15| The Great Rest

Όταν η καταιγίδα ξεκίνησε, κανένας δεν ήξερε πόσο θα κρατούσε.

Η Περσεφόνη ήξερε, ίσως καλύτερα από όλους, πως η βροχή ήταν απλά ο τρόπος τού πατέρα της να δείξει τον εκνευρισμό του. Οπότε, η βροχή δεν σταματούσε το βράδυ και μονάχα δυνάμωνε το πρωί. Οι μέρες περνούσαν και το μπλε τού ουρανού είχε πνιγεί από την φυσιογνωμία τού γκρι, τόσο αθόρυβα που μπορεί να ξεχνούσες πόσα χρώματα είχε κάποτε. Αλλά δεν ξεχνούσε κανείς.

Οι άνθρωποι, στην αρχή μίλησαν για τις εποχές. Το πώς ήρθε αυτή η περίοδος τού χρόνου που οι βροχές θα πότιζαν τα χωράφια, η βροχή που θα τα κρατούσε ζωντανά όλο τον χρόνο. Σύντομα όμως, όσο περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, όλοι άρχισαν να αναγνωρίζουν πως κάτι συνέβαινε στους Θεούς. Δεν ακούγονταν λεπτομέρειες, γιατί ο Δίας διέταξε πως κανένας Θεός δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους.

Κάπως έτσι ξεκίνησε η τιμωρία. Γιατί η απόσταση τής Περσεφόνης και των υπολοίπων από τους ανθρώπους επίσης σήμαινε πως οι νεκροί δεν προχωρούσαν ποτέ στην επόμενη ζωή. Κανένας δεν πέθαινε, καμία προσευχή δεν έπαιρνε απάντηση, κανένα παιδί δεν γεννιόταν. Οι άνθρωποι το ονόμασαν 'Παύση' και ήταν απλά η αλήθεια.

Την αλήθεια δεν ήθελε να αναγνωρίσει κανένας. Τι σήμαινε αυτή η άρνηση για να προχωρήσει ο χρόνος;

«Και τι κερδίζει από αυτό;» ρωτάει ο Άδης. Τα μάτια του είναι κουρασμένα, η φωνή του βραχνή. Όλοι ήταν ανήσυχοι γύρω της, η Περσεφόνη μπορούσε να μυρίσει τον πανικό στον πάνω κόσμο χωρίς προσπάθεια. Κανένας δεν ήταν ψύχραιμος, όχι πια.

«Με χλευάζει, Άδη. Τίποτα δεν τον εκνευρίζει περισσότερο από τις νίκες μου. Του θυμίζει την δικιά του ήττα, όταν σε έφερα πίσω. Για αυτόν, για εμένα, ο χρόνος δεν είναι τίποτα. Τους βασανίζει για να ρίξει εμένα κάτω.» Αλλά δεν έπεφτε.

Και κάθε μέρα η ίδια συζήτηση με το ίδιο αποτέλεσμα.

Η παύση ήταν τραγωδία και δεν μπορούσε να περιγραφεί καλύτερα. Ήταν το μεγαλύτερο στοπ στην ύπαρξη τής ζωής. Η ζωή δεν φαινόταν καν στις ρίζες της γιατί δεν υπήρχε με κανέναν τρόπο. Πολλές φορές, οι άνθρωποι καταλαβαίνουν το πέρασμα τού χρόνου από την ανατολή τού ήλιου, την αλλαγή της θερμοκρασίας και του καιρού. Τώρα όμως ο ήλιος δεν φαινόταν πέρα από τα μαύρα σύννεφα, η βροχή δεν σταματούσε και όλοι ένιωθαν το ίδιο κρύο, την ίδια υγρασία για πολύ καιρό.

Σχεδόν δεν καταλάβαινες πως περνούσαν οι μέρες, αν περνούσαν.

«Υπάρχει ένας νόμος στην φύση και εσείς τον αγνοείτε για τα καπρίτσια σας.» παραπονιόταν δίπλα της. Δεν θα του απαντούσε όμως και αυτός δεν θα την κοίταζε περιμένοντας την να το κάνει. Δεν ήταν η δουλειά της να διαχειριστεί τον πατέρα της και δεν είχε σκοπό να την κάνει. Προς το παρόν, η φύση άντεχε αυτήν την ανωμαλία.

Αλλά "Εμείς είμαστε η φύση!"  ήθελε να του φωνάξει χωρίς λόγο.

«Οι άνθρωποι χρειάζονται τον ήλιο, δεν μπορούν να ζήσουν μονάχα με το νερό, Περσεφόνη. Ο χειμώνας πέρασε πολύ καιρό πριν, η άνοιξη και το καλοκαίρι τους έχουν εξαφανιστεί.»

«Σκέφτομαι Άδη, σκέφτομαι!» Γιατί έσπαγε η υπομονή της. Και το ίδιο έκαναν και τα λόγια της γιατί ξαφνικά δεν μπορούσε να τα κρατήσει όρθια.

Η απλή εκδοχή τού τι ακριβώς σκεφτόταν η Περσεφόνη ήταν πως ο χρόνος που είχε για να διαχειριστεί τα πράγματα όπως θέλει, τελείωσε. Μπροστά στην κατάρα που τους απασχολούσε, αυτός ο φόβος που ρίζωσε στο στήθος της τόσο γρήγορα, τώρα είχε αλλάξει σάρκα. Πλέον, δεν ήταν πια η επιβίωσή τους, ήταν η δύναμη.

Το τι έβλεπε πια το σκοτάδι ήταν μυστικό. Μονάχα την άφηνε να πέφτει, να αναπνέει με δυσκολία, να ζητάει ένα διάλειμμα. Το σκοτάδι δεν αμφισβητούσε ποτέ την δύναμή της. Όταν οι άλλοι έβλεπαν τις αργές κινήσεις της, εκείνο έβλεπε το σθένος που καλούσε για να συνεχίσει να περπατάει. Όταν οι άλλοι την έβλεπαν σιγανή ανάμεσα στο πλήθος, αυτό θυμόνταν τις φωνές της να ζαλίζουν το σύμπαν ολόκληρο.

Ήταν λες και όλη αυτή η ιστορία, δεν αφηγείται τις περιπέτειες της, αλλά είναι απλά το άσμα της. Η συνέχεια μιας αμαρτίας και η κατάρα της.

Όταν σηκώθηκε από τον θρόνο της, η γη άρχισε να μουρμουράει, οι φλόγες έσβησαν και οι νεκροί σώπασαν. Μια δόση παράνοιας απλώθηκε απρόσεκτα με τον τρόπο που οι σόλες της έσβηναν τα σημάδια ζωής της.

Έφυγε από τον Κάτω Κόσμο δίχως να πει λέξη. Και τον άφησε σε τέτοια ζάλη που η όποια αμφισβήτηση περί ισχύος, έσβησε με την σκόνη που άφησε πίσω της.

Ίσως ήταν η αναμονή ενός πεπρωμένου που το φιλούσε η άρνηση αλλά για αυτόν ήταν μια ακινησία που απαιτούσε θεούς για να τον κρατήσει κάτω. Βέβαια αυτός λουζόταν στην υπερβολή και μονάχα ένας υπήρχε όντως για να κρατήσει τσίλιες.

Σε ένα σχέδιο που δεν ήταν μια περιπέτεια αλλά η ζωή του, κάθε σελίδα είχε το όνομά της, την φωτογραφία, το άρωμά της.

Ο Άδης προσπαθούσε να μην σκέφτεται τίποτα που να αφορούσε την Περσεφόνη αλλά μπορούσε πάντα να την νιώσει γύρω του, το πότε κοιμόταν και έκλαιγαν γοερά οι μπερδεμένοι στην άλλη άκρη τού κόσμου τους και το πότε περπατούσε κοντά του.

Για την θεά που έντυναν ξανά και ξανά, εκατό φορές τυφλά, ως τον ορισμό τού μαύρου, τα όρια που έβλεπε ήταν καθαρά και κόκκινα. Και δεν τα διέσχιζε ποτέ, όσο και να έκαιγε το χώμα, όσο και να φυσούσε νευρικά, όσο και να κοιτούσε ο Άδης.

Η μεγάλη αλήθεια, αυτή που καθυστερούσε να καταλάβει για να την εκφράσει κατάλληλα ήταν πως μερικές φορές ξεχνούσε πως υπήρχε σε αυτό το μέρος. Έτσι οι επιθυμίες του δεν έπαιρναν μορφή, ο φόβοι του δεν μεγάλωναν και το μίσος έμενε μονάχα ακίνητο.

Ποιους διαβόλους θα παρακάλαγε για να γυρίσει πίσω;

«Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω.»

Και έτσι έπαιρνε τις απαντήσεις του. Καθώς ακόμα και οι λέξεις του δεν είχαν νόημα να τρέξουν από τον λαιμό του.

Θα ορκιζόταν όμως ότι την έβλεπε να μετράει. Δεν έβλεπε αριθμούς και πέρα από το μήκος των χεριών τους απλωνόταν ένας άλλος κόσμος που οι διαστάσεις δεν τον περιόριζαν. Οπότε τι έκανε; Ποιον καθοδηγούσε στα πλαίσια αυτά τα ανθρώπινα; Μα γιατί;

«Αν εκφράσεις απορίες δεν θα χαλάσει ο κόσμος.»

Σχεδόν γέλασε γιατί ο κόσμος σίγουρα δεν θα χάλαγε αλλά η ηρεμία του ίσως να διαλυόταν. «Γιατί να εκφραστώ εγώ όταν μπορείς να το κάνεις εσύ;»

«Δεν ενδιαφέρομαι αρκετά για να απαντήσω σε κάθε σκέψη σου. Άμα δεν ζητήσεις βοήθεια, δεν θα στην προσφέρω.» του φυσάει κάτι σαν παράπονο που είναι όμως η αλήθεια της.

Και η απάντησή του έρχεται αργά αλλά κανείς δεν βιάζεται. Η τέχνη τής υπομονής ήταν αυθεντία, το αμφισβητείς;

«Αυτό δεν είναι αγάπη.» θα ορκιζόταν πως η λέξη αυτή είχε ριζώσει στο δέρμα του. Δεν την θυμόταν αλλά την ένιωθε ακόμα και τώρα, στην κατάσταση θεοζώντανου ανθρώπου που έπλεε αυτός τελευταία.

«Και τι είναι;» του απαντάει.

«Δεν ξέρω.» και μετά από λίγο «Πες μου.»

«Η αγάπη που δίνεις είναι η αλήθεια που τολμάς να παραδεχτείς, αυτήν να κυνηγήσεις.»

Αναζητάει το βλέμμα της και το βλέπει παγωμένο, σκληρό αλλά να τον κοιτάζει πίσω. «Κοιτάζω πίσω σε αυτά που θυμάμαι και η αλήθεια σου ήταν αυτή που μου έδωσες πριν πεθάνω, τι λέει αυτό για την αγάπη σου;»

«Ότι δεν μπορεί να την αντέξει ο οποιοσδήποτε.»

«Και εγώ;»

«Εσύ τι;» συλλαβίζει.

«Εγώ μπορώ;»

«Όχι πάντα αλλά δίπλα μου είσαι πάντα πιο δυνατός. Έτσι δεν εκφράζεται η αγάπη που θυμάσαι από τους ανθρώπους; Μια κοινή δύναμη πλάι σε μια ψυχή;»

«Δεν μπορώ να εκφράσω κάτι θεϊκό με ανθρώπινα λόγια.»

«Τότε μην το κάνεις. Αρκεί αυτός ο λόγος να σε ευχαριστεί.»

Κάτι λάτρευε στον χρόνο μαζί της. Μπορούσε να διασκεδάσει μαζί του.

«Όχι.»

«Τότε ψάξε αυτό που χρειάζεσαι για να καταλάβεις. Άμα δεν γνωρίζεις πώς απαιτείς την αγάπη, πώς μπορείς να την ανέχεσαι σε όποια μορφή την δέχεσαι;»

Η μεγάλη σπουδαία πραγματικότητα χτυπούσε την πόρτα, πιο γρήγορα από τον χρόνο που την σφραγίζει.

«Ίσως είναι στην φύση του ανθρώπου να ανέχεται την αγάπη σε όποια μορφή και να είναι, αν είναι η μόνη που προσφέρεται.» μιλάει ο Άδης και οι σκέψεις του μοιάζουν να πλαγιάζουν δίπλα στην αχ τόσο ψυχρή αδιαφορία της. Έτσι την θυμάται τώρα, κλειστή και απόρθητη και αναρωτιέται αν ήταν πάντα έτσι.

Κάτι στον τόνο τής φωνής της απαντάει πως όχι. Και ο Άδης ήξερε καλύτερα από το να ρωτάει τέτοια πράγματα, στο κεφάλι του ή και φωναχτά. Δεν ήταν πως πάντα υπήρχε κίνδυνος να μπει μες στο κεφάλι του, σκέψη που τον τραβούσε μακριά πιο συχνά από οποιαδήποτε άλλη... αλλά επειδή μια δύναμη που δεν μπορούσε να διώξει μακριά φαντάζει επικίνδυνη. Έμενε μακριά του, ο Άδης είχε μάθει να καταλαβαίνει το γαργάλημα που ένιωθε όταν έμπαινε στο κεφάλι του. Ο λόγος που η Περσεφόνη ήταν τόσο καλή στο να καταλαβαίνει τι νιώθει είναι επειδή απλά τον ξέρει τόσο καλά. Και αυτό το γεγονός ήταν πιο φρικτό από όλα για αυτόν.

Όσο περνούσε ο καιρός και έπαιρνε κάποιες αναμνήσεις πίσω για το τι συνέβει πριν τον θάνατό του, συνειδητοποιούσε πως απλά αυτός δεν την ήξερε τόσο καλά πια. Αν την ήξερε ποτέ.

Και να που μιλούσαν τώρα για αγάπη, αυτό που τους έφερε σε αυτό το μέρος. Δεν ήταν λίγο τραγική η τύχη;

Η Περσεφόνη ταξίδευε για περίπου 13 μέρες  όταν επιτέλους κατάλαβε τι ακριβώς έψαχνε. Αυτό που είχε λάθος πιστέψει ήταν ότι το ζευγάρι που είχε συναντήσει τόσους μήνες πριν, θα ήταν κλειδί για να βρει τον ανώτερο κρίκο. Έκανε λάθος.

Το ζευγάρι που σκότωσε δίχως συνέπειες ήταν για να δείξει ένα μάθημα στην ομάδα που την πολεμούσε. Τα ονόματά τους ήταν Οπάλη και Ιάγκο και η Περσεφόνη σε ένα από τα ταξίδια της σκέφτηκε πως ήταν το τελευταίο άτομο που θα θυμόταν την ύπαρξη τους σε λίγο καιρό από τώρα. Τα παιδιά που άφησαν πίσω ήταν μικρά, δεν είχαν αρκετές μνήμες για να τις κρατήσουν όσο μεγαλώνουν.

Η Παύση έκανε πολλούς ανθρώπους πιο διατεθειμένους να εναντιωθούν στους Θεούς, πράγμα που ήταν το άλλο άκρο τού τι σχεδίαζε ο πατέρας της αυτήν την φορά. Σε αυτήν την απελπισία πατούσε η Περσεφόνη.

Αυτήν την φορά, πλησιάζοντας τις κοινότητες των ανθρώπων πρόσεχε το πόσο θα φύτρωναν τα δέντρα, το πόσο χρώμα θα έπαιρναν ξαφνικά τα φύλλα. Ήταν σχεδόν επώδυνο να βλέπει την παρουσία της να περνά τόσο απαρατήρητη μέσα από τα μάτια τής χλωρίδας. Αλλά ήταν απαραίτητο.

Ξαφνικά δεν ήταν μονάχα ο εγωισμός της αυτός που πληγωνόταν σημαντικά. Ο Άδης προσπαθούσε να την κάνει να καταλάβει αλλά αυτή δεν είχε προσπαθήσει  να κατανοήσει πόσο στενά συνδέονται όλα μες στον κύκλο τού πάνω κόσμου. Αλλά η Περσεφόνη, ως Θεά τού Κάτω Κόσμου δεν το είχε καταλάβει, αλλά η Περσεφόνη ως Κόρη, ως Θεά της φύσης, κόρη τής Δήμητρας θυμήθηκε, το έβλεπε μπροστά της.

Η μεγάλη Παύση δημιουργούσε έναν τελείως νέο κόσμο όπου η δημιουργία και η καταστροφή ξαφνικά δεν υπήρχαν σαν έννοιες και σαν θεικές δυνάμεις ήταν αόρατες.

Στο δρόμο είχε ως κανόνα να συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος. Χρησιμοποιούσε την μύτη της ως μέτρο προστασίας από κάποιον υπερφυσικό κίνδυνο και μόνο την μύτη της. Κάθε άλλη ενέργεια ήταν ποτισμένη από ανθρώπινους περιορισμούς.

Αλλά γύρισε πίσω με άδεια χέρια.

Και πέρασαν επτά χρόνια σαν ακίνητα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top