13| Lethal Amd Poetic Indiscretions

Κάποτε οι εφιάλτες της που ξεκινούσαν με το νερό, ήταν οι ίδιοι καθρέφτες που την κοιτούσαν κατάματα όταν τρεφόταν από την ίδια ζωή που σκότωνε όποιον άλλον πατούσε πόδι στο κάστρο της.

Η σιωπή μιλούσε για αυτήν, οι λέξεις της παραήταν μεγάλες για το βάρος που κόσμου στις πλάτες της.

Την μια στιγμή το νερό έκλεβε την ανάσα τους, την δικιά του η βροχή και την δικιά της η αλμύρα τού θρήνου που έσπαγε κάθε τύμπανο αλύπητα. Η επόμενη- κρατούσε το σύμπαν ακίνητο γιατί σχεδόν όλοι ξέχασαν μέσα σε μια στιγμή πως η ζωή πάντα ξεκινούσε από το ίδιο σημείο που τελείωνε πάντα, μα ήταν η ίδια χαραμάδα, το ίδιο μυστικό που χώριζε κάθε ύπαρξη σε δυο.

Αν φοβόσουν το νερό, φοβόσουν την ζωή. Και ο τρόμος προς την ζωή είναι η ίδια σκιά που σε παίρνει και σε σηκώνει προς την γωνιά του ουρανού που δεν ήθελες να πατήσεις.
Την γωνιά που οι νεκροί ξεχνάνε να φιλήσουν πριν πέσουν κάτω, πριν τους αρπάξουν κάτω.

Τα λόγια ήταν βαριά αλλά το στήθος μιλούσε, όχι η γλώσσα. Ο αέρας έσπρωχνε, όχι τα δόντια. Η Περσεφόνη τα έκανε όλα, όχι αυτός. Ποτέ αυτός.

Η σιωπή του ήταν ταυτόχρονα η μία τιμωρία που λάτρευε να μισεί. Η χειρότερη ηχός του ανεπαρκούς μισού έρωτα, ήταν αυτός τής αποδοχής τής πράξης τής απελπισίας.
Όσο τρέμεις, λατρεύεις και τόσο γέρνεις που πεθαίνεις.

Η πράξη τής απελπισίας είναι η τελευταία πριν αυτή τού έρωτα.
Την αποκαλώ φινάλε κι άλλοι την φωνάζουν αλλιώς...

«Και πώς έρχεται ο θάνατος; Τον γνωρίζεις καλύτερα κάθε φορά που τον βλέπεις ή χρειάζεται να τον ζήσεις;»

Η Περσεφόνη δεν βρίσκει αέρα για να δροσίσει τον εκνευρισμό τής άγνοιας.
«Θα νιώσεις καλύτερα με την γνώση, Άδη;»

«Κάποτε, θα έρθει στιγμή να γνωρίσω τον θάνατο ξανά. Δεν ξέρω πως ξέρω το γιατί. Αλλά εσύ δεν θα είσαι εκεί και εγώ πρέπει να μάθω αν πρόκειται για φίλο ή εχθρό.»

«Κάθε τέλος δεν έχει και μια απάντηση. Θα απογοητευτείς άμα μάθεις πως μπορεί ούτε η μία επιλογή ούτε η άλλη να είναι η αλήθεια.» θέλει μονάχα να ανακουφίσει αλλά δεν μπορεί να το κάνει απέναντί του.
Τον θέλει πλάι της. Τον χρειάζεται.

Όταν κάποτε δεις το πρόσωπό της, της Περσεφόνης θα είναι το πιο φρικτό. Άμα το σπάσεις, με δύο μάτια καλύτερα κι αλλιώτικα θα το βρεις υπέροχο.
Στις πρώτες μονάδες τής ιστορίας φαίνεται έτσι. Εντυπωσιακή σαν θρήνος.
Μα ο θάνατος δεν είναι όμορφος, όχι την πρώτη και σίγουρα όχι την δεύτερη φορά Άδη.

Η αλήθεια τής κατάρας χάραξε τα μάτια του με οργή μέσα σε μια καταραμένη στιγμή.
Πριν καν σταματήσει να του μιλάει, το στήθος του τρέμει και η Περσεφόνη γελάει στους ρυθμούς τής αφοσίωσής του που αγαπούσε.

Ο Ιάγκο και η Οπάλη ήταν παρελθόν. Γλυκόπικρη η τιμωρία που έστεκε παράλληλα με την προδωσία τους. Η μια συμπλήρωνε την άλλη όπως συχνά κάνουν οι παρωδίες. Ή τουλάχιστον αυτές που έγραφαν αυτοί με λιγότερο ταλέντο στη πένα.

Οι άνθρωποι απαγορεύονται να δαμάζουν την μαγεία. Είναι κανόνας που υπάρχει από την αρχή τού κόσμου τους. Η φύση, στην έκδοση που υπάρχει για τους Θεούς, απαιτεί τον ίδιο έλεγχο σε όλα τα πλάσματά της. Ακόμα και στον εαυτό της.

Ο Ιάγκο δεν ήταν ακριβώς χρήστης τής μαγείας, τουλάχιστον όχι επίσημα. Είπε στην Περσεφόνη πως στην πραγματικότητα κάθε άνθρωπος μπορούσε να ελέγξει ένα μικρό μέρος τού κόσμου, απλά αυτός ήταν ένας από τους λίγους που το γνώριζε. Του Ιάγκου δεν του ήταν επιτρεπτή χρήση λόγω τής Οπάλης. Αυτή δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο με αυτόν και μέχρι να τα κατάφερνε, αυτός είχε ένα εμπόδιο μπροστά του.
Ήταν ο νόμος των μισών. Στον γάμο κανένας δεν προχωρούσε μπροστά μόνος του, το κάνανε μαζί.

Ο Ιάγκο είχε διαταγές να προσέχει για την Περσεφόνη και για τον Άδη. Δεν ήξερε τι γινόταν αν τους έβλεπε μπροστά του ξαφνικά, δεν ήξερε πολλά κιόλας.

Ο Ιάγκο ήταν ένας άδειος καθρέφτης. Όσο και να προσπαθούσε, η Περσεφόνη δεν έβλεπε τίποτα να την κοιτάζει πίσω.

Αλλά η ενοχή του ήταν ακούραστη.
Φεύγοντας ο ένας, σύντομα ακολούθησε και ο άλλος. Ο σπάγκος που ενώνει την μία φλόγα ζωής με μία άλλη είναι όσο λεπτή είναι και η τρέλα στα μανίκια τους.

«Και τι κάνουμε τώρα;» ρωτάει αγχωμένα ο Άδης όταν η Περσεφόνη γύρισε. Τα μάτια του ήταν στενάχωρα λες και νωρίτερα έκλαιγε αλλά ψύχραιμα αρκετά ώστε να ξέρει η Περσεφόνη πως δεν το έκανε. Πάντα κάτι στο βάθος των αισθήσεών της φαντάζει αόρατο, σαν το βάρος τού θυμού που κρύβει προς τον κόσμο να εξαφανίζεται.

«Προς το παρόν τίποτα. Εγώ και εσύ αυτήν στιγμή αναζητούμε τις ομάδες που προκάλεσαν την κατάρα, σωστά; Αυτοί το ξέρουν. Όταν ήρθαμε, δεν ήμασταν τόσο διακριτικοί. Όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία μπορεί να πίστευαν πως οι Θεοί θα ασχοληθούν όταν θα ήταν πολύ αργά, αυτό δεν συνέβη. Οπότε τώρα θα τους αφήσουμε να χάσουν τα ίχνη μας.»

Την κοιτάζει ανέκφραστα, το στόμα του να τρέμει ελάχιστα. «Δεν είναι παιχνίδι αυτό Περσεφόνη. Ο λόγος που ο Δίας εμπιστεύτηκε εσένα και όχι κάποιον άλλον είναι επειδή είσαι στην πρώτη τριάδα, ελέγχεις την φύση, τους νεκρούς, τον Κάτω Κόσμο.» ανασαίνει και τα επόμενα λόγια του λέγονται τόσο βιαστικά που πετάνε όλα μαζί, μπερδεμένα. «Ο ενθουσιασμός σου απέναντι σε ανθρώπους που μπορούν να σε βλάψουν δεν είναι αυτό που χρειαζόμαστε, αυτό που χρειάζεσαι εσύ.»

«Δεν ξέρω τι έχουν στα χέρια τους για να τους φοβάμαι. Είναι απλά ένα ενδιαφέρον.»

«Μην στέκεσαι στις λέξεις. Άμα δεν φοβάσαι εσύ με την σημασία αυτή, τότε φοβάμαι εγώ.»

Και το ήξερε, το ένιωθε και το άκουγε τόσο δυνατά αυτό. Το πόσο τον πονούσε ο φόβος που κουβαλούσε για το πρόσωπό της. Τα μάτια του βάφονταν, το πρόσωπό του γέμιζε με ανήσυχες ρυτίδες. Είχε μάθει πως μονάχα λίγος πανικός χρειάζεται για να αναγνωρίζει τέτοια σημάδια σε αυτόν. Τώρα προτιμούσε να δει τι τρέχει αντί να του πει ο ίδιος, αντί να το μάθει αμέσως από το κεφάλι του.

Μοιράζονταν ίδιες σκέψεις μερικές φορές και όταν τον κοιτούσε ήταν σαν να βλέπει και τον εαυτό της.
Αυτήν την φορά αυτό που την κοίταξε πίσω δεν ήταν όσο όμορφο ήταν ο Άδης.

Όταν επιτέλους ξύπνησε η Ασπρούλα, πολλές μέρες αργότερα, η Περσεφόνη κατάλαβε αμέσως πως κάτι πήγαινε λάθος.

(A/N Είμαι σίγουρη ότι κάπου το έχω ξαναπεί και ότι θα το ξαναπώ ξανά αλλά η Περσεφόνη όπως υπάρχει σήμερα δεν ειναι ακριβώς αυτό που σκεφτόμουν όταν την "γέννησα". Δεν έχω πλάνο, δεν έχω πολλές προσδοκίες. Απλά γράφω και όπου με πάει, να πω την αλήθεια.

Άμα βρείτε κενά, αγνοηστε τα όπως το κάνω εγώ. Η Περσεφόνη, τόση αγάπη που της ειχα όταν την σκέφτηκα. Φαίνεται από τα πρώτα κεφάλαια πόσο προσεγμένη την είχα. Μετά μπουμ τελείωσε το καλοκαίρι, πανελλαδικές μπαμ, και έπαψα να γράφω για 9 μήνες. Είναι αυτό που λέμε ότι you grow out of it.

Γκρινιάζω συνέχεια για αυτό αλλά ο μόνος λόγος που δεν το σταματώ είναι επειδή στις δέκα βλακείες, εμένα οι 9 μου αρέσουν. Πειραματίζομαι με το γράψιμο αρκετά. Διαφέρει αρκετά από το A Reunion of Ghosts και εγώ διασκεδάζω απίστευτα. Είναι άσχημο να λέω για το πόσο βαρέθηκα ένα βιβλίο που η ίδια γράφω αλλά πραγματικά κάθε βιβλίο είναι μια εμπειρία.

Μακάρι να βρω το κουράγιο και το ενδιαφέρον μια μέρα να επιστρέψω και να το ξαναγράψω όπως πρέπει.)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top