12| Blame Your Tragedy

Μερικές φορές μπορείς να ορκιστείς πως μια λάθος στιγμή χάλασε ολόκληρη την ζωή σου, ενώ άλλες είσαι σίγουρος πως η κάθε στιγμή ήταν αδύνατον να μην σε φέρει εδώ.

Το εδώ ήταν η οργή τής Περσεφόνης. Μιας Θεάς απρόβλεπτης, που δεν έχει εμφανίσει το πρόσωπό της αρκετά ώστε να μπορούν να μαντέψουν τις κινήσεις της.

Βρισκόταν όμως μπροστά σε ένα ζευγάρι που σίγουρα ήταν χρήστες μαγείας. Ήταν συναρπαστική ανακάλυψη αλλά μονάχα ενθουσιασμός δεν μπορούσε να σημειωθεί ανάμεσα τους.

Σιωπή, θρασυτάτη μάλιστα, φυσούσε ανάμεσά τους. Προς το μέρος της Περσεφόνης μύριζε προδοσία ενώ στους άλλους όμως απλά σκάλιζε σημάδια παράδοσης.
Ακόμα και τα καλύτερα ψέματά τους δεν θα τους έσωζαν.

«Στην ιδέα πως δεν είστε οικείοι με το τι μπορώ να κάνω, σας λέω πως δεν θα διστάσω να διαλύσω τα σώματά σας με την ίδια ευκολία που θα διέλυα τις ψυχές σας.»
Βλέπει στα μάτια τους να βυθίζεται η θλίψη. Δεν την απολαμβάνει.

«Φανερώθηκα νωρίτερα από όσο θα ήθελα.»

«Και λοιπόν; Έχεις ήδη αποφασίσει την μοίρα μας. Τι διαφορά θα είχαν κάνει λίγα περισσότερα λεπτά;» κατηγορεί ο Ιάγκο. Τα λόγια του δεν έχουν το ίδιο χρώμα με νωρίτερα, όταν μιλούσαν στην φωτιά.

«Είσαι ανόητος Ιάγκο, αν πιστεύεις πως εγώ είμαι υπαίτια για κάθε δεινά. Την μοίρα δεν την σφραγίζω εγώ.» απαντάει σε δύο σκιές. Δύο άνθρωποι γυρνούσαν το βλέμμα της, άσπροι και οι δυο από τον φόβο τους, δίχως καμία άλλη τόλμη για αντίρρηση.

Η Οπάλη όμως έμοιαζε να αποδέχεται αυτό που ερχόταν, ενώ ο σύζυγός της το γέλαγε με μια φιγούρα αγέλαστη και ανεπηρέαστη.

Δεν έκαναν απότομες κινήσεις, μάλιστα δεν κουνιόντουσαν καθόλου. Ακίνητοι μπροστά της, παγιδευμένοι από έναν αέρα καυτό, ίδιο με το χρώμα μεταξύ τους.

Η καύση ζωγραφίζεται με το κόκκινο από τους ανθρώπους. Η καύση μιας μεγάλης πηγής, το ίδιο. Σαν πληγή έστεκε το χρώμα ανάμεσά τους, μικρό φάντασμα στους δύο κόσμους που βλεπόντουσαν τώρα κρυφά.

«Πες μου αυτά που θέλω να μάθω, προσπάθησε λίγο να με ξεγελάσεις.» λέει η Περσεφόνη και είναι φανερό στο κεφάλι της πια πως δεν θέλει να διαβάσει το κεφάλι της για αυτό.

Θα ήταν πιο εύκολο, ένα αστείο μάλιστα. Αλλά η μαγεία των Θεών και αυτή των ανθρώπων δεν ήταν το ίδιο. Η δικιά τους τρεφόταν από την ίδια την φύση για την ίδια την φύση. Η Περσεφόνη έδινε πνοή στα δέντρα, έπαιρνε κουράγιο από τα λουλούδια που έπαιρναν μορφή στο ροζ φόντο τής ανατολής. Η Αφροδίτη υπήρχε μονάχα επειδή κάθε ματιά στο σύμπαν σε έριχνε σε θέαμα ανεξήγητα πανέμορφο. Ο ήλιος, το υπέροχο αυτό αστέρι, φώτιζε τα πάντα σε έναν ρυθμό που συλλάμβανε η φύση δίχως λέξεις.
Οι άνθρωποι και η μαγεία τους δεν έχει τις ίδιες ρίζες. Κάποτε, οι νεκροί είχαν ψιθυρίσει δίπλα της, πως οι άνθρωποι ήταν μια απομίμηση τής φύσης και η μαγεία τους ήταν κάτι τέτοιο, χειρότερο μάλλον.

Η Περσεφόνη ήξερε μονάχα πως η μαγεία τους ήταν άσχημη και όσο πιο άσχημη ήταν η καρδιά τους, τόσο μεγαλύτερη φαινόταν. Ίσως γιατί εκεί παγιδεύεις το κακό σου, η φωλιά τής καλοσύνης κενή.

Οι δυο χρήστες μαγείας μπροστά της έμοιαζαν απλά κουρασμένοι. Αλλά ακόμη και κουρασμένοι, η Περσεφόνη δεν ξέρει αν το μυαλό τους είναι ασφαλές περιβάλλον.

Μακάρι να είχε την γνώση που χρειαζόταν για να τους παγιδεύσει.
Θα έμενε στον τρόπο που γνώριζε.

«Δεν ξέρω για ποιο λόγο ήρθες στο χωριό μας αλλά αυτά που άκουσες τώρα, δεν είχαν να κάνουν με αυτό.» ο Ιάγκο τρέχει τις λέξεις, νομίζει τον κυνηγάνε.

«Μπορώ να μυρίσω την μαγεία στα δάχτυλά σου Ιάγκο. Μπορώ να νιώσω το τρέμουλο τής φωνής σου χωρίς αυτήν. Είναι στενάχωρη η εικόνα σου μακριά της.»

«Τι χρώμα έχει η μαγεία μας; Ξέρω πως εσείς βλέπετε όπως εμείς δεν μπορούμε.»

«Είναι ανεξέλεγκτη. Καίει την μύτη μου και λάμπει πολλά χρώματα, μα είναι όλα αφύσικα. Υπάρχει κάτι όμορφο σε κάθε καθρέφτη που φτιάχνει ο άνθρωπος για να δει την εικόνα του, αλλά αυτή δεν είναι. Η φύση ξέρει να παραπονιέται αλλά εσείς έχετε ξεχάσει να μιλάτε μαζί της. Έχω έρθει να τιμωρήσω τις κατάρες σας, όχι να τις συγχωρέσω.»

Το ξέραμε ότι θα 'ρθεις... πετάγεται η σκέψη από το μυαλό τής Οπάλης.

Φυσικά και ήξεραν ότι θα ερχόμουν. Δεν κρύφτηκα όταν σκότωσα τους ανθρώπους στο άλλο ιερό και δεν έκρυψα τα βήματά μου όταν έμεινα και ξύπνησα σε εκείνο το ποτάμι.

Η παρουσία μου εδώ δεν είναι σκάνδαλο. Όχι για αυτούς που ξεκίνησαν αυτό το πράγμα. Αλλά για την οικογένεια που ανακάλυψα εδώ, είναι μια τραγωδία.

Ο Άδης θα μιλούσε γλυκά σε αυτούς τους ανθρώπους. Η Περσεφόνη ήθελε να κάνει το ίδιο, αλλά η καλοσύνη της είναι ίδια με την αδυναμία.

Η σκηνή τής θύμιζε κάτι άλλο. Μια συζήτηση παλιότερη, με κάποιον που η σκιά του παραήταν σκοτεινή για το μέγεθος της καρδιάς του.

Η αρπαγή τού Άδη ήταν ο μόνος τρόπος για την Περσεφόνη να τον κρατήσει ζωντανό.

Όταν πέθανε και ήρθε πίσω στην ζωή πάνω στα χέρια της ανάμεσα στους σπόρους εκείνου του κόκκινου ρόδου, η Περσεφόνη μπορούσε να μυρίσει ακόμα την θνητότητά του, η οποία πια δεν ήταν μόνη της.

Η αθανασία του έγινε φανερή όταν εμφανίστηκε ο Κάτω Κόσμος. Η Περσεφόνη τον είδε να γεννιέται μέσα στα έγκατα τής γης. Οι νεκροί ήταν αυτοί που το κατάλαβαν πρώτοι, γιατί η Περσεφόνη μόλις τότε καταλάβαινε την έκταση τής δύναμής της.

Και στην συνέχεια, ο Άδης έχανε την αθανασία του μακριά από την Περσεφόνη ή από τον Κάτω Κόσμο. Οπότε στους μήνες που κοιμόταν κάτω από τα νερά τού νέου κόσμου, η Περσεφόνη δεν τον άφησε πίσω μόνο του.

Ο Άδης δεν αγαπούσε το μέρος σαν την Περσεφόνη, οι μνήμες του με τον χώρο δεν είναι τόσο αγνές όπως τις δικές της. Αυτός ξύπνησε σαν παγιδευμένος εδώ. Και δεν έβλεπε την Κόρη να του μιλάει, την Θεά που ερωτεύτηκε καταλάθος σε κάποια χαμένη κοιλάδα.

«Με παγίδεψεςλεει και χρωματίζει την φωνή του σαν να ειναι αλήθεια.
Ο Άδης δεν θυμόταν. Γιατί διαφορετικά θα γνώριζε πως εκείνος δεν μπορούσε να παγιδευτεί από αυτήν.

«Ίσως.» απαντάει, μονάχα για να δει το μίσος του να λάμπει. Το μόνο αίσθημα που μπορεί να αναγνωρίσει και το μόνο που μπορεί εύκολα να ξεπροβάλει.

«Άφησέ με.»

«Όχι.»

«Με λένε Άδη.» φτύνει στα πόδια της. Του χαμογελάει όμως γιατί φυσικά και γνώριζε το όνομά του. Και θα του έκοβε τα πόδια αν ήταν κάποιος άλλος, μονάχα για τον τρόπο που τραβάει τις λέξεις του, τον τρόπο που τις πετάει απότομα πάνω της.

«Είμαι η Περσεφόνη.» κάποτε η Κόρη.

«Ζητώ να με απελευθερώσεις.» αλλά δεν μπορούσε να του πει την αλήθεια. Αυτή τον έφερε εδώ γιατί αυτή τον έφερε πίσω στην ζωή, γιατί εξαιτίας της την έχασε.

«Η ελευθερία απαιτεί μαρτύριο για να ξεκλειδωθεί. Δώσε όνομα στον πόνο σου και εγώ θα υπακούσω. Αλλά αν δεν το κάνεις, θα μιλήσω εγώ για τις δικές μου πληγές και θα υπακούσεις εσύ.»

Οπότε φόρεσε το καλύτερο χαμόγελό της, στολίδι τής πιο τρομαχτικής μάσκας και πήρε τον ρόλο τής Θεάς των Νεκρών, εξόριστη-ξεχασμένη στο παλάτι που έχτισε με τις σπίθες που έβγαζε από τις ρίζες της.

«Ο πόνος μου αρχίζει και τελειώνει με το όνομά σου, βασίλισσα.»

Και η τραγωδία τους ήταν πως τους πονούσε το ίδιο όνομα. Του ενός άκουσμα, του άλλου ταυτότητα.

Δεν ήταν μυστικό το παραμύθι γύρω από τον Άδη, τουλάχιστον όχι στην γη τους. Για τους άλλους κόσμους, ήταν σίγουρη πως η αλήθεια γυρνούσε πριν σταθμίσει.

«Κατηγορείς τον θάνατο;» την ρωτάει κάποτε. Η φωνή του την είχε δροσίσει.

«Ο θάνατος δεν φταίει για αυτά που μισούμε, Άδη.»
Ήξερε πως την ρωτούσε για τον θάνατο που διέλυσε αυτούς, την σχέση τους.

«Τι κατηγορείς για την δυστυχία σου τότε Θεά τής οδύνης μου;»

Του χαμογελάει, το πρόσωπο της κοιτάζει χαμηλά, τα δάχτυλά της κόντρα στον αέρα. «Έχεις μάθει να με μισείς Άδη, με κατηγορείς για ό,τι πάει λάθος αλλά εγώ έχω ζήσει πριν από εσένα. Η δυστυχία μου είναι μεγαλύτερη από τις δικές σου προσποιήσεις άρνησης.»

«Είσαι μια τραγωδία που έτυχε να λατρέψω, δεν σημαίνει πως θα το κάνω για πάντα.» Πάντα μπέρδευε την καλοσύνη της με αδυναμία.

Αν η Περσεφόνη ήταν πράγματι μια τραγωδία, αυτός τι ήταν; Δεν μπορούσε καν να ζήσει μακριά της, θα γινόταν σκόνη τού αέρα. Κάτι κακό μέσα της πως και τα λόγια του κρατούσαν την ίδια αστάθια και τον ίδιο εγωισμό.

Και την φτύνει χωρίς να την αγγίξει, μονάχα ρίχνοντας βλέμματα που κρύβουν το ίδιο κουράγιο, την ίδια κούραση. Η μεγαλύτερη απάτη τού κόσμου είναι αυτή μεταξύ αυτών που έχουν τόσα να πουν και δεν λένε τίποτα.
Αυτή τον φτύνει πίσω, με το πρόσωπο μπροστά και τα μάτια τολμηρά αρκετά για να μην γυρίσουν ποτέ πίσω, να κοιτάξουν αυτόν. Ήταν μια και μοναδική και αυτός ήταν ένας δίπλα σε αυτήν. Δεν μπορούσε να τον πνίξει στην αδιαφορία αλλά δεν μπορούσε επίσης να του δείξει αυτά που ήθελε.

Είχε κάποτε, για τόσους μήνες, ζήσει πλάι σε κάποιον που ήταν ο ορισμός τής ομορφιάς στα μάτια της. Τα κόκκινα τριαντάφυλλα που ανταγωνίζονταν το κόκκινο στο χείλος του, ήταν εκλεκτό για τα μάτια. Ένα θέαμα άξιο, μαζί με το μακρύ μαλλί και τις πληγές στο χέρι του. Ήταν κάποιος που δεν γνώριζε πολλά, όχι όσα οι Θεοί, αλλά ήξερε αρκετά για να μπορεί να μιλάει για αυτά. Οι ιστορίες στην σιωπή δεν έχουν το ίδιο κουράγιο με αυτές κοντά σε άλλες, η Περσεφόνη το βλέπει αυτό στους νεκρούς.

Μα οι νεκροί τον λάτρευαν. Έτσι κρύος που ήταν απέναντί της, τόσο ανθρώπινο μπροστά τους. Μπορούσαν να μυρίσουν καθαρά την αθανασία του μα και πάλι κέρδισε τον σεβασμό τους και όχι μίσος.
Υπήρχε κάτι πάνω του που αν το κοίταζες αρκετά, το αγαπούσες. Ακόμα και τώρα.

Για τον Άδη, η δεύτερη ευκαιρία στην ζωή ήταν κάτι πιο άσχημο από αυτό που έβλεπε η Περσεφόνη. Ήταν ένα ατύχημα τής φύσης, γιατί μια Θεά τής Άνοιξης, μια Θεά απλή δεν μπορούσε να γεννήσει ζωή με τέτοιο τρόπο. Σχεδόν τον τρόμαζε στην σκέψη, ακόμα περισσότερο στην πράξη.

Η παρουσία τού Άδη είναι μια υπενθύμιση τής δύναμης τής Περσεφόνης, η οποία απίστευτη όσο ήταν... δεν ήταν αυτή που η μοίρα τής είχε φυλάξει.

Κάτι στην ιδέα πως η Περσεφόνη πάλεψε τον πατέρα της και τον πόνεσε αρκετά ώστε να χαθεί από τον Όλυμπο για μήνες ανακτώντας την μορφή του... τον έφερνε στα πόδια του.

Κανείς δεν τον ρώτησε αν ήθελε να επιστρέψει, αν ήθελε να κλειστεί σε αυτό το μέρος, το βασίλειο των νεκρών. Θα έλεγε πάντα ναι στην ζωή, ναι στην ζωή πλάι της, μα είχε πεθάνει ευτυχισμένος και τώρα δεν ήταν πια.

Δεν θυμόταν πολλά από πριν. Δεν χρειαζόταν. Η Περσεφόνη προσπάθησε να εξηγήσει.

Αλλά η δικιά του μοίρα έμοιαζε με καταδίκη, μια αρπαγή που δεν κατέληγε σε λάφυρο.

Ένιωθε μόνος κυρίως, κλειδωμένος σε μια υπόσχεση που θα κρατούσε αιώνες και χιλιάδες ζωές ακόμα.

«Πώς διώχνεις τους εφιάλτες αν δεν μπορείς ποτέ να κοιμηθείς εξαιτίας τους;» πέφτει στον αέρα λες και είναι παιχνίδι. Το βλέμμα της τον ακολουθεί.

«Οι εφιάλτες είναι αυτά που φοβάσαι όταν είσαι ξύπνιος.»

Οι εφιάλτες του συνήθως είχαν την Περσεφόνη. Σε αυτούς ήταν πάντοτε πανέμορφη. Φοράει πάντα μαύρα, λες και κουβαλάει άσχημα νέα. Για αυτόν, η μορφή της συμβολίζει τον θάνατό του.
Στα όνειρά του, ναι σε αυτά τα χειρότερα, εκείνο τον κρατάει όσο χάνεται. Μερικές φορές αυτή είναι που τον σκοτώνει. Αλλές φορές το κάνει μόνος του και αυτή τον βλέπει από μακριά, πάντοτε τρέχει για να τον πιάσει αλλά ποτέ δεν φτάνει.
Ήξερε πως φοβόταν την ίδια μοίρα που ευχόταν να τον είχε πάρει σε εκείνο το δάσος όσο έβρεχε την αγάπη του πάνω στο δέρμα της.

Ο θάνατος πάντα ήταν τόσο σκληρός μαζί του και τώρα είχε γραφτεί για αυτόν.

«Φοβάμαι.»

«Το ξέρω αγαπημένε.»

«Σε βρίσκω τόσο υπέροχη όσο και φρικτή. Συμβολίζεις κάθε αγάπη που υποσχέθηκα να λατρέψω προστατεύοντας όταν σε φίλησα, θυμάμαι, μα είσαι και το κρύο όταν βρέχει και πέφτω από τα χέρια σου. Πέφτω και δεν με κρατάει τίποτα, ούτε καν η ζωή. Σε μισώ σχεδόν όσο αυτήν και σε αγαπάω ακριβώς όπως αυτήν.»

Η λέξεις σχεδόν και ακριβώς δεν έμοιαζαν ποτέ τόσο εχθρικές όσο τώρα. Η Περσεφόνη τις έβλεπε να μάχονται όσο αυτή παρακολουθούσε την σιωπή της.

Δεν όφειλε στον Άδη περισσότερα λόγια από όσα του πρόσφερε με την υπομονή της.

Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήξεραν τις αδυναμίες της, ήταν απλά πιόνια κάποιου που το έκανε.

Δεν ήταν πάντα η εκδίκηση η λύση της αλλά η Περσεφόνη δεν είχε φανταστεί πως το παραμύθι αυτό ήταν όσο απλό είχε σκεφτεί αρχικά. Και εφόσον είχε σκοπό να δώσει τέλος στην ζωή του ζευγαριού μπροστά της, είχε επίσης τρία παιδιά ανυποψίαστα για την κατάσταση στον πάνω όροφο.

Απλά χρειαζόταν να πάρει μια ανάσα και η Περσεφόνη θα φρόντιζε τα πάντα. Βάσιζε όλο το κουράγιο της σε αυτήν την ανάσα. Γιατί χρειαζόταν αυτήν την στιγμή. Μπορεί για αυτήν να μην άλλαζαν πολλά, δύο έξτρα ψυχές στο σπίτι της δεν είναι κάτι που την απελπίζει. Το τι συμβολίζουν δύο θάνατοι είναι αυτό που την τραυματίζει τώρα, και οι πληγές της δεν φαίνονται έτοιμες να κλείσουν.

«Εξήγησέ μου τι ήταν αυτό που είδα, πες μου για την συζήτηση στις φλόγες.»

«Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν στους Θεούς όπως άλλοτε. Δεν ξέρω πότε ξεκίνησε αλλά ξέρω πως δεν μπορούμε να κρυβόμαστε άλλο.»

Η Περσεφόνη δεν απαντάει και δεν αντιδράει στα λόγια που απείλησε από αυτόν. Δεν δείχνει πως τον άκουσε. Αν τον είχε ακούσει ήταν δυνατόν να είναι τόσο ψύχραιμη;

«Το να κρύβεστε για να επιβιώσετε και το να κρύβεστε για αντίδραση δεν είναι το ίδιο, ανοήτε. Οι δικαιολογίες σου δεν χωράνε ψέματα μπροστά μου. Μπορεί να μην είμαι η αλήθεια αλλά είμαι ο θάνατος στην πιο γλαφυρή του μορφή. Δεν τον ελέγχω απαραίτητα αλλά είμαι μέρος του. Πώς μιλάς, λες και δεν ελέγχω τα πάντα;»

«Ζήτησες την αλήθεια μου, την πήρες.»

«Αλήθεια ποτέ δεν πήρα, μονάχα θέατρο. Ξαναπροσπάθησε, άλλη μια φορά. Σε προκαλώ.»

Και τότε είναι που αφήνει τον εαυτό της να διαβάσει τις σκέψεις τους, τα αισθήματά τους. Μπορεί να είναι ψέματα αλλά κάτι από αυτό είναι αρχή και την χρειάζεται για να ξεκινήσει.

Η Οπάλη είναι τρομαγμένη, ξεκάθαρα γραμμένο σε κάθε τρίχα της που καλύπτεται από κρύο ιδρώτα και μετανιωμένη. Η Περσεφόνη είναι σίγουρη πως αυτή, για ό,τι έχει κάνει, έχει μετανιώσει.
Φοβάται πως θα πεθάνει, φυσικά και κάθε απόφαση είναι λάθος της τώρα. Σε αντίθεση με τον Ιάγκο, αυτήν δεν ακούει, απλά ακολουθεί. Κανείς δεν θέλει να ακούσει αυτά που θέλει να πει οπότε γιατί να ταραχθεί περισσότερο όταν μπορεί να σωπάσει;

Ο Ιάγκο είναι οργισμένος. Κάθε άλλη του σκέψη είναι άχρηστη ή απαίσια. Για την Περσεφόνη δεν έχουν σημασία τα επίθετα και οι κραυγές που δεν της πετάει, όχι.

Θέλει να πάθει τι πάει λάθος και ποιος είναι ο ρόλος τους.

Σηκώνει το χέρι της, ανυπόμονα τώρα, και με τα δάχτυλά της να κάνουν την ένδειξη να αγκαλιαστούν σε γροθιά, κλείνει τον λαιμό τής Οπάλης.
Η Περσεφόνη αγαπάει την απλότητα αυτής της ληστείας. Γιατί σχεδόν όσο σημαντική είναι η σκέψη, η αίσθηση, άλλο τόσο είναι και η αναπνοή, μα δίχως αυτή δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα άλλο.
Άμα η Περσεφόνη πάρει την ανάσα της, παίρνει τα πάντα. Όταν την δίνει πίσω, επιστρέφει τα πάντα. Δεν αρπάζει τίποτα χωρίς επιστροφή, όχι κάτι τέτοιο.

Οπότε την βλέπει να βάζει τα χέρια της στον λαιμό, αμέσως πανικός να την λούζει.
Πάντα η ίδια αντίδραση γιατί αν μη τι άλλο, μπορούσες να ευχαριστήσεις τους ανθρώπους για την προβλεψιμότητα μπροστά στον επικείμενο θάνατό τους.

Οπότε, δώσε της την αλήθεια Ιάγκο, γιατί την ζητάει τόσο ευγενικά.

Αυτός δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Θα έπρεπε να περιμένει κάτι τέτοιο, αλλά ίσως σκεφτόταν πως η Περσεφόνη εκτιμούσε την ζωή τής Οπάλης περισσότερο από την δικιά της. Λάθος. Η άσχημη αλήθεια ήταν πως η Περσεφόνη μπορούσε να πάρει απαντήσεις -αν και με δυσκολία- ακόμα και με την Οπάλη νεκρή. Αυτή ήταν απλά δύο έξτρα χέρια, όχι το μυαλό. Το μυαλό όμως παγώνει και ο Ιάγκο δεν προλαβαίνει.

Ανάμεσα σε ακατανόητες λέξεις που μεταμφιέζονταν σε κραυγές, η Περσεφόνη κέρδισε ένα θα την σκοτώσεις.

Σχεδόν την σκότωσε μονάχα για αυτά τα λόγια του. Φυσικά και θα την σκότωνε!

Και τότε ήταν που η Οπάλη άρχισε να ξύνει τον λαιμό της, μια προσπάθεια να βρει μια τρύπα αρκετή για να ξεφύγει, να πάρει μια ανάσα. Χτυπούσε το στήθος της, παρακαλούσε στο μυαλό της, μονάχα παρακαλούσε.

Και τα λεπτά πέρασαν, η Οπάλη πέθανε από ασφυξία και ο Ιάγκο έχασε το δεξί του χέρι, τόσο απλά.

Όταν αποφάσισαν να ξεπεράσουν τους Θεούς θα έπρεπε να το είχαν ξανασκεφτεί. Πώς μπορείς να περάσεις κάτι τέτοιο χωρίς να μπορείς να διαχειριστείς τον φόβο σου; Η νίκη δεν είναι πιθανή, αλλά ο έλεγχος είναι.

Ο Ιάγκο μένει παγωμένος. Το κεφάλι του είναι τόσο ήσυχο, σαν να μην έχει περάσει καμία σκέψη από εκεί.

Αμφιβάλλει όμως, αμφιβάλλει αν άξιζε αυτό που έπαθε η Οπάλη. Φυσικά και όχι. Που τον έφερνε στο συμπέρασμα πως κάτι πάει λάθος και ο κίνδυνος είναι όσο αληθινός τον παρουσίασε αρχικά η Περσεφόνη.

Ανοίγει το στόμα του και ευτυχώς οι επόμενες λέξεις του είναι αυτές που η Περσεφόνη χρειάζεται.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top