09| Cemetery For The Lost
Το κεφάλαιο είναι μικρό και έχει μονάχα έναν γελοιο-απαισιο μονόλογο. Μπορεί να μιλάει ο Άδης αλλά αυτή είμαι εγώ στην πραγματικότητα, προσπαθώντας να με πείσω πως αυτό το βιβλίο δεν ειναι απόλυτη βλακεία και αξίζει να το ολοκληρώσω.
Η Περσεφόνη τον αφήνει μόνο του όταν μιλάει στην Ασπρούλα. Πάντα.
Σηκώνεται και την πλησιάζει να δει άμα είναι ξύπνια, αν τον ακούει. Αλλά ήταν ακόμα αναίσθητη. Κουνάει τα δάχτυλά του και νιώθει την θερμοκρασία του δωματίου να δροσίζει ελάχιστα. Η κίνηση ανόητη μπροστά της, λες και μπορούσε να νιώσει την ζέστη ή να εκτιμήσει την δροσιά.
«Δεν ξέρω πως σε λένε, μα είμαι ο Άδης.» αναφέρει κάποια στιγμή και έπειτα συμπληρώνει σαν δεύτερη σκέψη «Οι άνθρωποι μιλάνε για μένα για ιστορίες που δεν είναι η πραγματικότητα. Μα και τα ψέματά τους τα ντύνουν σχεδόν όσο καλά και την αλήθεια τους.» Σταματάει μα δεν μπορεί να καταλάβει το γιατί. Τον λόγο που ξαφνικά οι λέξεις τσιμπούσαν απροειδοποίητα.
Μπορούσε να μυρίσει σχεδόν την δύναμή του απέναντι στην αδυναμία τής Ασπρούλας. Η Ασπρούλα έμοιαζε απλά εξουθενωμένη. Και δεν ήξερε άμα ήταν μονάχα το περιστατικό που την στιγμάτισε τόσο αλλά- καμία υπόθεση δεν θα τον ικανοποιούσε περισσότερο από την αλήθεια.
Ο άνεμος φύσαγε μία νέα όρεξη προς το μέρος του. Μία ιδέα που θύμιζε ειλικρίνεια. Αγαπούσε τις λέξεις, μα τούτη την στιγμή σκεφτόταν πως οι δικές του ντυμένες με την αλήθεια είχαν καιρό να τον επισκεφτούν.
Και πόσο ανάγκη είχε να ζήσει δίπλα σε κάποιον που δεν ήταν η Περσεφόνη... χωρίς αυτό να είναι σκέψη πικρή προς το μέρος της.
Μερικές φορές απλά έχουμε ανάγκη πράγματα που δεν μπορούμε διεκδικήσουμε χωρίς να ανοίξουμε πληγές.
Ο Άδης στέκεται ακίνητος και αποδέχεται την σιωπή, όπως είχε μάθει να κάνει πάντα όταν έπεφτε το σκοτάδι. Είχε μάθει να μιλάει σε σκιές, να καταλαβαίνει λόγια κρυμμένα στο ύψος της φωνής, να περπατάει δίπλα σε πρόσωπα ξεχασμένα από κάθε σκηνοθεσία τής ζωής. Η ύπαρξη του δεν απαντούσε σε μυστήρια και ούτε σε ιδιοσυγκρασίες τρελής δύναμης, μονάχα σε κούτες επιθυμίες ενός νεαρού που πρόωρα υποδέχτηκε την αθανασία, τον θάνατο και μια θλίψη έρωτα παράλληλα με κάθε τραγωδία.
Να σου μιλήσω για το πώς έμαθε όλη την αλήθεια; Για το πώς πέθανε φιλώντας την, το δηλητήριο που κυλούσε στο δέρμα τους και σε κάθε εκατοστό τής γλώσσας τους και το πώς την ξαναείδε ντυμένη στα κόκκινα τού αίματος, μετά την πάλη για το σώμα του;
Ήταν σαν να ζούσε γύρω από σβούρες, έχοντας το κέντρο τής ζωής του να τον κυνηγάει ασταμάτητα. Η μία στιγμή που δεν μπορούσε να αναπνεύσει κυριεύοντας κάθε στιγμή που μπορεί.
«Ο κόσμος αλλάζει συνέχεια στο κεφάλι μου και εγώ είμαι σκληρός σε κάθε αλλαγή που πλησιάζει. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω γιατί υπάρχω ακόμα. Και μερικές φορές ακόμα και η αλήθεια, το πώς έφθασα εδώ, δεν είναι αρκετό για να δικαιολογήσω την παρουσία μου σε αυτόν τον κόσμο.» το βάθος της σιωπής αυτήν την στιγμή τον ανακουφίζει. Την σιωπή μπορεί να την διαχειριστεί, επειδή ακριβώς μπορεί να ζήσει πέρα από αυτήν.
«Η Περσεφόνη όταν την γνώρισα ήταν σαν άγγελος. Ζούσε σε μια πραγματικότητα που δεν έμοιαζε ανθρώπινη, γιατί ήταν η καλύτερη έκδοση τής ανθρώπινης απλότητας και καλοσύνης. Και την πλησίασα γιατί με είχε σώσει από την φωτιά που έχασα την οικογένειά μου, την ακολούθησα επειδή με προστάτεψε και την ερωτεύτηκα επειδή πραγματικά με αγάπησε όπως λένε ότι αγαπάνε οι άνθρωποι-» Κάτι πέρασε στα μάτια του, ίσως να ήταν το κρύο που έπαιρνε ζωή στα μάτια του. «Αλλά δεν ήταν άνθρωπος Ασπρούλα. Δεν είναι άνθρωπος. Δεν με τρομάζει αυτό, αλίμονο, αλλά το χάσμα ανάμεσα σε πλάσματα που ηγούνται και σε αυτά που τους αγαπάνε για αυτό, είναι αρκετά μεγάλο για να μην μπορεί να σβηστεί με ένα χάδι ή και την ιστορία του αιώνα.»
Εκείνος δεν είχε τον διακόπτη της. Αυτός όταν έγινε Θεός, ημίθεος, ό,τι όνομα είχε η ύπαρξή του, απλά έχασε την θνητότητά του ξαφνικά πνέοντας ως αθάνατος. Η φύση τής Περσεφόνης άλλαξε στιγμιαία. Το κόκκινο μαλλί της έχασε την φλόγα της, αφήνοντας ένα μαύρο να βυθιστεί στις ρίζες της. Το χρώμα τού ήλιου χάθηκε, αφήνοντας τα σημάδια τού σκοταδιού να την κυριεύσουν. Τα χέρια της έμοιαζαν πάντα νεκρά, επειδή τα έχασε για λίγο. Αδιάφορα σκότωνε, με σιγουριά περπατούσε και αδέξια άφηνε το πάτωμα να φιλήσει τα πόδια της και κάθε φιγούρα της στο κάστρο.
Έμοιαζε λίγος δίπλα της, σχεδόν μισός.
Η Ασπρούλα, ακόμα κι αν άκουγε, θα έκλεινε τα αφτιά της στην ντροπή που έκρυβαν οι λέξεις. Ο σεβασμός κερδίζεται, όπως και ο φόβος. Και πλάι σε κάτι τόσο φοβερό, κάθε προσπάθεια θα έπρεπε να είναι ισάξια τής κρίσης που επιφέρει.
«Δεν υπάρχει πιο δειλός άνθρωπος από εμένα. Γιατί όσο και να λατρεύω τον ήλιο, στην απουσία του έστω και την στιγμιαία θα έτρεχα στην αντίπαλη πλευρά μονάχα για να υιοθετήσω λίγο κουράγιο.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top