιστές στον δάσκαλο της μάχης τους και στον αρχηγό της κοινοτητας πολύ καιρο πρίν διμιουργιθεί το χωριό αυτο, στο χωριό που ζούσε ο Ντάγκλαν ο γηραιοτερος πριν διωχθούν απο τον βασιλιά. Τώρα, μπροστά στα μάτια του , δυο γενναίοι πολεμιστές και ο καλύτερος του φίλος ορκίστηκαν σε αυτόν. Δεν ήξερε αν ήταν καλός αρχηγός για αυτούς. Δεν ένιωθε σπουδαίος. Ηξερε όμως ένα πράγμα. Δεν θα άφηνε τους φίλους του μόνους ποτε, μέχρυ να πεθάνει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top