14| Fear Comes Slow
«Έκανες πίσω λοιπόν.»
«Ζήτησα χρόνο για να παίξω στο παιχνίδι τους, Πατέρα.» απαντάει γερά η Περσεφόνη. Βρίσκεται πίσω στο μακρύ τραπέζι με τα πολλά ονόματα.
Τα χέρια της τρέμουν εκνευρισμένα. Κάθε σκέψη σε αυτό το δωμάτιο γελάει με την υπομονή της, τα πάντα την προσβάλλουν.
Το δωμάτιο την ανέχεται. Η λέξη ανοχή λιώνει άβολα στο δέρμα της.
«Ξέρεις κάτι περισσότερο για την κατάρα;»
«Όχι.»
«Ξέρεις ποιοι κρύβονται πίσω από αυτήν.»
«Όχι.»
«Έχεις κάποιο σχέδιο;»
«Όχι.»
Κάθε αλαζονικό χαμόγελο τής Περσεφόνης θάβεται μέσα στην ντροπή της.
Οι δικαιολογίες δεν έχουν νόημα στα αφτιά της, δεν τις φέρνει μπροστά. Ο Άδης τις σκέφτεται, το νιώθει στον τρόπο που προσπαθεί να ανοίξει το στόμα του για να τις φωνάξει.
Όλα έγιναν τόσο γρήγορα.
Ο χρόνος θα τους τρομάξει.
Η Περσεφόνη δεν ξέρει πως να χειρίζεται κάτι τέτοιο χωρίς να γίνει βίαια.
«Οπότε έρχεσαι με άδεια χέρια;»
«Έχω δύο κεφάλια αιρετικών αν επιθυμείς να τα δεχτείς.»
«Θα έχω το κεφάλι σου στα χέρια μου αν δεν σωπάσεις Περσεφόνη.»
Η Περσεφόνη έκλεισε το στόμα της μονάχα για να μην ρισκάρει να πει κάτι χειρότερο. Το παλάτι δεν έχει δύναμη να αντέξει την ανταρσία της αυτήν την στιγμή.
«Λάθος πίστευα πως η Βασίλισσα μπορούσα να χειριστεί μια λεπτή επικίνδυνη υπόθεση.» ξεκινάει να μιλάει ο Δίας. Η Περσεφόνη δεν μπορεί να μην καγχάσει σαρκαστικά στα λόγια του.
«Λάθος;»
«Κακώς άφησα τα λόγια σου να με παρασύρουν στο να σε αφήσω να αναλάβεις την υπόθεση.» συνεχίζει τολμηρά, η γυναίκα του όμως τον διακόπτει πριν συνεχίσει. Τα μάτια του την καρφώνουν αλλά αυτή δεν τον κοιτάζει πίσω. Όχι, κοιτάζει όλους τους Θεούς πριν στραφεί στην Περσεφόνη. Την καρφώνει λες και περιμένει κάτι από αυτήν. Ίσως τον θυμό της, μάλλον την οργή της. Αυτό το λαμπρό πράγμα που φοβάται μέχρι και σήμερα ο πατέρας της, γιατί τον έχει κερδίσει στο παρελθόν και με την σωστή ώθηση μπορεί να το ξανακάνει.
Οι ουρανοί δεν είχαν τίποτα εναντίον της. Η Ήρα προσπαθούσε να τής το θυμίζει. Αλλά υπήρχε και μια παρατήρηση κρυμμένη στην άκρη τού προσώπου της, συγκρατήσου.
Όταν η Ήρα μίλησε, ο Δίας σταμάτησε να την κοιτάζει. Σαν παιδί που του έκλεβαν την φωνή. «Μην ρίχνεις το λάθος τής δικιάς σου κρίσης σε αυτήν.»
«Προσφέρθηκε! Ξαφνικά η τρομαχτική της φιγούρα δεν λειτουργεί μπροστά σε ανθρώπους;» μουρμουράει η Αφροδίτη.
Η Περσεφόνη σκότωσε πολλούς περισσότερους από όσους επέτρεπε η αποστολή. Το ήξερε. Αλλά για αυτήν ο θάνατος ήταν κάτι διαφορετικό. Μπορούν να την κατηγορήσουν για την αναισθησία της πάνω στους ανθρώπους όταν είναι η μόνη που δεν ζει ανάμεσά τους;
Το θέμα δεν είναι ο φόβος, αυτό είναι φανερό. Η Περσεφόνη είναι παραπάνω από ικανή να εκπληρώσει μια απλή αποστολή. Γιατί δεν το κάνει λοιπόν;
«Πιστεύεις πραγματικά Πατέρα πως κάποιος άλλος Θεός θα έκανε καλύτερη δουλειά από την Περσεφόνη; Η κατάρα αφορά και αυτήν.» Η Άρτεμις.
Ο Άδης ανασαίνει νευρικά δίπλα της. Πρώτη φορά τα νεύρα του αγγίζουν το μυαλό της. Τόση ώρα είχε καταφέρει να μείνει μακριά αλλά όχι πια. Ήταν τρομοκρατημένος, το χέρι του έσταζε κάτω από το τραπέζι και ο σφηγμός του σφύριζε σαν να φώναζε.
Η αλαζονεία των Θεών είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα τής τέλειας ύπαρξης. Πετάνε και ζουν για πάντα και ελέγχουν τα πάντα και είναι μέρος του κόσμου σε κάθε μορφή. Μα μισούνε με τέτοιο πάθος, κυριαρχεί μια τέτοια μανία που θα έθλιβε τα λουλούδια της, αν το άκουγαν.
«Δώστε μας χρόνο.» μιλάει ο Άδης και δεν προλαβαίνει να ηρεμήσει η καρδιά του πριν τα μάτια τού Δία έρθουν πάνω του αυστηρά.
«Ο χρόνος είναι πολυτέλεια.»
Είναι όντως; Τώρα μιλάει η σκέψη ανθρώπου και όχι του κυρίαρχου των ουρανών.
Στην σιωπή δεν νιώθει άνετα. Όχι όταν κλαίει εις βάρος της. Μπορεί να νιώσει σχεδόν εκνευρισμένη
«Δεν έχω ανοσία στα λάθη, μονάχα στο είδος ενσυναίσθησης που τρέφετε οι υπόλοιποι για την θνητότητα, για τους ανθρώπους. Αυτή ήταν η θυσία μου για να φέρω τον Άδη πίσω. Αυτός είναι η ανθρωπιά μου, αυτή που έχασα, αυτή που του έδωσα για να ζήσει πλάι μου.» σταματάει για μια στιγμή, να βρει τα επόμενα λόγια της. Ακούει τις σκέψεις όλων τους, δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Ασύστολα αφήνει τις σκέψεις τους να την παρασύρουν. Αν είναι να κερδίσει, δεν την νοιάζει ο τρόπος που θα το κάνει.
Δεν λέει ψέματα όμως, ας εκτιμήσουν αυτό. «Δεν μετανιώνω για αυτούς που τιμώρησα. Και δεν πρόκειται να ανεχτώ ευθύνες. Έχω περάσει αιώνες και αιώνες μακριά σας, μακριά από τις ζωές τους. Έχουν χτίσει όλα αυτά τα ψέματα για την ύπαρξη μου και τού Άδη. Μου φαίνεται γελοίο να στέκεστε σε λεπτομέρειες που δεν έχουν σημασία. Στο όνομά μου λύνω αυτό το χάος, αφήστε με να το κάνω με τον δικό μου τρόπο.»
Λάτρευε τους μονολόγους της, ειδικά αυτούς που έλαμπαν το όνομά της.
Είχε κερδίσει, το ήξεραν όλοι. Το μικρό, ανούσιο συμβούλιο τους είχε λήξει πριν προλάβει να πει κάποιος άλλος την τελευταία λέξη.
♛
Μερικές φορές οι νεκροί μιλάνε σχεδόν όσο και οι ζωντανοί, αν όχι παραπάνω. Είναι μια ύπαρξη αιώνια αυτή που έχουν, μια υπόσχεση για το τέλος κάθε προηγούμενου και δεν υπάρχει καμία παραβίαση.
Αλλά για τους ζωντανούς... τα μάτια είναι γλυκά για τις σπίθες τους.
Υπάρχει κάτι πολύ όμορφο στο να ζεις μέσα από τους άλλους. Πέρα από την τραγικότητα που φέρνει αυτό, οι νεκροφιλημένοι πονάνε αρκετά για να αγάπανε τους δυο που ζουν δίπλα τους. Αυτοί που μπορούν τουλάχιστον.
Ο Άδης και η Περσεφόνη από τους μόνιμους κατοίκους τής πολιτείας που είχε χτίσει στην άλλη διάσταση των νεκρών, ήταν ένα αστείο μεταξύ τους. Γιατί τους είχαν δει στην αρχή, όταν η σιωπή υπήρχε αντί για λόγια και τους ξέρουν ακόμα έτσι μερικές φορές.
Δεν μπορούν να ξεχάσουν την έκδοση που πρωτογνώρισαν αλλά μπορούν όμως να μην ξαναμιλήσουν για αυτήν.
Το αεράκι αυτήν την φορά είναι πιο κρύο από ποτέ. Κρύβει μια αγριότητα μέσα στην αυστηρότητά του και κόβει.
Η Περσεφόνη νιώθει την ανάσα της να συγκρούεται με το κρύο σχεδόν αμέσως. Οι νεκροί βλέπουν την Βασίλισσα, πάντα αγέλαστη μπροστά τους, να σταματάει μπροστά στην νέα αίσθηση. Χρησιμοποιεί τα αφτιά και την μύτη της για να καταλάβει ό,τι μπορεί για την αλλαγή.
Αλλά η απάντηση είναι μία και δεν χρειάζεται να αναρωτηθεί περισσότερο για να την βρει.
Για αυτήν το κρύο δεν είναι τίποτα. Δεν ζει με τέτοιους περιορισμούς, πράγματα σαν την θερμοκρασία απλά έπαψαν να την αγγίζουν όταν έφτιαξε αυτό το μέρος.
Οι νεκροί δεν ενοχλούνται κι ας αντιλαμβάνονται την αλλαγή σχεδόν ακριβώς όπως θα το έκαναν αν ήταν ζωντανοί.
Οι πυρσοί στις γωνίες της φλέγονται με μια κίνηση των χεριών της. Το συνήθως γαλανό χρώμα που πλένει το κάστρο τώρα αποκτάει αυτό τής φωτιάς. Η λάμψη υπόσχεται ζέστη, η βασίλισσα το υπογράφει.
Οι σόλες της υπογραμμίζουν το έδαφος με ένα επίσημο σχέδιο τόλμης. Περπατάει αργά, το κεφάλι της ψηλά, τα μάτια της ένα βήμα μακριά από την βουτιά στο απέραντο που στέκει δίπλα στις φωτιές τους.
Η καρδιά της τρέμει και σαν αποτέλεσμα, και οι δικές τους τρέμουν στον ίδιο ρυθμό.
Ο μόνος που δεν ακούγεται είναι ο Άδης, αλλά αυτός στέκει πίσω από τις φωτιές. Κρυώνει, φυσικά και κρυώνει. Δίπλα σε αθανάτους, όλο και κάποιος το ξεχνάει. Αλλά οι φωτιές εδώ και τώρα υπάρχουν γιατί τους ενός η μνήμη δεν είναι τόσο μικρή για τέτοια λεπτομέρεια.
Μα η Περσεφόνη δεν ενδιαφέρεται για την θερμότητα τέτοιας χειρονομίας. Το ενδιαφέρον για αυτήν δεν σημαίνει κάτι περισσότερο για την αφοσίωσή της. Είναι διαφορετικός ο τρόπος που βλέπουν τα λόγια τους.
Όσο ζεις χωρίς να σκέφτεσαι τον χρόνο και περνάς την αιωνιότητα, για εσένα μια στιγμή δεν σημαίνει κάτι. Μια ομολογία πρέπει να είναι όρκος, μια υπόσχεση να σφραγιστεί με πράξεις. Έτσι για αυτούς σμιλεύεται ο χρόνος, από στιγμές αρκετά σημαντικές για να κρατήσουν την προσοχή τους
Οι άνθρωποι όμως δεν έχουν την ίδια άνεση για αδιαφορία. Ζουν ως παιδί για τόσα χρόνια που ακόμα και μισή ζωή αργότερα, η μνήμη είναι σχεδόν τόσο ζοφερή όσο και η σημερινή.
Είναι το κάλος του χρόνου μέσα από κάθε οπτική τής ζωής. Δεν ειναι απώλεια, οι νεκροί διαφωνούν σε αυτό. Μπορείς να χάσεις και να θρηνήσεις μια ανάμνηση, μια στιγμή αλλά δεν μπορείς να κλάψεις για κάτι που δεν θυμάσαι.
Το στέμμα δεν δέχεται την υποψία απειλής τόσο καλά. Αρχικά, οι φλόγες ανεβαίνουν και το κρύο γίνεται μια ζεστή απειλή.
«Και πότε πιστεύεις ότι θα χάσει τον έλεγχο;» ρωτάει μια φωνή στο όχλος. Είναι ήσυχη και ο ήχος της φέρνει σε νανούρισμα.
«Η ύπαρξή της είναι η ισορροπία μεταξύ των ζωντανών νεκρών. Αν πέσει αυτή, χάνονται πολλά περισσότερα.» έρχεται η απάντηση από την άλλη πλευρά. Αυτήν την φορά από άνδρα, σκεπτικός, οι άσπρες τρίχες του να λάμπουν από τις φλόγες που πετάνε στο βάθος, μακριά τουυς.
«Αν χαμογελάσει ποτέ λέτε το πρόσωπό της να σπάσει;»
«Μα γιατί να χαμογελάσει μπροστά σου όταν μπορεί να το κάνει μπροστά τον Άδη;» και «Γιατί πρέπει να σπάσει με την χαρά της;»
Σιωπή.
«Η Περσεφόνη δεν είναι σαν τις άλλες θεότητες. Το πως μεγάλωσε τον εαυτό της εδώ, δεν την έκανε αδύναμη.»
«Αδύναμη; Η βασίλισσα τού Σκότους; Σε ποιον κόσμο;»
Σε κανέναν.
Φυσικά και σε κανέναν.
«Είναι τραγικό το να δαμάζεις την φύση για έναν άνδρα που χρειάστηκε δεκαετίες για να σε αγαπήσει πίσω.»
«Είναι τραγικό να βλέπεις μια θεότητα να αλλάζει την φύση επειδή αγάπησε έναν άνδρα; Εγώ το βρίσκω πανίσχυρο. Αν μπορεί να φέρει τον κόσμο στα πόδια της επειδή χρειάζεται να τον πατήσει, τότε ας το κάνει. Τι τραγικό υπάρχει σε αυτό;»
Τα λόγια τους κόπασαν όταν η μάνα άρχισε να μιλάει. Δεν απευθυνόταν στους νεκρούς, ούτε στον αέρα. Λίγο καθυστερημένα κατάλαβαν ότι ο Άδης ήταν πια πίσω της. Την κοιτούσε από μακριά, η φωνή της να τρέχει πίσω για να φτάσει τα αφτιά του.
«Τους υποτίμησα Άδη. Όχι επειδή είχα ξεχάσει την πονηριά τους, αλλά επειδή δεν έμοιαζαν με τους ανθρώπους που άφησα όταν ήρθα εδώ κάτω.» ομολογεί σιγανά.
Το πρόσωπο του Άδη την κοιτούσε με λύπη. «Το ξέρεις ότι οι άνθρωποι κρίνονται τόσο υπέροχοι όσο και φρικτοί. Μην λυπάσαι που εμπιστεύτηκες το καλό που θυμόσουν.»
«Αν δεν ήσουν εσύ δεν θα άφηνα ποτέ την θέση μου δίπλα στην άνοιξη. Ίσως το δικό σου καλό είναι αυτό που με τύφλωσε.»
Αυτά τα λόγια στέκονται ανάμεσά τους για λίγο. Ο Άδης δεν ξέρει πώς να νιώσει.
«Απλά δεν περίμενα να είναι τόσο ξεροκέφαλοι. Ακόμα και τώρα δεν βγάζει νόημα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί θέλουν να καταστρέψουν τους δημιουργούς τους.»
«Πιστεύεις ότι σας οφείλουν χρέος για την δημιουργία τους;»
«Όχι χρέος, σεβασμό. Τους υπηρετώ πριν την γέννησή τους και μετά τον θάνατό τους. Το μίσος, η ανταρσία τους είναι κάτι που δεν περίμενα ποτέ να δω από τα γλυκά παιδιά που άφησα όταν σε πήρα μακριά τους.»
«Εγώ δεν θυμάμαι καλοσύνη και έζησα σαν έναν από αυτούς.»
«Η ανθρωπότητα δεν έχει μεγαλύτερο εχθρό από τα ίδια της τα μέλη, Άδη μου. Το τι έζησες ήταν απλά το σφάλμα τής επιθετικότητάς τους. Δεν αφορά την καλοσύνη αυτό. Κακό θα υπάρχει σε κάθε μορφή. Εγώ μιλάω για την ψυχή τής φύσης τους. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν χαθεί.»
Το κρύο τον πονάει ακόμα αλλά θέλει να σηκωθεί και να σταθεί δίπλα της. Σχεδόν το κάνει.
«Δεν είναι έγνοια αυτό που νιώθεις. Δεν τους νοιάζεσαι. Αλλα... φοβάσαι. Φοβάσαι πως θα πάρουν την θέση σου.»
«Είμαι το πιο επικίνδυνο πλάσμα στον κόσμο, είτε το παραδέχονται οι άλλοι είτε όχι. Είναι όντως φόβος αυτός που με σταματάει;» προκαλεί μα η φωνή της δεν τρέφει την ίδια όρεξη. Δεν θέλει να ακούσει την απάντησή του.
Οπότε ο Άδης δεν της απαντάει αλλά δεν χρειάζεται. Οι δυο τους μιλάνε και χωρίς λόγια.
Οι νεκροί ξέρουν όμως την απάντηση καλύτερα από τον Άδη.
«Οι βασίλισσα έχει μυστικά! Ο φόβος είναι οργή είναι ενοχή. Η βασίλισσα έχει ένα σχέδιο!»
Η βασίλισσα θα έφερνε το τέλος του κόσμου αν κέρδιζε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top